Οι διεθνείς διθύραμβοι, η παγερά απούσα Πολιτεία και η απαξιωτική στάση του Τύπου
Σήμερα, στη Στοκχόλμη, το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας απονεμήθηκε στον Eλληνα ποιητή Γιώργο Σεφέρη (ψευδώνυμο του Γιώργου Στυλιανού Σεφεριάδη). Ο Γιώργος Σεφέρης, 63 ετών, είναι ο πρώτος Eλληνας συγγραφέας που λαμβάνει το Νόμπελ Λογοτεχνίας, ήταν επίσης πρέσβης της Ελλάδα στο Λονδίνο». Με αυτό το τηλεγράφημα της Σουηδικής Ακαδημίας, το οποίο είναι γραμμένο στα γαλλικά και συνοδεύεται από μια φωτογραφία του κορυφαίου Eλληνα ποιητή και διπλωμάτη να μεταβαίνει με την παραδοσιακή άμαξα στο Παλάτι του Μπάκιγχαμ για να επιδώσει τα διαπιστευτήριά του στη βασίλισσα Ελισάβετ, η υφήλιος πληροφορείται, το μεσημέρι της Πέμπτης της 24ης Οκτωβρίου του 1963, την είδηση-σταθμό για τα ελληνικά γράμματα.
Σήμερα, έξι ολόκληρες δεκαετίες μετά τη χαρμόσυνη εκείνη ημέρα που μας έκανε «να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα» ως Ελληνες, το Μουσείο Μπενάκη παρουσιάζει στην Πινακοθήκη Γκίκα μια έκθεση με γενικό τίτλο «Γιώργος Σεφέρης – 60 χρόνια από το βραβείο Νόμπελ», η οποία φέρνει στο φως σημαντικά τεκμήρια από το σπουδαίο αυτό γεγονός. Με κεντρικό έκθεμα το μετάλλιο και το δίπλωμα του βραβείου Νόμπελ, το οποίο ανήκει στη συλλογή της Πινακοθήκης Γκίκα και δωρήθηκε από τη Μαρώ Σεφέρη, ζωντανεύει η ατμόσφαιρα που επικράτησε από την ανακοίνωση του Νόμπελ μέχρι την τελετή απονομής του, τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους.
Μέσα από το πλούσιο φωτογραφικό υλικό που περιλαμβάνει η έκθεση αναβιώνουν όλες εκείνες οι στιγμές αγωνίας, έκπληξης, χαράς, συγκίνησης, αλλά και φθόνου -σε κάποιες περιπτώσεις- που εκτυλίχθηκαν με αφορμή τη μεγάλη επιτυχία του Ελληνα ποιητή, ο οποίος είχε προταθεί άλλες δύο φορές κατά το παρελθόν, το 1955 και το 1961, για την παγκόσμια λογοτεχνική διάκριση.
Το κλίμα της ημέρας που ανακοινώθηκε το Νόμπελ
Ο Γιώργος Σεφέρης βρίσκεται στο σπίτι του, στο Παγκράτι, κλινήρης εξαιτίας μιας κρίσης έλκους όταν εκείνο το μεσημέρι του Οκτώβρη χτυπά το τηλέφωνο. Στην άλλη άκρη της γραμμής βρίσκεται ο ανταποκριτής του Γαλλικού Πρακτορείου Ειδήσεων, ο οποίος τον ενημερώνει ανεπίσημα ότι η Σουηδική Ακαδημία τον έχει επιλέξει ως νικητή του Νόμπελ Λογοτεχνίας. Τα συναισθήματά του είναι ανάμεικτα.
