Με την ονομασία «Σεπτεμβριανά» έμεινε στην ιστορία το οργανωμένο πογκρόμ της νύχτας της 6ης Σεπτεμβρίου 1955, εξ ου και η ονομασία, που συνέβη στη Κωνσταντινούπολη, όταν καθοδηγούμενος τουρκικός όχλος προκάλεσε βίαια επεισόδια κατά των περιουσιών των Ελλήνων ομογενών και των Αρμένιων, πλην όμως Τούρκων υπηκόων, καθώς και άλλων μη μουσουλμανικών μειονοτήτων, λεηλατώντας και πυρπολώντας ελληνικά καταστήματα, σπίτια, σχολεία και βεβηλώνοντας εκκλησίες ακόμα και νεκροταφεία δημιουργώντας τρομοκρατία και ανασφάλεια για τις υφιστάμενες μειονότητες. Αφορμή έδωσε μια βομβιστική επίθεση στο πατρικό σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ στην Θεσσαλονίκη, που όπως αποδείχτηκε στην συνέχεια ήταν σκηνοθετημένη προβοκάτσια από την ίδια την τουρκική κυβέρνηση. Πραγματική αιτία του πογκρόμ αυτού ήταν η εξέλιξη του Κυπριακού ζητήματος, η συγκυρία του οποίου μεθόδευσε την προβοκάτσια. Τα «Σεπτεμβριανά» αποτελούν ένα μέρος ενός μακρύ καταλόγου διώξεων κατά αλλοθρήσκων μειονοτήτων, οι οποίοι ξεκίνησαν περίπου στα τέλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και εντάθηκαν από την εποχή των Νεοτούρκων και ύστερα.
Τα «Σεπτεμβριανά του 1955» όπως τα έζησαν οι Ρωμιοί της Πόλης
Του Παναγιώτη Μήλα
«Οι δρόμοι της Πόλης είχαν βουλιάξει από τα ελληνικά υπάρχοντα που πέταξαν οι Τούρκοι. Όλοι αυτοί οι τύποι που μπήκαν στα σπίτια μας, ήταν μαζεμένοι στις γωνιές και μοίραζαν τα «λάφυρα». Έβλεπες αυτούς τους ανθρώπους, με τα κουρελιασμένα ρούχα να φορούν κάτι ακριβό: Ένα χρυσό ρολόι, ολοκαίνουργια παπούτσια, ένα ακριβό καπέλο»…
Περιγραφές σαν την παραπάνω αλλά και με σκληρές λεπτομέρειες για το διήμερο 6 και 7 Σεπτεμβρίου 1955 έμαθα από πρώτο χέρι στη Λέσχη του Συλλόγου των Κωνσταντινουπολιτών, στην Καλλιθέα.
Εκεί στη Λέσχη είχε εξαιρετικά τραπέζια για πινγκ πονγκ και οι μονομαχίες κρατούσαν πολλές ώρες. Κυρίως τα Σαββατοκύριακα. Πηγαίναμε τότε στο Γυμνάσιο και στην παρέα μας ήταν παιδιά που είχαν νιώσει στο πετσί τους τη βαρβαρότητα του τουρκικού όχλου τη «Νύχτα των κρυστάλλων» της Κωνσταντινούπολης.
Εκείνη τη νύχτα – όπως μας έλεγε ο Γιώργος Λεύκαρος – «ο Μεντερές, ο Πρωθυπουργός, είχε βγει για επιθεώρηση στους δρόμους και έβλεπες το πλήθος των φανατισμένων Τούρκων να του φωνάζει: Αφέντη, δεν μας έμειναν ρόπαλα»!…
Όλα όσα συνέβησαν εκείνες τις δύο νύχτες τα συζητούσαμε για περισσότερες ώρες από όσες αφιερώναμε στο πινγκ πονγκ.
Από τότε έχουν περάσει 65 χρόνια. Σήμερα ο Γιώργος Λεύκαρος είναι Πρόεδρος του Συλλόγου Κωνσταντινουπολιτών και από τη νέα του θέση δίνει τη μάχη για να κρατήσει ζωντανή τη μνήμη εκείνης της εποχής στις νέες γενιές.
***
[Πατήστε “κλικ” επάνω στις φωτογραφίες για να τις δείτε μεγαλύτερες].
Με την ονομασία «Σεπτεμβριανά» έμεινε στην ιστορία το οργανωμένο πογκρόμ της νύκτας της 6ης Σεπτεμβρίου 1955 και της επόμενης ημέρας, που συνέβη στην Κωνσταντινούπολη, όπου καθοδηγούμενος τουρκικός όχλος προκάλεσε βίαια επεισόδια κατά των περιουσιών των Ελλήνων ομογενών, πλην όμως Τούρκων υπηκόων, καθώς και άλλων μη μουσουλμανικών μειονοτήτων, λεηλατώντας και πυρπολώντας ελληνικά καταστήματα, σπίτια, σχολεία και βεβηλώνοντας εκκλησίες ακόμα και νεκροταφεία δημιουργώντας τρομοκρατία και ανασφάλεια για τις μειονότητες.
Αφορμή έδωσε μια βομβιστική επίθεση στο πατρικό σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη, που αποδείχτηκε στη συνέχεια ότι ήταν σκηνοθετημένη προβοκάτσια από την ίδια την τουρκική κυβέρνηση.
Πραγματική αιτία του πογκρόμ αυτού ήταν η εξέλιξη του Κυπριακού ζητήματος, η συγκυρία του οποίου μεθόδευσε την προβοκάτσια. Η κατάσταση έγινε ακόμη πιο δύσκολη για τους Έλληνες με την έναρξη του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. την 1η Απριλίου 1955. Οι εφημερίδες δημοσίευαν εμπρηστικά άρθρα και κατηγορούσαν τον Πατριάρχη Αθηναγόρα, επειδή δεν καταδίκαζε δημοσίως τον αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α., διέσπειρε ψευδείς ειδήσεις περί δήθεν εράνων που διεξήγαν οι ομογενείς υπέρ των αγωνιζομένων Ελλήνων της Κύπρου και περί επικείμενης γενικής σφαγής που περίμενε τους Τουρκοκυπρίους στις 28 Αυγούστου 1955.
***
Στις 3 Σεπτεμβρίου 1955 η γυναίκα του Τούρκου Προξένου στη Θεσσαλονίκη κάλεσε Έλληνα φωτογράφο και του ζήτησε να φωτογραφήσει τον περίβολο του Προξενείου, το οποίο στεγάζεται δίπλα σε παλιό σπίτι, στο οποίο – όπως λένε – γεννήθηκε ο Μουσταφά Κεμάλ.
Τις φωτογραφίες τις ζήτησε ως «ενθύμιο», επειδή την επομένη επρόκειτο να αναχωρήσει για την Τουρκία. Τα μεσάνυχτα της 5ης προς 6η Σεπτεμβρίου εξερράγη βόμβα στον κήπο του τουρκικού Προξενείου, η οποία προκάλεσε μικρές μόνον ζημιές στα παράθυρα της παρακείμενης οικίας. Η βόμβα, όπως εξακριβώθηκε από τις έρευνες που έγιναν από τις ελληνικές αρχές και όπως απεδείχθη αργότερα στη δίκη των πρωταιτίων των γεγονότων [το 1961], μεταφέρθηκε από την Τουρκία από Τούρκο πράκτορα (Έλληνα υπήκοο από την Κομοτηνή) και τοποθετήθηκε από τον Τούρκο κλητήρα του Προξενείου.
