Ένας αιμοδιψής Λαζός της περιοχής που διέπραξε εγκλήματα εναντίον των Ελλήνων του Πόντου – Σφαγές, δολοφονίες, βιασμοί και το τέλος του, όταν τον εγκατέλειψε μέχρι και ο Ατατούρκ
Ο Τοπάλ Οσμάν, ένας αγράμματος βαρκάρης από την Κερασούντα, αναδείχθηκε σε ηγετική μορφή των τουρκικών παραστρατιωτικών ομάδων (των bereli τσετών) κατά τη διάρκεια της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου. Από το 1919 έως το 1923, η δράση του σφράγισε την πιο αιματηρή φάση του οργανωμένου εγκλήματος που αφάνισε τις ελληνικές κοινότητες στη Μαύρη Θάλασσα.
Ο Οσμάν Φεριντούν (γνωστός ως Τοπάλ Οσμάν – Τοπάλ σημαίνει κουτσός) γεννήθηκε στην Κερασούντα το 1883. Το παρατσούκλι του το απέκτησε όταν τραυματίστηκε σοβαρά στο γόνατο πολεμώντας ως εθελοντής στους Βαλκανικούς Πολέμους. Παρά την αναπηρία του, επέστρεψε στον Πόντο κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και συγκρότησε ένοπλη ομάδα ατάκτων. Χάρη στις διασυνδέσεις του με φανατικούς αξιωματούχους του οθωμανικού στρατού, έλαβε (χαριστικά) τον βαθμό του λοχαγού και ανέλαβε επικεφαλής μικρών συμμοριών, που αρχικά δεν ξεπερνούσαν τα 100 άτομα.
Οι άνδρες του –στην πλειονότητά τους μουσουλμάνοι Λαζοί– φορούσαν χαρακτηριστικές μαύρες στολές και έγιναν ο φόβος και ο τρόμος της υπαίθρου. Μετά την οθωμανική ήττα στον πόλεμο, ο Τοπάλ Οσμάν επωφελήθηκε από μια γενική αμνηστία: στις 8 Ιουλίου 1919 επέστρεψε θρασύτατα στην Κερασούντα και αυτοανακηρύχθηκε δήμαρχος της γενέτειράς του, εδραιώνοντας την προσωπική του εξουσία στην περιοχή.
Αδίστακτος και φιλόδοξος, ο Τοπάλ Οσμάν σύντομα αξιοποιήθηκε από το τουρκικό εθνικιστικό κίνημα. Ήδη φερόταν ως υπεύθυνος για αγριότητες σε βάρος Αρμενίων και Ελλήνων κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην περιοχή Τραπεζούντας. Εν καιρώ πολέμου είχε συμμετάσχει σε διώξεις και σφαγές χριστιανών, λεηλατώντας παράλληλα τις περιουσίες τους.
Όπως σχολίασε αργότερα ο ιστορικός Γ.Κ. Βαλαβάνης, ο Οσμάν «συνειδητοποίησε ότι οι πολεμικές δάφνες αποκτώνται δυσκολότερα στο μέτωπο απ’ ό,τι μέσα στις πόλεις, εναντίον άοπλων και αμάχων πληθυσμών». Πράγματι, από το 1919 κι έπειτα, ο Τοπάλ Οσμάν αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στον ανελέητο πόλεμο κατά των άμαχων ελληνικών πληθυσμών του Πόντου, συγκροτώντας εκτεταμένα δίκτυα ενόπλων που επιδόθηκαν στις πιο αποτρόπαιες πράξεις: δολοφονίες βρεφών με εκσφενδονισμό σε βράχους, ομαδικούς βιασμούς γυναικών, ακόμα και εμπρησμούς εκκλησιών γεμάτων γυναικόπαιδα. Όπου περνούσαν οι ομάδες του, «δεν έμενε πέτρα πάνω σε πέτρα».
Η εντολή του Κεμάλ: «Καθάρισέ τον καλά τον Πόντο»
Τον Μάιο του 1919, η οθωμανική κυριαρχία στον Πόντο κλυδωνιζόταν, καθώς ο τοπικός ελληνικός πληθυσμός έλπιζε σε αυτονομία ή ένωση με την Ελλάδα. Στις 19 Μαΐου 1919 αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα ο Μουσταφά Κεμάλ Πασά, ως απεσταλμένος του σουλτάνου με φαινομενική αποστολή να επιβάλει την τάξη. Στην πραγματικότητα, όμως, η άφιξή του σήμανε την έναρξη της αντεπίθεσης των Τούρκων εθνικιστών – και για τους Έλληνες του Πόντου, την έναρξη της πιο σκληρής φάσης της γενοκτονίας.