Χαρά, συγκίνηση, αλλά και έκπληξη καθώς ο ανταγωνισμός ήταν σκληρός, δεδομένου ότι, όπως αποκαλύφθηκε το 2014 με το άνοιγμα των αρχείων του θεσμού, ανάμεσα στους έξι τελικούς υποψηφίους εκείνης της χρονιάς ήταν οι Πάμπλο Νερούδα, Σάμιουελ Μπέκετ, Γ.Χ. Ωντεν, Γιούκιο Μισίμα, Αξελ Σάντιμοζ. Η απόφαση υπέρ του Σεφέρη ελήφθη σχεδόν παμψηφεί μια και ένα μόνο μέλος της επιτροπής διατήρησε τις επιφυλάξεις του σε σχέση με την αποτίμηση του έργου του Μπέκετ, ο οποίος τιμήθηκε τελικά με Νόμπελ πέντε χρόνια αργότερα.
Στις φωτογραφίες που φιλοξενεί η έκθεση έχουν αποτυπωθεί με περισσή γλαφυρότητα όλα όσα συνέβησαν εκείνη την ημέρα. Οταν ο πρέσβης της Σουηδίας στην Αθήνα του παραδίδει το επίσημο τηλεγράφημα της Ακαδημίας, στο οποίο αναγράφεται πως τον επέλεξε «για το υπέροχο λυρικό ύφος του, που είναι εμπνευσμένο από ένα βαθύ αίσθημα για το ελληνικό πολιτιστικό ιδεώδες», ο Σεφέρης δακρύζει και πέφτει στην αγκαλιά της γυναίκας της ζωής του, της αγαπημένης του Μαρώς.
Οσο η ώρα περνά και η είδηση γίνεται γνωστή, ξεκινούν οι πρώτες αφίξεις στην οικία Σεφέρη, που βρίσκεται επί της οδού Αγρας, δίπλα στο Καλλιμάρμαρο. Ποδαρικό κάνει ο συγγραφέας και στενός του φίλος Ηλίας Βενέζης και η Μαρώ ανοίγει μια σαμπάνια για να γιορτάσουν τη σπουδαία διάκριση. Στη συνέχεια έρχονται λίγοι ακόμη φίλοι. Οι στιγμές είναι συγκινητικές. Οι Ελληνες δημοσιογράφοι δεν βρίσκονται εξαρχής έξω από την πόρτα του, όπως θα περίμενε κανείς, δεδομένου ότι ήταν γνωστό πως θα γίνει ανακοίνωση για το Νόμπελ. Καταφθάνουν λίγη ώρα αργότερα προκειμένου να καταγράψουν τις πρώτες αντιδράσεις του μεγάλου νικητή.
«Διαλέγοντας έναν Ελληνα ποιητή για το βραβείο Νόμπελ, νομίζω πως η Σουηδική Ακαδημία θέλησε να εκδηλώσει την αλληλεγγύη της με τη ζωντανή πνευματική Ελλάδα. Εννοώ: αυτή την Ελλάδα για την οποία τόσες γενεές αγωνίστηκαν, προσπαθώντας να κρατήσουν ό,τι ζωντανό από τη μακριά παράδοσή της. Νομίζω, ακόμη, ότι η Σουηδική Ακαδημία θέλησε να δείξει πως η σημερινή ανθρωπότητα χρειάζεται και την ποίηση -κάθε λαού- και το ελληνικό πνεύμα», είναι η πρώτη επίσημη δήλωση του Γιώργου Σεφέρη.
Ο Τύπος της εποχής, ωστόσο, δεν θα επιδείξει τη δέουσα προσοχή στο σημαντικό γεγονός. Ισως επειδή η συγκεκριμένη περίοδος χαρακτηρίζεται από έντονη πολιτική ρευστότητα. Πριν από λίγους μήνες έχει δολοφονηθεί ο Γρηγόρης Λαμπράκης, ακολουθεί η παραίτηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ενώ μεσολαβούν λίγες μόλις ημέρες μέχρι τις εκλογές που έχουν προκηρυχθεί για τις 3 Νοεμβρίου.
