Ανάμεσα σε όσα εξωφρενικά παραθέσαμε στο άρθρο της Κυριακής 23/4/2023 για τη «μαύρη Κλεοπάτρα» του Netflix, είναι η άποψη του George G.M. James ότι ο Μέγας Αλέξανδρος δανείστηκε βιβλία από τη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας όταν πήγε στην Αίγυπτο το 332 π.Χ.
Πρόκειται βέβαια για ένα χονδροειδέστατο ψέμα, καθώς η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας ιδρύθηκε μετά τον θάνατο του Μακεδόνα στρατηλάτη το 323 π.Χ. Γύρω από αυτή τη Βιβλιοθήκη, ιδιαίτερα για το πώς και από ποιους καταστράφηκε έχουν γραφτεί πολλά. Ο Ιούλιος Καίσαρας, Ρωμαίοι αυτοκράτορες, φανατικοί Χριστιανοί και Άραβες έχουν κατηγορηθεί κατά καιρούς για την καταστροφή της. Θα εξετάσουμε σήμερα όλες τις σχετικές αναφορές και ελπίζουμε οι αναγνώστες μας να βρουν απαντήσεις σε κάποια ερωτήματα γιατί πολλά πράγματα έχουν διαστρεβλωθεί και χρησιμοποιηθεί κατά το δοκούν μέχρι σήμερα.
Πότε και πώς χτίστηκε η Αλεξάνδρεια;
Η Αλεξάνδρεια, χτισμένη στα μεσογειακά παράλια της Αιγύπτου, ήταν μία από τις σημαντικότερες πόλεις του αρχαίου κόσμου καθώς ιδρύθηκε το 331 π.Χ. από τον Μέγα Αλέξανδρο και ως την κατάκτησή της από τους Άραβες το 641 μ.Χ. υπήρξε η «βασίλισσα της Μεσογείου» και σκόρπισε σε όλο τον κόσμο την υλική και πνευματική της λάμψη. Η Αλεξάνδρεια χτίστηκε σε μια στενή λωρίδα γης ανάμεσα στη Μεσόγειο και τη λίμνη Μαρεώτιδα, στο σημείο όπου υπήρχε η πανάρχαια από την εποχή των Φαραώ, αιγυπτιακή κωμόπολη Ρακώτις.
Η επιλογή της τοποθεσίας της έγινε από τον Αλέξανδρο που διέβλεψε τα σημαντικά πλεονεκτήματα της θέσης στη Μεσόγειο για εμπορικούς και στρατιωτικούς σκοπούς ,αλλά και ως συνδετικού κρίκου Ευρώπης, Αφρικής και Ασίας. Ο Αρριανός γράφει: «Και έδοξεν αυτώ ο χώρος κάλλιστος εν αυτώ πόλιν και γενέσθαι αν ευδαίμονα την πόλιν». Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ο Αλέξανδρος επέλεξε την ιδανική τοποθεσία με την καθοδήγηση του Ομήρου: είδε τον Όμηρο να εμφανίζεται σ’ ένα όνειρο του και να απαγγέλλει τους στίχους της «Οδύσσειας» που περιγράφουν πώς ο Μενέλαος βρίσκει καταφύγιο στη νήσο Φάρο «… ο Αλέξανδρος σηκώθηκε αμέσως από το κρεβάτι του και έσπευσε στη Φάρο που ήταν τότε μια νησίδα απέναντι από τις εκβολές του Κανωπικού βραχίονα του Νείλου…
Σύντομα εντόπισε το μέρος που έκρινε ως ιδανική τοποθεσία». Τη φροντίδα για την εκπόνηση του πολεοδομικού σχεδιασμού της νέας πόλης, την ανέθεσε ο Αλέξανδρος στον αρχιτέκτονα Δεινοκράτη που είχε χτίσει και τον ναό της Αρτέμιδας στην Έφεσο, τον οποίο πυρπόλησε ο Ηρόστρατος το 356 π.Χ. κατά την παράδοση, το ίδιο βράδυ που γεννήθηκε ο Μέγας Αλέξανδρος! Ο χώρος όπου θα χτιζόταν η πόλη ήταν μακρόστενος ,έτσι υποχρεωτικά πήρε κι αυτή το ίδιο σχήμα. Ο Δεινοκράτης ή ο ίδιος ο Αλέξανδρος χάραξε τα τείχη με τις πύλες, τις κύριες οδικές αρτηρίες, τις πλατείες, καθώς και τη θέση των κυριότερων δημοσίων οικοδομημάτων.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες των αρχαίων συγγραφέων το μήκος της έφτανε τα 5.500 ή 7.400 μέτρα και τα τείχη που την περιέβαλλαν είχαν περίμετρο 14.800 ή σύμφωνα με άλλες πηγές, 22.000 μέτρα. Υπεύθυνο για την οικοδόμηση της Αλεξάνδρειας και «επιμελητή των οικονομικών» ο Αλέξανδρος όρισε τον Κλεομένη από τη Ναύκρατη. Αν και οι εργασίες ξεκίνησαν άμεσα και συνεχίστηκαν και μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323 π.Χ.), η Αλεξάνδρεια ολοκληρώθηκε και πήρε την τελική της μορφή κατά τη βασιλεία του Πτολεμαίου Β’ του Φιλάδελφου (305-246 π.Χ.).
