Για τον «τοπικό προφορικό πολιτισμό» | Γράφει ο Παναγιώτης Νούτσος

1
4185
Στις μέρες μας η «τοπικότητα» υφίσταται τις περισσότερες πιέσεις που δέχεται το «εθνικό κράτος» από τους αγωγούς της «παγκοσμιοποίησης».

Κάθε τοπική κοινωνία συντίθεται από τέσσερις αλληλοπλεκόμενες πτυχές: τη θέση της στο διεθνές γίγνεσθαι, την παρουσία του κράτους, την τοπική αυτοδιοίκηση και την «κοινωνία των πολιτών».

Παναγιώτης Νούτσος

Ως «τοπικότητα» θα μπορούσε, αρχικά, να ορισθεί η πλούσια σε καθορισμούς και σχέσεις ολότητα μικρής γεωπολιτικής κλίμακας είτε πρόκειται για αστικά και ημιαστικά κέντρα είτε για αγροτοποιημένες κοινότητες.

Σ’ αυτό το ερμηνευτικό εγχείρημα η «ολότητα» προβάλλει ιδιόμορφα την ιδιαιτερότητά της σε σχέση με το «κέντρο» ή τα «κέντρα» και συγκροτεί την ιδιοσυστασία της μέσα από ένα σύνθετο πλέγμα συντελεστών ή παραγόντων, οι σχέσεις των οποίων υπερβαίνουν τους επιμέρους εκθέτες τους.

Δεν πρόκειται βέβαια για την απομόνωση του «τοπικού», με ένα πνεύμα ρητής ή όχι «επαρχιωτικής» διάθεσης, αλλά για την επακρίβωση τόσο του «στενού» όσο και του «ευρέος» ορίζοντα ανάδυσής του. Λειτουργούν επομένως «ενδογενείς» και «εξωγενείς» όροι για τη συγκρότησή του και, πολύ περισσότερο, καθίσταται πρόδηλη η ιστορικότητα των εκφάνσεών του.

Αν η έσχατη μονάδα ανάλυσης της «τοπικότητας» είναι οι «ανάγκες» (με την αυτονόητη ιεράρχησή τους) και οι τρόποι ικανοποίησής τους, το ερμηνευτικό πλαίσιο για την αποτύπωση και την κατανόησή τους μετατίθεται από την Πολιτική Οικονομία (που προφανώς δεν αγνοείται) στο πεδίο της «Ηθικής Οικονομίας» (κατά τον όρο του Ε. Thompson), όπου το περιεχόμενο των κανόνων και των αμοιβαίων υποχρεώσεων καθορίζεται εθιμικά. Επιπλέον, υπονοείται η «μικροφυσική» της εξουσίας, δηλαδή ο τρόπος που η καθημερινότητα των υποκειμένων ρυθμίζεται ως συγκεκριμένη επικοινωνιακή δράση με βάση τις τοπικές συνθήκες της κοινωνικής τους ενσωμάτωσης.

Στις μέρες μας η «τοπικότητα» υφίσταται -παρά τα επιφαινόμενα- τις περισσότερες πιέσεις που δέχεται το «εθνικό κράτος» από τους αγωγούς της «παγκοσμιοποίησης», δηλαδή από τους διεθνοποιημένους μηχανισμούς παραγωγής αγαθών, πρώτιστα συμβολικών. Μ’ αυτή την αφόρμηση μπορεί να διακρίνει κανείς την ανάγκη όρθωσης ενός κινήματος πολιτιστικής «ιθαγένειας» διαποτισμένου με ένα πνεύμα ενεργητικής κατανόησης των ετεροτήτων για τη διεκδίκηση του δικαιώματος αυτοδυναμίας των πολιτιστικών μειονοτήτων.

