Ο Δημήτρης Χορν αγάπησε πολύ το θέατρο. Οπως αγάπησε και πολύ τις γυναίκες. Κι όπως τον αγάπησε το θέατρο, έτσι τον αγάπησαν και οι γυναίκες.
Αλλωστε, όπως ο ίδιος είχε εξομολογηθεί, ερωτευόταν συχνά, από μικρό παιδί.
«Aπό τα έξι χρόνια μου και μετά δεν μπορώ να θυμηθώ τον εαυτό μου να μην είναι ερωτευμένος, δηλαδή συγκινημένος με κάποιο πρόσωπο. Θα ‘λεγα πως ήμουν ερωτευμένος με τον έρωτα. Eνώ δηλαδή ήμουν ένα πολύ κεφάτο παιδί, ξαφνικά, μελαγχολούσα φοβερά κι έγραφα θλιμμένα ποιήματα. Mε μελαγχολούσαν αυτοί οι έρωτες… Ή η ζωή».
Κι όμως, από την αρχή, αμφισβητούσε τον εαυτό του. Ισως γι΄αυτό παραμένει ένας από τους κορυφαίους ηθοποιούς που γέννησε η Ελλάδα, γοητευτικός και ταλαντούχος.
«Δεν αξίζει ο κόπος να γίνεται λόγος για μένα γιατί δεν παρουσιάζω τίποτε το εξαιρετικό»: Ηταν 22 ετών και ήταν (ίσως) η πρώτη συνέντευξή του, στο περιοδικό «Παρθενών», στις 3 Μαΐου του 1943, με αφορμή την πρώτη του εμφάνιση, στην «Φωνή της καρδιάς». Ο Δημήτρης Χορν όμως έκανε λάθος. Τα χρόνια που ακολούθησαν δεν δικαίωσαν τις νεανικές του σκέψεις. Κάθε άλλο.
Και να σκεφτεί κανείς πως όταν επρόκειτο να γεννηθεί, οι γονείς του περίμεναν κορίτσι, για να καλύψουν το κενό που τους είχε αφήσει ο θάνατος της μοναχοκόρης τους, της Νανάς. Είχαν άλλωστε έναν πρωτότοκο γιο, τον Γιάννη, δέκα χρόνια μεγαλύτερό του. Ο Δημήτρης Χορν, γιος του Παντελή Χορν και της Ευτέρπης Αποστολίδη, γεννήθηκε στις 9 Μαρτίου του 1921, σε ένα ξενοδοχείο της οδού Σταδίου, στο κέντρο της Αθήνας.
«Ναι, η καταγωγή μου από τη μεριά του πατέρα μου δεν είναι ελληνική. Ο παππούς μου ήταν Αυστριακός. Οι Χορν δεν είμαστε από τους Βαυαρούς που ήρθαν με τον Όθωνα. Ο πατέρας του πατέρα μου ήρθε πολύ αργότερα στην Ελλάδα. Ερωτεύτηκε τη γιαγιά μου, βέρα Ελληνοπούλα, και την παντρεύτηκε. Τα πρώτα χρόνια μετά το γάμο τους έζησαν στην Τεργέστη, Εκεί γεννήθηκαν και οι πατέρας μου και ο αδελφός του», έχει πει ο ίδιος για την οικογένεια και την καταγωγή του. Αριστοκρατικής καταγωγής και μεγαλωμένος μέσα σε ένα μεγαλοαστικό περιβάλλον, ο Χορν δεν είχε πάντα μια άνετη ζωή. Θυμόταν ότι υπήρξε μια εποχή που γέμιζε με χαρτόνι τις τρύπες από τα παπούτσια του, αλλά δεν στεκόταν ποτέ σ΄αυτά.
