Γράφει η Ξανθίππη Αγρέλλη
Με αφορμή την εξαιρετική έκθεση του λυκείου ελληνίδων Κω των μεταξωτών εργόχειρων και κεντημάτων μιας άλλης εποχής ας κάνουμε μια νοσταλγική αναδρομή.
Δεκαετία του εξήντα και το ταξίδι στο χρόνο, μας μεταφέρει σε ένα ξεχωριστό σκηνικό αποχαιρετισμού που γίνεται συχνά στο Κώτικο σπίτι. Πολύς κόσμος μπαινοβγαίνει από τη γεμάτη πετρόκτιστη κάμαρα. Ευχές για καλό ταξίδι, ακούγονται από συγγενείς φίλους και γείτονες. Η μάνα με μάτια δακρυσμένα, ανοίγει τα προικιά της κόρης της.
Πριν την αποχωριστεί για πάντα, θέλει όλο το χωριό, να καμαρώσει τα ‘καλά’ της. Τα πλουμιστά τραπεζομάντιλα, τα ολόλευκα μεταξωτά, κεντημένα σεντόνια με τα μαξιλάρια, τις δαντελένιες πλεκτές κουρτίνες, τις υφαντές μάλλινες κουβέρτες, τις πολύχρωμες κουρελούδες.
Ο ασημένιος δίσκος στρωμένος με το λευκό, πλεκτό πετσετάκι, δεν σταματάει να σερβίρει με το παραδοσιακό, σπιτικό γλυκό κουταλιού, το ντοματάκι τους επισκέπτες. Ακολουθεί η δροσιστική κανελλάδα.
Το μεγάλο μπαούλο είναι ανοιχτό, τα διαβατήρια και τα χαρτιά της μετανάστευσης έτοιμα, ριγμένα πάνω στο ξύλινο καλοστρωμένο τραπέζι.
Η ώριμη πια για γάμο κόρη, θα φύγει πολύ μακριά. Η τύχη που της προξένεψε η επιτήδεια προξενήτρα του χωριού, την περιμένει κάπου στην Αυστραλία ή στην Αμερική. Εκεί σε μια μακρινή χώρα, θα ξενιτευτεί για πάντα. Θα παντρευτεί αυτόν τον άγνωστο που της σύστησαν ως τον καλλίτερο σύζυγο και θα δέσει τη ζωή της μαζί του. Θα χτίσει τη φωλιά της, μακριά στα ξένα και θα κάνει εκεί τη δική της οικογένεια. Μπορεί να μην επιστρέψει ποτέ στους δικούς της και στο αγαπημένο της νησί.
Θα ζήσει με την νοσταλγία για την πατρίδα της και με μοναδική της επικοινωνία τα συχνά γράμματα, τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες, με τα τηλεγραφήματα και αργότερα με τα τηλεφωνήματα.
Μαζί με τα εργόχειρα, θα πάρει μαζί και τις αναμνήσεις από τη ζωή της, και όσα έζησε μέσα στο ταπεινό παραδοσιακό σπίτι του χωριού της.
Τα νησιωτικά σπίτια και ο γνήσιος διάκοσμος τους, αποτελούν πολύτιμα κομμάτια που διηγούνται τον τρόπο ζωής, των κατοίκων του νησιού μας.
Κάθε παραδοσιακό σπίτι, παλαιό ή ακόμη και νεώτερο, είναι στολισμένο με χειροποίητα εργόχειρα, πραγματικά αριστουργήματα. Σήμερα το ‘μουσειακό’ διατηρητέο, πέτρινο σπίτι στο χωριό Αντιμάχεια, είναι ο καλλίτερος μάρτυρας τόσων έργων, αφού συγκεντρώνει πλήθος πολύτιμων εργόχειρων. Τα Ελληνικά εργόχειρα και κεντήματα, ιδίως αυτά των νησιωτών, εκφράζουν με απόλυτη πληρότητα ένα ολόκληρο πολιτισμό.
Ξαναζωντανεύουν και διηγούνται ποικίλες ιστορίες, που ξεκινούν από την εποχή του Βυζαντίου, έρχονται μέχρι την Επανάσταση του 21 και φθάνουν μέχρι τις μέρες μας.
Χάρις την υπομονή και την δεξιοτεχνία της γυναικείας ευαισθησίας, βλέπουμε αποτυπωμένα πράγματα και γεγονότα, συνδεδεμένα με τον έρωτα, το ζωικό και φυτικό βασίλειο, αλλά και με τα κατορθώματα μυθικών προσώπων. Από πολύ νωρίς, οι γυναίκες και κυρίως οι μητέρες των κοριτσιών, ξεκινούν και φτιάχνουν με τα χέρια τους την προίκα της θυγατέρας τους. Η προίκα αυτή χωρίζεται σε δύο μέρη, στα χρηστικά εργόχειρα και στα διακοσμητικά.