Ωστόσο ως την Κλεοπάτρα, την τελευταία βασίλισσα της Αιγύπτου, όλοι οι Πτολεμαίοι φρόντιζαν να φτιάχνουν νέα και πλούσια οικοδομήματα συνεχώς.
Τα μνημεία της Αλεξάνδρειας
Οι γνώσεις που έχουμε για την αρχαία Αλεξάνδρεια είναι περιορισμένες και αυτό γιατί η νέα πόλη χτίστηκε ακριβώς πάνω στη θέση της αρχαίας. Από τον 7ο αιώνα που κατακτήθηκε από τους Άραβες ως τον 19ο αιώνα, η πόλη ήταν ένας τεράστιος ερειπιώνας, οι πέτρες του οποίου χρησιμοποιήθηκαν για το χτίσιμο της νέας πόλης. Ευτυχώς ο αυτοκράτορας της Γαλλίας Ναπολέων Γ’ ζήτησε το 1860 από τον χεδίβη της Αιγύπτου πληροφορίες για την τοπογραφία της αρχαίας πόλης.
Με αφορμή αυτό, ο Μαχμούντ πασά ελ Φαλάκη έκανε αρκετές ανασκαφικές έρευνες και μετρήσεις που τις παρουσίασε στο βιβλίο του «Memoires sur l’ antique Alexandrie» (1872). Αυτή η σημαντική εργασία, μία άλλη του γιατρού και λόγιου Τάσου Νερούτσου καθώς και τα συγγράμματα των Στράβωνα, Πλούταρχου, Καλλίμαχου, Πλίνιου και Αχιλλέα Τάτιου είχαν σημαντική συμβολή στις έρευνες για τη μορφή της αρχαίας πόλης.
Έτσι ανακαλύφθηκαν σπουδαία μνημεία, «τεμένη τα κάλλιστα», όπως γράφει ο Στράβωνας. Η σπουδαιότερη συνοικία ήταν το Βρούχειον στο μέσο περίπου της παραλιακής ζώνης, όπου ήταν χτισμένα τα μεγαλοπρεπέστερα οικοδομήματα της πόλης, ανάμεσά τους το συγκρότημα των ανακτόρων, τα «Βασίλεια» που καταλάμβαναν κατά τον Στράβωνα, το ένα τέταρτο της πόλης.
Δυτικά των ανακτόρων βρισκόταν το Ποσειδώνιον ή Ποσείδιον δηλαδή το ιερό του Ποσειδώνα όπου θυσίαζαν οι ναυτικοί πριν από την αναχώρησή τους από την πόλη και κατά την επιστροφή τους.
Η Αλεξάνδρεια ενωνόταν με τον Φάρο μέσω ενός μόλου που είχε φτιαχτεί στα χρόνια του Πτολεμαίου και επειδή είχε μήκος επτά στάδια (περίπου 1.400 μέτρα) ονομαζόταν «Επταστάδιον».
