Τα δύσκολα παιδικά χρόνια της Βούλας Πάλλα – Οι πρώτες της ηχογραφήσεις – Οι μεγάλες της επιτυχίες – Γιατί έκανε ελάχιστες «ζωντανές» εμφανίσεις – Οι διαμάχες κορυφαίων Ελλήνων συνθετών για τα «ινδοπρεπή» τραγούδια
Στην Ελλάδα, στον χώρο του τραγουδιού, όπως και σε πολλούς άλλους τομείς, γνώρισαν τεράστια επιτυχία και όλα όσα αυτή συνεπάγεται (δόξα, χρήμα, υστεροφημία κλπ.) άνθρωποι που δεν ξέφευγαν από την μετριότητα. Αντίθετα, υπήρξαν άτομα με ιδιαίτερη αξία, που για κάποιους λόγους δεν είχαν την αναγνώριση που έπρεπε. Ανάμεσά τους, κατά την ταπεινή μας άποψη, μια σπουδαία τραγουδίστρια με χαρακτηριστική, θεσπέσια φωνή: η Βούλα Πάλλα.
Ούτε στη Βούλα Πάλλα υπάρχει αφιέρωμα στο διαδίκτυο και, αν και δυσκολευτήκαμε λίγο είναι η αλήθεια, καταφέραμε να βρούμε αρκετά στοιχεία γι’ αυτή. Παράλληλα, επειδή για πολλούς η Βούλα Πάλλα ήταν μια τραγουδίστρια που ταυτίστηκε με τα λεγόμενα «ινδοπρεπή τραγούδια», θα κάνουμε και μια πρώτη αναφορά στις σφοδρές αντιπαραθέσεις μεταξύ κορυφαίων Ελλήνων συνθετών, σχετικά με το αν κάποια ελληνικά τραγούδια, αποτελούν αντιγραφή ινδικών.
Βούλα Πάλλα: Τα δύσκολα παιδικά χρόνια
Η Βούλα Πάλλα, γεννήθηκε στον Κόρφο Κορινθίας στις 29 Μαρτίου 1929. Το βαφτιστικό όνομά της ήταν Παρασκευή, Πατέρας της, ήταν ο μαραθωνοδρόμος και κωπηλάτης Παναγιώτης Πάλλας και μητέρα της, η Ευαγγελία Παπαδοπούλου. Η Βούλα Πάλλα, είχε και μια αδελφή, τη Φωτεινή.
Το 1932 πέθανε ο πατέρας της σε ηλικία μόλις 29 ετών και η ορφάνια της στιγμάτισε τη ζωή. Τη φροντίδα της οικογένειάς της, ανέλαβε ο αδελφός της γιαγιάς της, από την πλευρά της μητέρας της, που ήταν δικηγόρος.
Μετά από λίγα χρόνια, όταν η Βούλα ήταν 9-10 ετών, «βρέθηκε» μια «καλή» οικογένεια από τις Σέρρες, που ζήτησε να μεγαλώσει τη Βούλα ή την αδελφή της, χωρίς όμως να γίνει υιοθεσία. Η μητέρα της, έδωσε τη μικρή Βούλα. Σύντομα όμως, η οικογένεια από τις Σέρρες, αποδείχτηκε ότι ήθελε απλά τη μικρή για να κάνει τις δουλείες του σπιτιού. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, η Βούλα να επιστρέψει στην οικογένειά της.
Για τρία χρόνια έμεινε στη Στιμάγκα Νεμέας, όπου ο θείος της ήταν δασοφύλακας. Έπειτα, μπήκε οικότροφος στη Σχολή Καλογραιών στον Πειραιά. Όμως η πρώτη βόμβα του πολέμου που έπεσε εκεί, τερμάτισε άδοξα τη φοίτησή της.
Επέστρεψε στον Κόρφο, όπου άρχισε ν’ ασχολείται με αγροτικές εργασίες. Παράλληλα, άρχισε να δείχνει τις ικανότητές της στο τραγούδι. Ο πατέρας της μητέρας της ήταν ιερέας και η Βούλα, πήγαινε στην εκκλησία και έψαλλε, «μπαίνοντας» ασυνείδητα στους δρόμους της βυζαντινής μουσικής. Παράλληλα τραγουδούσε στο σπίτι της δημοτικά τραγούδια, ενώ το ίδιο έκανε και σε τοπικά πανηγύρια.