Αυτά με την σειρά τους χωρίζονται, σε πλεκτά, σε κοφτά ασπροκεντήματα, σε μεταξωτά, σε λινά χρυσοκέντητα και σε υφαντά.
Ανάλογα με την οικονομική κατάσταση κάθε οικογένειας, έχουμε και τα αντίστοιχα εργόχειρα. Την εποχή εκείνη αν κάποιες γυναίκες διέθεταν δικό τους αργαλειό ή ραπτομηχανή, τις θεωρούσαν προνομιούχες, διότι έφτιαχναν πολλά υφαντά ή κεντήματα, εμπλουτίζοντας την προίκα τους.
Αν είχαν οικονομική επιφάνεια, αγόραζαν ακριβές μεταλλικές κλωστές τις χρυσοκλωστές και έφτιαχναν τα λαμπερά χρυσοκέντητα κεντήματα και τους παραδοσιακούς τσεβρέδες. Ενίοτε χρησιμοποιούσαν και ασημένιες κλωστές.
Οι φτωχότερες γυναίκες, περιορίζονταν στις απλές χρωματιστές κλωστές, που τις χρησιμοποιούσαν σε υφαντό, σε λινό ύφασμα ή χασέ, για να κεντήσουν την προίκα τους. Η κόρη που ήξερε να κεντάει, να πλέκει, να ράβει ή να υφαίνει, ήταν μια πολύ καλή νύφη, με ακριβή προίκα που αυτή φυσικά ήταν και η πολύτιμη τέχνη της. Βέβαια ανέβαινε ψηλότερα στα μάτια των συγχωριανών της. Αν ακόμη καλλίτερα ήξερε να μαγειρεύει νόστιμα φαγητά, να ζυμώνει το ψωμί της βδομάδας και να φτιάχνει γλυκά του κουταλιού, την θεωρούσαν χρυσοχέρα και ξεχωριστή νοικοκυρά.
Πολλές κοπέλες μάθαιναν την δύσκολη, ποικίλη και επίπονη τέχνη του κεντήματος ή του πλεκτού, από την μητέρα τους. Με πολύ αφοσίωση, μεράκι και φαντασία, έφτιαχναν τα δικά τους εργόχειρα και γέμιζαν το μπαούλο της προίκας τους.
Μέχρι και την δεκαετία του 70’ στο Δημοτικό Σχολείο, υπήρχε μαζί με την ώρα της χειροτεχνίας για τα αγόρια και η ώρα του εργόχειρου, για τα κορίτσια. Συνήθως αυτή η απασχόληση των παιδιών, γίνονταν κατά τις τελευταίες διδακτικές ώρες.
Στο τέλος της Σχολικής χρονιάς, μαθητές και μαθήτριες, οργάνωναν σε μια αίθουσα την ανάλογη έκθεση, με όλα τα έργα τους.
Την προίκα κάθε κόρης, την αποτελούσαν τα εξής χρηστικά εργόχειρα.
Σεντόνια λινά ή μεταξωτά κυρίως λευκά, που τα συνόδευαν τα ανάλογα μαξιλάρια. Αυτά ήταν όλα κεντημένα με άσπρη κλωστή, για αυτό τα έλεγαν και ασπροκεντήματα.
Έφεραν παραστάσεις με ρομαντικά σχέδια, όπως ένα ερωτευμένο ζευγάρι με περιστέρια, χελιδονάκια, καρδιές, μπουκέτα με τριαντάφυλλα ή άλλα λουλούδια και καθώς επίσης το αρχικό μονόγραμμα του ανδρόγυνου. Υπήρχαν και τα διακοσμητικά μαξιλάρια του καναπέ, όπου έφεραν παραστάσεις με στρογγυλά ανθισμένα Μαγιάτικα στεφάνια, λίμνες με λευκούς κύκνους και χρυσόψαρα ή παρατάσεις με διαφόρων τύπων καράβια, καθώς και ανθισμένες γλάστρες.
Κεντούσαν επίσης διάφορα σχέδια στις πάντες, δηλ στα ταπέτα πάνω ή δίπλα στο κρεβάτι με τα ανάλογα μαξιλάρια καθώς και τις νυφιάτικες παντούφλες. Πάνω σε αυτά έγραφαν, σοφά λόγια και αποφθέγματα.
Φυσικά δεν έλειπαν η ‘καλημέρα’ η ‘καλησπέρα’ η θήκη για τα νυχτικά καθώς και ο περίτεχνα κεντημένος Σταυρός για την καμάρα.
Τα τραπεζομάντιλα που τα κεντούσαν με άσπρες ή χρωματιστές κλωστές, ήταν κυρίως λευκά και τα συνόδευαν με μια ντουζίνα κεντημένες πετσέτες.
