Καλή η διασκέδαση σήμερα αλλά -μεταξύ μας, τώρα- αν δεν έχεις χορέψει κάτω από την πολύχρωμη ντισκομπάλα φορώντας άσπρη κάλτσα και σκαρπίνι δεν έχεις ζήσει τίποτα. Για την ακρίβεια δεν είναι ανάγκη να έχεις χορέψει. Ας το έχεις δει μόνο. Αρκεί. Πως μπορείς να συνεχίζεις να μιλάς για διασκέδαση αν δεν έχεις χορέψει για πάνω από οκτώ ώρες με τη μουσική συνοδεία του Μάικλ Τζάκσον και του Κώστα Μπίγαλη;
Οι παλαιότεροι τα έχουν ζήσει όλα αυτά στη θρυλική (από κάθε άποψη) δεκαετία του 1980, οι νεότεροι τα μαθαίνουν από βιντεοταινίες με τον γόη Σταμάτη Γαρδέλη και τον «μπίλια» Στιβ Ντούζο. Δεν υπάρχει ταινία εκείνης της εποχής που να μην έχει ένα μικρό γύρισμα ή έστω και ένα μικρό πέρασμα έξω από ντισκοτέκ που και μόνο το άκουσμα του ονόματός τους σήμερα προκαλεί διαδοχικά αναμνησιακά σοκ.
Μιλάμε για την Barbarella στη Συγγρού, για την Jacky-O στη Μιχαλακοπουλου πίσω από το Hilton, την «Αυτοκίνηση» στην Κηφισίας, την Boom-Boom ή την San Lorentzo και τόσες και τόσες άλλες. Ντισκοτέκ που τα πατώματα παίρνανε φωτιά από νωρίς το βράδυ μέχρι… νωρίς το πρωί. Στέκια που οι καρέκλες είχαν διακοσμητικό χαρακτήρα ή στην καλύτερη χρησιμοποιούταν για να ξεκουραστείς και να ξαναβρείς τις ανάσες σου πριν αρχίσεις πάλι να απλώνεις πάνω στην πίστα όλο το χορευτικό ταλέντο σου.
Οι θρυλικές ντισκοτέκ της Αθήνας
Γεννημένος στο λυκαυγές της δεκαετίας του 1970 δεν είχα την τύχη να ζήσω όπως θα έπρεπε, όπως θα μπορούσα ή όπως θα… άντεχα την δεκαετία του 1980. Εγώ είμαι παιδί της επόμενης δεκαετίας και τιμή μου και καμάρι μου. Εμείς οι νεότεροι, ωστόσο, δεν μπορούμε παρά να αποτίουμε φόρο τιμής στην δεκαετία του 1980 διότι -ας είμαστε ειλικρινείς- τη δική της τρέλα και φόρα εκμεταλλευτήκαμε για να φτιάξουμε εμείς τις δικές μας ιστορίες «αλητείας».
Αν και μικρούλης, λοιπόν, είχα την τύχη να έχω θείους που ήταν, αυτό που λέμε, «παιδιά περπατημένα»! Σαββατοκύριακο στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού σήμαινε ένας κόσμος διαφορετικός γεμάτος νυχτερινές ιστορίες που έλεγε ο ένας αδερφός στον άλλο και ο πιτσιρικάς κρυφάκουγε με το στόμα ανοιχτό. Μερικές φορές, μάλιστα, είχε την τύχη να πάει σε εκείνα τα θρυλικά μαγαζιά που έβαζαν φωτιά στα Σαββατόβραδα.
Ο ένας από τους θείους, άγριο νιάτο τότε, έπαιρνε μέρος σε διαγωνισμούς πατινάζ! Διότι οι νυχτερινές έξοδοι τότε δεν ήταν μόνο χορός και κέφι. Ήταν και οι διαγωνισμοί. Ομάδες φίλων ή συμμαθητών όργωναν τις πίστες με τα πατίνια τους. Όταν λέμε πατίνια, εννοούμε κάτι που έμοιαζε με τα σημερινά rollers αλλά ήταν… άλλο επίπεδο. Πιο ψαρωτικά. Θέαμα άλλης εποχής. Σε όλες τις μεγάλες ντισκοτέκ της εποχής γινόντουσαν ανάλογοι διαγωνισμοί.