***
Στις 4:00 το απόγευμα η τουρκική εφημερίδα «Ιστανμπούλ Εξπρές» κυκλοφόρησε σε έκτακτη έκδοση και δημοσίευσε τις φωτογραφίες της συζύγου του Τούρκου Προξένου φρικτά παραποιημένες, με τρόπο ώστε να δίνεται η εντύπωση ότι στο σπίτι του “πατέρα των Τούρκων” είχε σημειωθεί μια τεράστια έκρηξη από βόμβα που είχαν τοποθετήσει οι Έλληνες.
Το γεγονός αυτό έδωσε το έναυσμα για την έναρξη των πρωτοφανούς αγριότητας οργανωμένων ανθελληνικών ταραχών στην Κωνσταντινούπολη, γνωστών με το όνομα «Σεπτεμβριανά του 1955».
Μόλις δόθηκε το σύνθημα, ο μαινόμενος τουρκικός όχλος ξεχύθηκε στους δρόμους της Πόλης και άρχισε να λεηλατεί καθετί το ελληνικό. Ασφαλώς, όμως, οι «αγανακτισμένοι» Τούρκοι πολίτες δεν έδρασαν αυθόρμητα.
Μέσα σε λίγες ώρες η ελληνική οικονομική δραστηριότητα καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς, αφού τα σπίτια και οι περιουσίες των περισσότερων Ελλήνων και τα ιδρύματα της ομογένειας λεηλατήθηκαν.
***
Ο Σωτήρης Μισαηλίδης θυμάται:
«Βρισκόμασταν μόνοι στο σπίτι μόλις άρχισαν τα φοβερά γεγονότα. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει, όταν ξαφνικά ακούσαμε ασυνήθιστο θόρυβο, ιδιαίτερα δυνατό. Φοβηθήκαμε, αλλά δεν μπορούσαμε να αντιδράσουμε. Ο θόρυβος δυνάμωνε συνεχώς και ο φόβος μας γινόταν εντονότερος. Στην κεντρική είσοδο είχα βάλει μια μεγάλη μπάρα, ενώ είχαμε κλείσει τα παράθυρα. Στο διπλανό σπίτι είχαν ήδη αρχίσει τη λεηλασία. Ακούσαμε φωνές να ζητάνε βοήθεια. Τελικά, μπήκαν από την πόρτα του κήπου. Την είχαν σπάσει με κασμάδες. Μόλις με είδαν, ρώτησαν με δυνατή φωνή και απειλητικό ύφος: «Τούρκοι είσαστε εσείς;». Όλοι απαντήσαμε: «Είμαστε Ρωμιοί μέχρι τα κεραμίδια». Τον ένα όροφο του σπιτιού τον λεηλάτησαν. Δεν άφησαν τίποτε στο πέρασμά τους. Έσπειραν τον πανικό και την καταστροφή. Έφυγα με τη γυναίκα μου για να γλιτώσουμε. Είχε πάθει σοκ και έκλαιγε ασταμάτητα. Στο δρόμο επικρατούσε πανικός, οι εκκλησίες είχαν λεηλατηθεί, τα σπίτια και τα καταστήματα είχαν γίνει κάρβουνο»…
***
Ο απολογισμός της δράσης του όχλου εκείνο το διήμερο ήταν φρικτός:
-Δολοφονήθηκαν 16 Έλληνες μεταξύ των οποίων και ο 90χρονος ιερομόναχος της μονής Βαλουκλή, Χρύσανθος Μαντάς, που ο όχλος τον έκαψε ζωντανό μέσα στο κελί του!
-Καταστράφηκαν 4.340 καταστήματα, 27 φαρμακεία, 21 εργοστάσια, 110 ξενοδοχεία και κέντρα, 2.600 σπίτια, καθώς και 26 σχολεία, όλα ελληνικά.
-Ερειπώθηκαν και βεβηλώθηκαν 73 εκκλησίες, με κειμήλια τεράστιας αξίας, οκτώ αγιάσματα και τρία μοναστήρια.
-Συλήθηκαν χριστιανικά κοιμητήρια και ξεθάφτηκαν νεκροί. Με ανατριχίλα περιγράφεται η εικόνα του ξεθαμμένου λειψάνου του Χρ. Ηλιάσκου στο Κοιμητήριο του Σισλή, που είχε ταφεί μόλις προ 2 ημερών.
– Βεβηλώθηκαν οι τάφοι Πατριαρχών.
– Βασανίστηκαν μέχρι θανάτου κληρικοί και διαπομπεύθηκαν άλλοι. Συγκεκριμένα, ο Επίσκοπος Παμφίλου Γεράσιμος ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου, ενώ ο Μητροπολίτης Ηλιουπόλεως Γεννάδιος παραφρόνησε και έπειτα από λίγο πέθανε. Επίσης, πολλοί ιερείς γυμνώθηκαν και διαπομπεύθηκαν στους δρόμους, πιεζόμενοι να φωνάζουν πως «Η Κύπρος είναι τουρκική».
***
Η τιμωρία των ενόχων
Πέντε χρόνια αργότερα, το 1961, ο πρωθυπουργός των «Σεπτεμβριανών», Αντνάν Μεντερές, ο υπουργός Εξωτερικών Φατίν Ζορλού και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Τζελάλ Μπαγιάρ, οδηγήθηκαν στο εδώλιο με κατηγορίες μεταξύ των οποίων και «η ενθάρρυνση των ταραχών του 1955».
Για τους βανδαλισμούς τους επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 6 μηνών, που σημαίνει πως η τουρκική κυβέρνηση αναγνώρισε τη σκηνοθεσία της Θεσσαλονίκης και το έγκλημα εις βάρος των Ελλήνων της Πόλης.
Για τις άλλες κατηγορίες καταδικάστηκαν σε απαγχονισμό.
Ο Τζελάλ Μπαγιάρ καταδικάστηκε σε θάνατο το 1961, αλλά η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια, εξαιτίας της ηλικίας του. Αφέθηκε ελεύθερος σε ηλικία 83 ετών με τη γενική αμνηστία του 1966. Πέθανε στην Κωνσταντινούπολη το 1986, σε ηλικία 103 ετών.
***
[Πατήστε “κλικ” επάνω στις φωτογραφίες για να τις δείτε μεγαλύτερες].
Εν τω μεταξύ η Εφορία της Πόλης απαγόρευσε από την αρχή του έτους 1963 στους Έλληνες υπηκόους την εξόφληση των οφειλών τους με δόσεις και ζήτησε την προκαταβολή των φόρων του έτους 1964. Επιπλέον, η διαδικασία χορήγησης της άδειας παραμονής, που ίσχυε από το 1930, με έκδοση ειδικού δελτίου αντικαταστάθηκε με την υποχρέωση έκδοσης ελληνικού διαβατηρίου το 1962 και τη χορήγηση άδειας παραμονής, όπως συνέβαινε για τους υπόλοιπους αλλοδαπούς.
