Γιώργος Νταλάρας: Μια ζωή γεμάτη νότες και… κουσούρια («Να μην υπάρχει κανένα καρφί στο φέρετρο και με ενοχλεί μέσα από το κοστούμι…» του είχε πει ο Μπιθικώτσης)

0
527

Ο Γιώργος Νταλάρας αποκαλύπτεται μέσα από την αυτοβιογραφία του (με υπογραφή του Θανάση Λάλα) εξηγώντας γιατί «… και το καλοκαίρι κρυώνω»

Από τον
ΑΛΚΙΝΟΟ ΜΠΟΥΝΙΑ

«…και το καλοκαίρι κρυώνω!» Αυτός είναι ο πρωτότυπος τίτλος της αυτοβιογραφίας του Γιώργου Νταλάρα, που μόλις κυκλοφόρησε. Ενα ενδιαφέρον βιβλίο, από τις εκδόσεις Αρμός, με την υπογραφή του Θανάση Λάλα, ο οποίος στον πρόλογό του ξεκαθαρίζει πώς προέκυψε αυτή η εκδοτική ένωσή τους.
«Το βιβλίο αυτό δεν έχει χρονική σειρά. Είναι διάλογοι που έγιναν σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, τα τελευταία τριάντα χρόνια της σχέσης μας. Το υλικό που έχω συγκεντρώσει σε αυτές τις συναντήσεις μας είναι ατελείωτο. Αυτό που χρησιμοποίησα εδώ είναι δική μου ευθύνη.

Ο Γιώργος Νταλάρας ακολούθησε τον δικό μου δρόμο χωρίς να παρέμβει» αναφέρει ο Θανάσης Λάλας και μας δίνει τη δική του άποψη για τον άνθρωπο Νταλάρα τονίζοντας πως «αν και έχει πολλά κουσούρια που προκαλούν παρεξηγήσεις», έχει και πολλά καλά, που «πάνε παρέα με τα κουσούρια του».
Μάλιστα, αποκαλύπτει κι ένα περιστατικό που συνέβη στα παρασκήνια μιας επετειακής γιορτής του Νταλάρα στη Βρετανία, όπου ο τραγουδιστής -ή, αν θέλετε, ο «θείος», όπως τον αποκαλούν οι συνεργάτες του, σύμφωνα με τον βιογράφο του- παράτησε για λίγο το πάνελ που μιλούσε για εκείνον και έκανε νεύμα στον Λάλα να τον ακολουθήσει σε έναν διακριτικό χώρο στον ημιώροφο του ξενοδοχείου, με σκοπό να τον παρακαλέσει να μη… χωρίσει από την τότε σύζυγό του Χρύσα Ρώπα.

Οσο για τον τίτλο του βιβλίου, φαίνεται ότι προέκυψε από τις αφηγήσεις του τραγουδιστή στα δύσκολα παιδικά του χρόνια. Από την Α’ Δημοτικού άρχισε να κάνει διάφορες δουλειές, ενώ μαζί με τη μητέρα του, τη Σμυρνιά κυρία Τάνια, η οποία ήταν ανάπηρη (με ένα πόδι), και τον αδελφό του Χρήστο άλλαζαν πολύ συχνά σπίτια στην Αθήνα, «ψάχνοντας για κάτι φθηνότερο».

Ο πατέρας του, ο θρυλικός ρεμπέτης Λουκάς Νταράλας, έφυγε από το σπίτι όταν εκείνος ήταν 2 χρόνων.

Μνήμες από το παρελθόν

«Θυμάμαι ότι μικρός κρύωνα πολύ. Ακόμα και το καλοκαίρι μερικές φορές το βράδυ κρύωνα, κι αυτό μού έμεινε κουσούρι και μεγάλος. Τώρα πια… είναι καλοκαίρι και κρυώνω…» εξομολογείται ο Νταλάρας ανασύροντας μνήμες από την εποχή που, όπως λέει, η ζωή του ήταν τόσο σκληρή και δύσκολη.
Πάντως, τονίζει ότι αυτό που τον πείραξε περισσότερο σε εκείνα τα… πέτρινα χρόνια δεν ήταν η εγκατάλειψη του πατέρα του, αλλά το γεγονός ότι ο αδελφός του Χρήστος -λόγω της φτώχειας τους- πήγε εσωτερικός σε ένα σχολείο του Ερρίκου Ντυνάν, στην Ελβετία, από αυτά που βοηθούσαν τα ορφανά του πολέμου.