Μάνα, νονά και οικογενειακές φίλες
Η μητέρα του, ήταν, όπως ο ίδιος είχε πει, «όμορφη, ξένοιαστη, χαριτωμένη και σπάταλη». Η νονά του, η μεγάλη ηθοποιός Κυβέλη, ήταν εκείνη που τον έβγαλε στη σκηνή αγκαλιά όταν ήταν μόλις οκτώ μηνών, για να ακολουθήσει μια δεύτερη εμφάνιση σε ηλικία τεσσάρων ετών. Η τρίτη θεατρική του εμπειρία έγινε στην εφηβεία, πλάι στην (οικογενειακή φίλη) Μαρίκα Κοτοπούλη. Κι ίσως εκεί να έπεσε ο πρώτο σπόρος του θεάτρου. Αν και όπως είχε διηγηθεί, τυχαία έγινε ηθοποιός. Τυχαία;
Ρίτα, ο πρώτος γάμος
Η πρώτη του γυναίκα ήταν η Ρίτα Φιλίππου. Κόρη αστικής οικογένειας επιπλοποιών της εποχής -την δουλειά με τα έπιπλα συνέχισε η οικογένεια Εγγλεζάκη, συγγενείς των Φιλίππου. Ο γάμος τους έγινε στις 6 Αυγούστου του 1942. «Παράνυμφοι ήταν η κυρία Κυβέλη και ο πρώην υπουργός κ. Στρατηγόπουλος», όπως έγραψαν τα «Αθηναϊκά Νέα» της επομένης.
Ο Χορν μιλούσε πάντα με τα καλύτερα λόγια γι΄αυτήν την «σπουδαία» γυναίκα, που είχε ίσως το μεγαλύτερο προσόν για σύζυγο, όπως έλεγε ο ίδιος ο Χορν: «Η Ρίτα δεν ζήλευε, δεν με έλεγχε καθόλου, δεν με ρωτούσε, που πήγες, τι έκανες, με ποιον μιλάς. Την απατούσα και της το έλεγα». Εμειναν δέκα χρόνια μαζί και χώρισαν λόγω της Λαμπέτη.
Ωστόσο διατήρησε πολύ καλές σχέσεις μαζί της και την φρόντισε ως το τέλος. Η Ρίτα Φιλίππου πήγαινε συχνά και έμενε στο σπίτι του Χορν στην Επίδαυρο με τον επί χρόνια μετέπειτα σύντροφό της, τον ηθοποιό Στέλιο Βόκοβιτς.
Η Πιάφ και «δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα»
Mια επιστολή του 1946, γραμμένη από την Εντίθ Πιαφ με παραλήπτη τον Δημήτρη Χορν, φέρνει στην δημοσιότητα έναν έρωτα, τουλάχιστον από την πλευρά της Γαλλίδας τραγουδίστριας.
«…Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς τη ζωή μου και η ζωή μου είσαι εσύ. Σ’ αγαπώ όπως δεν αγάπησα ποτέ κανέναν, Τάκη… Μη μου ραγίσεις την καρδιά», του έγραφε επιβεβαιώνοντας, όπως όλα δείχνουν, έναν ανεκπλήρωτο έρωτα. «Τάκη μου, δεν μπορείς να ξέρεις σε ποιο βαθμό δυσκολεύομαι προσπαθώντας να αντιμετωπίσω την κατάσταση λογικά, αλλά δεν τα καταφέρνω».
Η γνωριμία τους είχε γίνει εκείνη την ίδια χρονιά, κατά τη διάρκεια μιας σύντομης επίσκεψης της Πιάφ στην Αθήνα, για ένα ρεσιτάλ στο θέατρο Κοτοπούλη. Ο Χορν ήταν 25 κι εκείνη λίγο πάνω από τα τριάντα. «Πιστεύω πως μπορώ να σε κάνω ευτυχισμένο και πως σε καταλαβαίνω. Νιώθω έτοιμη να παρατήσω τα πάντα για σένα». Δεν χρειάστηκε. Ολος ο έρωτας ήταν μια επιστολή κι ένα τηλεγράφημα..
Ελλη, έρωτας, πάθος και ζήλεια
Στην αρχή την αντιπάθησε. Μετά την ερωτεύθηκε. Στις αρχές της δεκαετίας του ΄50 ο Χορν μαζί με την Ελλη Λαμπέτη και τον Γιώργο Παππά φτιάχνουν δικό τους θίασο. Για να τονωθεί αυτό του το εγχείρημα ζητάει, το 1953, από τον Μιχάλη Κακογιάννη να γράψει το σενάριο για μία ταινία που θα έπαιζαν οι τρεις τους. Ετσι γεννήθηκε το «Κυριακάτικο Ξύπνημα» και μαζί ένας μεγάλος έρωτας που άνθισε στο Κάιρο όταν έκαναν τα γυρίσματα.