Αυτά έφεραν παραστάσεις, από διάφορα ζώα κυνηγιού, κυρίως ελάφια ή πουλιά όπως πολύχρωμους φασιανούς και φανταχτερά παγώνια. Επίσης πολλά εργόχειρα, ήταν διακοσμημένα με υπερήφανα άλογα ή διαφορά αγριολούλουδα, σε σειρές ή σκόρπια.
Τα μικρά φαντά τραπεζομάντιλα, τα συνόδευαν φαντές πετσέτες, οι πολύχρωμοι ‘τσεβρέδες’ κατάλληλα κεντημένες. Υπήρχαν ακόμη τα λευκά κεντημένα μαντηλάκια της τσέπης, οι κεντημένες πετσέτες για το πρόσωπο, καθώς και αυτές για την κουζίνα, μαζί με την ανάλογη ποδιά.
Οι κουρτίνες έπρεπε να είναι λευκές από λινό ή μετάξι. Άλλοτε πάλι ήταν πλεκτές και διάφανες, σύμφωνα με την οικονομική άνεση της κάθε νοικοκυράς.
Οι κουρτίνες ήταν συνήθως κεντημένες ή πλεγμένες, με αγγελάκια, με αστέρια, ήλιους και φεγγάρια, καθώς επίσης με λουλούδια, πολύχρωμα πουλάκια, ανθισμένες γλάστρες και πεταλούδες. Οι κουρτίνες που ήταν πλεκτές, ήταν φτιαγμένες από λευκό ή υπόλευκο νήμα και ήταν πλεγμένες με το λεπτό βελονάκι. Άλλοτε πάλι έφεραν συμμετρικά, γεωμετρικά σχέδια.
Παλαιοτέρα υπήρχε και το κεντητό μεταξωτό ‘σπαρβέρι,’ ο κρεββατόγυρος, που τον έβαζαν γύρω από το μεγάλο διπλό κρεβάτι. Ανάλογο κομμάτι υπήρχε και γύρω από το γείσο, που κάλυπτε το τζάκι. Επίσης όλες οι παλιές παραδοσιακές στολές, ήταν περίτεχνα διακοσμημένες με ξεχωριστά βαριά κεντήματα. Οι καλές, οι σχολιανές ή Κυριακάτικες, ήταν στολισμένες με χρυσοκέντητα σχέδια και οι πρόχειρες ή καθημερινές, με απλές χρωματιστές κλωστές.
Ως διακοσμητικά εργόχειρα, χρησίμευαν τα μικρά τετράγωνα ή ορθογώνια κεντήματα και τα κεντητά κάδρα. Αυτά έφεραν παρατάσεις από την αγροτική ζωή του χωριού, από ανθισμένους κήπους και κομψά αρχοντόσπιτα ή καθημερινές σκηνές από το κυνήγι.
Συχνά οι γυναίκες έφτιαχναν μικρά εργόχειρα τα καρέ ή τα σεμεδάκια, όπως τα έλεγαν που ήταν από μεταξωτό ύφασμα ή υφαντό και από λεπτό άσπρο λινό, μεταξωτό ύφασμα ή βαμβακερό χασέ.
Επάνω τους και κυρίως στις γωνιές κεντούσαν μπουκέτα από λουλούδια, καμπανούλες πεταλούδες, καρδούλες, έγχρωμα πουλιά, προβατάκια, διάφορα φρούτα, στάχυα με χρυσοκλωστή και δέντρα όπως η ελιά ή ακόμη και κληματόφυλλα με σταφύλια.
Τα κεντημένα κάδρα, ήταν συνήθως μεγάλα, επειδή πάνω σε λινό ύφασμα, κεντούσαν διάφορες παρατάσεις, αφού πρώτα τις ζωγράφιζαν με ένα απλό μαύρο μολυβί ή τις ζωγράφιζαν με πολλά χρώματα.
Έτσι βλέπουμε μικρά αγγελάκια, στεφάνια με λουλούδια, παγώνια, κύκνους ή μεμονωμένα τοπία με λίμνες και πέτρινες γέφυρες. Πολλές φορές συναντάμε και την Γενοβέφα με τα χειμαρρώδη μαλλιά της ή τον Ηρακλή, με την λεοντή και το ρόπαλο του. Επίσης πάνω στο λευκό πανί, ζωντανεύουν σκηνές από κυνήγι, ελαφιού ή οργώματος ενός χωραφιού.
Η τέχνη αυτή θα μπορούσε να ονομαστεί ζωγραφική με την βελόνα, αφού αντί για πινέλο χρησιμοποιείται η βελόνα και αντί για χρώματα οι ποικιλόχρωμες μεταξωτές λινές ή βαμβακερές κλωστές.