Ο ερχομός στην Αθήνα – Ο γάμος – Οι πρώτες επαφές της με δισκογραφικές εταιρείες
Το 1951, η Βούλα Πάλλα, παντρεύτηκε στην Αθήνα τον υδραϊκής καταγωγής Μιχάλη Πρωτόπαππα. Αυτός είναι ο λόγος που σε πολλά τραγούδια που έχει γράψει η ίδια τους στίχους ή και τη μουσική, αναφέρεται ως Παρασκευή Πρωτόπαππα.
Απέκτησε δύο γιους, τον Κώστα και τον Πάνο και ζούσαν μαζί με τη μητέρα και την αδελφή της στον Βοτανικό. Ο σύζυγός της είχε ένα κατάστημα με ελαστικά αυτοκινήτων στην οδό Χαλκοκονδύλη. Σύντομα, άνοιξαν και δεύτερο κατάστημα τη λειτουργία του οποίου ανέλαβε η Βούλα. Η αδελφή της ανέλαβε το άλλο κατάστημα ελαστικών και ο σύζυγός της άνοιξε πρατήριο βενζίνης.
Το «σαράκι» του τραγουδιού όμως την έτρωγε. Έτσι όταν στο ραδιόφωνο στα τέλη της δεκαετίας του ’50 άκουσε ότι όποιος θέλει, μπορεί να πάει στο εργοστάσιο της Columbia και πληρώνοντας 30.000 δραχμές να γράψει ένα δίσκο με τη φωνή του, μετά από την προτροπή και της μητέρας της, έκανε το μεγάλο βήμα.
Όταν την άκουσαν να τραγουδά οι άνθρωποι της Columbia, έμειναν έκπληκτοι και της είπαν: «Γιατί να μας πληρώσεις αντί να σε πληρώνουμε;» και τη σύστησαν σε κάποιον παραγωγό. Αυτός όμως της ζήτησε «ανταλλάγματα» για τον δίσκο. Η Πάλλα αρνήθηκε και απογοητευμένη αποφάσισε να μην ασχοληθεί πάλι με τη δισκογραφία.
Η μοίρα όμως έπαιξε το δικό της παιχνίδι. Ένα βράδυ πήγε να διασκεδάσει με την παρέα της σε μια ταβέρνα στον Άγιο Μελέτη. Εκεί έπαιζε κιθάρα ο τυφλός μουσικός και «κυνηγός ταλέντων», Στέλιος Χρυσίνης. Όταν πήγε στο τραπέζι της, η Βούλα τραγούδησε. Ο Χρυσίνης ενθουσιάστηκε, όμως εκείνη του μίλησε για τη βαθιά απογοήτευση που ένιωθε από την επαφή της με τη δισκογραφία.
Τότε, ο Χρυσίνης της είπε ότι σε λίγες μέρες θα άνοιγε στην Ελλάδα παράρτημα της εταιρείας δίσκων RCA-Victor και της πρότεινε να συναντήσει τον διευθυντή της τον Γιώργο Ορφανίδη, έναν εξαιρετικό άνθρωπο.
Έτσι κι έγινε. Η Βούλα Πάλλα ζήτησε «να μπαίνει στην εταιρεία και να νιώθει ότι μπαίνει σπίτι της», ενώ ο Χρυσίνης και ο Ορφανίδης της είπαν ότι είναι τραγουδίστρια δίσκων και δεν θα πρέπει να εμφανίζεται σε κέντρα διασκέδασης.
Έτσι, ηχογράφησε με το Τρίο Ατενέ, το πρώτο της τραγούδι, το σατιρικό «Το Καλαθάκι». Το είδος αυτό όμως δεν της ταίριαζε. Στράφηκε στο δημοτικό τραγούδι και ερμήνευσε το «Μαντίλι Καλαματιανό» (1960). Τα επόμενα χρόνια, συνέχισε ηχογραφώντας δημοτικά τραγούδια. Έβλεπε όμως ότι ούτε αυτά την κάλυπταν. Ζήτησε από τους παραγωγούς της RCA Γκι Ζιρό και Άκη Λιμούρη να ερμηνεύσει λαϊκά τραγούδια. Ο Ζιρό ήταν αντίθετος. Τότε η Βούλα Πάλλα έκανε αποχή από την εταιρεία για ένα χρόνο μέχρι να λήξει το συμβόλαιό της.
