Πρόκειται για αντιγραφή της επιχείρησης εκδίκησης που είχε ξεκινήσει μετά τη «σφαγή του Μονάχου», δηλαδή τη μαζική δολοφονία Ισραηλινών αθλητών στους Ολυμπιακούς του Μονάχου, το 1972 – Οι Ισραηλινοί χρειάστηκαν 10 χρόνια για να σκοτώσουν όλους τους τρομοκράτες του «Μαύρου Σεπτέμβρη»
Ήταν νωρίς το απόγευμα στις αρχές Ιανουαρίου όταν ένα drone χτύπησε ένα πολυώροφο κτίριο στο νότιο προάστιο Νταχίγια της Βηρυτού ανοίγοντας μία τεράστια τρύπα. Πυροσβέστες και διασώστες που έφτασαν στο σημείο υπό τους ήχους των σειρηνών και των συναγερμών των αυτοκινήτων, βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα αποκρουστικό θέαμα: από τη μία άκρη του δρόμου έως την άλλη, ήταν απανθρακωμένα και διαμελισμένα ανθρώπινα μέλη.
Οι πρώτοι που ανταποκρίθηκαν μάζεψαν τα πτώματα και τα ακρωτηριασμένα μέλη επτά ανδρών.
Οι συγκεκριμένοι άνδρες συμμετείχαν σε συνάντηση υψηλού επιπέδου μεταξύ ανώτατων αξιωματούχων της Χαμάς και της Τζαμάα Ισλαμίγια, μιας λιβανέζικης πολιτικής φατρίας που πρόσφατα αναβίωσε την ένοπλη πτέρυγά της για να συμμετάσχει στη σύγκρουση με το Ισραήλ.
Μεταξύ των νεκρών ήταν ο Σαλέχ αλ-Αρούρι, αντιπρόεδρος του πολιτικού γραφείου της Χαμάς και συνιδρυτής της ένοπλης πτέρυγάς της, γράφει το Politico.
Ήταν επίσης ανώτατος στρατιωτικός διοικητής της Χαμάς για μονάδες που εδρεύουν στη Δυτική Όχθη και ένας άνδρας που η κυβέρνηση του Τελ Αβίβ πρεσβεύει ότι ήταν ο ενορχηστρωτής της επίθεσης της 7ης Οκτωβρίου κατά την οποία σκοτώθηκαν περίπου 1.200 άνθρωποι ενώ συνολικά 253 βρέθηκαν όμηροι από τη Χαμάς.
Μέχρι στιγμής, οι Ισραηλινοί αξιωματούχοι δεν έχουν επιβεβαιώσει επισήμως ότι βρίσκονται πίσω από την επίθεση. Ούτε το αρνήθηκαν, όμως.
Πολλές από τις δηλώσεις τους παραπέμπουν σε μια εκστρατεία εντοπισμού και εξόντωσης όλων όσους θεωρούν υπεύθυνους για τις επιθέσεις στο νότιο Ισραήλ σε στρατιωτικές βάσεις, σπίτια και ένα μουσικό φεστιβάλ.
Η θέση μας είναι ότι οποιοσδήποτε στη διοίκηση της Χαμάς ήταν υπεύθυνος για τη σφαγή της 7ης Οκτωβρίου θα πληρώσει το τίμημα», υποστήριξε ο Μαρκ Ρέγεβ, σύμβουλος του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπένιαμιν Νετανιάχου, στους δημοσιογράφους στο Τελ Αβίβ και πρόσθεσε: «Θα τους εντοπίσουμε και θα αποδοθεί δικαιοσύνη».
Ο Σαλέχ αλ-Αρούρι γεννήθηκε σε ένα χωριό κοντά στη Ραμάλα της Δυτικής Όχθης το 1966, ο Αλ-Αρούρι εντάχθηκε στη Χαμάς κατά τη διάρκεια της πρώτης Ιντιφάντα, των τετραετών διαδηλώσεων και ταραχών που ξεκίνησαν το 1987.
Φυλακίστηκε πολλές φορές για τις δραστηριότητές του στη Χαμάς. Το 2018, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρόσφεραν το διόλου ευκαταφρόνητο χρηματικό ποσό των πέντε εκατομμυρίων δολαρίων για πληροφορίες που θα οδηγούσαν στον εντοπισμό του.
Λίγο πριν από τον θάνατό του, ο Αρούρι ρωτήθηκε από δημοσιογράφους αν ανησυχούσε ότι θα μπει στο στόχαστρο.
«Δεν ήταν ασυνήθιστο για τους διοικητές της Χαμάς να μαρτυρήσουν. Νομίζω ότι έχω ζήσει πάρα πολύ», είχε δηλώσει ο 57χρονος Αρούρι.
Ένα νέο «Μόναχο 1972»
Την επομένη του θανάτου του Αρούρι, ο επικεφαλής της ισραηλινής υπηρεσίας πληροφοριών της Μοσάντ, Ντέιβιντ Μπαρνέα, ανακοίνωσε ότι η υπηρεσία του είναι δεσμευμένη να ξεπληρώσει την επίθεση της Χαμάς.
Η υπηρεσία του, πρόσθεσε, «πρέπει να βάλει τους δολοφόνους να πληρώσουν που εισέβαλαν στην περιοχή κοντά στα σύνορα με τη Γάζα στις 7 Οκτωβρίου, αυτούς που σχεδίασαν την επίθεση και την εκτέλεσαν».
Η ομιλία του Μπαρνέα τη δεδομένη χρονική στιγμή ήταν σημαδιακή. Μιλούσε στην κηδεία ενός θρυλικού προκατόχου του, του Ζβι Ζαμίρ, ο οποίος επέβλεπε την ισραηλινή επιχείρηση για τη δολοφονία των Παλαιστινίων που ήταν πίσω από τις δολοφονίες Ισραηλινών αθλητών στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1972 στο Μόναχο.