Με τον τρόπο αυτό οι τουρκικές Αρχές ανάγκασαν πολλούς Έλληνες της Πόλης να εγκαταλείψουν τα πάντα και να γυρίσουν στην Ελλάδα για να αρχίσουν της ζωή τους «από το μηδέν».
***
Ο συμμαθητής μου που δεν μπορούσαν να προφέρουν το επώνυμό του
Έτσι το 1963 μεταξύ των συμμαθητών μου στο ΣΤ’ Γυμνάσιο Αρρένων της Αθήνας ήταν και ένας από αυτούς που εξαναγκάστηκαν να φύγουν.
Το όνομά του Κωνσταντίνος Ουργκιουπλούογλου.
Ήταν ο μοναδικός μαθητής που σηκωνόταν για να εξετασθεί χωρίς να ακούσει το όνομά του. Όταν ο καθηγητής άνοιγε τον κατάλογο και άρχιζε να διαβάζει δεν μπορούσε να πει παρά μόνο την πρώτη συλλαβή… Έτσι ο Κωνσταντίνος πήγαινε μόνος του για τα περαιτέρω…
***
Από τον Κωνσταντίνο έμαθα πολλά για τα «Σεπτεμβριανά του 1955». Πάντα μιλούσε με ψυχραιμία και χωρίς διάθεση εκδίκησης. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση αυτό το γεγονός. Μάλιστα στην πολυήμερη εκδρομή που κάναμε στην τελευταία τάξη του γυμνασίου, είχα την ευκαιρία να διδαχτώ πολλά από τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε όλα όσα συνέβησαν στην οικογένειά του και στον Ελληνισμό της Πόλης.
Ο Κωνσταντίνος πέρασε στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο και έγινε διακεκριμένος Φυσικός. Μάλιστα το 2010 πρωτοστάτησε στην Κίνηση «Ώρα Ευθύνης» η οποία είχε ως στόχο τη συγκέντρωση υπογραφών από τους βιαίως Εκπατρισθέντες με κύριο αίτημα την άμεση διεξαγωγή εκλογών σε όλα τα Ιδρύματα της Ομογένειας στην Πόλη.
Καθηγητές πανεπιστημίων, εκπαιδευτικοί, λογοτέχνες, καλλιτέχνες, δικηγόροι, επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων, στελέχη επιχειρήσεων και άλλοι πολλοί διακεκριμένοι Πολίτες και κυρίως άνθρωποι που έχουν ζήσει το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής τους στην Πόλη, προσφέροντας με διάφορους τρόπους στα κοινά της ομογένειας, στήριξαν αυτή την Κίνηση.
***
Σήμερα ο Κωνσταντίνος Ουργκιουπλούογλου εξακολουθεί να μάχεται για την με κάθε τρόπο αποκατάσταση της αδικίας.
***
Η Δέσποινα Ισαακίδου γράφει:
«Εκείνο το βράδυ, ένας φίλος του πατέρα μου Τούρκος, ήρθε να μας ειδοποιήσει ότι θα συμβεί κάτι πολύ κακό. Ήρθε ταραγμένος και έντρομος από το σπίτι του, που βρισκόταν σε περιοχή τρεις ώρες μακριά από το δικό μας. Οι φόβοι του επαληθεύτηκαν μόλις άρχισε να σουρουπώνει. Ακούστηκαν βουητά και φασαρία από μακριά. Όλοι αναρωτιόμασταν για τους θορύβους και δεν θέλαμε να πιστέψουμε ότι τα λόγια του φίλου μας θα έβγαιναν αληθινά. Μετά από λίγα λεπτά, οι βάνδαλοι εισέβαλαν στο σπίτι μας. Άρχισαν να σπάνε, να καίνε και να καταστρέφουν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Στο σπίτι μας έμειναν μόνοι οι τέσσερις τοίχοι. Κινδύνεψε, όμως, και η ίδια μας η ζωή. Εμένα και τη μητέρα μου αποπειράθηκαν να μας βιάσουν. Μας κυνηγούσαν μέσα στο σπίτι και όταν μας έπιασαν άρχισαν να μας σκίζουν τα ρούχα. Φώναζα, «βοήθεια, μάς σκοτώνουν». Ευτυχώς, ένας γείτονας από το απέναντι σπίτι μάς έσωσε. Ο αδελφός μου, τρομοκρατημένος πήδηξε σε διπλανή οικοδομή από ύψος έξι μέτρων. Την επόμενη μέρα το βρήκαμε λιπόθυμο και τραυματισμένο σοβαρά στο κεφάλι. Ο μικρότερος αδελφός μου έπαθε ψυχολογικά προβλήματα και πέρασε μια δεκαετία για να συνέλθει»…
***
Κατά τη διάρκεια των Σεπτεμβριανών, στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη, βιάστηκαν εκατοντάδες Ελληνίδες. Για ευνόητους λόγους αναφέρθηκαν 200 βιασμοί, αλλά από κύκλους της ελληνικής μειονότητας, υπολογίστηκαν σε δύο χιλιάδες οι Ελληνίδες – ηλικίας από έξι μέχρι 80 χρονών – που μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο του Βαλουκλή για περίθαλψη. Μερικές από αυτές παραφρόνησαν…
***
Πέρασαν 67 χρόνια από τότε. Πονάμε για την αδικία. Δεν ξεχνάμε…
Τα Σεπτεμβριανά
Τον Απρίλιο του 1955 ξεκίνησε στην Κύπρο ο αγώνας της ΕΟΚΑ για απαλλαγή από το αποικιοκρατικό καθεστώς και αυτοδιάθεση-ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Η βρετανική κυβέρνηση ήταν αποφασισμένη να διατηρήσει τον έλεγχο της Κύπρου. Τον Ιούνιο του 1955 πρότεινε τη σύγκληση διάσκεψης στο Λονδίνο με τη συμμετοχή της ιδίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Αντικείμενο της διάσκεψης θα ήταν η κατάσταση στην Κύπρο. Ενας από τους στόχους των Βρετανών ήταν να καταγραφεί και επισήμως η Τουρκία ως έχουσα συμφέροντα στην Κύπρο. Απώτερος σκοπός των Βρετανών ήταν να μετατρέψουν το Κυπριακό από θέμα αποικιοκρατίας σε θέμα ελληνοτουρκικής διαμάχης. Σε μία τέτοια περίπτωση η Βρετανία θα μπορούσε να διατηρήσει την παρουσία της παίζοντας τον ρόλο του γεφυροποιού. Η διάσκεψη ξεκίνησε στις 29 Αυγούστου 1955 με συμμετοχή και των τριών χωρών.
Την ίδια περίοδο είχε δημιουργηθεί εξαιρετικά αρνητικό κλίμα στην Τουρκία εις βάρος της εκεί διαβιούσας ελληνικής ομογένειας. Κατηγορείτο –ψευδώς– από τον τουρκικό Τύπο ότι με εράνους χρηματοδοτούσε τους Ελληνοκυπρίους. Οι «Ρωμιοί» (όπως αποκαλούνται στην τουρκική οι Ελληνες ομογενείς στην Κωνσταντινούπολη) ταυτίζονταν σκοπίμως με τους «Ρωμιούς» της Κύπρου. Στην πραγματικότητα, με αφορμή το Κυπριακό, οι μηχανισμοί του τουρκικού κράτους είχαν βρει εξαιρετική ευκαιρία να ολοκληρώσουν την εκδίωξη των Ελλήνων που είχαν ξεκινήσει οι Νεότουρκοι από το 1914.