Αυτό χώριζε τα δύο λιμάνια της πόλης, τον Μεγάλο Λιμένα στην ανατολική πλευρά και τον Εύνοστο στη δυτική, που επικοινωνούσαν ωστόσο με δύο κανάλια που περνούσαν κάτω από τον μόλο. Εκτός από τα θαλάσσια αυτά λιμάνια η Αλεξάνδρεια διέθετε και λιμναίο που βρισκόταν στη λίμνη Μαρεώτιδα στα νότια της πόλης και το οποίο επειδή συνδεόταν με πολλές διώρυγες με τον Νείλο, εξυπηρετούσε σημαντικά το εμπόριο.
Από το ιερό του Ποσειδώνα ξεκινούσε μια προβλήτα που κατέληγε σε μικρή νησίδα μέσα στον Μεγάλο Λιμένα όπου ο Μάρκος Αντώνιος είχε χτίσει το «Τιμώνειον», ίσως μικρό ανάκτορο για την Κλεοπάτρα. Δυτικότερα στην ίδια παραλία βρισκόταν το «Καισάρειον», ένα πολυτελές οικοδόμημα που έχτισε η Κλεοπάτρα σε ανάμνηση του Ιούλιου Καίσαρα.
Όταν οι Ρωμαίοι κατέλαβαν την Αίγυπτο, αυτό μετονομάστηκε σε «Σεβάστειο». Στο «Σεβάστειο» μεταφέρθηκαν και στήθηκαν δύο αρχαίοι αιγυπτιακοί οβελίσκοι. Από αυτούς ο ένας βρίσκεται σήμερα στο «Σέντραλ Παρκ» της Νέας Υόρκης όπου μεταφέρθηκε το 1879 και ο άλλος στο Λονδίνο καθώς τον δώρισε ο Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου στον βασιλά Γεώργιο Δ! Με την επικράτηση του Χριστιανισμού στην Αίγυπτο, ο Μέγας Αθανάσιος μετέτρεψε το Καισάρειο-Σεβάστειο σε χριστιανικό ναό για να καλυφθούν οι ανάγκες της συνεχώς αυξανόμενης χριστιανικής κοινότητας.
Άλλα μνημεία της Αλεξάνδρειας ήταν το «Αρσινόειον» που έχτισε ο Πτολεμαίος Φιλάδελφος για την αδελφή του Αρσινόη, το «Εμπόρειον» (εμπορικό χρηματιστήριο), οι «Αποστάσεις» (αποθήκες), τα «Νεώρια» (ναυπηγεία), το «Σήμα» ή «Σώμα» (βασιλική νεκρόπολη) το «Γυμνάσιον» (γυμναστήριο), το «Δικαστήριο» και το «Πάνειον».
Σημαντικότερα όμως οικοδομήματα ήταν το «Σεραπείον» δηλαδή ο ναός του αιγυπτιακού θεού Σεράπιδος ή Σαράπιδος. Κατά μία εκδοχή χτίστηκε από τον ίδιο τον Αλέξανδρο. Αν και κάηκε το 181, ξαναχτίστηκε αμέσως και ήταν εξίσου λαμπρό με το αρχικό. Στο «Σεραπείον» υπήρχε ακόμα ιερό του Άνουβη και μια βιβλιοθήκη που ονομαζόταν «θυγάτηρ» της βιβλιοθήκης του Μουσείου γιατί είχε δημιουργηθεί από βιβλία της. Το «Σεραπείον» ήταν η τελευταία ακρόπολη του πνεύματος των Εθνικών.
Μετά το διάταγμα του Μέγα Θεοδόσιου το 386 για την κατάργηση της εθνικής λατρείας, οι Χριστιανοί κατέστρεψαν ολοκληρωτικά το εσωτερικό του ναού. Αργότερα, τον μετέτρεψαν σε χριστιανικό ναό που μετά την αραβική κατάκτηση μετατράπηκε σε τζαμί. Το μόνο απομεινάρι από το «Σεραπείον» είναι ο λεγόμενος «Κίονας του Πομπηίου».