Η επιτυχία των εργόχειρων στηρίζεται, στο σωστό συνδυασμό των χρωμάτων, στην λεπτή επιλογή των σχεδίων, καθώς και στην ακριβή μεταφορά τους στο ύφασμα.
Όλα τα κεντήματα, ακόμη και τα πλεκτά τα κολλάριζαν με ένα μίγμα από αλεύρι και νερό περνώντας τα από το σίδερο με τα κάρβουνα και μετέπειτα με το ηλεκτρικό σίδερο.
Τα κεντήματα που ήταν πλεκτά, γίνονταν με το βελονάκι, με ένα κουβάρι νήμα χοντρό ή ψιλό. Τις κλωστές που συνήθως ήταν μεταξωτές, τις έβαφαν με ανεξίτηλα φυτικά χρώματα. Τα πλεκτά ήταν συνήθως τραπεζομάντιλα, κουβερτόρια και κουβέρτες πλεγμένες με νήμα ή μαλλί, όπως επίσης και οι κουρτίνες οι δαντελένιες, αλλά και πολλά μικρά διακοσμητικά κομμάτια. Οι γυναίκες κυρίως στα χωριά συνήθιζαν τα βράδια με το φως της λάμπας να αποσπερίζουν και να φτιάχνουν πλεκτά εργόχειρα. Κάτω από το τρεμάμενο φως του καντηλιού ή των κεριών κατάφερναν να φτιάξουν αριστουργήματα. Συνήθως έφτιαχναν και χρήσιμα, χειροποίητα πλεκτά κομμάτια. Έπλεκαν φανέλες, πουλόβερ, ζακέτες, καθώς και πλεκτές κάλτσες, σκούφους γάντια και κασκόλ, για να τυλίγονται τις κρύες Χειμωνιάτικες μέρες. Χρήσιμη και ασυναγώνιστη σε πρωτοτυπία και χάρη, ήταν η πλεκτή και η κεντητή προίκα του μωρού.
Την παλιά εποχή, όταν οι γυναίκες τέλειωναν τις βαριές δουλείες τους στο σπίτι ή στους αγρούς, έβρισκαν λίγο χρόνο για να ασχοληθούν με τα εργόχειρα τους.
Σκηνές που ζωντανεύουν στην μνήμη όλων, μας θυμίζουν αυτές τις γυναίκες στις παλιές γειτονιές της Κω. Τις θυμόμαστε, κυρίως τα απογεύματα του καλοκαιριού να μαζεύονται δυο- τρεις, πότε στο ένα σπίτι και πότε στο άλλο. Καθισμένες συνήθως στο πέτρινο πεζούλι της αυλής τους, τις βλέπαμε να κεντούν ή να πλέκουν δαντέλες αδιάκοπα, συγχρόνως δε να σχολιάζουν και τα νέα της γειτονιάς τους.
Όσες κοπέλες δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να μάθουν για τους δικούς τους λόγους, να υφαίνουν ή να φτιάχνουν εργόχειρα, ανέθεταν σε άλλες γυναίκες την δουλειά αυτή.
Έτσι πολλές φορές στο νησί της Κω και κυρίως στα χωριά, συναντούσαμε τις Αλεφαντούδες. Αυτές ήταν επαγγελματίες και έμπειρες υφάντριες, στην επίπονη χρήση του αργαλειού.
Κάθε κοπέλα που θα παντρεύονταν, έπρεπε να είναι εφοδιασμένη με τις ανάλογες υφαντές κουβέρτες, τα χράμια της και φυσικά τα στρωσίδια και τις κουρελούδες της.
Παράλληλα έπρεπε να έχει και όλο τον σπιτικό εξοπλισμό της. Τα υφαντά με λεπτό μεταξένιο ννήμα σεντόνια της και τα κεντήματα και τα πλεκτά εργόχειρα, δεν έλειπαν ποτέ από το σεντούκι της προίκα της. Όταν γινόταν το παραδοσιακό νυφοστόλι, κάτι που συνεχίζουν μέχρι και σήμερα τα νέα ζευγάρια, όλη η προίκα η ‘ασπρική,’ όπως χαρακτηριστικά την έλεγαν, έπρεπε να εκτεθεί σε μια πλούσια ‘στοίβα,’ για να την δουν όλοι οι καλεσμένοι.
Έτσι δυο τρεις μέρες πριν το γάμο και κατά την διάρκεια που θα γίνονταν το στρώσιμο του κρεβατιού, για το νέο ανδρόγυνο, οι ντουλάπες, τα συρτάρια και τα μπαούλα, ήταν ορθάνοιχτα, για να θαυμάσουν όλοι τη νυφική ‘στοίβα’ με τα προικιά της νύφης, αφού τα περισσότερα τα είχε φτιάξει η ίδια.