Ακολούθως, ηχογράφησε κάποια τραγούδια στην εταιρεία ΝΙΝΑ ανάμεσά τους και το πρώτο ινδοπρεπές, με τίτλο «Αγάπη τόσο όμορφη». Ο Γ. Ορφανίδης την αναζήτησε και της πρότεινε να επιστρέψει στην RCA. Εκείνη απάντησε ότι θα επέστρεφε μόνο αν ερμήνευε λαϊκά τραγούδια. Ο Ορφανίδης απόρησε και την ρώτησε αν πίστευε τόσο πολύ ότι θα είχε επιτυχία στο λαϊκό τραγούδι. «Ναι, το πιστεύω» του απάντησε. Και επειδή οι παραγωγοί της εταιρείας δεν της παραχωρούσαν τους δικούς τους μουσικούς, είπε στον Ορφανίδη ότι θα πλήρωνε η ίδια τα «όργανα» που θα τη συνόδευαν.
Η συμφωνία έκλεισε με ένα συμβόλαιο που της παραχωρούσε πολύ υψηλά ποσοστά από τις πωλήσεις των δίσκων, μεγαλύτερα κι από καταξιωμένους συναδέλφους της εκείνη την εποχή.
Έχοντας για συνεργάτες της τον αξέχαστο δεξιοτέχνη του μπουζουκιού (και συνθέτη), Στέλιο Ζαφειρίου, τον μεγάλο ακορντεονίστα Λάζαρο Κουλαξίζη κ.ά., ηχογράφησε τα δύο πρώτα της τραγούδια, που ήταν διασκευές ινδικών τραγουδιών: «Γύρισε πάλι κοντά μου» και «Αγάπη μου». Το «Αχ!», της Βούλας Πάλλα, που ακούγεται στην αρχή του τραγουδιού, ανέδειξε τη σπουδαία, ξεχωριστή φωνή και ενθουσίασε τον κόσμο αλλά και τον Γ. Ορφανίδη που είδε τον δίσκο της να σημειώνει σημαντικές πωλήσεις και της ζήτησε να συνεχίσει να ερμηνεύει παρόμοια τραγούδια.
Η Βούλα Πάλλα, συνέχιζε ερμηνεύοντας διασκευές ινδικών τραγουδιών του μεγάλου συνθέτη Ali Naushad, σε συνεργασία με τον Νάκη Πετρίδη. Τα τραγούδια που ερμήνευε, είχαν πάντα την προσωπική της σφραγίδα.
Το 1965, γνώρισε τεράστια επιτυχία με τραγούδια «Η Παντρεμένη» (“Σήμερα Πήρα Είδηση”), σε δικούς της στίχους και μουσική και «Συγχώρα με», επίσης σε δική της μουσική και στίχους (σε κάποιες πηγές αναφέρεται ως στιχουργός ο Κώστας Καρουσάκης).
Οι επιτυχίες της Βούλας Πάλλα, διαδέχονταν η μία την άλλη. Τα περισσότερα τραγούδια, είναι δικές της δημιουργίες.