Η εξουδετέρωση όμως του εγγενούς πολιτιστικού «λαϊκισμού», που αντιπαραθέτει απλουστευτικά το χθόνιο «εμείς» στους επήλυδες «άλλους» και υποθάλπει μια πρακτική ξενηλασίας και ρατσισμού, θα αποτελούσε τη sine qua non προϋπόθεση για την τελεσφόρηση ενός τέτοιου κινήματος. Σήμερα ποιο θα ήταν το νόημα του νόστου και της «αρνητικότητας» στον κόσμο που μας συνέχει; Είναι προφανές ότι η «κοινότητα» μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως tertium comparationis, δηλαδή για να συσχετισθεί αυτό που «είναι» μ’ αυτό που «χάθηκε», κατά την αρνητική υπέρβαση του παρόντος, ή που θα έπρεπε να προσκτηθεί, κατά τη θετική εκδοχή αυτής της διεργασίας.

Συνηθίζουμε πάντως αυτό το θέμα να το προσεγγίζουμε με την αυταρέσκεια των «αστείων», δηλαδή των κατοίκων των άστεων, και να θρηνούμε την ύπαιθρο που φαίνεται να χάνει τον παρθενικό της υμένα που διέθετε στους κόλπους μιας «φυσικής» κοινότητας αναγκών. Τα πράγματα μάλλον είναι απλούστερα και η συμπεριφορά μας συναρτάται με πλήθος συντελεστών, πρώτιστα από τον τρόπο που κρατούμε τις αποστάσεις μας απ’ ό,τι εμφανίζεται ως «αντικειμενική» πραγματικότητα…

Την επιστροφή σ’ αυτόν τον προβληματισμό που μόλις προηγήθηκε μας την έδωσε ο Μανόλης Κ. Χατζηγιακουμής με τα δώδεκα CD και τον τόμο που τα συνοδεύει: Μουσικός Θησαυρός της Κω (2021, σσ.356). Η επιμελής ηχογράφηση πραγματοποιήθηκε κατά τα έτη 1964-1968. Δηλαδή, κατά την τετραετία συγγραφής και δημοσίευσης της διδακτορικής του διατριβής: Νεοελληνικαί πηγαί του Σολωμού. Κρητική λογοτεχνία, δημώδη μεσαιωνικά κείμενα, δημοτική ποίησις, Αθήναι, «Βιβλιοθήκη Σοφίας Ν. Σαριπόλου» 1968. Ηδη από τον τίτλο της προαναγγέλλεται η συστοιχία, με την εκδίπλωση της ηχογράφησης, μιας «από τις αξιολογότερες μελέτες που γράφτηκαν τα τελευταία χρόνια» και με αντικείμενο τη «δημοτική παράδοση», κατά τον Λίνο Πολίτη (1971).

Η «συνολικής διάρκειας περίπου 30 ωρών» (σ.9) ηχογράφηση (σε δώδεκα CD: Σκοποί και τραγούδια [I], Σκοποί και τραγούδια [II], Του γάμου μοιρολόγια, Κάλαντα και θρήνοι, Σατυρικά, αποκριάτικα, παιδικά, Στιχοπλακιές [I], Στιχοπλακιές [II], Στιχοπλακιές [III], Στιχοπλακιές [IV], Στιχοπλακιές [V], Ασματα αφηγηματικά, Ερωτόκριτος, Οργανικά, Χορευτικά) αφορά τον «τοπικό προφορικό πολιτισμό» (σ.9) και συναρτάται επίσης με τις μουσικές του σπουδές. Ακριβέστερα, με τη «φιλολογική ιδιότητα, τη μουσική κατάρτιση και την εντοπιότητα του ηχογραφέα» (σ. 10). Είχε συμβάλει (σσ.33, 38, 134, 335) και ο μέλλων πεθερός μου Μανόλης Β. Χατζηγιακουμής, πρωτοξάδελφος του «ηχογράφου», στο «παραξύπνημα»: «Μέρα μέρωσε…» που ακόμη και τώρα το έχουμε στ’ αυτιά μας.