Ολονύκτια λεηλασία των περιουσιών της ομογένειας
Οταν άρχισε η διάσκεψη στο Λονδίνο, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών έστειλε τηλεγράφημα στην Αγκυρα, ζητώντας να γίνουν συλλαλητήρια στην Τουρκία για το Κυπριακό, που θα ισχυροποιούσαν την αδύνατη θέση του. Είχε προηγηθεί η παρατήρηση Βρετανού διπλωμάτη, ένα χρόνο πριν από τα Σεπτεμβριανά, σύμφωνα με την οποία «μερικά έκτροπα στην Αγκυρα θα μας βόλευαν».
Το βράδυ της 5ης προς 6η Σεπτεμβρίου 1955, βόμβα μικρής ισχύος εξερράγη στο τουρκικό προξενείο στη Θεσσαλονίκη, χωρίς να προξενήσει ιδιαίτερες ζημιές. Από τις έρευνες διαπιστώθηκε ότι τον εκρηκτικό μηχανισμό είχαν τοποθετήσει δύο Ελληνες μουσουλμάνοι από την Κομοτηνή. Τα νέα έγιναν αμέσως γνωστά στην Κωνσταντινούπολη. Ο Τύπος δημοσίευσε αλλοιωμένες φωτογραφίες του κτιρίου του προξενείου, όπου φαίνονταν εκτεταμένες καταστροφές. Η δημοσίευση των φωτογραφιών ήταν το σύνθημα για μία άνευ προηγουμένου οργανωμένη επίθεση κατά του Ελληνισμού της Πόλης.
Τα επεισόδια
Υπό τη φαινομενική καθοδήγηση της οργάνωσης «Η Κύπρος είναι τουρκική» (Kibris Türktür) και την πραγματική καθοδήγηση του τουρκικού βαθέος κράτους, μεγάλες οργανωμένες ομάδες εξαγριωμένων Τούρκων (που κατά συντηρητικές εκτιμήσεις ανέρχονταν τουλάχιστον σε 100.000 άτομα) λεηλάτησαν τη νύκτα της 6ης προς 7η Σεπτεμβρίου 1955 τα ελληνικά εμπορικά καταστήματα στο κέντρο της Πόλης, κατέστρεψαν ναούς, οικίες και νεκροταφεία, κακοποίησαν και σε κάποιες περιπτώσεις σκότωσαν Ελληνες. Ξεκινώντας από τον κεντρικό δρόμο του Πέραν στο κέντρο της Κωνσταντινούπολης (Istiklal Caddesi), προχώρησαν συστηματικά σε λίγες ώρες στην καταστροφή ελληνικών περιουσιών σε μία περιοχή περίπου 40 τετραγωνικών χιλιομέτρων στον Βόσπορο, στην ασιατική ακτή, στα Πριγκηπόννησα έως τον Αγιο Στέφανο, εκεί όπου είναι σήμερα το αεροδρόμιο «Κεμάλ Ατατούρκ». Οι δυνάμεις ασφαλείας, όταν δεν συμμετείχαν στο πογκρόμ, παρακολουθούσαν αδιάφορες τα τεκταινόμενα. Εκτροπα έγιναν και εις βάρος του ελληνικού προξενείου και των Ελλαδιτών που υπηρετούσαν ως αξιωματικοί στο στρατηγείο του ΝΑΤΟ στη Σμύρνη. Αρκετές ώρες μετά την έναρξη των επιθέσεων κι ενώ η καταστροφή είχε πλέον συντελεσθεί, η τουρκική κυβέρνηση διέταξε την επιβολή στρατιωτικού νόμου στην Κωνσταντινούπολη, στην Αγκυρα και στη Σμύρνη. Ως υπεύθυνοι για τις ταραχές υποδείχθηκαν οι κομμουνιστές. Παρά την έκταση των καταστροφών, ελάχιστες αποζημιώσεις εδόθησαν από το τουρκικό κράτος στους δεκάδες χιλιάδες Ελληνες που έχασαν τις περιουσίες τους.
Τον Οκτώβριο του 1961 ο Αντνάν Μεντερές δικάστηκε από έκτακτο τουρκικό δικαστήριο για τα γεγονότα της 6ης/7ης Σεπτεμβρίου 1955 κατά της ελληνικής ομογένειας. Είχε προηγηθεί η ανατροπή του με στρατιωτικό πραξικόπημα τον Μάιο του 1960. Κατά τη διάρκεια της δίκης, τονίσθηκε ο κεντρικός ρόλος που διαδραμάτισε η κυβέρνηση Μεντερές στα επεισόδια. Η προσπάθεια των δικαστικών αρχών ήταν να συνδεθούν τα γεγονότα αποκλειστικώς με τον Μεντερές και το Δημοκρατικό Κόμμα. Αντιθέτως, αποσιωπήθηκαν συστηματικά η εμπλοκή του κρατικού μηχανισμού στη σύλληψη του σχεδίου, στην προβοκάτσια περί της δήθεν εκρήξεως στο τουρκικό προξενείο στη Θεσσαλονίκη, στην οργάνωση των «διαδηλωτών», στη μεταφορά από άλλες περιοχές και στον εφοδιασμό τους με τα απαραίτητα εργαλεία για τις επιθέσεις, στην εκ των προτέρων χαρτογράφηση των ελληνικών σπιτιών, καταστημάτων και όλων των σημείων ελληνικού ενδιαφέροντος και στην υπόδειξή τους κατά τη διάρκεια των ταραχών και τέλος, στην κάλυψη από πλευράς αστυνομίας.
Οι αντιδράσεις
Η αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης την επομένη των γεγονότων υπήρξε υποτονική. Σε αυτό έφταιγε και η κυβερνητική κρίση λόγω της ασθένειας Παπάγου.
Πιο ενδιαφέρουσα ήταν η στάση της αμερικανικής κυβέρνησης. Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Τζον Φόστερ Ντάλες, απέστειλε ταυτόσημες επιστολές προς την Ελλάδα και την Τουρκία, όπου καλούσε το θύμα και τον θύτη να αυτοσυγκρατηθούν και να αποκαταστήσουν τις μεταξύ τους σχέσεις, χάριν της ενότητας του ΝΑΤΟ. H τήρηση ίσων αποστάσεων απογοήτευσε την ελληνική πλευρά, που περίμενε απερίφραστη καταδίκη των γεγονότων.
