Οι Καμουζέλες, η Καθαρά Δευτέρα και το παραμύθι με τους δώδεκα μήνες | Γράφει η Ξανθίππη Αγρέλλη

0
87
Ψαλίδι / Άγ. Γαβριήλ / Εξοχή, Κως

Οι Καμουζέλες, η Καθαρά Δευτέρα και το παραμύθι με τους δώδεκα μήνες

 

Λαογραφικές σελίδες

 

Γράφει η Ξανθίππη Αγρέλλη     (Κως  -2/3/2025)

 

‘Ήρθαν  οι Απόκριες που χορεύουν γριές και νιές’

Ήθη και έθιμα της Κω και αναμνήσεις από τα παλιά καρναβάλια έχουμε πολλά και ποικίλα. Άρχισε το Τριώδιο, για να τελειώσει με τις Απόκριες,  ως την Καθαρά Δευτέρα. Πάντα  ο Μάρτης δεν θα λείπει από την Σαρακοστή, ούτε ο Φλεβάρης θα λείψει από το Τριώδιο. Όσο για την Τσικνοπέμπτη, αποτελεί σταθερό έθιμο, για τους φίλους της κρεοφαγίας  και όχι μόνον. Ξετυλίγουμε ή ‘ξεστρουφίζουμε’ το Αποκριάτικο γαϊτανάκι των αναμνήσεων μας, για να θυμηθούμε πόσο ζωντανά γιορτάζονταν τα παλιότερα χρόνια, οι Απόκριες και τα καρναβάλια.

Εκεί στα χαμηλόκτιστα,  ζεστά σπίτια των  φιλόξενων όμορφων χωριών  μας, όταν οι καθημερινές αποσπερίδες ξεκινούσαν από το απόγευμα, για να συζητήσουν οι άνδρες για τα μαξούλια τους  και οι γυναίκες για  να κουτσομπολέψουν, τις ζωηρές  και τους μπερμπάντηδες του χωριού, ‘νάσου’ και κτυπούσαν την πόρτα οι καμουζέλλες, τα αλαφάκια  και  οι μουτζουρωμένες με φούμο, δηλαδή  καπνιά, μασκαράδες.

Οι κάτοικοι των χωριών, περίμεναν κυρίως τις Απόκριες, το Καρναβάλι. για να διασκεδάσουν, να πιουν το κρασάκι, τη ρετσίνα, το ουζάκι ή τη ρακί τους,  να μερακλώσουν και να αρχίσουν τα πειράγματα ή  τα χωρατά.

Οι πιο τολμηροί, άντρες, ντύνονταν γυναίκες και οι πιο τολμηρές γυναίκες, ντύνονταν άντρες, άλλα μόνο για το Καρναβάλι. Άλλωστε  ερχόταν και η μεγάλη Σαρακοστή, για αυτό τα γλέντια, τα πανηγύρια και τα τραπεζώματα, μαζί με την πλούσια κρεοφαγία δεν σταματούσαν. Ιδίως την Τσικνοπέμπτη, που τσίκνιζαν  τα τσικνιστά κρέατα στη θράκα ή τα καβουρντιστά,  συνοδεία καλού κρασιού και ευχάριστης οικογενειακής παρέας.

Έτσι για το κέφι, τις Αποκριές οι άντρες φόραγαν τις μακρόσυρτες, λουλουδάτες φούστες και τις χρωματιστές γυναικείες πουκαμίσες, έβαζαν και στο στήθος τους από ένα ζευγάρι κάλτσες και έκρυβαν τα μουστάκια τους, με μια χάρτινη αυτοσχέδια μουτσούνα, για να μην τους αναγνωρίσουν. Οι γυναίκες πάλι, έβαζαν τα  παντελόνια και τα πουκάμισα των ανδρών, μαζί με τις  λαστιχένιες μπότες, έριχναν και στο πρόσωπο τους ένα διάφανο καλσόν και άντε να τις γνωρίσουν. Άλλες φορές πάλι, κάλυπταν το πρόσωπο τους με φούμο, δηλαδή τη μαύρη σκόνη, την καπναιθάλη, της παρασκιάς, από το τζάκι ή κρύβονταν, με μια αυτοσχέδια χάρτινη μουτσούνα ή μάσκα, για να ξεγελάσουν τους άλλους διασκεδαστές. Γυρνούσαν τις γειτονιές, κτυπώντας κυρίως τα βράδια τις πόρτες, ξαφνιάζοντας τα σπίτια των λεσπέριδων, που εκείνη την ώρα αποσπέριζαν. Μετά την χειμερινή  αγρανάπαυση, για τους γεωργό-κτηνοτρόφους και πριν μπουν ξανά  στα κτήματα, ένα  διάλειμμα και λίγο χουζούρι ήταν αρκετό, για να ξεκουραστούν από τον κάματο της δουλειάς.