Προφανώς στα χρόνια της ηχογράφησης είχε κρατηθεί «εξαιρετικά ζωντανός» ο «τοπικός προφορικός πολιτισμός» λόγω της «μακραίωνης ξενικής κατάκτησης (οθωμανική ώς το 1912 και ιταλική συνέχεια ώς το 1943)» καθώς και η «απόσταση από το εθνικό κέντρο». Ειδικότερα, λαμβάνεται υπόψη ο «κλειστός αγροτοκτηνοτροφικός χαρακτήρας του νησιού, με τον σχετικό παραγωγικό του πλούτο και την ανάλογη βιοτική αυτάρκεια» καθώς επίσης η «μεγάλη εγγύτητα της Κω με τη Μικρασιατική Ακτή» (σ.9).

Επίσης την ώθηση να οδηγηθούμε από το Πυλί στην Κέφαλο, όπου «σώζεται περισσότερο αυθεντική η παλαιά ραψωδική εκτελεστική παράδοση» (σ. 23), δηλαδή από το κέντρο στη «δυτική εσχατιά» (σ.23) της Κω, μας την έδωσε ο ίδιος ο Μανόλης Κ. Χατζηγιακουμής που σκιαγράφησε την Κεφαλιανή «αργατινή» (σ.318) στα κτήματα του πατέρα του: «συχνά μου τραγουδούσε και με χόρευε» στο σπίτι τους όταν ήταν μικρός.

Γιατί ο συνάδελφος Σκεύος Παπαϊωάννου είχε εκπονήσει το 2008 διεξοδική και τεκμηριωμένη πρόταση με τίτλο «Κέντρο Πολιτισμού, Εκπαίδευσης, Οικολογίας και Κοινωνικής Οικονομίας Κεφάλου» που εξακολουθεί να βρίσκεται στην επικαιρότητα ως προς την ανάγκη πραγματοποίησής της. Ξεχωριστή ενότητα αποτελεί το ζήτημα του «πολιτισμού» και ειδικότερα η «προφορική αναπαραγωγή αυτοβιογραφικών αναμνήσεων» στη σφαίρα των «παραδοσιακών τραγουδιών». Και σ’ αυτή την περίπτωση, γιατί όχι, η «παράδοση» ανήκει στα «τοπικά συγκριτικά πλεονεκτήματα» και επομένως, «λειτουργεί ως απαραίτητο εργαλείο κοινωνικής αλλαγής». Στον «καιρό» που όλοι μας διανύουμε η παράκληση είναι μπροστά μας:

«Για σήκου ναύτη μου καλέ και πρωτοεμιστή μου να κουμπασάρεις τον καιρό να βγούμε σε λιμνιώνα» (σ.270).

Ή σε εκδοχή της Ακαρνανίας, επαρχίας όπου κηδεύθηκε ο παππούς μου (CI. Fauriel, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια [1824-1825], επιμ. Αλ. Πολίτης, Ηράκλειο 1999, σ. 248):

«Βρε σήκ’ απάνω, ναύτη μας, και καλογνωριστή μας, να κομπασάρεις τον καιρό, να μπούμε σε λιμάνι»…

*Ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας του Παν/μίου Ιωαννίνων

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Αξιότιμε κ. καθηγητά. Διαβάσαμε με μεγάλη προσοχή το σημαντικό άρθρο σας και σας ευχαριστούμε. Πράγματι η διάσωση του πνευματικού μουσικού πολιτισμού είναι καθοριστική για τον Ελληνικό και ντόπιο πολιτισμό μας. Θερμή παράκληση να συνεχίσετε και με τη διάσωση της Ελληνικής γλώσσας. Εσείς οι έγκριτοι πνευματικοί εραστές της Ελληνικής φιλολογίας θα μπορούσατε να παρεμβετε ώστε να σταματήσει ο ακρωτηριασμός της γλώσσας μας με την εισβολή ξένων Αγγλοσαξωνικων λέξεων και εκφράσεων καθώς και με τα ξένα προς εμάς Greeklish Ταπεινότατα . Ξανθίππη Αγρελλη.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