Το Μουσείο και η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας
Τα σημαντικότερα ιδρύματα της Αλεξάνδρειας ήταν όχι απλά οικοδομήματα αλλά «τεμένη σοφίας»: το Μουσείο και η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Ο Στράβων (17,194) αναφέρει «… των βασιλείων μέρος έστι και το Μουσείον έχον περίπατον και εξέδραν και οίκον μέγα…». Το Μουσείο αποτελούσε τμήμα των ανακτόρων, διέθετε πολλά διαμερίσματα και λειτουργούσε ως ανώτατο πνευματικό ίδρυμα. Σε αυτό διέμεναν και εργάζονταν επιστήμονες, καλλιτέχνες και γενικότερα άνθρωποι των γραμμάτων και της τέχνης.
Γνωστότεροι από αυτούς ήταν ο Ευκλείδης, ο αστρονόμος Αρίσταρχος, οι ποιητές Θεόκριτος και Καλλίμαχος, ο ζωγράφος Απελλής κ.ά. Οι αφροκεντριστές αναφέρονται σε «χιλιάδες νέγρους» καθηγητές που δίδασκαν εκείνη την εποχή σε πανεπιστήμια της Αλεξάνδρειας, κάτι εξίσου αβάσιμο. Ο Ευκλείδης, ο Απελλής και ο Σάμιος Αρίσταρχος π.χ. ήταν μαύροι; Το Μουσείο πιθανότατα ιδρύθηκε από τον Πτολεμαίο Α’ τον Σωτήρα και το εφοδίασε με βιβλιοθήκη, μετά από υπόδειξη του Αθηναίου πολιτικού και φιλόσοφου Δημητρίου Φαληρέως που έφτασε εξόριστος στην Αλεξάνδρεια το 307 π.Χ.
Φαίνεται όμως ότι στην επέκταση και ανάπτυξή του συντέλεσε πολύ ο γιος του Πτολεμαίος Φιλάδελφος. Ο Βιτρούβιος το περιγράφει ως απέραντο οικοδόμημα με πολλούς χώρους και στοές. Διέθετε επίσης αστεροσκοπείο με τα αναγκαία όργανα, βοτανικό και ζωολογικό κήπο, διάφορες άλλες συλλογές καθώς και έναν μεγάλο περίπατο, δηλαδή μια έκταση γεμάτη δέντρα για να περπατούν και να συζητούν οι επιστήμονες. Υπήρχαν μάλιστα ξενώνες για να κοιμούνται αυτοί, ακόμα και χώροι όπου έτρωγαν.
Το σημαντικότερο τμήμα του Μουσείου όμως ήταν η Βιβλιοθήκη του, η περίφημη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Ο πρώτος πυρήνας της πιθανότατα δημιουργήθηκε από τις συλλογές των παπύρων των αιγυπτιακών ναών. Μετά τον θάνατο του ιδρυτή της Πτολεμαίου Α’ υπολογίζεται ότι είχε γύρω στους 200.000 τόμους. Ο διάδοχός του Πτολεμαίος Β’ διπλασίασε τον αριθμό τους, ενώ ο Πτολεμαίος Γ’ ξόδεψε για τον εμπλουτισμό της τεράστια ποσά.
Αναφέρεται μάλιστα ότι δανείστηκε από τους Αθηναίους τα επίσημα χειρόγραφα μεγάλων τραγικών, βάζοντας υποθήκη το τεράστιο για την εποχή ποσό των 15 ταλάντων. Δεν επέστρεψε τα χειρόγραφα, χάνοντας το ποσό της υποθήκης. Λέγεται ακόμα ότι είχε δώσει εντολή να κατάσχονται τα χειρόγραφα κάθε πλοίου που κατέπλεε στην Αλεξάνδρεια και να δίνονται στους ιδιοκτήτες αντίγραφα! Κατά την παράδοση, ήθελε να συγκεντρώσει όλα τα βιβλία του κόσμου, ακόμα κι αυτά που ήταν γραμμένα σε «βαρβαρικές» γλώσσες. Έτσι, τον 2ο π.Χ. αιώνα η Βιβλιοθήκη έφτασε να έχε περίπου 700.000 τόμους!