Οι  νεαρότεροι πάλι, διασκέδαζαν με διαφορετικό αποκριάτικο τρόπο και ντύσιμο. Έβαζαν  παρδαλά  ρούχα, σκέπαζαν τα πρόσωπα τους με φούμο και  μουτσούνες ή με χοντρά τσουβάλια και γυρνούσαν και χόρευαν με την Κοκάλα. Αυτή  ήταν μια αποστεωμένη κεφαλή γαιδάρου, σκεπασμένη καλά με μάλλινα, πολύχρωμα υφαντά χράμια.  Έδεναν στην γαϊδουριού κεφαλή,   ένα σχοινί και τραβούσαν την κάτω σιαγόνα,  όπου είχαν κρεμάσει μια μαντρό-κουδούνα και την ονόμαζαν μασέλα ή κοκάλα. Αυτή  την κρατούσαν στερεωμένη σε ένα κοντάρι, σκεπασμένο με μια ριγέ κουρελού. Εστί  θεωρούσαν πως η κοκκάλα ή  η μασέλα του γαιδάρου θα έτρωγε και το τελευταίο κομμάτι κρέας πριν την  Μεγάλη Σαρακοστή.                                 Σε μερικά χωριά, ντύνονταν ανάλογα και παρίσταναν  τα υποζύγια. Έτσι    μασκαρεμένοι, προκαλούσαν τον γέλωτα και το κέφι στις γειτονιές τους.

Όλοι γίνονταν μια παρέα και μαζί  με άλλους τρελούς μασκαράδες,  γυρνούσαν τις γειτονιές των χωριών και της πόλης, έπαιζαν, τραγουδούσαν και χόρευαν, τρομάζοντας τα παιδιά και τις γριές.

Έπιναν  κρασί και τραγουδούσαν, όπως

‘-ήρθαν οι Αποκριές που χορεύουν οι λωλές και

‘-ήρθαν οι Αποκριές που τρελαίνουν τις γριές’.                                             Μετά από τόσο θόρυβο και τα επίμονα χτυπήματα, τους άνοιγαν οι νοικοκυρές και κερνούσαν τις εύθυμες παρέες,  ούζο ή ρακί,  κρασί ή ρετσίνα.  Κυρίως όμως τους πρόσφεραν τα νόστιμα κατιμέρια.                   Αυτά  συνήθως τα συναντάμε στα χωριά και ιδιαίτερα στην Κέφαλο και στην  Αντιμάχεια.   Αυτά είναι μακρόστενα στριφτά τυροπιτάκια, τα τυροκούλουρα,  γεμιστά με μυζήθρα και αφού τα τηγανίσουν, τα μελώνουν με σιρόπι, μέλι και κανέλλα.

Οι μασκαράδες της γειτονιάς, έφευγαν χορτασμένοι από το ποτό και τα πεντανόστιμα κατιμέρια.  Μεθυσμένοι  και γεμάτοι κέφι, τριγυρνούσαν χορεύοντας στους δρόμους και στις γειτονιές, παίζοντας αλευροπόλεμο και ρίχνοντας αλεύρι, στους περαστικούς.   Όμορφες  διασκεδαστικές εικόνες,  που  τις ζήσαμε και αργότερα μεταφέρθηκαν στα χορευτικά κέντρα της Κω.

Τότε που τα μπουζούκια και οι μουσικό-ταβέρνες ήταν στο απόγειο τους, όλοι  και όλες περιμέναμε για να κλείσουμε τραπέζι, να πάμε τις Απόκριες και να χορέψουμε μέχρι τελικής πτώσεως. Φυσικά  να δούμε και τους μασκαράδες, τις καμουζέλλες και όλους τους μεταμφιεσμένους, να περνάνε από όλα τα χορευτικά κέντρα και εμείς να προσπαθούμε να λύσουμε το γρίφο, για το ποιος μας χαμογελούσε σαρκαστικά, ποιος μας έλεγε πειρακτικά, πιπεράτα αστεία ή ποιος τους κορόιδευε όλους.

Στις μέρες μας, όπως όλα ξεθώριασαν, ατόνησαν και τα ήθη και έθιμα των Απόκρεω, που κρατούσαν μέχρι και την καθαρά Δευτέρα, όπου το έθιμο του αετού γέμιζε τον ουρανό ή το γαϊτανάκι του καρναβαλιού, με τις πολύχρωμες κορδέλες,  γυρνούσε στην κεντρική Πλατεία.

