ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΑΛΑΧΙΩΤΗΣ ‘‘ΜΕ ΛΕΝΕ ΚΩΝΣΤΑΝΤΗ ΑΓΑ’’ ΕΚΟΣΕΙΣ ΛΙΒΑΝΗΣ
«Με Λένε Κωνσταντή Αγά», ένα μυθιστόρημα, μια συνάντηση λογοτεχνίας, φιλοσοφίας και βιολογίας, του διακεκριμένου Κώου συγγραφέα, Πρύτανη και γενετιστή κ. Σταμάτη Αλαχιώτη, με πλήθος δημοσιευμένων επιστημονικών βιβλίων.
Όταν το πήρα στα χέρια μου, αγχώθηκα με τις 600 και σελίδες του. Αυτό όμως δεν στάθηκε ανασταλτικός παράγοντας. Διάβασα το βιβλίο, γιατί από την πρώτη έως την τελευταία σελίδα μυρίζει Κω, γιατί η Κως αναγνωρίζεται τόσο από τα τοπία της όσο και από τα αναγνωριστικά κειμενικά στοιχεία.
Το βιβλίο είναι μια σημαντική αναπόληση, ένα ταξίδι στις μνήμες του παρελθόντος, εκείνων των περασμένων εποχών, μια επιστροφή στη μνήμη την εποχή της τοματοπαραγωγής με συνεχείς παρεκβάσεις, αλλά αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι οι αναφορές σε επιστημονικά θέματα. Έμαθα πάρα πολλά για την βιολογία και την εξέλιξη, όπως και για την ευεργετική επίδραση της εκκλησιαστικής μουσικής στην ανθρώπινη υγεία. Για την χαρά των ανθρώπων, την οδύνη, τον ανθρώπινο εγκέφαλο, τον ευφυή σχεδιασμό, και για τα σπουδαία γονίδια.
Έμαθα για τα βερεσέ ψώνια στα παλιά μικρά μπακάλικα, που ’χαν από παστό μπακαλιάρο, τσιγάρα χύμα, παστές σαρδέλες, τσουβάλια με φασόλια, πετρέλαιο για λάμπες, λαμπόγυαλα, ρύζι και για την πληρωμή «καλοκαίρι έρχεται, τον φώναξε θα δουλέψει, θα σε ξεπληρώσει». Σαν να μην έχουν αλλάξει και πολλά από εκείνη την εποχή. Μια αναπόληση για τα ξεχασμένα υπαίθρια παιχνίδια, τα χωρατά των λεσπέρηδων, για τις φυτείες ντομάτας που κάποιους χρεοκόπησαν και άλλους πλούτισαν. Οι συνεχείς αναφορές για την βιολογία, την κληρονομικότητα και την φυσική επιλογή, για την ομορφιά της βιοποικιλότητας, για το κακό, το χάος, για το τι είναι ικανός να κάνει ο άνθρωπος, ρέουν όμορφα στο κείμενο, αφού όχι μόνο εξισορροπούν αλλά και συνθέτουν μια τόσο μεγάλη πολυφωνία αλά και γιατί φέρνουν στην επιφάνεια τον λογοτεχνικό χρόνο του μυθιστορήματος. Και αυτό το χωριό με το παράξενο όνομα Διουσφεά, υποπτεύομαι ποιο είναι αλλά δεν θα το αποκαλύψω. Το θέμα είναι ότι από την πρώτη σελίδα του βιβλίου μέχρι την τελευταία, εκείνη την βραδιά του δεκαπενταύγουστου στο καφενείο της πλατείας Ελευθερίας, μυρίζει Κω. Πόσα πράγματα μάς μαθαίνει αυτό το βιβλίο, όπως είναι ο οδηγός για το αλκοόλ, για την αγωνία του ανθρώπινου πνεύματος, για τη φύση του εγκεφάλου, για τις « ανθρωπιστικές αξίες που είναι αλεξικέραυνα για τις κακίες του κόσμου»
Είναι τόσο έντονες οι περιγραφές για την μυρωδιά των χαρούμενων πανηγυριών γύρω από την εκκλησία, για τα παλικάρια που γάμπριζαν στους χορούς και τις « επιβεβαιωμένες γλυκές ματιές των κοπελούδων». Για τα « παραγινωμένα καρπούζια», που ήθελαν να αγοράσουν μισοτιμής οι «Περικεντέδες» όπως τους αναφέρει ο συγγραφέας στο βιβλίο του, για τον «κόκκινο κυματιστό ωκεανό από ντομάτες που σάπιζαν στην άκρη του χωραφιού, για τα απούλητα σταφύλια και τα πεπόνια».
Πόσα πράγματα έμαθα για τους κυνηγούς- τροφοσυλλέκτες, για την αρπαγή εδώ και χιλιάδες χρόνια, όχι μόνο των πρώτων κυνηγών – τροφοσυλλεκτών από τους φίλαρχους αλλά και τον μόχθο των αγροτών από τους ισχυρούς. Το βιβλίο φέρνει στην επιφάνεια το συλλαλητήριο αρχές δεκαετίας του ’60 και το φιάσκο που έπαθαν οι τοματοπαραγωγοί, όταν κατευθύνθηκαν στη Χώρα και αφού υπέστησαν επίθεση, οδηγήθηκαν στον θερινό κινηματογράφο Σπλέντιν (τον θυμάμαι αμυδρά), και από εκεί οδηγήθηκαν με φορτηγά πίσω στα χωριά.
