Ο σταρ των 70s πέθανε από καρδιακή προσβολή σε νοσοκομείο της Φλόριντα περιτριγυρισμένος από την οικογένειά του. Είχε υποβληθεί σε μπαϊπάς το 2010. Είχε προταθεί τρεις φορές για Όσκαρ.
Δεν ήταν σίγουρο ότι ο Μπαρτ Ρέινολντς θα γινόταν ηθοποιός. Ως έφηβος αθλητής του φούτμπολ είχε κερδίσει υποτροφία στο Πανεπιστήμιο της Φλόριντα, όταν ένας τραυματισμός έβαλε τέλος στις φιλοδοξίες του για αθλητική καριέρα. Τότε ο Μπαρτ αποφάσισε να στραφεί στην ηθοποιία.
Ο πατέρας του, διοικητής της αστυνομίας που είχε πάρει μέρος στην απόβαση στη Νορμανδία, δεν συμφωνούσε με τα σχέδια του γιου του. Ο Μπαρτ όμως άρχισε να παίζει σε τοπικές θεατρικές παραστάσεις και σύντομα άρχισε να κερδίζει βραβεία για τις ερμηνείες του.
Το 1972 η ταινία Deliverance (Όταν ξέσπασε η βία) τον έκανε διάσημο ενώ ακολούθησαν οι τεράστιες επιτυχίες Smokey and the Bandit (O Aτσίδας και το Λαγωνικό), Cannonball Run με πολλά σίκουελ, το μιούζικαλ Το Καλύτερο Μικρό Πορνείο του Τέξας του 1982 με την Ντόλι Πάρτον.
To 1977, η θρυλική διευθύντρια του Cosmopolitan Έλεν Γκέρλι Μπράουν είχε μια ιδέα καθώς του μιλούσε στο τοκ-σόου του Τζόνι Κάρσον. Μήπως θα ήθελε να φωτογραφηθεί γυμνός;
Το τεύχος με την αφίσα του Μπαρτ γυμνό πάνω σε ένα αρκουδοτόμαρο έγινε εκδοτικό φαινόμενο. Πέρα από το ότι ξεπούλησε σε ώρες, η συνειδητοποίηση ότι ίσως οι γυναίκες δεν κοιτούσαν μόνο το χαμόγελο σε έναν άνδρα ήταν ένα μικρό βήμα για το φεμινιστικό κίνημα. Από εκείνη τη φωτογράφιση γεννήθηκε και η ιδέα για περιοδικό Playgirl.
Παρόλο που ο ίδιος θα έλεγε αργότερα ότι η φωτογράφιση «ήταν μια ηλίθια ιδέα», μετά απο αυτή ο Ρέινολντς δεν ήταν απλά ένα διάσημος ηθοποιός, αλλά σελέμπριτι και σύμβολο του σεξ.
Όμως τη δεκαετία του 1980 η καριέρα του άρχισε να παίρνει τον κατήφορο και μια σειρά από κακές επενδύσεις, κυρίως σε εστιατόρια και μια ομάδα φούτμπολ της Φλόριντα, τον άφησαν σε κακή οικονομική κατάσταση.
Δεν είναι ότι δεν είχε προτάσεις. Ο Ρέινολντς είχε διάσημα απορρίψει ρόλους που μετέτρεψαν άλλους σε σούπερ-σταρ: του Τζέιμς Μποντ, του Χαν Σόλο στο Star Wars και τον ρόλο που τελικά υποδύθηκε ο Ρίτσαρντ Γκιρ στο Pretty Woman. «H καριέρα μου δεν έχει απλώς τα πάνω της και τα κάτω της, μοιάζει με καρδιακή προσβολή» έλεγε ο ίδιος. Το 1996, κήρυξε πτώχευση με χρέη σχεδόν 11 εκατ. δολαρίων.
Το 1997 έκανε comeback στη μεγάλη οθόνη υποδυόμενος έναν σκηνοθέτη πορνό στο Boogie Nights, που του χάρισε μια υποψηφιότητα για Όσκαρ, όμως και πάλι τα πράγματα δεν έφτιαξαν. Το 2014 αναγκάστηκε να δημοπρατήσει πολλά προσωπικά του μεμοραμπίλια, όπως τη Χρυσή Σφαίρα που κέρδισε για το Boogie Nights.
Πρόσφατα είχε συμφωνήσει να συμμετάσχει στη νέα ταινία του Κουέντιν Ταραντίνο για τον Τσαρλς Μάνσον, όμως πέθανε πριν προλάβει να γυρίσει κάποια σκηνή.
Όταν κάποια στιγμή τον ρώτησαν τι του στοίχισε περισσότερο οικονομικά στη ζωή του, απάντησε χωρίς δισταγμό: «Οι γυναίκες!».
Είχε παντρευτεί δύο φορές, την πρώτη με τη Βρετανίδα ηθοποιό Τζούντι Κέιρν το 1963, που τον εγκατέλειψε 2 χρόνια αργότερα κατηγορώντας τον για απιστία και κατασπατάληση των χρημάτων τους.
Το 1988 παντρεύτηκε την ηθοποιό Λόνι Άντερσον, με την οποία υιοθέτησαν τον γιο τους, Κουίντον, αλλά και αυτός ο γάμος κατέληξε σε πικρό διαζύγιο το 1993.
Ο ίδιος σε συνέντευξή του στο Vanity Fair το 2015 ξεκαθάρισε ότι έρωτας της ζωής του ήταν η Σάλι Φιλντ, με την οποία είχαν on-off σχέση από το 1977, όταν γνωρίστηκαν στα γυρίσματα του Smokey and the Bandit, μέχρι τον οριστικό χωρισμό τους το 1982. «Μου λείπει φοβερά. Ακόμη και τώρα, μου είναι δύσκολο. Δεν ξέρω γιατί ήμουν τόσο ηλίθιος. Έτσι είμαστε οι άνδρες, ξέρεις. Βρίσκεις τον τέλειο άνθρωπο και μετά κάνεις τα πάντα για να τα σκατώσεις».
Η 71χρονη Φιλντ εξέδωσε χθες την εξής ανακοίνωση: «Υπάρχουν στιγμές στη ζωή σου τόσο ανεξίτηλες, που δεν σβήνουν ποτέ. Μένουν ζωντανές ακόμη και 40 χρόνια μετά. Τα χρόνια μου με τον Μπερτ δεν φεύγουν ποτέ από τη σκέψη μου. Θα βρίσκεται πάντα στην ιστορία μου και στην καρδιά μου, για όσο ζω. Αναπαύσου, Μπάντι».
Ο Ρέινολντς είχε εκδώσει δύο αυτοβιογραφίες: Το My Life το 1994 και το But Enough About Me το 2015. «Πάντα ήθελα να ζήσω τα πάντα και να πεθάνω χορτάτος», έγραψε στο δεύτερο βιβλίο του. «Λοιπόν, έως εδώ καλά. Το ξέρω ότι είμαι γέρος, αλλά νιώθω νέος. Και υπάρχει ένα πράγμα που δεν μπορούν να μου πάρουν: Κανείς δεν πέρασε καλύτερα από εμένα».
Τον Μπαρτ αποχαιρέτησαν στα σόσιαλ μίνιτα παλιοί και νέοι φαν του: