ΚΩΤΙΚΕΣ ΘΥΜΙΣΕΣ__________
Κάθε φορά που ταξίδευε με το καράβι και πλησίαζε στο νησί του, ρουφούσε της θάλασσας την υγρή μυρωδιά. Έλαμπε η Κως κάτω από το φως της καινούργιας μέρας, η θάλασσα σταφτάλιζε διάφανη και βαθιά, κάτι γλαρόνια καθισμένα στο νερό λικνίζονται ελαφρά, σαν μια χούφτα νούφαρα πεταμένα στην τύχη.
Το κάστρο Φάνταζε απόρθητο. Έτσι όπως το έλουζε ο χρυσός ήλιος της αυγής, ήταν μια ομορφάδα, με τους ψηλούς φοίνικες σαν άγγελοι με ανοιχτές φτερούγες νά το αγκαλιάζουν.
Πόσες θύμισες κουβαλάει τούτος ο δρόμος του κάστρου, τα κρυφά γυμνασιακά ραντεβού, ο φόβος της αποκάλυψης από κάποιον περαστικό, η βόλτα με το ποδήλατο, τα νυχτερινά μπάνια, η ντισκοτέκ-κλαπ, Ντορέ, εκεί στη βίλλα Μενασέ, οι καλοκαιρινές ευχάριστες συντροφιές.
Είναι στιγμές που, μια ακτινοβολούσα φωτιά αισθημάτων τον πλυμυριζε κάθε που πλησίαζε τούτο το νησί.
Έφυγε νέος, δέκα οκτώ και γύρισε ασπρομάλλης, αταλάντευτος στην γοητεία που επιδρούσε πάνω του τούτο το νησί.
Θεέ μου, πόσο κοντινά είναι τούτα τα μακρινά θυμήματα…
Υ.Γ. Απόσπασμα από το βιβλίο «Με την Κάμερα στο Χέρι».
Βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία του νησιού.