Ερμήνευσε όμως και τραγούδια όπως το «Αθώο Φιλί»(Χ. Νικολόπουλος – Πυθαγόρας) και «Μ’ Άφησες ένα Δειλινό» (Θ. Δερβενιώτης – Γ.Σαμολαδάς). Ερμήνευσε ακόμα και δύο τραγούδια του μεγάλου Γιάννη Μαρκόπουλου, ο οποίος ζήτησε, απ’ όλες τις τραγουδίστριες της RCA, να τα ερμηνεύσει η Βούλα Πάλλα! Πρόκειται για τα: «Απάνω στο Τιμόνι» και «Γύρισε Ξανά». Οι στίχοι των τραγουδιών ανήκουν στον σπουδαίο Κώστα Γεωργουσόπουλο! Τραγούδια της ακούγονται στις ταινίες «Βάνα», «Χωρισμός» και «Γιατί με πρόδωσες». To 1967-68 γνωρίζει τεράστια επιτυχία, ερμηνεύοντας το παραδοσιακό τραγούδι «Μαύρα μάτια στο ποτήρι», που παλιότερα είχε τραγουδήσει Ο Τάκης Καρναβάς. Τότε εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην τηλεόραση. Συγκεκριμένα, τραγούδησε ζωντανά στην εκπομπή του Όμηρου Αθηναίου, στην, αλήστου μνήμης, ΥΕΝΕΔ…
Αν και τις ζητούσαν να εμφανιστεί και σε νυχτερινά κέντρα, δίσταζε. Το 1970 όμως ενέδωσε. Δεν τραγούδησε όμως στην Ελλάδα, αλλά στον Καναδά! Ξεκίνησε από το Τορόντο και το κέντρο «Λίντο Πλάκα» και συνέχισε στο Μόντρεαλ, τη Νέα Υόρκη και έπειτα στην Αυστραλία: Σίδνεϊ, Μελβούρνη κλπ. Οι ομογενείς, Έλληνες και Κύπριοι, την αποθέωναν σε κάθε της εμφάνιση.
Αντίθετα στην Ελλάδα, η Βούλα Πάλλα εμφανίστηκε «ζωντανά», λιγότερες από 20 φορές (!) σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Παρόλο ότι γνώριζε αποθέωση σε κάθε της εμφάνιση, το κλίμα των νυχτερινών κέντρων δεν ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία της.
Στο μεταξύ, το 1969-1970 η RCA πουλήθηκε στην Polygram, στην οποία «μετακόμισαν» και όλοι οι καλλιτέχνες της. Στην Polygram, πιθανότατα λόγω των υψηλών ποσοστών που έπαιρνε, δεν προωθήθηκε.
Ηχογράφησε μόνο ένα LP με δημοτικά τραγούδια, διασκευασμένα για σύγχρονα όργανα, όπως ηλεκτρική κιθάρα σε συνδυασμό με παραδοσιακά μουσικά όργανα.
Το 1974, κυκλοφόρησε το LP «14 Λαϊκά Κεντήματα», στην εταιρεία ZODIAC, του Αλέκου Πατσιφά. Το 1977, κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Τραγούδια της Ζωής μου» και το 1979, τον τελευταίο της δίσκο, με τίτλο «Γη Ποτισμένη με Ιδρώτα, Mother India», όπου διασκεύασε συνθέσεις του Ali Naushad.
Η Βούα Πάλλα, αν και δεν έκανε καταχρήσεις, είχε εύθραυστη υγεία. Είχε υποβληθεί σε 15 διαφορετικές χειρουργικές επεμβάσεις. Το 1979 εκδηλώθηκε στη Βούλα Πάλλα καρκίνος στο παχύ έντερο. Το καλοκαίρι του 1980 πήγε στην Αμερική όπου νοσηλεύτηκε για ένα διάστημα στο νοσοκομείο «Mount Sinai», αφού πρώτα εκπλήρωσε μια τελευταία της επιθυμία, να τραγουδήσει για τους ομογενείς στο κέντρο «Τσολιάς».
Αναφέρουμε μερικά ακόμα από τα τραγούδια που ερμήνευσε: «Γλυκιά μου αγάπη» (Ali Naushad – Κ. Καρουσάκης), «Καρδιολόγος» («Θέλω άπονη καρδιά») (Ν. Πετρίδης – Π. Πρωτόπαππα ,δηλ. Β. Πάλλα), «Μοιάζω μ’ ένα δέντρο μαραμένο» (Λ. Μπουρνέλης – Β. Πάλλα), «Σαν πουλί κυνηγημένο» (S. Mohinder – Β. Πάλλα (;) ), «Τι θα γίνω» (το τραγούδι ερμήνευσε έξοχα και η Χρυσούλα Χριστοπούλου, στον πρώτο δίσκο των Ζιγκ-Ζαγκ το 1986), «Το ταξίδι της ζωής», σε στίχους Μαρίας Ρηγοπούλου κ.ά.