«Θα ήθελα λίγους πόντους ύψος»

Ο Γιώργος Νταλάρας στο τέλος του βιβλίου απαντάει σε ένα ερωτηματολόγιο με ερωτήσεις τύπου Μαρσέλ Προυστ, αναφέροντας μεταξύ άλλων:
•«Εχω μετανιώσει που δεν σπούδασα σε ωδείο».
•«Δεν υπάρχει η τέλεια ευτυχία. Αρκούμαι στα λίγα “γραμμάρια” του ποιητή».
•«Στον εαυτό μου αποδοκιμάζω την επιμονή, τη μανία για τελειότητα. Αλλά δεν μπορώ να απαλλαγώ».
•«Η μεγαλύτερη δαπάνη μου είναι σε βενζίνη, σε ξηρά και θάλασσα».
•«Τι δεν μ’ αρέσει στην εμφάνισή μου; Θα ήθελα λίγους πόντους ύψος…»
•«Οι αγαπημένες μου ασχολίες είναι η μουσική, τα ταξίδια και τα μαστορέματα».
•«Η ντομπροσύνη είναι η αγαπημένη μου αξία στον άντρα και στη γυναίκα».
•«Τα αγαπημένα μου ονόματα είναι: Τάνια, Αννα, Γεωργιάννα».
•«Ο μεγαλύτερος φόβος μου είναι η αρρώστια. Θα ήθελα να πεθάνω μπαμ και κάτω».

Η απόρριψη από Καζαντζίδη, Ξαρχάκο και Ζαμπέτα

Ο Γιώργος Νταλάρας έκανε τα πρώτα καλλιτεχνικά βήματα στην εφηβεία του ως μουσικός (αρχικά η μητέρα του δεν ήθελε να ασχοληθεί με τη μουσική και το τραγούδι, γι’ αυτό γράφτηκε σε τεχνική σχολή) με γκρoυπάκια όπως οι Crazy Boys. Δεν το κρύβει πως τότε η φωνή του ήταν ανώριμη, με αποτέλεσμα να μην αρέσει σε διάφορες ακροάσεις που πήγαινε.

Είχε πάει να τον ακούσει και ο Στέλιος Καζαντζίδης -για να τον πάρει στη δισκογραφική εταιρία του-, αλλά δεν του άρεσε: «Αρχισα να τραγουδάω κυρίως Θεοδωράκη. Μου λέει ο Καζαντζίδης: “Λαϊκά δεν λες; Αυτά είναι πιο πολύ τραγούδια της πείνας”. Από την άποψή του είχε δίκιο, γιατί εκείνη την εποχή σκίζανε τα λαϊκά… Τέλος πάντων, δεν του άρεσα, μετά πήγα στη Lyra, στην Columbia, δυο τρεις φόρες με άκουσε ο Ξαρχάκος, ο Ζαμπέτας. Δεν απογοητεύτηκα, όμως, η φωνή μου ήταν παιδική. Ετσι δεν πτοήθηκα από την απόρριψη που έτρωγα και συνέχισα μέχρι την ακρόαση με τον Μάκη Μάτσα, από όπου ουσιαστικά ξεκίνησα…»

Μιλάει με αγάπη και σεβασμό για τους σπουδαίους συνθέτες της καριέρας του (τον Στ. Κουγιουμτζή, που ήταν «ο άνθρωπός του», τον Απ. Καλδάρα που τον αποκαλούσε «θείο» και τον Ακη Πάνου, για τον οποίο ήταν πάντα «ο μικρός»), καθώς και για το «μεγαλείο του Μίκη Θεοδωράκη» που, όπως λέει, «μαζί με τον Κουγιουμτζή τού χάραξαν πορεία», αλλά και για τον Τσιτσάνη, τον Βαμβακάρη και τους σημαντικούς καλλιτέχνες που γνώρισε. Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η εξιστόρησή του για τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, που τον γνώριζε από μωρό (λέει πως μια βραδιά στο κέντρο όπου τον είχε πάει ο πατέρας του τον… κατούρησε) και αποκαλύπτει τι του είπε ο αείμνηστος τραγουδιστής στα τελευταία του, στην Εντατική: «Να κοιτάξετε να μην υπάρχει κανένα καρφί στο φέρετρο και με ενοχλεί μέσα από το κοστούμι…»