Ποιος κατέστρεψε τη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας;
Οι βιβλιοθηκάριοι, ήταν σπουδαίοι επιστήμονες. Αναφέρουμε ενδεικτικά: Ζηνόδοτος ο Εφέσιος (περ. 285-270 π.Χ.), Απολλώνιος ο Ρόδιος (περ. 270-245 π.Χ.), Ερατοσθένης ο Κυρηναίος (245-204/201 π.Χ.), Αριστοφάνης ο Βυζάντιος (204/201-189/186 π.Χ.), Απολλώνιος ο Ειδογράφος (189/186-175 π.Χ.), ο Αρίσταρχος από τη Σαμοθράκη (175-145 π.Χ.) που θεωρείται ο κορυφαίος όλων, ο Κύδας (από τους Λογχοφόρους) από το 146 π.Χ. ως το 116 π.Χ. κ.ά.
Εκτός από τη φιλολογία στο Μουσείο και στη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας καλλιεργούνταν και όλες οι άλλες επιστήμες. Η γεωμετρία που αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στην Αίγυπτο, με βασικότερους εκπροσώπους τον Ευκλείδη, τον Αρχιμήδη και τον Απολλώνιο, η φυσική και η μηχανική με τον Αρχιμήδη, η γεωγραφία με τον Ερατοσθένη, η αστρονομία με τον Αρίσταρχο, τον Ίππαρχο, τον Σωσιγένη και τον Πτολεμαίο, θεμελιωτή της θεωρίας του πτολεμαϊκού ηλιακού συστήματος. Ο Ηρόφιλος και ο Ερασίστρατος ανέπτυξαν την ιατρική, καθώς με την ανατομία ανακάλυψαν ότι έδρα των αισθήσεων δεν είναι η καρδιά αλλά ο εγκέφαλος, διέκριναν τα αιμοφόρα αγγεία κλπ. Η φιλοσοφία που είχε παραμεληθεί την εποχή των Πτολεμαίων γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη εκ νέου στην ύστερη ρωμαϊκή περίοδο και στην πρώιμη χριστιανική περίοδο με τη Νεοπλατωνική Σχολή, κυριότεροι εκπρόσωποι της οποίας ήταν ο Πλωτίνος, ο Ιάμβλιχος, ο Πορφύριος και ο Πρόκλος.
Πώς όμως καταστράφηκε η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας και χάθηκαν οριστικά τα περισσότερα, σπουδαία έργα που γράφτηκαν στην αρχαιότητα και κατά την ελληνιστική περίοδο; Οι απόψεις από τον 18ο αιώνα μέχρι σήμερα, είναι πολλές και διιστάμενες. Μερικοί υποστηρίζουν ότι η καταστροφή έγινε το 48 π.Χ. όταν ο στόλος του Ιούλιου Καίσαρα πυρπολήθηκε μέσα στο λιμάνι από τον Αχιλλά, στρατηγό του Πτολεμαίου ΙΒ’. Η φωτιά μεταδόθηκε αρχικά στα ναυπηγεία και στη συνέχεια στα κτίρια της ξηράς με αποτέλεσμα να καταστραφεί το Μουσείο και μέρος της Βιβλιοθήκης. Ο ίδιος ο Καίσαρας αναφέρει ότι έβαλε αυτός τη φωτιά και θεωρεί την ενέργειά του ως «στρατηγικό τέχνασμα». Τηρεί όμως σιγή ιχθύος για τις επιπτώσεις της πυρπόλησης στην ίδια την πόλη και το ύφος του είναι καθαρά απολογητικό, γεγονός που ενισχύει ακόμα περισσότερο την πιθανότητα καταστροφής της Βιβλιοθήκης τότε.