Ο Κεμάλ περιβαλλόταν από έμπιστους άνδρες, ανάμεσά τους ο Τοπάλ Οσμάν που ξεχώριζε ως ο πλέον αιμοδιψής. Σε μια μυστική συνάντηση στη Χαζάβα, στις 29 Μαΐου 1919, ο Κεμάλ φέρεται να του ανέθεσε να «καθαρίσει το πρόβλημα που ονομάζεται ελληνισμός του Πόντου», λέγοντάς του, σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση: «Το αφήνω στα έμπειρα χέρια σου».
Στο εξής, ο Τοπάλ Οσμάν ουσιαστικά λειτούργησε ως το μακρύ αιματοβαμμένο χέρι του κεμαλικού κινήματος στον Πόντο. Ο ίδιος απέκτησε και επίσημους ρόλους: διετέλεσε διοικητής άτυπων σωμάτων ασφαλείας και ακόμα και επικεφαλής προσωπικού Σώματος Φρουράς του Μουσταφά Κεμάλ αργότερα.
Ωστόσο, η ισχύς και το αξίωμά του είχαν έναν και μόνο σκοπό: να εκκαθαρίσει την περιοχή από κάθε ελληνικό στοιχείο. «Αρχηγέ, καθάρισέ τον καλά τον Πόντο!» του φώναξε ενθαρρυντικά ο υπουργός Υγείας της κεμαλικής κυβέρνησης, Ριζά Νουρ, σε μεταγενέστερη συνάντησή τους, όπως έχουν αναφέρει δευτερογενείς και μεταγενέστερες πηγές.
Οι εντολές αυτές, καταγεγραμμένες μεταγενέστερα σε πηγές, επισφράγισαν τη γενοκτονική πρόθεση της κεμαλικής ηγεσίας και την απόλυτη αφοσίωση του Τοπάλ Οσμάν στην υλοποίησή της.
Μαζικές σφαγές και εκτοπίσεις (1919–1923)
Μετά την άφιξη του Κεμάλ, ο Τοπάλ Οσμάν κλιμάκωσε τη δράση του. Οι συμμορίες του, πλέον με την επίσημη κάλυψη των εθνικιστών, εξαπέλυσαν εκστρατείες τρόμου σε όλη την ύπαιθρο της Μαύρης Θάλασσας. Ήδη στα τέλη του 1919 και στις αρχές του 1920 αναφέρονται οι πρώτες μεγάλες επιθέσεις εναντίον ελληνικών χωριών και κοινοτήτων.
Οι σκηνές φρίκης πολλαπλασιάστηκαν καθώς οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν επεκτείνονταν. Το 1921 το μένος έφτασε στο αποκορύφωμά του: σε περιοχές όπως η Τσάρσαμπα (Çarşamba) και η Μπάφρα (Bafra), ολόκληρα ελληνικά χωριά σβήστηκαν από τον χάρτη. Οι γυναίκες και τα παιδιά σύρονταν σε «πορείες θανάτου» προς το εσωτερικό, ενώ οι πιο όμορφες νέες κρατούνταν από τους άνδρες του Οσμάν ως λάφυρα για την «ευχαρίστηση» των στρατιωτών.
Σύμφωνα με αμερικανικές μαρτυρίες της εποχής, οι θηριωδίες ήταν καθημερινές και απροκάλυπτες: «Δεν περνάει μέρα και νύχτα που να μη σκορπίσει αίμα» ανέφερε χαρακτηριστικά Ευρωπαίος ιεραπόστολος το 1922 για τον Τοπάλ Οσμάν, περιγράφοντας πώς η συμμορία του «εισβάλλει στα σπίτια αιφνιδίως, αρπάζει από τα χέρια των συζύγων τους άντρες, από τα χέρια των μητέρων τα παιδιά και πολλές φορές τους πυροβολεί κατευθείαν».
Χρονικά, η «επιχείρηση εξόντωσης» διήρκεσε έως το 1923 και μετά την ήττα των Ελλήνων στη Μικρασία έως και την ανταλλαγή των πληθυσμών, Τάγματα του τακτικού κεμαλικού στρατού, σε συνεργασία με τους παρακρατικούς του Οσμάν, κατέκαψαν και λεηλάτησαν συστηματικά τον δυτικό και κεντρικό Πόντο.