Τελευταία μόνο τα παιδάκια ντύνονται και μεταμφιέζονται  τις τελευταίες Κυριακές της Αποκριάς, είτε στα Σχολεία τους, είτε στα σπίτια τους.   Επίσης  οι διάφοροι Πολιτιστικοί Σύλλογοι, ιδίως στα χωριά, προσπαθούν να κρατήσουν το έθιμο του καρναβαλιού και των  μασκαράδων όσο μπορούν ζωντανό. Μετά το τέλος της Αποκριάς την καθαρά Δευτέρα, ξεχύνονταν όλοι στην εξοχή. Άλλοι  διάλεγαν βουνό, άλλοι θάλασσα. Άπλωναν το υφαντό τραπεζομάντιλο, κάτω από  τα πλατύφυλλα δέντρα,      και μαζεύονταν όλοι συγγενείς, φίλοι αλλά και γνωστοί, γύρω από το υπαίθριο τραπέζωμα. Τα νηστίσιμα φαγητά,  είχαν την τιμητική τους. Πρωταγωνιστές οι ελιές, πράσινες, τσακιστές ή μαύρες, χαμάδες.                   Ο χαλβάς, η ταραμοσαλάτα, τα θαλασσινά, το τουρσί, τα  νερόβραστα χόρτα, η κάπαρη, όλα χωρίς λάδι, ακολουθούσαν τα  φρούτα εποχής, όπως μήλα και πορτοκάλια.   Επίσης  κατανάλωναν, νερόβραστα όσπρια, μαζί με την  ταραμοσαλάτα ή τη σκορδαλιά.  Έτρωγαν  ακόμη και κοπανισμένα αβραμύθια και Καλύμνικα, λουμπουνάρια βραστά. Στο τέλος γλυκαίνονταν με την λευκή, σπιτική μαγειριά, φτιαγμένη από αλεύρι νισεστέ  και πασπαλισμένη με κανέλλα και τριμμένα καρύδια ή αμύγδαλα. Τα παιδιά διασκέδαζαν. πετώντας τους αυτοσχεδίους αετούς, ψηλά στον ουρανό.             ‘Η φτώχεια, αλλά και η νηστεία, θέλουν την καλοπέραση τους.’

Λέει ο θυμόσοφος λαός μας.

Ένα παραμύθι, που έλεγαν στις αποσπερίδες οι γιαγιάδες, στα εγγόνια τους και εκείνα τις άκουγαν με ορθάνοικτα αυτιά,  ήταν οι Δώδεκα μήνες του Χρόνου.Κάθε απόγευμα μια γιαγιά, πήγαινε στο δασός με το γαϊδουράκι της, για να μαζέψει ξύλα, τσίκνα και κλαδιά, για την παρασκιά και το κουμούλι της. Εκεί συνάντησε ένα νέο, που μάζευε και αυτός ξύλα, για το τζάκι του. -Γιαγιά της λέει τι έχεις να πεις, για τους δώδεκα μήνες του Χρόνου και για τον Μάρτη τον παγερό;

-Όλοι έχουν τη χάρη τους, παλικάρι μου. Ο Γενάρης φέρνει κρύα, που ψοφούν τα ενοχλητικά έντομα, όπως οι  μύγες και τα κουνούπια, μας φέρνει  και την Πρωτοχρονιά και τα Φώτα. Ο  Φλεβάρης, ανοίγει τις φλέβες του ουρανού και ρίχνει την ευεργετική βροχή. Ο  Μάρτης μας παγώνει, αλλά ανθίζουν οι αμυγδαλιές για την Άνοιξη. Ο Απρίλης, μας φέρνει τη  χαρά της Λαμπρής. Ο Μάης με τα λούλουδα, ομορφαίνει και ευωδιάζει την πλάση.      Ο  Ιούνης, μας φέρνει τα πρώτα κηπευτικά. Ο  Ιούλης ο Αλωνάρης, αρχίζει το αλώνισμα, για το θρεπτικό σιτάρι. Ο  Αύγουστος  φέρνει ζέστες, αλλά και την μεγάλη γιορτή της Παναγιάς. Ο  Σεπτέμβρης με την Εκκλησιαστική Αρχιχρονιά,  ανοίγει  τα Σχολεία και αρχίζουν το συνέπαρμα οι γεωργοί.        Ο  Οκτώβρης, φέρνει τα αποκηπίσματα και τα πουζουνίκα. Ο  Νοέμβρης, μας φέρνει τα χοιροσφάγια και τα λιομαζώματα. Ο  Δεκέβρης είναι όλο χαρές και στολίδια, για τα Χριστούγεννα.

-Ευχαριστώ  γιαγιά, της είπε ο νέος και πλησίασε κρυφά  το σακί με τα ξερόκλαδα. Σαν  πήγε η  καλή γιαγιά στο σπίτι,  βρήκε ένα σακουλάκι χρυσές λίρες. Όμως   δεν τις κράτησε, τις πήγε στον παπά για να βοηθήσει τους φτωχούς.  Το  έμαθε η γειτόνισσα και κίνησε και αυτή για το δάσος, για να κουβαλήσει ξύλα. Νάτος πάλι ο παράξενος νέος, που πηγαίνει μπροστά της  και τη  ρωτάει.

-Καλέ γιαγιά πως σου φαίνεται ο Μάρτης;

-Κακός ψυχρός και ανάποδος, όπως όλα τα αδέρφια του και οι δώδεκα  μήνες του Χρόνου. -Ευχαριστώ,  της είπε ο νέος και πλησίασε κρυφά το τσουβάλι της, όπου της έβαλε πολλές πέτρες. Όταν επέστρεψε σπίτι, η στριμμένη γιαγιά, έγινε θηρίο, αλλά δεν μίλησε σε κανέναν.                          Πήρε το μάθημά της, πώς να μην κακολογεί πια κανέναν, γιατί τα άσχημα λόγια  και η κακία στη  ζωή, πάντα επιστέφονται.

Καλές Απόκριες και  Ευλογημένη η  Καθαρά  Δευτέρα.

 

Ξανθίππη Αγρέλλη

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