Το πρώτο Νόμπελ Λογοτεχνίας που φέρνει ο Σεφέρης στα πάτρια εδάφη δεν γίνεται πρώτη είδηση σε όλα τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Κάποιες, μάλιστα, θα επιδείξουν και μια εχθρική στάση, όπως ο ακροδεξιός «Ελεύθερος», που δεν διστάζει να αναπαράγει τα κακεντρεχή σχόλια που ήθελαν τον διπλωμάτη Σεφέρη να έχει ξεπουλήσει την Κύπρο για να πάρει το Νόμπελ! «Βρε Μαρώ, τι τους έκανα και με μισούν έτσι;» θα αναρωτηθεί πληγωμένος εκείνος…
Οι συγχαρητήριες επιστολές
Υπήρχαν όμως πάρα πολλοί που ένιωσαν τεράστια χαρά για το Νόμπελ του Γιώργου Σεφέρη, από Ελληνες και ξένους ομοτέχνους του μέχρι τον απλό εφημεριδοπώλη της Αθήνας που την επομένη της ανακοίνωσης φώναζε με ενθουσιασμό: «Πήραμε το Νόμπελ! Πήραμε το Νόμπελ!». Την ίδια στιγμή, τα συγχαρητήρια τηλεγραφήματα και οι επιστολές από κάθε γωνιά του κόσμου κατέφθαναν στην οικία του ποιητή με καταιγιστικούς ρυθμούς. Ανάμεσά τους και οι επιστολές του Νάνου Βαλαωρίτη, του Ανδρέα Εμπειρίκου, της Σοφίας Βέμπο, αλλά και του Νίκου Χατζηκυριάκου Γκίκα, ο οποίος του γράφει με νόημα:
«Ολο τούτο τον καιρό προσπαθούσαμε εναγωνίως να μάθουμε τη διεύθυνσή σου -που μόλις τώρα το αξιωθήκαμε-, να σου πούμε την εξαίσια χαρά που μας βρήκε, όλους εμάς τους Ελληνες, με τη θαυμάσια αναγνώριση που έγινε στο όνομά σου. Δικαίως μπορείς να αισθάνεσαι την ικανοποίηση, την πληρότητα και τη μέθη ενός Ολυμπιονίκη… Επιτέλους έσπασε ο διάολος το ποδάρι του και ίσως εξαιτίας σου να γλιτώσουμε και από τους καλλικαντζαρέους. Χαίρε λοιπόν και σε φιλώ αδελφικά, και έως την Αγορά (την ντόπια) το θέατρο και τα καφετοπία σού εύχομαι την ίδια επιτυχία στα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα. Εύγε».
Η βραδιά της απονομής και η ομιλία του
Στις 10 Δεκεμβρίου του 1963 ο Γιώργος Σεφέρης θα παραλάβει το πολύτιμο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Θα είναι το τιμώμενο πρόσωπο στο δείπνο που πραγματοποιείται στο Δημαρχείο της Στοκχόλμης, ενώ την επομένη θα εκφωνήσει στη Σουηδική Ακαδημία έναν λόγο συγκλονιστικά εξομολογητικό, ποιητικό, αλλά και πλημμυρισμένο με ελληνικό πνεύμα αθάνατο: «Τούτη την ώρα αισθάνομαι πως είμαι ο ίδιος μια αντίφαση. Αλήθεια, η Σουηδική Ακαδημία έκρινε πως η προσπάθειά μου σε μια γλώσσα περιλάλητη επί αιώνες, αλλά στην παρούσα μορφή της περιορισμένη, άξιζε αυτή την υψηλή διάκριση. Θέλησε να τιμήσει τη γλώσσα μου, και να – εκφράζω τώρα τις ευχαριστίες μου σε ξένη γλώσσα (σ.σ.: η ομιλία εκφωνήθηκε στα γαλλικά). Σας παρακαλώ, να μου δώσετε τη συγγνώμη που ζητώ πρώτα-πρώτα από τον εαυτό μου.
Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ενα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Αλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά· κανόνας της είναι η δικαιοσύνη. Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που ξεπερνά το μέτρο πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες.