Η αποτίμηση των επεισοδίων σε Ελλάδα και Τουρκία
Ο τουρκικός λαός: Επιβεβαίωσε τον εξαιρετικά πειθαρχημένο χαρακτήρα του ο τουρκικός λαός απέναντι σε μία κρατική ενέργεια που θεωρήθηκε ότι ήταν εθνικής σημασίας. Αυτό καταδείχθηκε από δύο στοιχεία:
– Ενώ ο αριθμός των κατεστραμμένων εκκλησιών (από τους ογδόντα ναούς μόνον εννέα έμειναν ανέπαφοι), οικιών (3.500 λεηλατημένα νοικοκυριά, εκ των οποίων χίλια ολοσχερώς κατεστραμμένα) και καταστημάτων (4.000-4.500 επιχειρήσεις) ήταν τεράστιος, ο αριθμός των νεκρών ήταν, συγκριτικά, εξαιρετικά χαμηλός (15 έως 37 θάνατοι). Το στοιχείο αυτό δείχνει ότι το –θεωρητικώς ανεξέλεγκτο– πλήθος πειθάρχησε απολύτως προς την κεντρική οδηγία να αποφευχθούν μαζικές δολοφονίες που θα δημιουργούσαν έντονη διεθνή αντίδραση.
– Στην οργάνωση του πογκρόμ είχε εμπλακεί μεγάλος αριθμός Τούρκων επί μακρό χρονικό διάστημα, ενώ στρατολογήθηκαν τουλάχιστον 100.000 άτομα που μεταφέρθηκαν με δημόσια και ιδωτικά μέσα στις περιοχές όπου υπήρχε ελληνικό στοιχείο. Παρά ταύτα, καθ’ όλη την περίοδο της προετοιμασίας δεν διέρρευσε οποιαδήποτε σχετική πληροφορία είτε προς τους μειονοτικούς είτε προς τις ξένες πρεσβείες.
Τουρκική ηγεσία: Οι ανώτατοι αξιωματούχοι της τουρκικής κυβέρνησης ανήκαν πριν από τη δημιουργία της Τουρκικής Δημοκρατίας στους Νεότουρκους. Παρά τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις τους (κεμαλικοί, Δημοκρατικό Κόμμα του Μεντερές) παρέμεναν στην ιδεολογία πιστοί στις νεοτουρκικές αντιλήψεις περί εξοντώσεως όλων των μη μουσουλμανικών εθνοτικών ομάδων που κατοικούσαν στη χώρα. Η έκταση της καταστροφής δεν κλόνισε ηθικά την τουρκική πολιτική ηγεσία. Ανεπηρέαστη, επικεντρώθηκε στη συνέχεια αφενός στην αποφυγή παροχής αποζημιώσεων στους πληγέντες και αφετέρου στη μετάθεση ευθυνών σε τρίτους για τα γεγονότα.
Ελληνισμός της Τουρκίας: Για τον Ελληνισμό της Τουρκίας τα Σεπτεμβριανά ήταν η επιβεβαίωση ότι η πολιτική των Νεοτούρκων έναντι των μειονοτήτων συνεχιζόταν. Οι επιχειρήσεις που καταστράφηκαν δεν μπόρεσαν ποτέ να ορθοποδήσουν, ενώ τουλάχιστον 8.000 ομογενείς έμειναν χωρίς εργασία. Ουσιαστικά, μετά τα Σεπτεμβριανά οι Ελληνες απώλεσαν τον σημαντικό ρόλο που απολάμβαναν στην οικονομική και κοινωνική ζωή της Κωνσταντινούπολης. Από την άλλη πλευρά, η ανθεκτικότητα των ελληνικών πληθυσμών στις οθωμανικές / τουρκικές διώξεις είχε επιβεβαιωθεί πολλές φορές κατά τη διάρκεια των προηγούμενων αιώνων. Αμέσως μετά τα Σεπτεμβριανά, παρατηρήθηκε πολύ μικρό ρεύμα φυγής προς την Ελλάδα. Εκείνο που συνέβη ήταν ότι όσοι Ελληνες ζούσαν απομονωμένοι σε απόμακρες συνοικίες της Κωνσταντινούπολης μετακόμισαν στις περιοχές όπου υπήρχε πυκνό ελληνικό στοιχείο. Σε αυτό το γεγονός οφείλεται η αύξηση του αριθμού των παιδιών που ενεγράφησαν στα ελληνικά μειονοτικά σχολεία το αμέσως επόμενο σχολικό έτος 1956-57. Δεν θα άντεχαν, όμως, τη δεύτερη φάση του σχεδίου εκδίωξης των Ελλήνων από την Τουρκία, που έλαβε χώρα το 1964 με τις απελάσεις των Ελλήνων υπηκόων.
Ελληνική πολιτική ηγεσία: Η Ελλάδα βρέθηκε πολιτικά ακέφαλη όταν συνέβησαν τα Σεπτεμβριανά. Ακολούθως, οργάνωσε αρκετά επιτυχημένα την εκστρατεία ενημέρωσης της διεθνούς κοινής γνώμης για τις καταστροφές. Απέτυχε, όμως, να πιέσει αποτελεσματικά την τουρκική κυβέρνηση για την παροχή αποζημιώσεων στους πληγέντες. Αντιθέτως, επιτυχημένη ήταν η αποφυγή επιβολής αντιποίνων εις βάρος της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη. Επιχειρείται να δικαιολογηθεί αυτή η στάση από το γεγονός ότι την πολιτική αυτή επέβαλαν οι ελληνικές εθνικές επιδιώξεις για τη λύση του Κυπριακού: η μεταχείριση των μουσουλμάνων στην ελληνική Θράκη αποτελούσε δυνητικό παράδειγμα προς μίμηση για τους Τουρκοκυπρίους. Δεν παύει, όμως, να δείχνει μία ριζικά διαφορετική αντίληψη στον τομέα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας.
Ο ευνοηθείς μουσουλμάνος φοιτητής και η βόμβα στο τουρκικό προξενείο
Πρωταγωνιστής στην έκρηξη που έγινε στο κτίριο του τουρκικού προξενείου Θεσσαλονίκης ήταν ο φοιτητής Χατζή Αχμέτ Οκτάι Εγκίν, μουσουλμάνος από την Κομοτηνή. Η περίπτωσή του είναι ενδεικτική της παθογενούς σχέσεως του ελληνικού πολιτικού συστήματος και της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης. Ο πατέρας του Εγκίν, ο Φαΐκ, ήταν ιεροδιδάσκαλος και εξέχον μέλος του τουρκόφρονος τμήματος της μειονότητας. Είχε εκλεγεί βουλευτής στον νομό Ροδόπης την περίοδο 1946-50 με το κόμμα των Φιλελευθέρων. Λόγω της ιδιότητας του πατέρα, ο Εγκίν είχε τύχει σκανδαλώδους ευνοϊκής μεταχείρισης τόσο από την Τουρκία όσο και από την Ελλάδα. Είχε εισαχθεί άνευ εξετάσεων στη Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης και ήταν ταυτοχρόνως υπότροφος και του ελληνικού και του τουρκικού κράτους. Περίπου τότε στρατολογήθηκε από την Υπηρεσία Εθνικής Ασφαλείας της Τουρκίας (Milli Emniyet Hizmeti), προκάτοχο της ΜΙΤ.