Η Βούλα Πάλλα έφυγε από κοντά μας την Πέμπτη 28 Αυγούστου 1980, στην κλινική «Καλός Σαμαρείτης» στην Αθήνα και κηδεύτηκε στην γενέτειρά της, στον Κόρφο Κορινθίας. Την επόμενη μέρα, σε λίγες αράδες, οι εφημερίδες έγραψαν: «Πέθανε χθες η ερμηνεύτρια ινδικών τραγουδιών Βούλα Πάλλα» («Βραδυνή», «Πρωινή Ελευθεροτυπία» κ.ά.). Και όμως, η Βούλα Πάλλα δεν ήταν μια απλή τραγουδίστρια ινδικών τραγουδιών, αλλά μία από τις μεγαλύτερες γυναικείες φωνές της Ελλάδας που, ίσως και για δικούς της λόγους, δεν αξιοποιήθηκε όσο έπρεπε και δεν ερμήνευσε τα «μεγάλα» τραγούδια που θα μπορούσε.
Τα «ινδοπρεπή» τραγούδια
Όπως αναφέραμε, η Βούλα Πάλλα ερμήνευσε πολλά τραγούδια Ινδών συνθετών, κυρίως του Ali Naushad. Ποτέ δεν το αρνήθηκε και πάντοτε φρόντιζε να αναφέρονται στους δίσκους τα ονόματα των συνθετών. Όμως, τη δεκαετία του ’60, έγινε ένας πραγματικός χαμός με τα λεγόμενα «ινδοπρεπή» τραγούδια. Επρόκειτο για τραγούδια Ινδών συνθετών που, είτε ακριβώς ίδια, είτε διασκευασμένα, «ντύνονταν» με ελληνικούς στίχους και παρουσιάζονταν εξ ολοκλήρου ως ελληνικά.
Όλα ξεκίνησαν το 1960, με την προβολή της ταινίας «Γη Ποτισμένη με Ιδρώτα», με πρωταγωνίστρια τη Ναργκίς. Η ταινία σημείωσε τεράστια επιτυχία. Ατέλειωτες ουρές έξω από τους κινηματογράφους. Ο εισαγωγέας της Γιώργος Χαραλαμπίδης, ανέφερε μάλιστα ότι έγινε ειδική προβολή για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στον κινηματογράφο «Άστυ»! Τα επόμενα χρόνια, προβλήθηκαν στη χώρα μας 111 ινδικές ταινίες, στις οποίες ακούγονται και πολλά τραγούδια. Ορισμένοι συνθέτες πήγαιναν στις προβολές των ταινιών με ένα μαγνητόφωνο και ηχογραφούσαν τα τραγούδια. Στη συνέχεια, αφού βέβαια τα «έγραφαν» με Έλληνες μουσικούς και άλλαζαν τους ινδικούς στίχους με ελληνικούς, τα πήγαιναν στις εταιρείες για να κυκλοφορήσουν σε δίσκους. Όπως γράφει στην αυτοβιογραφία του ο αξέχαστος Γιάννης Παπαϊωάννου, μία φορά, δύο συνθέτες πήραν την ίδια ινδική μουσική και αφού πρόσθεσαν στίχους, διαφορετικούς ο καθένας βέβαια, πήγαν σε στούντιο εταιρείας, για ηχογράφηση. Εκεί φυσικά, έγινε αντιληπτή η λαθροχειρία και οι συνθέτες εκτέθηκαν. Ο Βασίλης Τσιτσάνης, αναφέρει ένα παρόμοιο περιστατικό, με τρεις όμως συνθέτες! Αυτά όμως, δεν «βγήκαν» ποτέ προς τα έξω.
Ο μεγαλύτερος κατήγορος των «διασκευαστών», ήταν ο Βασίλης Τσιτσάνης. Σε μια σειρά συνεντεύξεών του στο «Ντομινό», το 1967, ήταν καταιγιστικός.
«Τα 9/10 των Ελλήνων συνθέτων λαϊκής μουσικής αντιγράφουν σήμερα τις μελωδίες τους. Αντιγράφουν όλα τα μοτίβα που ακούνε: ινδικά, αιγυπτιακά, τούρκικα, κινέζικα. Αλήθεια, τώρα αντιγράφουν και τα κινέζικα».