Τον Ιούνιο του 1921, στην επαρχία Έρπαα (Erbaa), οι Έλληνες αντάρτες που αντιστέκονταν εξοντώθηκαν και τα χωριά τους ξεκληρίστηκαν – γεγονότα που οπλαρχηγοί της περιοχής περιέγραψαν σαν δράση ενός «αφηνιασμένου δαίμονα της Κολάσεως». Το ελληνικό στοιχείο ξεριζώθηκε ακόμα και από ιστορικές πόλεις: ως το 1922, στην Τραπεζούντα είχαν απομείνει ελάχιστοι Έλληνες (μόνο γυναίκες και παιδιά) και στη Σαμψούντα κανένας ενήλικος άντρας.
Τον Φεβρουάριο του 1922, ο Τοπάλ Οσμάν επικεφαλής των ανδρών του εισέβαλε στα Κοτύωρα (σημερινή Ορντού) και στα γύρω χωριά, όπου βρήκε ελάχιστους άνδρες – μόνο γυναικόπαιδα είχαν απομείνει. Οι τσέτες επέλεξαν τις νεαρές γυναίκες και κορίτσια που επιθυμούσαν, σκότωσαν πολλούς από όσους άντρες είχαν απομείνει, και εν συνεχεία πυρπόλησαν τις εκκλησίες και τα σχολεία όπου είχαν καταφύγει οι υπόλοιποι. Όσοι χριστιανοί δεν σφαγιάστηκαν επιτόπου, εκτοπίστηκαν με πορείες προς τα βάθη της Ανατολίας, όπου πολλοί πέθαναν από κακουχίες. Μέχρι τα μέσα του 1923, ο άλλοτε ακμαίος ποντιακός ελληνισμός είχε σχεδόν αφανιστεί: συνολικά περίπου 353.000 Έλληνες του Πόντου έχασαν τη ζωή τους ή βρήκαν φρικτό τέλος μέσα σε λίγα χρόνια οργανωμένης βίας.
Μαρτυρίες και ντοκουμέντα της εποχής
Πολλές σύγχρονες μαρτυρίες καταγράφουν το μέγεθος και τη βαρβαρότητα των εγκλημάτων του Τοπάλ Οσμάν. Ξένοι διπλωμάτες, ιεραπόστολοι και αυτόπτες μάρτυρες αποτύπωσαν με λόγια την «κόλαση» που εκτυλισσόταν στον Πόντο κατά την περίοδο 1919-1922.
Ο καθολικός ιεραπόστολος πατήρ Λορέντσο του Μοντεμαρτσιάνο, σε επιστολή του από την Τραπεζούντα στις 8 Μαΐου 1922, περιέγραψε χαρακτηριστικά ότι ο ελληνικός πληθυσμός είχε σχεδόν εκλείψει: «Στη Τραπεζούντα έχουν μείνει μόνο γυναίκες και παιδιά… στο εσωτερικό δεν έχει απομείνει πια κανένα ελληνικό χωριό. Όλοι είχαν δολοφονηθεί και τα χωριά λεηλατηθεί». Για τη δράση του Τοπάλ Οσμάν στην Κερασούντα, σημείωσε στην ίδια επιστολή: «Διατρέχει την ύπαιθρο, σκοτώνει, λεηλατεί και καταστρέφει τα πάντα ατιμώρητος. Οι αρχές δεν μπορούν να κάνουν τίποτε εναντίον του… Η ομάδα του αποτελείται από περίπου εκατό άντρες της ίδιας ποιότητας μ’ αυτόν και εξορίζουν τους Έλληνες από την πόλη σκοτώνοντας τους περισσότερους απ’ αυτούς». Στη συνέχεια, ο ιεραπόστολος τονίζει ότι «δεν περνάει μέρα και νύχτα που να μη σκορπίσει αίμα… [Ο Οσμάν] εισβάλλει στα σπίτια αιφνιδίως, αρπάζει από τα χέρια των συζύγων τους άντρες, από τα χέρια των μητέρων τα παιδιά και πολλές φορές τους πυροβολεί κατευθείαν».
Αντίστοιχα, οι μαρτυρίες ναυτικών των ΗΠΑ που περιπολούσαν στα παράλια το 1921-22 κάνουν λόγο για ανείπωτες αγριότητες. Πλήρωμα του αντιτορπιλικού USS Overton κατέγραψε τον Αύγουστο του 1921 στη Σαμψούντα ότι οι τουρκικές αρχές συγκέντρωσαν όλες τις χριστιανές γυναίκες και τις έστειλαν σε μακρά πορεία, ενώ παράλληλα μια «επιλεγμένη μειοψηφία» από τις ωραιότερες γυναίκες κρατήθηκε για την «ευχαρίστηση των στρατευμάτων του Οσμάν Αγά».