Επίσης, η περιγραφή του Αλεξανδρινού Πολέμου από τον Τίτο Λίβιο δεν σώζεται. Όμως ο Πλούταρχος στα τέλη του 1ου μ.Χ. αιώνα, γράφει: «Όταν ο εχθρός επιχείρησε ν’ αποκλείσει τον στόλο του, ο Καίσαρας για ν’ αποτρέψει τον κίνδυνο, διέταξε να πυρποληθούν τα νεώρια αλλά η φωτιά που εξαπλώθηκε πολύ περισσότερο, κατέκαψε τας Μεγάλας Βιβλιοθήκας». Ο Αύλος Γέλλιος (2ος μ.Χ. αι.) αναφέρει ότι «περισσότερα από 700.000 βιβλία κάηκαν τότε όχι μετά από διαταγές αξιωματικών αλλά λόγω αμέλειας των στρατιωτών». Ο Δίων ο Κάσσιος (3ος μ.Χ. αι.) γράφει: «…μεγάλο μέρος της πόλης έγινε παρανάλωμα του πυρός και, εκτός των άλλων, αποτεφρώθηκαν το νεώριον και οι αποθήκαι όπου φυλάσσονταν τα σιτηρά και τα βιβλία για τα οποία λέγεται ότι ήταν αμέτρητα και ανεκτίμητα». Ο Στράβωνας που έζησε στην Αλεξάνδρεια (24-20 π.Χ.) δεν κάνει καμία αναφορά για τη Βιβλιοθήκη, πιθανότατα λόγω εντολών των Ρωμαίων. Την ίδια στιγμή αναφέρεται με εντυπωσιακές λεπτομέρειες στην υπόλοιπη Αλεξάνδρεια…
Πιθανότατα η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας λοιπόν καταστράφηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό από τον Ιούλιο Καίσαρα. Πάντως ο Μάρκος Αντώνιος μετά από επιθυμία της Κλεοπάτρας έφερε 200.000 βιβλία από τη Βιβλιοθήκη της Περγάμου στην Αλεξάνδρεια. Οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες όμως συνέχιζαν να καταστρέφουν… Ο τομέας του Βρουχείου, εκεί όπου βρισκόταν το Μουσείο υπήρξε θέατρο διώξεων και σφοδρών συγκρούσεων. Το 215 μ.Χ. λόγω μιας εξέγερσης, ο Καρακάλλας έσφαξε τους νέους της Αλεξάνδρειας και υποβάθμισε το Μουσείο της. Περιέκοψε το ποσό της επιχορήγησής της και έδιωξε όλους τους αλλοδαπούς από την πόλη!
Το 265 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Γαλλιηνός εκστράτευσε εναντίον του Επάρχου της Αιγύπτου που είχε πάρει, αυθαίρετα, αυτοκρατορική εξουσία. Το 272 μ.Χ. όταν η βασίλισσα Ζηνοβία της Παλμύρας κατέλαβε την Αλεξάνδρεια, ο αυτοκράτορας Αυρηλιανός επιτέθηκε στην πόλη. Ιδιαίτερα στο Βρουχείο, η αντίσταση κατά των Ρωμαίων ήταν τόσο σθεναρή, ώστε προκλήθηκαν τεράστιες καταστροφές. Στα τέλη του 3ου αιώνα οι Αλεξανδρινοί εξεγέρθηκαν ξανά. Ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός έφτασε στην πόλη (297/298), έσφαξε πολλούς κατοίκους της, ανάμεσά τους σπουδαίους πνευματικούς ανθρώπους. Παράλληλα έδωσε εντολή να συγκεντρωθούν πολλά βιβλία, ιδιαίτερα όσα είχαν σχέση με αλχημεία και να καούν. Ακολούθησαν βέβαια και οι μεγάλοι διωγμοί των Χριστιανών απότ τον Διοκλητιανό και στη συνέχεια από τον Δέκιο.
Τον 4ο αιώνα, από τις δύο κύριες βιβλιοθήκες της Αλεξάνδρειας υπήρχε μόνο η νεότερη, η «Θυγάτηρ Βιβλιοθήκη» στον περίβολο του Σεραπείου. Όταν ο Μέγας θεοδόσιος ανέβηκε στον θρόνο (379), εξαπέλυσε σφοδρό διωγμό εναντίον των Εθνικών και των ναών τους. Ο φανατικός επίσκοπος Αλεξάνδρειας Θεόφιλος, μετά από έγκριση του Θεοδόσιου μετέτρεψε αρχικά τον ναό του Διονύσου σε χριστιανικό. Όλοι οι παγανιστές κατέφυγαν στο Σεραπείο. Μετά από νέο διάταγμα του Θεοδόσιου (391) ο Θεόφιλος κατευθύνθηκε με τους φανατισμένους οπαδούς του στο Σεραπείο. Οι Εθνικοί που βρίσκονταν σ’ αυτό έφυγαν έντρομοι. Ο Θεόφιλος επιχείρησε να γκρεμίσει το άγαλμα του Σεράπιδος από το βάθρο του.