«Θα πάρει χρόνο, όπως και μετά τη σφαγή του Μονάχου…Αλλά θα βάλουμε τα χέρια μας πάνω τους όπου κι αν βρίσκονται… Κάθε μητέρα Άραβα πρέπει να γνωρίζει ότι αν ο γιος της συμμετείχε, άμεσα ή έμμεσα, στη σφαγή της 7ης Οκτωβρίου, το αίμα του θα είναι πάνω από το κεφάλι του».
Τα λόγια του Μπαρνέα, οι δηλώσεις άλλων Ισραηλινών αξιωματούχων όπως και η ισραηλινή εκστρατεία εκδίκησης μετά το Μόναχο, είναι μια προειδοποίηση στους αξιωματούχους και τους διοικητές της Χαμάς να περιμένουν τη στοχοποίησή τους, όχι μόνο σε κοντινές χώρες όπως ο Λίβανος, αλλά και την Τουρκία ή το Κατάρ. Ή ακόμα και εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ήδη αποτελούν πεδίο δολοφονίας Ρώσων και Ιρανών.
«Μας πήρε περισσότερα από 10 χρόνια για να απαλλαγούμε από όλους εκείνους που σχεδίασαν τη σφαγή του Μονάχου, αλλά τους εξοντώσαμε και πρέπει να κάνουμε το ίδιο με εκείνους που κρύβονται πίσω από την επίθεση της 7ης Οκτωβρίου», δήλωσε στο Politico o Ισραηλινός πράκτορας ασφαλείας Γιαακόβ Πέρι, πρώην επικεφαλής της ισραηλινής υπηρεσίας εσωτερικής ασφάλειας Σιν Μπετ. «Θα τους εντοπίσουμε και το ξέρουν», πρόσθεσε.
Στις 5 Σεπτεμβρίου του 1972 γράφτηκε η πιο μελανή σελίδα στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων. Πέντε μέλη της παλαιστινιακής τρομοκρατικής οργάνωσης «Μαύρος Σεπτέμβρης» εισέβαλαν οπλισμένα στο ολυμπιακό χωριό του Μονάχου κατά τη διάρκεια των αγώνων.
Η βιαιότητα των τρομοκρατών και ο λανθασμένος τρόπος με τον οποίο διαχειρίστηκαν το συμβάν οι γερμανικές αρχές οδήγησαν το περιστατικό σε τραγωδία: 11 Iσραηλινοί αθλητές και συνοδοί, 5 Παλαιστίνιοι και 2 Γερμανοί νεκροί, δεκάδες τραυματίες. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Μονάχου είχαν έτσι και αλλιώς συγκεντρώσει τα βλέμματα της παγκόσμιας κοινής γνώμης, συνεπώς η είδηση της εισβολής έγινε αμέσως πρώτη είδηση σε όλη την υφήλιο.
Η πρώτη ισραηλινή εκστρατεία δολοφονίας ξεκίνησε πριν από μισό αιώνα από την εμβληματική πρωθυπουργό της χώρας, Γκόλντα Μέιρ.
Είχε στόχο αυτούς που σχεδίασαν την εισβολή εναντίον των Ισραηλινών αθλητών και των προπονητών τους στους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Ο τότε επικεφαλής της ισραηλινής υπηρεσίας πληροφοριών Μοσάντ, ο Ζβι Ζαμίρ, εστάλη από την Μέιρ για να έρθει σε επαφή με τις γερμανικές αρχές. Αργότερα, μίλησε με πικρία για την καταστροφή, εκφράζοντας την απογοήτευσή του αφού είδε πόσο ανεπαρκώς εξοπλισμένοι ήταν οι Γερμανοί ελεύθεροι σκοπευτές.
«Χρησιμοποιούσαν παλιά τουφέκια χωρίς σκόπευτρο», είπε σ’ ένα ντοκιμαντέρ προσθέτοντας: «Μου ράγισε την καρδιά.»
Επιχείρηση «Οργή του Θεού»
Όπως και οι επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου, η σφαγή του Μονάχου έπληξε το Ισραήλ, μια χώρα που διαμορφώθηκε από την ιστορία των αντισημιτικών διώξεων και των πογκρόμ που διεξήχθησαν στον απόηχο του Ολοκαυτώματος.
Οι δολοφονίες ενίσχυσαν βαθιά ριζωμένους φόβους και ενθάρρυναν την ίδια επιθυμία για τιμωρία και ασφάλεια από το Ισραήλ.
Στην αρχή, η Μέιρ ήταν απρόθυμη να πολεμήσει την τρομοκρατία με τρομοκρατία, να στοχεύσει και να σκοτώσει Παλαιστίνιους μαχητές στο εξωτερικό, ειδικά στην Ευρώπη.
«Σε κάποιες από τις συνομιλίες μου με την Γκόλντα, είχε εκφράσει την ανησυχία της ότι ο λαός μας μπορεί να εμπλακεί σε παράνομες ενέργειες σε ευρωπαϊκό έδαφος», είχε πει ο Ζαμίρ στην εφημερίδα Haaretz το 2006.
Αλλά ο επικεφαλής των κατασκόπων ξεπέρασε τις επιφυλάξεις της πρωθυπουργού, υποστηρίζοντας ότι θα ήταν περισσότερο μια πράξη αποτροπής παρά εκδίκηση και συμφώνησε με την «Επιχείρηση Οργή Θεού», μια μυστική επιχείρηση για να εντοπίσουν και να σκοτώσουν όλους όσοι θεωρούνταν ύποπτοι για τον σχεδιασμό και τη εκτέλεση της επίθεσης στο Μόναχο.