Επίσης, θυμάται δυο ωραίες ιστορίες για τον Μάνο Χατζιδάκι: Για τη συνεργασία τους στο κέντρο Σείριος, τις πρώτες ημέρες που δεν είχαν κόσμο και ο θρυλικός συνθέτης τού έλεγε «Τι τον θες τον κόσμο; Δεν χαίρεσαι που είναι όλα ήσυχα κι ωραία;», αλλά και για το πώς αντιδρούσε ο συνθέτης σε μια γιορτή στο σπίτι του Νταλάρα, παίζοντας χαρτιά με τον Νίκο Γκάτσο. «Μάνο, κλέβεις ασύστολα» έλεγε ο Γκάτσος στον Χατζιδάκι για να τον τσαντίσει και -αφού είχε τσακίσει τα γλυκά του μπουφέ- να σηκωθεί να φύγει, λέγοντας εκνευρισμένος: «Δεν με αφήνετε να κερδίσω, δεν με αφήνετε να κλέψω, πλήττω αφόρητα. Πάω να φύγω!»

Δεν παραλείπει να αναφερθεί και στη γνωριμία του με διάσημους ξένους καλλιτέχνες (Στινγκ, Αλ ντι Μέολα, Πάκο ντε Λουτσία, Ζορζ Μουστακί κ.ά.), με τους οποίους συνεργάστηκε.

Η Αννα που γνώρισε μέσα στις φωτιές

«Μέσα στη φωτιά συναντάς τον μεγαλύτερο έρωτα της ζωής σου…» είναι τίτλος του αποσπάσματος του βιβλίου για τη γνωριμία του Νταλάρα με τη σύζυγό του Αννα. Τη γνώρισε τον Δεκέμβριο του 1979, «αν και την είχε σταμπάρει και πιο μικρή, μέσω μια κοινής τους παρέας στις φωτιές στην Πάρνηθα».

Ομως η πρώτη συνάντησή τους, στις πρόβες του στην μπουάτ Διαγώνιος, δεν ήταν και η καλύτερη, αφού «την πέταξε έξω», επειδή έκανε φασαρία με την παρέα της. Ωστόσο, όταν γνωρίστηκε μαζί της σε ένα πάρτι της, στο οποίο ήταν προσκεκλημένος ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, και τον πήρε μαζί του και βγήκαν και το πρώτο ραντεβού τους για να πάνε σινεμά, κόλλησε μαζί της και έγινε το alter ego του, η μάνατζέρ του, ο έρωτάς του, η γυναίκα της ζωής του, από την οποία απέκτησε και την αγαπημένη κόρη τους Γεωργιάννα.

«Ημουν πολύ ακοινώνητος. Να σκεφτείτε, μετά που μαλάκωσα με την Αννα, οι φίλοι μού έλεγαν “ρε συ, άλλαξες. Παλιά σού λέγαμε »τι κάνεις;» και μας απαντούσες »γιατί ρωτάς;»”» υποστηρίζει και προσθέτει, μη κρύβοντας την αγάπη του για εκείνη: «Ηταν ο πρώτος άνθρωπος στη ζωή μου που, όσο τσαντισμένος και να ήμουνα, με έκανε να γελάω…» Αναφέρεται και στην ενασχόληση της γυναίκας του με την πολιτική και ξεκαθαρίζει ότι αυτή η ανάμειξή της δεν επηρέασε αρνητικά την καλλιτεχνική του καριέρα, αλλά του στοίχισε, σε επίπεδο «φωτογραφίας της στιγμής», στον κανιβαλισμό που υπέστη στα κοινωνικά δίκτυα.

Ο Νταλάρας, ο οποίος είχε προκαλέσει σάλο με τη συναυλία στην Τουρκία, μίλησε για τις πολύ κακές αντιδράσεις που βίωσε σε εμφανίσεις του (τον έβριζαν και του πετούσαν αντικείμενα…) εξηγώντας ότι «δεν θα έφευγε ποτέ από τη σκηνή και θα έκανε κι άλλες συναυλίες, εάν στην τελευταία δύο από αυτά τα θρασίμια δεν ρίχνανε μπουκάλια στη σκηνή και δεν έσπαγαν όργανα…».

Πηγή: espressonews.gr

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