Βέβαια η επιβράβευση της κοπέλας μεγάλωνε, στις αποσπερίδες των σπιτιών, ακόμη και στα καφενεία, μέσα από τα επαινετικά σχόλια των συγχωριανών της.
Για αυτό η κάθε κοπέλα είτε παντρεύονταν στην ξενιτιά είτε έμενε στο νησί της, έπρεπε σύμφωνα με τα έθιμα, να εκθέσει τα ‘καλά’ της την ‘ασπρική’ δηλ ‘τα λευκά είδη,’ όπως τα ονομάζουν μέχρι σήμερα.
Η μάνα που είχε την ευθύνη, καλούσε όλη την γειτονιά, για να τους δείξει το γεμάτο με εργόχειρα και χειροποίητα προικιά μπαούλο, στο σπίτι της κόρης της.
Για να γίνουν όλα αυτά τα εργόχειρα, έπρεπε οι γυναίκες να έχουν την δική τους σωστή τεχνική και τα ανάλογα υλικά. Έπρεπε να βάλουν όλη τους τη δύναμη και την διάθεση να δημιουργήσουν αυτά τα αριστουργήματα, που συχνά θαυμάζουμε στα λαογραφικά Μουσεία.
Το κέντημα έχει χωμένο βαθιά τις ρίζες του στους αιώνες και αποτελεί ιστορική παρακαταθήκη, για διάφορους λαούς, αφού καθρεφτίζει τον πολιτισμό τους.
Κάθε λαός και κάθε χώρα, έχει τον δικό της μοναδικό τρόπο κεντήματος και την δική του τεχνοτροπία ή βελονιά στα εργόχειρα. Αυτά φανερώνουν διαχρονικά τον ιδιαίτερο τρόπο της ζωής κάθε τόπου, καθώς και την ιδιότυπη συμπεριφορά κάθε λαού.
Στην Αρχαία Ελλάδα, έχουμε σχετικές αναφορές μέσα από την Ομήρου Οδύσσεια, όταν η Πηνελόπη κεντούσε και έπλεκε την ημέρα το εργόχειρο της, για να καθυστερήσει τους φιλόδοξους μνηστήρες, ενώ το βράδυ το ξήλωνε. Αναφορές σε γυναίκες που κεντάνε, κλώθουν ή γνέθουν, έχουμε και στα διάφορα αρχαία αγγεία της Μινωικής, της Μυκηναϊκής και άλλης κλασικής εποχής. Στην Κω αναφέρεται η Παμφίλη, μια από τις Κώες της Αρχαιοελληνικής, κλασσικής ιστορίας, που ασχολήθηκε με την τέχνη του μεταξιού και του εργόχειρου. Τα νομίσματα της Κω, επιβεβαιώνουν τους ιστορικούς, αναφορικά με τα πολύτιμα, μεταξωτά εργόχειρα και χρηστικά υφασμάτινα κομμάτια.
Αλλά και σε άλλους πολιτισμούς συναντάμε μαρτυρίες γυναικών, που κεντούσαν όπως η βασίλισσα της Αιγύπτου, η οποία κεντούσε και έπλεκε με κλωστές από πάπυρο.
Η Αντουανέτα της Γαλλίας, έφτιαχνε ολόκληρα κομμάτια με τοπία, χρησιμοποιώντας την μέθοδο του ‘γκομπλέν’, δηλ την μισοβελονιά, ενώ η βασίλισσα Βικτόρια της Αγγλίας, πάντα ήταν με ένα τελάρο με ένα Γοτθικό κέντημα στο χέρι.
Στη Βυζαντινή εποχή, ανθούσε η Βυζαντινή βελονιά, που την κεντούσαν με μεταλλική χρυσοκλωστή. Για αυτό την ονόμαζαν και χρυσοβελονιά. Με αυτή την χρυσοβελονιά κεντούσαν τα εντυπωσιακά ενδύματα των Βυζαντινών αυτοκρατόρων. Αργότερα συνεχίσθηκε η ίδια τεχνοτροπία στην δημιουργία χρυσοκέντητων κομματιών, για τον διάκοσμο των Εκκλησιών, καθώς και κεντημάτων πάνω στα ιερά άμφια των Επισκοπών και των Ιερέων. Με την Βυζαντινή βελονιά, φιλοτέχνησαν πάνω σε βυσσινί ή μπλε βελούδο, θαυμάσιες χρυσοκέντητες Εικόνες και περίτεχνους κεντητούς Σταυρούς, οι μοναχές στα διάφορα Μοναστήρια της χώρας μας.
Με το πέρασμα των αιώνων και τις μετακινήσεις των λαών, είτε λόγω πολεμικών συρράξεων είτε λόγω της συχνής μετανάστευσης, τα εργόχειρα ταξίδεψαν, διαδόθηκαν, αφομοιώθηκαν από άλλους λαούς και παράλληλα απέκτησαν πιο πλούσια ποικιλία.