Στον Τσιτσάνη, απάντησαν μέσα απ’ το «Ντομινό» στις 20/10/1967, ο Θόδωρος Δερβενιώτης και ο Απόστολος Καλδάρας. Ο μεν Δερβενιώτης, ισχυρίστηκε ότι το λαϊκό τραγούδι γράφεται πάνω στη βυζαντινή μουσική, όπως και το δημοτικό, και αυτή τη μουσική χρησιμοποιούν οι Άραβες, οι Τούρκοι, οι Ινδοί, οι Ισπανοί κλπ. Ο δε Καλδάρας, χαρακτήρισε τις κατηγορίες του Τσιτσάνη ανεύθυνες και είπε ότι λόγω αδυναμίας του να «παλέψει στον καλλιτεχνικό στίβο», καταφεύγει σε αναλήθειες και θόρυβο», ενώ για τα λαϊκά τραγούδια, είπε ότι ήρθαν με τους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία.
Τα άρθρα προκάλεσαν αίσθηση. Οι αναγνώστες του περιοδικού χωρίστηκαν σε δύο κατηγορίες. Στους υποστηρικτές του Τσιτσάνη, όπως ο συνθέτης Μπάμπης Δαλιάνης που ζήτησε μάλιστα οι συνθέτες να υπογράφουν υπεύθυνες δηλώσεις για τις δημιουργίες τους. Υπήρχαν όμως και άλλοι, όπως ο συνθέτης Νίκος Καρανικόλας, που αφού δήλωσε ότι οι εταιρείες θέλουν «τούρκικα, αράπικα και ινδικά τραγούδια», κατηγόρησε τον Τσιτσάνη για αντιγραφές!
Ο Τσιτσάνης επανήλθε στο τεύχος της 1/12/1967 του «Ντομινό», όπου χαρακτήρισε τον Καλδάρα ως «… την αλεπού της ερήμου των Ινδιών, της Αραβίας και όλης της γης». Παρέθεσε παράλληλα συνθέσεις του Απόστολου Καλδάρα, που ισχυρίστηκε ότι ήταν δημιουργίες Ινδών, Αράβων κλπ. :«Όσο αξίζεις εσύ», 70.000 πωληθέντες δίσκοι), «Πριν μου φύγεις γλυκιά μου» 60.000, «Μην περιμένεις πια!» 50.000, «Στην Παναγιά ορκίστηκα», 20.000, «Όση γλύκα έχουνε τα χείλη σου», 70.000, «Όχι, όχι μη με παρατάς!», 70.000, «Θέλεις μ’ αγαπάς, θέλεις με μισείς», 50.000, «Ποιος σου’ πε κούκλα μου ποιος είν’ αυτός», 60.000.
Όπως γράφουν οι Ελένη Αμπατζή και Μανουήλ Τασούλας, στο βιβλίο τους «Ινδοπρεπών Αποκάλυψη», η έρευνά τους επιβεβαίωσε ότι τουλάχιστον πέντε από τα οκτώ παραπάνω τραγούδια, μοιάζουν με προγενέστερα ινδικά.
Τα κεφάλαια ινδικός κινηματογράφος στην Ελλάδα και οι σχέσεις ελληνικών τραγουδιών με ινδικά, αραβικά κ.ά. τραγούδια, είναι τεράστιο και θα μας απασχολήσουν στο μέλλον.
Πηγή: Ελένη Αμπατζή – Μανουήλ Τασούλας, «Ινδοπρεπών Αποκάλυψη», Εκδόσεις «Ατραπός».
απ’ το δισκοπωλείο του Μπάμπη συζύγου της Μαρίας Καραμπεσίνη.
μεγάλη κυκλοφορία σ όλη την Ελλάδα, κάποια στιγμή επανακυκλοφορεί και μετά η τραγουδοποιός χάνεται.
Τα 45άρια ως γνωστόν κυκλοφορούσαν για να μπουν σε Τζουκ Μποξ λόγω μεγέθους.
Κάποτε το άκουσα στο Πυλί σε μια καφετέρια της εποχής τέλη αρχές 70ς
Για μένα είναι το καλύτερο και το πιο φιλοσοφημένο της τραγούδι!
https://www.youtube.com/watch?v=6BgzRBzWSOo