Η Λαμπέτη που ήταν τότε παντρεμένη με τον Μάριο Πλωρίτη, δεν άργησε να χωρίσει. Στην «Κάλπικη λίρα» που ακολούθησε ο Γιώργος Τζαβέλλας το μόνο που είχε πει στο ζευγάρι Λαμπέτη-Χορν ήταν «παίξτε την ζωή σας στην ταινία». Ετσι βγήκε εκείνο το «Σ΄αγαπώ». Πως θα μπορούσε να μην είναι αληθινό;
Επτά χρόνια έμειναν μαζί, ως το 1959: Μια σχέση γεμάτη πάθος και συγκρούσεις. Κάποτε η Λαμπέτη είχε πει ότι «όταν χωρίσαμε και δεν τρωγόμασταν τον αγαπούσα περισσότερο. Κι όταν ερχόταν και μου χτυπούσε την πόρτα, τα είχε ήδη με άλλη ηθοποιό».
Τον ζήλευε πολύ -κι εκείνος το ίδιο. «Είχε την ικανότητα να κάνει τα ασήμαντα σημαντικά» είχε πει ο Χορν για την ηθοποιό Λαμπέτη. Ως γυναίκα όμως ήταν «αφόρητα ζηλιάρα». «Δεν τολμούσα ούτε βλέμμα να ρίξω σε άλλη γυναίκα. Γινόταν χαλασμός. Ζήλευα κι εγώ ελεεινά. Οταν με άφησε, ήμουν ως ταύρος σε υαλοπωλείο. Πληγώθηκε ο εγωισμός μου. Δεν μπορώ να πω πως δεν την αγάπησα. Και τη θαύμαζα πολύ σαν ηθοποιό. Αλλά δεν ήταν η γυναίκα της ζωής μου».
Μάρω, η νέα παρτενέρ
Οταν πια διαλύθηκε η σχέση Χορν-Λαμπέτη, ο Χορν αναζητούσε μια νέα παρτενέρ. «Ζητούσε μία ηθοποιό σαν την Μελίνα νέα», θυμάται η Μάρω κοντού, που έγινε τελικά αυτή η νέα παρτενέρ του. «Κάποιος με πρότεινε και εκείνος ζήτησε να με δει από κοντά. Στην αρχή δεν ήθελα, δεν ήμουν έτοιμη για κάτι τόσο μεγάλο. Ημουν τότε περιοδεία με τον Ηλιόπουλο και ήρθε ο Χορν να με δει στην Πάτρα. Και μου είπε “την άλλη Τρίτη, πρόβα. Πανικοβλήθηκα. Ο πανικός κράτησε μέχρι και την πρεμιέρα».
»Ηταν μοναδική η επαφή με τον Χορν, γιατί εκείνος ήταν μοναδικός», λέει τονίζοντας ότι δεν ήταν ποτέ ζευγάρι οι δυο τους. «Τον είχα λίγο σαν αδελφό μου, για να μην πω ότι ώρες-ώρες τον έβλεπα και σαν γιο μου, κι ας με πέρναγε τόσα χρόνια. Ηταν τόσο παιδικός μέσα του, τόσο τρυφερο-ανασφαλής, που σε έπιανε το μητρικό σου… Θυμάμαι ότι ξεκίνησα στον Χορν Οκτώβριο του ΄59 και Ιανουάριο του ΄60 παντρεύτηκα τον Αριστείδη Καρύδη-Φουκς, με τον οποίον ήμουν πολύ ερωτευμένη».
Αννα, «η γυναίκα της ζωής μου»
Γόνος της μεγάλης εφοπλιστικής οικογένειας και κόρη του Νικόλα Γουλανδρή, ήταν η Αννα.
Σε πρώτο γάμο παντρεύτηκε τον Λεωνίδα Παπάγο, πρέσβη και μετέπειτα αυλάρχη του βασιλιά Κωνσταντίνου, με τον οποίο είχε έναν γιο, τον Αλέξανδρο.
Λίγο καιρό μετά τον χωρισμό της από τον Παπάγο, παντρεύτηκε τον Χορν. Ο γάμος τους έγινε στις 23 Ιανουαρίου του 1967, στο μικρό εκκλησάκι της οδού Στησιχόρου. Ηταν η χρονιά που έπαιζε τον «Ιβάνωφ» του Τσέχωφ.