Ήταν ο τρόπος για να ανάψει το κέφι ή για να πάρουν μια ανάσα οι υπόλοιποι χορευταράδες όσο αυτοί που έκαναν το πατινάζ προχωρούσαν σε επίδειξη… δύναμης.
Αυτός, παράλληλα, ήταν και ένας τρόπος να γεμίζουν οι ντισκοτέκ από νεολαία. Στην Barbarella, την Jacky-O και την «Αυτοκίνηση» κάθε σαββατοκύριακο γινόταν το αδιαχώρητο από πιτσιρικάδες. Είναι γνωστές στους περισσότερους οι ιστορίες με τις ατελείωτες ουρές επί της Συγγρού, έξω από την Barbarella. Πολλές φορές είχε επέμβει και η αστυνομία. Όχι για να κάνει συλλήψεις μετά από τίποτα ψιλές που έπεφταν. Γινόταν και αυτό αλλά κυρίως οι αστυνομικοί επενέβαιναν μπας και καταφέρουν να βάλουν μια τάξη, ώστε να συνεχιστεί η βραδιά κανονικά.
Μουσικές και γλέντι μέχρι το πρωί
Michael Jakcson, Bee Gees, Donna Summer, Gloria Gaynor, Bonnie Tayler, Sandra, Wham, και Madonna! Ποιοι δεν έχουν χορέψει μέχρι πρωίας τα τραγούδια τους. Και όχι μόνο τότε. Αλλά και τώρα. Ακόμα κι αν έχουν περάσει 30 χρόνια από εκείνη την εποχή, σήμερα πάρτι χωρίς αυτά τα τραγούδια δε νοείται. Όλοι θα σηκωθούν να χορέψουν ή έστω θα βάλουν τα γέλια όταν θυμηθούν όλα αυτά που κατά καιρούς έχουν κάνει ακούγοντάς τα τραγούδια εκείνης της εποχής.
Αλλά δεν ήταν μόνο αυτοί. Ήταν και μερικά άλλα ονόματα που μπορεί να μην έκαναν παγκόσμια καριέρα, αλλά εδώ στην Ελλάδα, ωστόσο, στις ντισκοτέκ έπρεπε να παίξουν απαραίτητα κάποιες από τις μεγάλες τους επιτυχίες. Μιλάμε για ονόματα όπως Big Alice, Mandy, Costas και Scraptown. Τι; Δεν σας λένε τίποτα όλα τα παραπάνω, ονόματα; Ελάτε τώρα. Δεν έχετε τραγουδήσει ποτέ τραγούδια του Big Alice, δηλαδή του Κώστα Μπίγαλη; Ούτε το Costas όπως συστηνόταν και υπέγραφε τους δίσκους του ο Κώστας Χαριτοδιπλωμένος ή της Mandy που δεν είναι άλλη από τη Μαντώ; Πώς να πιστέψουμε πως δεν έχετε τραγουδήσει ή δεν έχετε χορέψει τραγούδια του συγκροτήματος των Scraptown, της μπάντας δηλαδή που έγινε γνωστός ο Μιχάλης Ρακιντζής;
Όλοι αυτοί, ξένοι και Έλληνες, ήταν το απαραίτητο συστατικό για να κρατήσει το γλέντι από νωρίς το βράδυ, μέχρι… νωρίς το πρωί. Τα φώτα «χόρευαν» και αυτά με εξαντλητικούς ρυθμούς πάνω από τα κεφάλια μας αν και «βασίλισσα» ήταν και παραμένει η ντισκομπάλα.
Το πάρτι ξεκινούσε πάντα λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Τα φώτα έσβηναν για να ξανανάψουν, αυτή τη φορά με τη συνοδεία καπνού και του ειδικού μηχανήματος που έβγαζε… μπουρμπουλήθρες! Την έναρξη κήρυτταν δια μικροφώνου οι γνωστότεροι dj’s της εποχής και στη συνέχεια άρχισαν να ταλαιπωρούν τα βινύλια τους!