Γράφει ο συγγραφέας. « Χαμένοι πορεύονται οι άνθρωποι δίχως δυνατές συνεργασίες». Τι δυνατή φράση!
Και πόσο δυνατά περιγράφει την παγερή και αδιάφορη θέση της κεντρικής εξουσίας, για τα οξυμμένα προβλήματα των αγροτών, για τις ιστορίες « των ζευγάδων που ’χαν πορευτεί μπροστά, αλλά βρέθηκαν πίσω». Για τα «ανώμαλα ρήματα» όπως είναι η ζωή και για εκείνη την υπέροχη φράση « Αν έσκυψα ποτέ στη ζωή μου ήταν για να υποκλιθώ στη γη μου».
Το βιβλίο είναι μια εκλαϊκευμένη πραγματεία, για την ανθρώπινη εξέλιξη, την κοινωνική, την πολιτισμική και την θρησκευτική. Αλλά συνέχεια μυρίζει Κω με τις περιγραφές της πόλης, του λιμανιού, του κάστρου, τη λεωφόρο των φοινίκων, με τη λιθόχτιστη μεσαιωνική καμάρα, « με τους αέρηδες παλεύαμε μωρέ γιατρέ τόσα χρόνια, όχι με τους ανεμόμυλους μα πιάνονται οι αέρηδες».
Το βιβλίο είναι ένας ύμνος για εκείνους τους απροσκύνητους λεσπέρηδες, για εκείνους τους αγρότες που δεν έσκυψαν το κεφάλι και πορεύτηκαν όρθιοι μέσα στην ιστορία, και αυτό το μήνυμα είναι επιτακτικότερο από ποτέ.
«Την ιστορία την γράφουν οι αδυναμίες του ανθρώπου και οι αδικίες», λένε οι ήρωες του βιβλίου καθισμένοι στο καφενείο, στο τέλος εκείνης της επεισοδιακής βραδιάς του δεκαπενταύγουστου του 2010. Ο συγγραφέας οριοθετεί τόπο και χρόνο και αυτό είναι από τα πλεονεκτήματα του βιβλίου. Και όπως γράφει ο συγγραφέας « Δεν βαριέσαι, ένας νόθος κύκλος είναι η ζωή».
Αλλά ο συγγραφέας μάς συγκλονίζει με τη φράση « Όσα σταφύλια κι αν φας δεν μεθάς. Το κρασί τους όμως σε στέλλει σ’ άλλο κόσμο». Και αυτή η υπόσχεση που δίνει η νέα γενιά ν’ αγωνιστεί για ένα καλύτερο και πιο ανθρώπινο κόσμο, είναι το μήνυμα που θέλει να στείλει ο συγγραφέας με την ανάσταση του Κωνσταντή – Αγά. Συμβολίζει αυτή την ελπίδα για ένα καλύτερο και πιο δίκαιο κόσμο.
Με τοπικό υλικό, ο συγγραφέας μπορεί να μιλήσει για το οικουμενικό. Και τα βιβλία που σωρεύουμε πάνω στην βιβλιοθήκη μας, στο τραπέζι, το γραφείο, ίσως είναι η προβολή της μνήμης μας μέσα σε αυτούς του χάρτινους τοίχους. Καλή λογοτεχνία είναι αυτή που αυξάνει τις ανησυχίες μας, αυτή που μας συνταράσσει, αυτή που μας ξεβολεύει και αυτή που μας οδηγεί σε ένα νέο νοητικό ορίζοντα.
Το θέμα δεν είναι να καυχηθούμε για τις σελίδες που έχουμε γράψει, αλλά για τις σελίδες που έχουμε διαβάσει, μας λέει ο Μπόρχες
Η λογοτεχνία δεν κρίνει• Αναρωτιέται, θέτει ερωτήματα, δεν δίνει απαντήσεις. Καταγράφει. Και αυτό πετυχαίνει ο συγγραφές με το βιβλίο του, τον Κωνσταντή Αγά. Τα καλά βιβλία ‘‘συνασπίζονται’’ για να μας προφυλάξουν, να μας βοηθήσουν όχι πώς να δραπετεύσουμε από τη ζωή, αλλά πώς να βυθιστούμε σε αυτήν και να κρατήσουν ζωντανή την ιστορία, ώστε οι άνθρωποι να μην ξεχνούν. Η λογοτεχνία μας συγκινεί. Ίσως είναι μια άμυνα σε κάθε εμπόδιο που συναντάμε. Ανατρέχοντας στο παρελθόν διδασκόμαστε πως παλαιότερες γενιές, σε δυσκολότερες συνθήκες, άντεξαν, αντέδρασαν και κέρδισαν στη διαδρομή της ιστορίας. Με το βιβλίο του ο συγγραφέας δίνει ζωή στους μύθους και στις ιστορίες εκείνης της εποχής και αυτό είναι μια από τις λειτουργίες της λογοτεχνίας.
Βασίλης Πης