Ο Εγκίν είχε παραλάβει τους δυναμίτες και είχε καθοδηγήσει ως προς την τοποθέτησή τους τον φύλακα του προξενείου, Χασάν Ουτσάρ Μεχμέτογλου, επίσης μουσουλμάνο από την Κομοτηνή. Οι δύο Ελληνες μουσουλμάνοι συνελήφθησαν από τις ελληνικές αρχές και παρέμειναν φυλακισμένοι επί εννέα μήνες. Ως ηθικοί αυτουργοί της βομβιστικής ενέργειας είχαν θεωρηθεί οι γενικοί πρόξενοι της Τουρκίας στη Θεσσαλονίκη και στην Κομοτηνή. Τον Ιούνιο του 1956, οι κατηγορίες εναντίον των δύο Τούρκων διπλωματών κρίθηκαν αβάσιμες. Παράλληλα, οι δύο Ελληνες μουσουλμάνοι αφέθησαν ελεύθεροι μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσής τους επειδή εκρίθη ότι δεν ήσαν ύποπτοι φυγής. Η εξέλιξη οφειλόταν στο γεγονός ότι οι πρωθυπουργοί των δύο κρατών συμφώνησαν ατύπως να διευθετήσουν το ζήτημα της βομβιστικής ενέργειας, με αντάλλαγμα την ψήφιση νόμου στην Τουρκία για την παροχή αποζημιώσεων στα θύματα των Σεπτεμβριανών.
Ο υπόδικος Οκτάι Εγκίν διέφυγε στην Τουρκία, με τη βοήθεια του Τούρκου προξένου Κομοτηνής. Εργάσθηκε για πολλά χρόνια στις υπηρεσίες ασφαλείας και πληροφοριών της Τουρκίας. Ελαβε ενεργό μέρος στις απελάσεις ομογενών από την Τουρκία το 1964. Το 1991 διορίσθηκε νομάρχης στη Νεάπολη/Νεβ Σεχίρ της Καππαδοκίας.
* Ο κ. Αγγελος Μ. Συρίγος είναι επίκουρος καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Το Φανάρι στα Σεπτεμβριανά του 1955
Η απότομη διακοπή του μήνα του μέλιτος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις λόγω του Κυπριακού το 1954-1955 δεν μπορούσε να αφήσει ανέπαφους τους Ελληνορθόδοξους της Πόλης και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, καθώς η Αγκυρα κατέστησε σαφή την πρόθεσή της να χρησιμοποιήσει το διπλωματικό πλεονέκτημα της Τουρκίας στο ελληνοτουρκικό μειονοτικό ισοζύγιο που είχε επιτευχθεί με τη Συνθήκη της Λωζάννης το 1923. Με το ιδιαίτερα ανεπτυγμένο βιοτικό και μορφωτικό της επίπεδο, αλλά και την ανεκτίμητη περιουσία των εκκλησιαστικών, εκπαιδευτικών και φιλανθρωπικών της ιδρυμάτων, η κωνσταντινουπολίτικη Ρωμιοσύνη δεν μπορούσε να συγκριθεί με την πολύ πιο περιορισμένη παρουσία, εκτόπισμα και συλλογική οργάνωση της μουσουλμανικής μειονότητας στην ελληνική Θράκη. Η ασύμμετρη ελληνοτουρκική μειονοτική συνιστώσα γινόταν ακόμη πιο έκδηλη εξαιτίας της παρουσίας στην τουρκική επικράτεια του ιστορικού Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο έχαιρε διεθνούς αναγνώρισης και κύρους. Τον ισχυρό διαπραγματευτικό μοχλό της κωνσταντινουπολίτικης Ρωμιοσύνης «αξιοποίησε» ad nauseam η τουρκική διπλωματία προκειμένου να υποχρεώσει την Ελλάδα σε παραχωρήσεις στο Κυπριακό. Αλλωστε πάγια και διαχρονική υπήρξε η τουρκική επιθυμία να ξεφορτωθεί κάθε ελληνική παρουσία στην Τουρκία.
Οργανωμένο πογκρόμ κατά της ελληνικής μειονότητας
Τα ανθελληνικά και αντιπατριαρχικά πάθη ανέλαβαν να υποδαυλίσουν η φιλοκυβερνητική εφημερίδα Hürriyet και οι ακραίες εθνικιστικές οργανώσεις «Η Κύπρος είναι τουρκική» και η «Εθνική Ομοσπονδία Τούρκων Φοιτητών». Ο κεντρικός σχεδιασμός της εκστρατείας αυτής ανατέθηκε στην Υπηρεσία Εθνικής Ασφαλείας της Τουρκίας (τη διαδέχθηκε η σημερινή ΜΙΤ), κεντρικός βραχίονας του τουρκικού βαθέος κράτους που προσχεδίασε και μεθόδευσε εξ ολοκλήρου το πογκρόμ του Σεπτεμβρίου 1955. Αφετηρία της στοχοποίησης του Πατριαρχείου αποτέλεσε το αίτημα για δημόσια καταγγελία του αγώνα των Κυπρίων εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα, από τον οποίο οι εθνικιστικές οργανώσεις απαιτούσαν να επιβάλει, με την ιδιότητα του Προκαθημένου της Ορθόδοξης Εκκλησίας, πειθαρχικά μέτρα εναντίον του «ιεραρχικά υφισταμένου του»(!) Αρχιεπισκόπου Μακαρίου.
Οταν ο Αθηναγόρας αρνήθηκε να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις αυτές, το ανθελληνικό μένος των Τούρκων εθνικιστών στράφηκε κατά του Οικουμενικού θεσμού αξιώνοντας πλέον την απομάκρυνσή του από την Τουρκία.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν εξαιρετικά λεπτή η θέση του Αθηναγόρα, ο οποίος αρκέστηκε να δηλώσει την προσήλωσή του στην ελληνοτουρκική φιλία, εκφράζοντας συνάμα την ευχή για την ειρηνική επίλυση των διαφορών μεταξύ των δύο γειτονικών λαών. Αποκορύφωμα του ανθελληνικού μένους και φανατισμού ήταν τα Σεπτεμβριανά γεγονότα, όταν μέσα σε μία νύχτα, στις 6/7 Σεπτεμβρίου 1955, άνω των 20.000 (κατά την πλέον συντηρητική εκτίμηση) φανατισμένων διαδηλωτών έσπειραν τη καταστροφή και τον τρόμο στον ελληνορθόδοξο πληθυσμό αλλά και στους υπόλοιπους μη μουσουλμάνους μειονοτικούς της Κωνσταντινούπολης. Οι διαδηλωτές επιτέθηκαν με ιδιαίτερη μανία εναντίον ελληνικών στόχων με αποτέλεσμα να καταστραφούν ολοσχερώς 1.004 κατοικίες, ενώ άλλες περίπου 2.500 υπέστησαν εκτεταμένες ζημιές. Καταστράφηκαν επίσης 4.348 καταστήματα, 27 φαρμακεία, 26 σχολεία, πέντε πολιτιστικοί σύλλογοι, οι εγκαταστάσεις τριών ελληνόγλωσσων εφημερίδων, 12 ξενοδοχεία, 11 κλινικές, 21 εργοστάσια, 110 ζαχαροπλαστεία και εστιατόρια. Την αποτρόπαιη εκείνη νύχτα δολοφονήθηκαν 18 ελληνορθόδοξοι και βιάστηκαν, σύμφωνα με τα στοιχεία του ομογενειακού νοσοκομείου Βαλουκλή, τουλάχιστον 200 κοπέλες.