Οι μόνοι λόγοι για να διακοπεί ο χορός ήταν οι διαγωνισμοί που είπαμε νωρίτερα και βέβαια το πρόγραμμα με τα μπλουζ που διαρκούσε λιγότερο από μια ώρα αλλά ήταν αρκετό για να… συσφίγγονται οι σχέσεις και να γεννιούνται νέα φλερτ!
Τα ρούχα και οι «φυλές» των ντισκοτέκ
Εντάξει! Εδώ τι να πούμε τώρα; Αυτό θα μπορούσε να είναι και ένα weekend μόνο του. Τι να πρωτοσχολιάσει και τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Τα σακάκια (αντρικά ή γυναικεία) με τις βάτες; Τα πολύχρωμα -στα όρια του χαβανέζικου- πουκάμισα, τα μυτερά παπούτσια (από αυτά που όπως λέγαμε τότε χαριτολογώντας, φτιάχτηκαν για να σκοτώνουν κατσαρίδες στις γωνίες), τα σατέν κοστούμια με τα φαρδιά παντελόνια (τύπου μπάγκι) και τις τεράστιες ζώνες, τα αμάνικα μπλουζάκια ή ακόμα και τα κάτασπρα αθλητικά μποτάκια για όσους δεν άντεχαν την ορθοστασία και τους ατελείωτους χορούς; Ολόκληρη εκείνη η δεκαετία σημαδεύτηκε (με την καλή και την… κακή έννοια) από τις ενδυματολογικές επιλογές που τότε προκαλούσαν δέος και τώρα ατελείωτα γέλια.
Βέβαια, το ντύσιμο δεν θα μπορούσε να… λειτουργήσει από μόνο του. Έπρεπε να συνοδεύεται από το κατάλληλο χτένισμα. Μαλλί χαίτη- λασπωτήρας για τα αγόρια που άφηναν τις φράντζες μπροστά και έπαιρναν λίγο περισσότερο τα πλαϊνά! Και για τα κορίτσια η περμανάντ, οι ξανθές ανταύγειες και το οξυζενέ που πήγαινε σύννεφο.
Αυτές ήταν οι επιλογές των πιτσιρικάδων που γέμιζαν τις ντισκοτέκ. Το με ποιον είχες να κάνεις το καταλάβαινες από τα ρούχα που φορούσε και τον τρόπο που χόρευε. Σατέν πουκάμισο, φαρδύ παντελόνι, σκαρπίνι και λευκή κάλτσα ήταν οι γόηδες. Τζίν παντελόνια, αμάνικα μπλουζάκια και αθλητικό παπούτσι ήταν οι εναλλακτικοί χορευταράδες που δεν τους ενδιέφερε τίποτα άλλο πέρα από το να χορέψουν.
Ηγέτες, ωστόσο, στις ντίσκο ήταν οι «καρεκλάδες». Το προσωνύμιο αυτό τους το είχαν κολλήσει οι ροκάδες της εποχής για να δείξουν το πόσο… φλώροι είναι (οι μεταξύ τους συναντήσεις καθ’ οδόν προς τους ναούς της διασκέδασης, πάντα συνοδευόταν από τίποτα ψιλές). Οι «καρεκλάδες», λοιπόν, προκειμένου να κλέβουν τις εντυπώσεις έπεφταν κατάχαμα και έκαναν όλες αυτές τις κινήσεις που θυμίζουν έντονα το break-dance ή «αντέγραφαν» το moon walk του Michael Jakcson και έκλεβαν τις καρδιές των κοριτσιών.
Εικόνες και μουσικές μιας άλλης εποχής που έφυγε ανεπιστρεπτί (αυτό αποδεικνύεται από τις πολλές και αποτυχημένες προσπάθειες να αναβιώσουν κάποια από αυτά τα θρυλικά μαγαζιά) αλλά μας άφησαν κληρονομιά τη διάθεση να παρτάρουμε ατελείωτα και να χορεύουμε μέχρι να μην ακολουθούν άλλο τα πόδια!
Νίκος Δεμισιώτης