Ο ίδιος νόμος ισχύει και όταν ακόμη πρόκειται για φυσικά φαινόμενα: “Ηλιος ουχ υπερβήσεται μέτρα”, λέει ο Ηράκλειτος· “ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν». Συλλογίζομαι πως δεν αποκλείεται ολωσδιόλου να ωφεληθεί ένας σύγχρονος επιστήμων, αν στοχαστεί τούτο το απόφθεγμα του Ιωνα φιλοσόφου. Οσο για μένα συγκινούμαι παρατηρώντας πως η συνείδηση της δικαιοσύνης είχε τόσο πολύ διαποτίσει την ελληνική ψυχή, ώστε να γίνει κανόνας και του φυσικού κόσμου.
Και ένας από τους διδασκάλους μου, των αρχών του περασμένου αιώνα, γράφει: “… θα χαθούμε, γιατί αδικήσαμε… (Μακρυγιάννης). Αυτός ο άνθρωπος ήταν αγράμματος· είχε μάθει να γράφει στα τριάντα πέντε χρόνια της ηλικίας του. Αλλά στην Ελλάδα των ημερών μας, η προφορική παράδοση πηγαίνει μακριά στα περασμένα όσο και η γραπτή. Το ίδιο και η ποίηση. Είναι για μένα σημαντικό το γεγονός ότι η Σουηδία θέλησε να τιμήσει και τούτη την ποίηση και όλη την ποίηση γενικά, ακόμη και όταν αναβρύζει ανάμεσα σ’ ένα λαό περιορισμένο.
Γιατί πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα – και τι θα γινόμασταν, αν η πνοή μας λιγόστευε; Είναι μια πράξη εμπιστοσύνης – κι ένας Θεός το ξέρει αν τα δεινά μας δεν τα χρωστάμε στη στέρηση εμπιστοσύνης.
Παρατήρησαν, τον περασμένο χρόνο, γύρω από τούτο το τραπέζι, την πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις ανακαλύψεις της σύγχρονης επιστήμης και στη λογοτεχνία· παρατήρησαν πως ανάμεσα σ’ ένα αρχαίο ελληνικό δράμα και ένα σημερινό η διαφορά είναι λίγη. Ναι, η συμπεριφορά του ανθρώπου δε μοιάζει να έχει αλλάξει βασικά.
Και πρέπει να προσθέσω πως νιώθει πάντα την ανάγκη ν’ ακούει τούτη την ανθρώπινη φωνή που ονομάζουμε ποίηση. Αυτή τη φωνή που κινδυνεύει να σβήσει κάθε στιγμή από στέρηση αγάπης και ολοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη, ξέρει πού να ’βρει καταφύγιο· απαρνημένη, έχει το ένστικτο να πάει να ριζώσει στους πιο απροσδόκητους τόπους. Γι’ αυτή δεν υπάρχουν μεγάλα και μικρά μέρη του κόσμου.
Το βασίλειό της είναι στις καρδιές όλων των ανθρώπων της γης. Εχει τη χάρη ν’ αποφεύγει πάντα τη συνήθεια, αυτή τη βιομηχανία.
Χρωστώ την ευγνωμοσύνη μου στη Σουηδική Ακαδημία, που ένιωσε αυτά τα πράγματα· που ένιωσε πως οι γλώσσες, οι λεγόμενες περιορισμένης χρήσης, δεν πρέπει να καταντούν φράχτες, όπου πνίγεται ο παλμός της ανθρώπινης καρδιάς· που έγινε ένας Αρειος Πάγος ικανός: να κρίνει με αλήθεια επίσημη την άδικη μοίρα της ζωής, για να θυμηθώ τον Σέλλεϋ, τον εμπνευστή, καθώς μας λένε, του Αλφρέδου Νομπέλ, αυτού του ανθρώπου που μπόρεσε να εξαγοράσει την αναπόφευκτη βία με τη μεγαλοσύνη της καρδιάς του.
Σ’ αυτό τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται. Οταν, στον δρόμο της Θήβας, ο Oιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Εχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Oιδίποδα».