Ιδιαίτερο στόχο αποτέλεσαν τα θρησκευτικά καθιδρύματα, με μόνο επτά από τις 80 ελληνορθόδοξες εκκλησίες της Πόλης να διαφύγουν την καταστροφή και την ερήμωση, ενώ υπέστησαν σοβαρές ζημιές τα αγιάσματα, οι ιστορικές μονές και τα κοιμητήρια της Ρωμιοσύνης. Από την οργή των βανδάλων δεν γλίτωσαν ούτε οι τάφοι των Οικουμενικών Πατριαρχών στον περίβολο της Μονής Ζωοδόχου Πηγής Βαλουκλή. Οσον αφορά τους ιεράρχες του Φαναρίου, ο εξέχων και λόγιος μητροπολίτης Ηλιουπόλεως Γεννάδιος Αραμπατζόγλου υπέστη επίθεση και τραυματίστηκε στην κεφαλή και στο πρόσωπο όταν ο όχλος εισέβαλε στην ιδιωτική του κατοικία στον Βόσπορο (ο Γεννάδιος απεβίωσε μερικούς μήνες αργότερα εξαιτίας των τραυμάτων αυτών). Συγκλονιστική ήταν η περιπέτεια του υπερήλικα μητροπολίτη Δέρκων Ιάκωβου Παπαπαϊσίου ο οποίος απέφυγε τον θάνατο πραγματικά την τελευταία στιγμή, όταν πήδηξε από το παράθυρο του γραφείου του στον δεύτερο όροφο του καιόμενου μητροπολιτικού μεγάρου στα Θεραπειά του Βοσπόρου. Επιθέσεις δέχθηκαν οι κληρικοί του ιστορικού μοναστηριού στο Βαλουκλή με αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή του ο άνω των 90 ετών ιερέας της μονής, Χρύσανθος Μαντάς, ενώ ο επίσκοπος Παμφύλου Γεράσιμος κατάφερε να επιβιώσει παρά τα αλλεπάλληλα χτυπήματα που δέχθηκε την τρομακτική εκείνη νύχτα.
Μόνο το συγκρότημα του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Φανάρι (αλλά και το γενικό προξενείο της Ελλάδας) απέφυγε την καταστροφή, αφού ισχυρές στρατιωτικές και αστυνομικές δυνάμεις είχαν σταλεί πριν από τα επεισόδια για τη φρούρησή του.
Χλιαρές αντιδράσεις χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα
Αποκλεισμένος στο Φανάρι, ο Πατριάρχης απέστειλε στις 15 Σεπτεμβρίου 1955 επιστολή δια-μαρτυρίας προς τον Τούρκο πρωθυπουργό Αντνάν Μεντερές ζητώντας την προστασία της ελληνορθόδοξης μειονότητας και την «εφεξής ομαλήν εκπλήρωσιν της αποστολής» της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως. Αντιμέτωπος με την κατηγορία της διοργάνωσης των αντιχριστιανικών επιδρομών και εκτρόπων, ο Μεντερές προέβη σε υποσχέσεις για την αποκατάσταση των ζημιών στις εκκλησίες, στα σχολεία και την καταβολή πλήρους αποζημίωσης στους παθόντες. Οι υποσχέσεις όμως αυτές αποδείχθηκαν φρούδες και αποτέλεσαν ένα προπέτασμα καπνού προς συγκάλυψη των ευθυνών της κυβέρνησης για το πογκρόμ του Σεπτεμβρίου 1955. Τελικά η τουρκική κυβέρνηση κατέβαλε ελάχιστες αποζημιώσεις, ενώ η επίσημη Τουρκία δεν ζήτησε ποτέ συγγνώμη από τους μη μουσουλμάνους πολίτες της για τις υλικές και ψυχολογικές βλάβες που υπέστησαν εξαιτίας των ταραχών που έλαβαν χώρα πριν από ακριβώς 65 ακριβώς χρόνια.
Η τουρκική κυβέρνηση απέρριψε κάθε παρέμβαση της Ελλάδος υπέρ της ελληνικής μειονότητας και των ιδρυμάτων της, προειδοποιώντας ότι τέτοιες πρωτοβουλίες «δεν θα είχαν το ποθούμενο αποτέλεσμα και θα υπέσκαπταν την ελληνοτουρκική φιλία». Οι Τούρκοι θεώρησαν «αντιτουρκική ενέργεια» ακόμη και τη δημοσίευση της «Μαύρης Βίβλου», ειδικού τόμου για τα γεγονότα που συνέταξαν οι Χριστόφορος Χρηστίδης και Αλέξανδρος Πάλλης, επιτυγχάνοντας τελικά τη μη έκδοσή του. Είναι σαφές ότι με δεδομένες τις γεωστρατηγικές και γεωπολιτικές ισορροπίες που είχαν διαμορφωθεί κατά τη δεκαετία του 1950, η Ελλάδα δεν ήταν σε θέση να παρέμβει δυναμικά και ουσιαστικά υπέρ των δικαιωμάτων του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του Ελληνισμού της Τουρκίας. Αλλά και η διπλωματική κινητοποίηση της ελληνικής κυβέρνησης δεν έφερε τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Παρά την όποια ευαισθησία που επέδειξε η κοινή γνώμη στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ αλλά και στον ορθόδοξο κόσμο, η επίσημη στάση των αμερικανικών και των βρετανικών αρχών αλλά και του ΝΑΤΟ υπήρξε ιδιαιτέρως χλιαρή και συγκρατημένη. Στην κρίσιμη και κομβική φάση που διήνυε ο Ψυχρός Πόλεμος, η Δύση δεν ήταν διατεθειμένη να δυσαρεστήσει την Αγκυρα.
Μόνο το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών επέδειξε ουσιαστικό ενδιαφέρον για την τύχη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αποστέλλοντας πενταμελή αποστολή στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ 7 και 14 Νοεμβρίου 1955. Η αντιπροσωπεία κατέγραψε λεπτομερώς τις καταστροφές των ελληνορθόδοξων εκκλησιών και άλλων κοινωφελών ιδρυμάτων, σε εμπεριστατωμένη έκθεση που έφερνε στο φως την επισφαλή θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Ρωμιοσύνης στην Τουρκία. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της αντιπροσωπείας, μόνον οι καταστροφές στις ελληνορθόδοξες εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης ξεπερνούσαν τα 150 εκατομμύρια δολάρια.