Οι Χριστιανοί οπαδοί του σε έξαλλη κατάσταση μπήκαν στο ναό όπου προέβησαν σε καταστροφές και λεηλασίες. Στη θέση του κατεστραμμένου Σεραπείου, ανεγέρθηκε χριστιανικός ναός. Σύμφωνα και με μαρτυρίες του Αφθόνιου του Αντιοχέα, ρήταρα, που επισκέφθηκε την Αλεξάνδρεια στα τέλη του 4ου αιώνα, άγνωστο όμως πότε ακριβώς, η Βιβλιοθήκη του Σεραπείου καταστράφηκε το 391 από τους Χριστιανούς. Το 641 ο Άραβας Στρατηγός Αμρ κατέλαβε την Αλεξάνδρεια και ουσιαστικά όλη την Αίγυπτο. Κατά τους πέντε πρώτους αιώνες της αραβικής κυριαρχίας δεν υπάρχει καμία γραπτή μαρτυρία σχετική με τη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας.
Ο πρώτος που κάνει σχετική μνεία ήταν ο Αβδούλ Λατίφ (12ος αι): «… εδώ ήταν κτισμένο το πνευματικό κέντρο που ίδρυσε ο Αλέξανδρος όταν ίδρυσε την πόλη και σ’ αυτό μέσα βρισκόταν η βιβλιοθήκη που πυρπόλησε ο Αμρ με εντολή του χαλίφη Ομάρ». Ο Ιμπν Κιφτί (13ος αιώνας) γράφει ότι ο Ιωάννης ο Γραμματικός που έζησε την άλωση της Αλεξάνδρειας από τους Άραβες, ζήτησε από τον Αμρ, ο οποίος τον εκτιμούσε, τα βιβλία που είναι συγκεντρωμένα στα «βασιλικά θησαυροφυλάκια».
Ο Αμρ του απάντησε ότι για να του τα δώσει, πρέπει να ρωτήσει τον χαλίφη Ομάρ. Αυτός του απάντησε: «Όσον αφορά τα βιβλία που αναφέρετε, αν το περιεχόμενό τους δεν αντιτίθεται προς το περιεχόμενο του Ιερού μας Βιβλίου (Κορανίου), μας είναι άχρηστα, αν αντιτίθεται, μας είναι ανεπιθύμητα. Συνεπώς, να τα καταστρέψετε». Ο Αμρ διέταξε να χρησιμοποιηθούν τα βιβλία για τη θέρμανση των λουτρών της Αλεξάνδρειας ως καύσιμα. Μέσα σε έξι μήνες τα βιβλία καταστράφηκαν. «Ακούστε τα αυτά και θαυμάστε» καταλήγει ο Ιμπν Κιφτί… Πάντως η διήγηση του Ιμπν Κιφτί έχει αμφισβητηθεί πολύ.
Φαίνεται ότι η καταστροφή της Βιβιοθήκης της Αλεξάνδρειας ξεκίνησε από τον Ιούλιο Καίσαρα (48 π.Χ.), συνεχίστηκε από διάφορους Ρωμαίους αυτοκράτορες και τους φανατικούς Χριστιανούς και ολοκληρώθηκε από τους Άραβες.
Το βέβαιο είναι ότι αν είχαν διατηρηθεί οι θησαυροί της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, ο κόσμος σήμερα θα ήταν πολύ διαφορετικός… Και φυσικά είναι αξιέπαινη η ίδρυση από την Αίγυπτο (και με σημαντική ελληνική συνδρομή) της Νέας Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας το 2002, ωστόσο η μοναδικότητα των χιλιάδων τόμων που υπήρχαν στην αρχαία Βιβλιοθήκη, την καθιστά αναντικατάστατη…
Πηγές: ΜΟΥΣΤΑΦΑ ΕΛ ΑΜΠΑΝΤΙ, «Η Αρχαία Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας – Η ΖΩΗ ΚΑΙ Η ΜΟΙΡΑ ΤΗΣ», Εκδόσεις ΣΜΙΛΗ, ΑΘΗΝΑ 1998
ΛΟΥΤΣΙΑΝΟ ΚΑΝΦΟΡΑ, «Η ΧΑΜΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ, 7η ανατύπωση, 2000.