Η Κως έχει την δική της ξεχωριστή βελονιά την ‘ψάθα’ ή Κώτικη. Αυτή θα την συναντήσουμε κυρίως στην παραδοσιακή στολή και στους νησιωτικούς τσεβρέδες. Επίσης έχει τα δικά της πλούσια και μοναδικά ποικίλα σχέδια, που χαρακτηρίζουν τα ιδιαίτερα κεντήματα του νησιού.
Έτσι στην παραδοσιακή στολή, έχουμε την κεντητή πουκαμίσα και την ποδιά, την χρυσοκέντητη ζώνη και την ανάλογη πλουμιστή πυκνό- κεντημένη μαντίλα που την συνοδεύει.
Η λαογράφος Αθηνά Ταρσούλη, στο βιβλίο της παραδοσιακές στολές των νησιών μας, έγγραφε πως ‘η Κώτικη νησιώτικη στολή ήταν πλούσια, αλλά φτιαγμένη με λεπτό γούστο’.
Η Κώτικη βελονιά, είναι κάθετη πυκνή και κεντιέται στις αποχρώσεις του βυζαντινού μπορντό ή του πράσινου της ελιάς. Μέχρι σήμερα την συναντάμε στα έργα κυρίως των μοναχών που την διέσωσαν και την συνεχίζουν όπως στη γυναικεία Ι. Μονή του Αγίου Νεκταρίου της Κω.
Ο τρόπος που αποτύπωναν οι γυναίκες πάνω σε ένα κομμάτι ύφασμα το προϊόν της φαντασίας τους, ήταν ποικίλος και μοναδικός. Για αυτό τα εργόχειρα τους που διακρίνονται από ξεχωριστή ζωντάνια και φρεσκάδα, δεν έχουν καμιά σχέση με τα κεντήματα της μηχανής ή τα βιομηχανικά, που είναι σχεδόν όλα ίδια μεταξύ τους. Οι γυναίκες διάλεγαν τα σχέδια για τα κεντήματα τους, με κριτήρια τοπικιστικά, υποκειμενικά και πρακτικά.
Με υπομονή, καθαρότητα, μεθοδικότητα και ακρίβεια, έμοιαζαν να κεντούν την συνέχεια της ιστορίας του τόπου τους.
Ανάλογα τα ιδιαίτερα σχέδια, προσάρμοζαν και τις κατάλληλες βελονιές τους.
Εκτός από την ίσια γραμμική Κώτικη βελονιά, έχουμε την σταυροβελονιά, που είναι και η πιο διαδεδομένη. Επίσης έχουμε την μισοβελονιά ή μισή σταυροβελονιά, την ψαθωτή, την κομποβελονιά, την λοξή, την κόφτη, την ριζοβελονιά, την ανεβατή, την πισωβελονιά, την πιαστή, την ίσια, την πλακέ, την στριφτή, την βελονιά αλυσίδα, την βελονιά φεστόνι ή της κουμπότρυπας, την βελονιά ψαροκόκαλο, την περαστή, την κρεμαστή, την χρυσοβελονιά, την μεταξοβελονιά και την βελονιά σταυροπούντι.
Την βελονιά σταυροπούντι, την ονομάζουν και Ελληνική βελονιά.
Ανάλογα την περιοχή έχουμε εκτός από την Κώτικη βελονιά, την Ροδίτικη, τη Κερκυραϊκή, την Λευκαδίτικη, την Κυπριακή, την Κρητική, την Μακεδονίτικη, την Ηπειρώτικη και πολλές άλλες. Αυτές βρίσκουν την ιδιαίτερη εφαρμογή τους πάνω σε λίνο, βαμβακερό, υφαντό ή σε ειδικό καμβά κεντήματος και σε μεταξωτό ύφασμα.
Στα πλεκτά διακρίνουμε τη χοντρή πλέξη, με δυο -τρεις μακριές βελόνες ή με ένα χοντρό βελονάκι μαλλιού και την ψιλή πλέξη, που γίνεται με ψιλό νήμα και λεπτό βελονάκι.
Στον αργαλειό, χρησιμοποιούσαν εκτός από μεταξωτό, λινό και βαμβακερό, κυρίως μάλλινο νήμα. Αυτό αφού το έπαιρναν από το πρόβατο, το έγνεθαν, το έκλωθαν και το γυρνούσαν στην ανέμη. Ύστερα το έπλεναν και το έβαφαν σε μεγάλα μπακιρένια καζάνια, με ειδική βαφή. Τέλος αφού το ξέπλεναν στο πιο κοντινό ποτάμι, ακολούθως το έκαναν κουβάρι ή το περνούσαν στην σαΐτα του αργαλειού.