Άλλος Αμερικανός, από το πλήρωμα του USS Williamson, ανέφερε ότι πολλοί Τούρκοι της περιοχής ντρέπονταν για όσα συνέβαιναν, καθώς έβλεπαν τον τόπο τους να μετατρέπεται σε πεδίο ανεξέλεγκτης βίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και λίγοι Τούρκοι που προσπάθησαν να προστατεύσουν τους χριστιανούς γείτονές τους ήταν ανήμποροι μπροστά στη μανία των τσετών.
Από την πλευρά των Ελλήνων του Πόντου, όσοι επέζησαν κατέγραψαν με συγκλονιστικές λεπτομέρειες τα βιώματά τους. Ο επιζών αντάρτης Σάββας Ασλανίδης περιέγραψε τον «φοβερό Ιούνιο του 1921» στην περιφέρεια Έρπαα, όπου ο Τοπάλ Οσμάν –ο «δαίμονας της Κολάσεως»– όργωσε τα χωριά αφήνοντας πίσω του μόνο στάχτες και πτώματα.
Το τέλος του Τοπάλ Οσμάν: από ευνοούμενος, αποδιοπομπαίος τράγος
Μετά την ολοκλήρωση της γενοκτονικής αποστολής του στον Πόντο, ο Τοπάλ Οσμάν μεταφέρθηκε το 1922 στην Άγκυρα ως επικεφαλής της προσωπικής φρουράς του Μουσταφά Κεμάλ. Ο άλλοτε «αφανής» κακοποιός είχε πια γίνει άνθρωπος με εξουσία.
Ωστόσο, η «αδίστακτη πίστη» του στον Κεμάλ θα αποδεικνυόταν μοιραία για τον ίδιο. Τον Φεβρουάριο του 1923, λίγο μετά τη λήξη του ελληνοτουρκικού πολέμου, ο Οσμάν διέπραξε ένα τελευταίο ηχηρό έγκλημα: δολοφόνησε εν ψυχρώ τον βουλευτή Τραπεζούντας στο τουρκικό Κοινοβούλιο, Αλή Σουκρή μπέη. Ο Αλή Σουκρή ήταν από τους ελάχιστους πολιτικούς που υπερασπίζονταν τους χριστιανούς και επέκριναν τον αυταρχισμό του Κεμάλ – στάση που πιθανώς εξόργισε τον Οσμάν.

Η εν ψυχρώ δολοφονία ενός βουλευτή όμως προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων ακόμη και μεταξύ των Τούρκων εθνικιστών. Ο ίδιος ο Μουσταφά Κεμάλ, παρότι φημολογείται ότι ο ίδιος είχε δώσει την εντολή για την εξουδετέρωση του αντιφρονούντα Σουκρή, έσπευσε να καταδικάσει τον φόνο και υπέδειξε τον Τοπάλ Οσμάν ως τον ένοχο. Ο άλλοτε προστατευόμενός του μετατράπηκε σε αποδιοπομπαίο τράγο: διατάχθηκε η άμεση σύλληψή του. Ο Οσμάν αρνήθηκε να παραδοθεί και οχυρώθηκε με λίγους πιστούς άνδρες σε ένα σπίτι στην Άγκυρα. Τη νύχτα της 1ης προς 2α Απριλίου 1923 περικυκλώθηκε από δυνάμεις της νεοσύστατης τουρκικής Χωροφυλακής. Ακολούθησε πολύωρη μάχη. Ο Τοπάλ Οσμάν τραυματίστηκε και τελικά αιχμαλωτίστηκε τις πρώτες πρωινές ώρες. Λίγο αργότερα, εκτελέστηκε επί τόπου με μια σφαίρα στο κεφάλι κατόπιν διαταγής των τουρκικών αρχών. Έτσι πέθανε ο άνθρωπος που είχε ταυτιστεί με μερικές από τις σκοτεινότερες σελίδες της τουρκικής ιστορίας.
Αν και ο Τοπάλ Οσμάν είχε μεταθανάτια μια ατιμωτική αντιμετώπιση (το πτώμα του λέγεται ότι κρεμάστηκε δημόσια προς παραδειγματισμό), εντούτοις στην ιδιαίτερη πατρίδα του τιμάται μέχρι σήμερα ως τοπικός ήρωας.
Το κενοτάφιό του δεσπόζει στο κάστρο της Κερασούντας, υπενθυμίζοντας πως η μνήμη μπορεί να είναι βαθιά διχασμένη: για τους μεν τουρκικούς εθνικιστικούς κύκλους ο Οσμάν Αγάς υπήρξε μαχητής της ανεξαρτησίας, για τους δε Έλληνες (και γενικά τη διεθνή ιστορική κοινότητα) υπήρξε ένας αδίστακτος εγκληματίας πολέμου.