Σοφή και ψύχραιμη η στάση του Πατριάρχη
Οι βιαιοπραγίες και οι εκτεταμένες καταστροφές προκάλεσαν ανεπούλωτο ψυχικό τραύμα στους Ρωμιούς της Πόλης, με τον ιμβριακής καταγωγής Αρχιεπίσκοπο Αμερικής Ιάκωβο να χαρακτηρίζει τα Σεπτεμβριανά γεγονότα την «τρίτη άλωση» της Κωνσταντινούπολης. Οδήγησαν δε τον Αθηναγόρα να αναθεωρήσει τις μέχρι τότε απόψεις του, αφού ήταν πλέον σαφές ότι είχε πέσει θύμα της βαθιάς και καλοπροαίρετης πίστης του στην ελληνοτουρκική φιλία. Σε συνάντησή του λίγες ημέρες μετά τις ταραχές με τον επιφανή Ελληνα διπλωμάτη Βύρωνα Θεοδωρόπουλο, που υπηρετούσε τότε στο γενικό προξενείο, ο Οικουμενικός Πατριάρχης αποδέχθηκε ότι είχε υπερεκτιμήσει την προθυμία των Αμερικανών (που είχαν άλλωστε πρωτοστατήσει στην ανάδειξή του στον Οικουμενικό Θρόνο μόνο επτά χρόνια νωρίτερα) να στηρίξουν το Φανάρι. Εξέφρασε δε την αποφασιστικότητα να επικεντρώσει πλέον τις προσπάθειές του στη συνέχιση της ιστορικής αποστολής του Οικουμενικού Πατριαρχείου και στην επούλωση των πληγών του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης, εμψυχώνοντας με κάθε δυνατό τρόπο το ποίμνιό του. Οταν στην έκτακτη συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου στις 15 Σεπτεμβρίου 1955 πολλοί Φαναριώτες ιεράρχες τάχθηκαν υπέρ της κήρυξης της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως εν διωγμώ, ο Αθηναγόρας διαφώνησε υπογραμμίζοντας ότι μια τέτοια ενέργεια θα έθετε το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε νέες και πολύ πιο επικίνδυνες περιπέτειες.
Μπορούμε να συμπεράνουμε εκ των υστέρων ότι η σοφή και ψύχραιμη στάση του Αθηναγόρα, σε εκείνη την πολύ δύσκολη καμπή της πατριαρχίας του, συνέβαλε καταλυτικά στη διατήρηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην ιστορική του έδρα. Παρά τις αντίξοες συνθήκες και προοπτικές, ο Αθηναγόρας κατάφερε να αναδείξει το Φανάρι σε οικουμενικό πνευματικό κέντρο παγκόσμιας εμβέλειας και κύρους κατά τη δεκαετία του 1960. Το έργο αυτό συνέχισαν οι διάδοχοί του Δημήτριος και Βαρθολομαίος, ο οποίος επανειλημμένως έχει εκφράσει την αποφασιστικότητα της συρρικνωμένης πλέον Ρωμιοσύνης να συνεχίσει την παρουσία της στην Κωνσταντινούπολη. Στο ίδιο μήκος κύματος οι εκπρόσωποι της νεότερης γενιάς των εναπομεινάντων Κωνσταντινουπολιτών διατρανώνουν τη βούλησή τους να παραμείνουν in situ στη γενέτειρά τους, με τον Λάκη Βίγκα, ηγετικό λαϊκό στέλεχος και κοινοτικό παράγοντα της ελληνορθόδοξης μειονότητας, να δηλώνει την πεποίθησή του «για τη συνέχιση της πορείας της Ρωμιοσύνης ως μικρής, αλλά αυτόνομης, διακριτής και χρήσιμης κοινότητας για την ευρύτερη κοινωνία της Κωνσταντινούπολης».
Σημείωση για το φωτογραφικό υλικό: Οι ιστορικές φωτογραφίες του γνωστού ως «φωτογράφου των Σεπτεμβριανών» Δημητρίου Καλούμενου (1912-2006) πρωτοεμφανίστηκαν στο λεύκωμα «Η Σταύρωση του Χριστιανισμού», το οποίο βραβεύθηκε από την Ακαδημία Αθηνών το 1979. Με τη συμπλήρωση 60 ετών από τα αποτρόπαια εκείνα γεγονότα, οι φωτογραφίες του Καλούμενου παρουσιάστηκαν σε ειδικό τόμο στα τουρκικά με τη συνδρομή του φωτογράφου του Οικουμενικού Πατριαρχείου Νικολάου Μαγγίνα, με την ευγενή άδεια του οποίου παρατίθενται οι φωτογραφίες.
* Ο κ. Αλέξης Αλεξανδρής είναι πρέσβης ε.τ., Μέγας Ρήτωρ του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Απειλεί και πάλι ο Ερντογάν: «Μπορεί ξαφνικά να έρθουμε ένα βράδυ»
Υψηλούς διατηρεί τους τόνους ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, επιμένοντας για τη δήθεν παρενόχληση τουρκικών αεροσκαφών στο Αιγαίο και απειλώντας ξανά ότι «μπορεί να έρθουμε ξαφνικά ένα βράδυ».
Σε δηλώσεις του πριν την αναχώρησή του για τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, ο Ερντογάν σημείωσε ότι η Άγκυρα βρίσκεται σε συζητήσεις με το ΝΑΤΟ για το δήθεν «κλείδωμα» τουρκικών μαχητικών F-16 από το ραντάρ του αντιαεροπορικού συστήματος S-300.
Παράλληλα, όπως υποστήριξε ο Τούρκος ηγέτης για το ίδιο ζήτημα, η Ελλάδα «υπολογίζει» τις δηλώσεις που έκανε ο ίδιος προ ημερών και «αντιλαμβάνεται τις ευαισθησίες μας».
Και στη συνέχεια, ο Ερντογάν επιδόθηκε στις γνωστές απειλές: «Η Ελλάδα θα πρέπει να σκεφτεί καλύτερα και να αποφασίσει τι είδους σχέση θα έχει με την Τουρκία. Πάντα λέω ότι μπορεί ξαφνικά να έρθουμε ένα βράδυ».
Οι σημερινές δηλώσεις έρχονται να προστεθούν σε έναν μπαράζ προκλήσεων που κρατούν από το Σαββατοκύριακο και για τις οποίες ο Τούρκος πρόεδρος έλαβε αυστηρή απάντηση από την Αθήνα, αλλά και την Κομισιόν.
Μάλιστα, νωρίτερα σήμερα το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών δήλωσε ξεκάθαρα τον εκνευρισμό του για την ευρωπαϊκή αντίδραση στις προκλήσεις της Άγκυρας προς τη χώρα μας.
Συγκεκριμένα, ο εκπρόσωπος του τουρκικού ΥΠΕΞ υποστήριξε ότι οι δηλώσεις στήριξης προς την Ελλάδα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Τσεχία – που έχει την προεδρία της Ένωσης αυτή την περίοδο – «κακομαθαίνουν» την Αθήνα.
«Η αδιαμφισβήτητη υποστήριξη της Ε.Ε. προς την Ελλάδα στις διαφορές στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο για λόγους αλληλεγγύης είναι αντίθετη τόσο στο κεκτημένο της Ε.Ε. όσο και στο διεθνές δίκαιο. Αυτή η στάση, που κακομαθαίνει την Ελλάδα, ενθαρρύνει τη μη λύση, όχι τη λύση, και υποστηρίζει την επιδίωξη της Ελλάδας για μαξιμαλιστικά αιτήματα. Είναι αξιοπερίεργο όσοι έκαναν αυτές τις δηλώσεις αγνοούν τις παραβιάσεις, τις παρενοχλήσεις και τις απειλές, τις προκλητικές ενέργειες της Ελλάδας κατά της χώρας μας και μένουν αδιάφοροι για τις πράξεις και τις πρακτικές που αντιβαίνουν στο διεθνές δίκαιο», σημείωσε ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών της Τουρκίας, Τανζού Μπιλγκίτς.