Στον αργαλειό, μπορούσαν να υφάνουν και με πιο λεπτά νήματα, τα ψιλά μεταξωτά, βαμβακερά ή λινά υφαντά, και να αυτοσχεδιάσουν ό,τι πολύχρωμο σχέδιο προτιμούσαν.
Τις κουρελούδες, τις έφτιαχναν από λουρίδες υφάσματος. Όταν τα ρούχα τους είχαν μικρύνει ή παλιώσει, δεν τα πέταγαν και τα ανακύκλωναν ως εξής. Τα έκοβαν σε λουρίδες όπου έπειτα τις έπλεκαν με το βελονάκι, φτιάχνοντας μικρά στρογγυλά ή τετράγωνα χαλάκια.
Άλλοτε πάλι ύφαιναν τις υφασμάτινες λουρίδες, στον αργαλειό και είχαν τις μακρόστενες παραδοσιακές, πολύ χρήσιμες πολύχρωμες, κουρελούδες. Επίσης με το περίσσευμα, έφτιαχναν τα χρήσιμα πλεκτά πιαστράκια της κουζίνας, για να πιάνουν τα ζεστά ταψιά και τις κατσαρόλες.
Ταξιδεύοντας παλιότερα στο ορεινό χωριό Ασφενδιού, συναντούσαμε πολλές αλεφαντούδες σκυμμένες πάνω από τον αργαλειό τους.
Ας θυμηθούμε την Μαρία του Ηλιάκη, την πιστικούδενα. Αυτή έφτιαχνε θαυμάσιες κουρελούδες και υφαντές ‘πάντες,’ για να τις βάζουν στον τοίχο δίπλα στο κρεβάτι. Επίσης έφτιαχνε ανθεκτικά υφαντά ταγάρια, τους περίφημους τορβάδες ή ζεμπίλια.
Ήταν κρεμαστές ορθογώνιες τσάντες, που συνήθως τις κουβαλούσαν στον ώμο τους οι πιστικοί, δηλ οι βοσκοί, για να φυλάγουν μέσα το κολατσιό τους.
Πιο κάτω στην ενορία της Παναγιάς, συναντούσαμε την Ζαχαρούλα του Γάλλου, όπως την έλεγαν. Ήταν δεξιοτέχνης στον αργαλειό της και ήξερε να υφαίνει πλουμιστές, μάλλινες κουβέρτες και ωραία υφαντά χράμια.
Στην Καρδάμαινα, που φημιζόταν για τα εργαστήρια κεραμοποιίας, πάντα οι γυναίκες της Κω, έφτιαχναν χειροποίητα αριστουργήματα. Αλλά και στην Κέφαλο, στο Πυλί, καθώς στην Αντιμάχεια και στο Μαστιχάρι, οι γυναίκες ποτέ δεν σταματούσαν να υφαίνουν, να πλέκουν λεπτεπίλεπτες δαντέλες, να κεντούν, ακόμη και να ράβουν ενδύματα, δικά τους και άλλων.
Μέχρι τα βαθιά της γεράματα, η ακούραστη αγρότισσα, η Χριστίνα Αγρέλλη η Κρητικούδενα, έπλεκε αδιάκοπα τις αραχνοΰφαντες δαντέλες της, στο παραλιακό χωριό Μαστιχάρι της Κω. Ξακουστές ήταν και οι ταλαντούχες μοδίστρες, όπως η Ντομνίτσα του Παπαγγελή, στο Ασφενδιού και η Κοκόνα του Πάχου στην πόλη της Κω.
Θα πρέπει να πούμε πως εκτός από τις μοδίστρες, υπήρχαν και οι εξειδικευμένες γυναίκες στην Κω, οι Κεντήστρες, που αναλάμβαναν να κεντήσουν όλη την ‘ασπρική’, δηλ τα απαραίτητα ασπρόρουχα για την προίκα μιας συνήθως οικονομικά ανεξάρτητης κοπέλας.
Οι Κεντήστρες, ήταν πολλές ώρες σκυμμένες για ολόκληρους μήνες, επάνω από τα εργόχειρα, για να προλάβουν το νυφοστόλι, ακόμη και την νυφιάτικη παραδοσιακή στολή ή το άσπρο νυφικό φόρεμα. Σήμερα σχεδόν όλες οι ταλαντούχες Κεντήστρες, έχουν φύγει από τη ζωή. Άλλο ένα επάγγελμα που χάθηκε, αφού το κατάπιε η ανακάλυψη της ανάλογης μηχανής κεντήματος. Γνωστή και φημισμένη παλιά κεντήστρα, ήταν η Καλλιόπη του Γιμέλη, που αργότερα έγινε Μοναχή με το όνομα Παύλα στο Μοναστήρι της Παναγιάς, στην Πάτμο.
