Τα βασανιστήρια, η φρίκη, η στιγμή της αποκάλυψης και το τελευταίο χαμόγελο…
Υπάρχουν ιστορίες που αδυνατείς να πιστέψεις. Η αφήγησή τους μοιάζει με πέτρα που συνθλίβει κάθε λογική, κλείνεις τα μάτια στην αναπαράσταση, τ’ ανοίγεις μόνο για να κοιτάξεις τους «πρωταγωνιστές» με όση οργή μπορείς να εκπέμψεις… Ένα πεντάχρονο αγοράκι οδηγείται σε νοσοκομείο της Δυτικής Βιρτζίνια των ΗΠΑ. Το σώμα του παιδιού είναι γεμάτο μώλωπες, το κεφάλι του σχεδόν «σπασμένο» και τα γεννητικά του όργανα κομματιασμένα.
Οι γιατροί δεν μπορούν να πιστέψουν στα μάτια τους. Ούτε σε κάποιο θαύμα μπορούν να πιστέψουν. Το παιδί δεν έχει περιθώρια ζωής… Δύο ημέρες αργότερα και συγκεκριμένα την Παρασκευή 20 Μαρτίου, ο πεντάχρονος Κίτον Μπογκς, αφήνει την τελευταία του πνοή. Είναι πλέον ελεύθερος από τα κτήνη που μετέτρεψαν τη ζωή του σε κόλαση: τη γιαγιά του Μισέλ Μπογκς, τη θεία του Τσάσιτι Βοντζίνσκι και τον σύζυγό της Πίτερ Βοντζίνσκι…
Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος εγκλήματος
Όταν ο Kίτον έρχεται στον κόσμο, οι γονείς του, Κρίστοφερ και Τζέσικα, δεν είναι καν σε θέση να το συνειδητοποιήσουν. Είναι εθισμένοι στα ναρκωτικά καμιά χαρά δεν μπορεί να συγκριθεί με εκείνη που τους εξασφαλίζει η δόση τους, το μωρό, όπως ακριβώς και τα τέσσερα μεγαλύτερα αδέλφια του ζουν μέσα σε άθλιες συνθήκες. Η επιμέλεια του Kίτον περνά με δικαστική απόφαση στα χέρια της μητέρας του Κρίστοφερ Μισέλ όταν εκείνος φεύγει από τη ζωή τον περασμένο Ιούνιο. Η Τζένιφερ, την εποχή εκείνη, έχει ωστόσο καταφέρει να «καθαρίσει». Θέλει τη ζωή της πίσω, όπως ακριβώς και τον Kίτον, το μικρότερο από τα παιδιά της, τον οποίο δεν είχε το δικαίωμα να επισκέπτεται όσο καιρό πάλευε να απεξαρτηθεί από τα ναρκωτικά. Μάταια…
Κάθε φορά που η μητέρα ζητάει από την πεθερά της να δει τον παιδί, επαναλαμβάνοντας της πως πλέον είναι «καθαρή», εκείνη της το αρνείται με τη φράση: «Δεν θα το δεις ούτε σήμερα, ούτε αύριο, ούτε την επόμενη εβδομάδα… Και θα έρθει η στιγμή που δεν θα τον ξαναδείς ποτέ στη ζωή σου». Η Τζένιφερ νιώθει πως κάτι κακό συμβαίνει στο παιδί και η διαίσθησή της την δικαιώνει πριν από μερικές εβδομάδες όταν αντικρίζει κάποιες φωτογραφίες του, που τραβήχτηκαν στο πάρτι για τα πέμπτα γενέθλια της ζωής του. Το παιδί που ποζάρει ανάμεσα στα τρία ξαδέλφια του, παιδιά της Τσάσιτι και του Πίτερ, είναι γεμάτο μελανιές, η γυναίκα ζητά βοήθεια από την μητέρα της, Πάτι, η τελευταία πληκτρολογεί στα social media: «Όσοι βρεθήκατε στο πάρτι γενεθλίων αυτού του παιδιού θέλω να γονατίσετε και να ζητήσετε από τον Θεό να σας συγχωρέσει. Πώς μπορείτε να σιωπάτε στη θέα ενός κακοποιημένου παιδιού που παρά τις μελανιές συνεχίζει να χαμογελά; Η κόρη μου και μάνα του είναι 14 μήνες καθαρή, θέλει το παιδί της πίσω κι όμως η πολιτεία το αφήνει στα χέρια αυτών των τεράτων…»
Τα πέντε μαρτυρικά χρόνια και το τραγικό τέλος του πεντάχρονου
Εκτός από την γιαγιά του, ο μικρός ζούσε στο ίδιο σπίτι με την θεία του Τσάσιτι και τον σύζυγό της Πίτερ, δύο πρόσωπα που όπως αποδείχθηκε δεν έκαναν το παραμικρό για να τον γλιτώσουν από τα μαρτύρια του. Το πεντάχρονο παιδί τρώει ξύλο σε καθημερινή βάση με τους κηδεμόνες του να απαντούν σε κάθε του αταξία με πραγματικά βασανιστήρια. Κάποιος συγγενής που συναντά τυχαία το παιδί τηλεφωνεί στη γιαγιά ρωτώντας την τον λόγο για τον οποίο υπάρχουν παντού στο σώμα του μελανιές. Εκείνη του απαντά πως «Έτσι είναι τα παιδιά… πέφτουν και χτυπάνε». Ότι δεν πρέπει να δίνει σημασία και πως οι μελανιές οφείλονται σε «έναν… τσακωμό που είχε ο μικρός με τον σκύλο…». Λέει ψέματα με την αλήθεια να βγαίνει στην επιφάνεια με τον πιο φρικιαστικό τρόπο, όταν ο μικρός Kίτον μεταφέρεται από την γιαγιά και την θεία στο νοσοκομείο στις 17 Μαρτίου.
Τα μάτια του παιδιού είναι γεμάτα αίμα, ο λαιμός και το σώμα του μελανιασμένα. Στα γεννητικά του όργανα φέρει πληγές από μαχαιριές, και μία τομή τεσσάρων εκατοστών. Οι γιατροί διαπιστώνουν αιμορραγία στον εγκέφαλο κάνοντας λόγω για μη αναστρέψιμη εγκεφαλική βλάβη. Το παιδί αφήνει την τελευταία του πνοή τρεις ημέρες αργότερα, τα κτήνη συλλαμβάνονται. Τα όσα ακούγονται στο Δικαστήριο που ακολουθεί δεν μπορεί να τα συλλάβει ούτε η πιο αρρωστημένη φαντασία.
Ο δημόσιος κατήγορος επαναλαμβάνει με δάκρια στα μάτια πως: «Η γιαγιά έλεγε στο παιδάκι πως αν δεν σταματούσε να παίζει με το πέος του, θα του το έκοβε… Κι αυτό ακριβώς έκανε. Το κατακρεούργησε… Κάθε ανάσα που παίρνουν σήμερα αυτοί οι άνθρωποι μολύνει την κοινωνία. Το παιδί αυτό βασανίστηκε τόσο πολύ που ούτε τα λόγια δεν μπορούν να περιγράψουν…». Και οι τρεις δηλώνουν αθώοι. Δεν τους πιστεύει κανείς. Τα ισόβια είναι η μικρότερη τιμωρία με την οποία θα έρθουν αντιμέτωποι. Η μεγαλύτερη δεν είναι ο θάνατος αλλά το έζησαν μια ζωή σαν ψοφίμια…