«Η Αννα είχε μεγάλη καρδιά, ήταν μια πανέξυπνη γυναίκα και ένας χαριτωμένος άνθρωπος. Αγάπησα το αστραφτερό της χαμόγελο, το γέλιο της. Με περίμενε μετά το θέατρο να γυρίσω στο σπίτι για να φάμε μαζί», συνήθιζε να λέει για εκείνη, ενώ όσοι τον ήξεραν καλά θεωρούσαν ότι η Αννα ήταν «το καταστάλαγμα της αγάπης, η γυναίκα της ζωής του. Την αγάπησε και τον αγάπησε πολύ»…
Δημιουργική, ενεργητική και με φαντασία η Αννα Γουλανδρή-Χορν αγαπούσε πολύ την ζωγραφική. Μαζί με τον Χορν έφτιαξαν το Ιδρυμα Γουλανδρή-Χορν που είχε τα ονόματά τους, στους Αέρηδες στην Πλάκα. Εζησαν παντρεμένοι είκοσι χρόνια, ως τον θάνατό της, το 1988. Ο Χορν δυσκολεύθηκε πολύ να το ξεπεράσει όλο αυτό.
Δέσποινα, η τελευταία μούσα
Ο «Αρχιμάστορας Σόλνες» του Ερρίκου Ιψεν ήταν η τελευταία παράσταση για τον Δημήτρη Χορν, που έπαιξε με μεγάλη επιτυχία τον επώνυμο ρόλο, σε σκηνοθεσία του Αλέξη Σολομού, έχοντας στο πλάι του την Ελένη Χατζηαργύρη. Αλλά πέρα από την επιστροφή του Χορν στο σανίδι, το ενδιαφέρον στην παράσταση που ανέβηκε το 1983 στο, τότε θέατρο Διονύσια, της οδού Αμερικής 10, ήταν η νεαρή παρτενέρ του, στον ρόλο της Χίλντας. Η Δέσποινα Γερουλάνου, κόρη του Μαρίνου και της Αιμιλίας Γερουλάνου, αδελφή του Παύλου, της Ειρήνης και της Μαρίνας, κλήθηκε να τον συνοδεύσει στο κύκνειο άσμα του. Δεν ήταν ηθοποιός. Ούτε κι έγινε μετά.
Σε μια διήγησή της η Δέσποινα Γερουλάνου είχε πει: «Τον Απρίλιο του ’83 έλαβα ένα απίστευτο τηλεφώνημα. Ο Δημήτρης Χορν μου πρότεινε να παίξω μαζί του στο θέατρο! Τα ’χασα. Μου φάνηκε εξαιρετικά περίεργο, μια και δεν είχα καμιά σχέση με το θέατρο. Πού του ’ρθε; “Διάβασα το έργο” μου είπε “και αυτή η κοπέλα μου θύμισε εσένα. Διάβασέ το και απάντησέ μου”. Δεν ήξερα καλά τον Χορν. Ήταν οικογενειακός φίλος, αλλά δεν είχαμε πολλά πάρε δώσε. Οταν διάβασα το έργο και είδα το μέγεθος του ρόλου έπεσα από τα σύννεφα. “Ας δοκιμάσουμε”, είπα, “αν και πολύ αμφιβάλλω…!”. “Λοιπόν ξεκινάμε!” είπε.
»Μου πρόσφερε αυτήν την εμπειρία απλόχερα. Έτσι ήταν ο Χορν. Αυτός ήταν ο Τάκης που γνώρισα, που εκτός από δάσκαλος έγινε από τότε ένας από τους πιο αγαπημένους φίλους μου. Βαθιά γενναιόδωρος».
Εκτός από ηθοποιός….
Ο Χορν αγαπούσε και θαύμαζε τον Μάνο Χατζιδάκι ήταν στενός φίλος του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Θεωρούσε ότι ο καλύτερος ρόλος του ήταν ο Τρελός από την «Δωδέκατη Νύχτα» του Σαίξπηρ. Λάτρευε τον Λογοθετίδη, τον Μπαχ, τον Μότσαρτ. Του άρεσε ο Λένον. Ελεγε αστεία, ανέκδοτα, ήταν χαριτωμένος άνθρωπος της παρέας. «Ο κόλακας και ο κόρακας σε ένα στοιχείο διαφέρουν, το “λ” και το “ρ”. Ο κόρακας τρώει πτώματα, ο κόλακας σε τρώει ζωντανό»…