Όπως το βιομηχανοποιημένο πλεκτό ή κέντημα, έτσι και το έτοιμο ένδυμα, παραγκώνισαν την παρουσία του γνήσιου και χειροποίητου προϊόντος, που σήμερα είναι σπάνιο και δυσεύρετο. Για αυτό και σήμερα έμειναν ελάχιστες ράφτρες ή μοδίστρες, που γνωρίζουν την τεχνική κατασκευής χειροποίητων ενδυμάτων. Ακόμη λιγότερες είναι και οι αλεφαντούδες ή υφάντρες, που παλιά έπαιρναν πλήθος παραγγελίες για να φτιάξουν τα προικιά μιας πλούσιας, πολύφερνης νύφης, αφού η βιομηχανία της υφαντουργίας τις εκτόπισε. Πρέπει να τονίσουμε πως η νέα γενιά, της σύγχρονης τεχνολογίας πολύ λίγο ενδιαφέρεται για τα παραδοσιακά εργόχειρα.
Παρόλα αυτά στο νησί μας όπως και σε πολλά μέρη στην υπόλοιπη Ελλάδα, παρέμεινε μέχρι και σήμερα, η καλή συνήθεια πολλών γυναικών να κεντάνε και να πλέκουν, θαυμάσια εργόχειρα. Είναι μια δημιουργική συνήθεια, που απαιτεί ακρίβεια, φαντασία κόπο και πολύ μεράκι.
Επί πλέον είναι αρκετή για να ξεκουράζει τις γυναίκες σαν ένα ευχάριστο και διασκεδαστικό χόμπι, που τις χαλαρώνει κατά τον ελεύθερο χρόνο τους.
Πάνω στα εργόχειρα και τη βελονιά, που δούλεψαν οι Ελληνίδες γυναίκες της Κω, κέντησαν με θαυμαστή χάρη τους πόνους και την αισιοδοξία τους, την αγάπη και τον κάματο τους, σε αρχοντικά ρούχα, και διακοσμητικά στολίδια του σπιτιού τους.
Η Κώα γυναίκα, μέσα από τα χρήσιμα και μοναδικά εργόχειρα της, διατηρεί την καλλιτεχνική της διάθεση, να εκφρασθεί, να δημιουργήσει αλλά και την φιλοκαλία της,
να διακοσμήσει κατάλληλα το σπιτικό της.
Τα θαυμαστά εργόχειρα της Κω, μας κληροδότησαν μοναδικό πλούτο που δεν αντιγράφεται. Μας μετέφεραν σε ένα λίνο πανί ή υφαντό καμβά, παραδοσιακά θέματα της βουκολικής και αγροτικής ζωής, που σταδιακά χάνεται. Για αυτό δεν έπαψαν να συνεχίζονται και να ανανεώνονται, ανάλογα με το γούστο και το σχέδιο κάθε γυναίκας που τα φτιάχνει με πολύ ζήλο. Είναι γνήσια, αξιοθαύμαστα υποδείγματα της Ελληνικής διακοσμητικής.
Προπάντων όμως αυτά τα ανεκτίμητα χειροποίητα εργόχειρα, δεν θα σταματήσουν να διηγούνται την ζωντάνια και τις ομορφιές του νησιού της Κω.
Όπως αυτά τα Κώτικα σχέδια, που φιλοξενούνται σε περίοπτη θέση στο Μουσείο Μπενάκη, στο Μουσείο λαϊκής τέχνης, στο Πελοποννησιακό λαογραφικό ίδρυμα του Ναυπλίου, καθώς και σε άλλα λαογραφικά Μουσεία ή σε διατηρητέα σπίτια παραδοσιακής, λαϊκής τέχνης.
Όπως αυτά που με πολύ κόπο και μεράκι, συγκέντρωσαν οι κυρίες του Λυκείου Ελληνίδων σε μια μοναδικής ομορφιάς παραδοσιακή έκθεση.
Ξανθίππη Αγρέλλη
======================================================
……ΚΑΛΕΣ ΜΟΥ ΚΥΡΙΕΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΕ Η ΕΚΘΕΣΗ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ? ΕΤΣΙ ΓΙΑ ΝΑ ΥΠΑΚΟΥΣΕΤΕ ΣΤΙΣ ΟΔΗΓΙΕΣ, ΕΠΕΙΔΗ Η ΠΛΕΙΟΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥ Δ.Σ. ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΕΙΣΤΕ ΣΤΗ ΣΥΝΤΑΞΗ ΑΡΑ ΑΝΗΚΕΤΕ ΣΤΙΣ ΕΥΠΑΘΕΙΣ ΟΜΑΔΕΣ? ΑΛΛΟΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΡΟΣΕΞΕΙ ΓΙΑ ΕΣΑΣ ΕΤΣΙ? Ο ΘΕΟΣ ΝΑ ΒΑΛΕΙ ΤΟ ΧΕΡΙ ΤΟΥ.