Ο Αγάθωνας Ιακωβίδης ανοίγει την καρδιά του στην «Espresso» και μιλάει για τα 46 χρόνια προσφοράς του στο ρεμπέτικο
Το ξεκίνημα στις μπουάτ, η συνεργασία με τον Μπάμπη Γκολέ, η σχέση του με τις «ουσίες» και η συμμετοχή-έκπληξη στη Eurovision
Από την
ΚΛΑΡΑ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Αυθεντικός, ευθύς, εκρηκτικός, πνευματώδης, ανήσυχος. Εχει χτίσει μια καριέρα, που μετρά ήδη 46 χρόνια, πάνω σε αυτό που αγάπησε πιο πολύ: το ρεμπέτικο τραγούδι. Ο Αγάθωνας Ιακωβίδης δημιουργεί -αν μη τι άλλο- έντονες εντυπώσεις και συναισθήματα. Ή θα τον λατρέψεις ή θα τον αντιπαθήσεις. Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορείς να μην του αναγνωρίσεις το ταλέντο και την επιτυχία σε ένα ομολογουμένως δύσκολο είδος και χώρο.
Πού γεννηθήκατε;
Γεννήθηκα το 1955 στον Ευαγγελισμό Λαγκαδά Θεσσαλονίκης. Εμεινα εκεί μέχρι τα 15 μου και μετά κατέβηκα στη Θεσσαλονίκη.
Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια;
Πολύ καλά! Γεμάτα παιχνίδι, ποδόσφαιρο και πολλή δουλειά. Εκείνα τα χρόνια στα χωριά τα παιδιά βοηθούσαν τους γονείς τους στις δουλειές, στα χωράφια ή όπου μπορούσαν.
Και γιατί φύγατε μόλις στα 15 σας;
Διαφωνούσα πολύ με τους γονείς μου, με τον πατέρα μου κυρίως, και με τους καθηγητές στο σχολείο, και έτσι την έκανα για να βρω την τύχη μου! Δεν έχω βγάλει το σχολείο. Πήγα μέχρι την τρίτη γυμνασίου. Αρχισα να δουλεύω, έκανα πολλές δουλειές. Σε οικοδομή και σε βιοτεχνία… Αυτό με βοήθησε πολύ στη συναναστροφή μου με τον κόσμο, γιατί δούλευα με πολλούς ανθρώπους κι έμαθα να τους καταλαβαίνω και να τους ξεχωρίζω. Τη δουλειά του σερβιτόρου δεν μπορούσα να την κάνω, δοκίμασα, αλλά απέτυχα. Κι αυτό γιατί δεν μπορώ να μου λένε τι να κάνω! Δεν έκανα ποτέ ό,τι ήθελαν οι άλλοι. Από τότε που τελείωσα τον Στρατό, δεν ξαναδέχτηκα «εντολές».
Η μουσική πότε μπήκε στη ζωή σας;
Η μουσική ήταν πάντα στη ζωή μου. Ο παππούς μου ήταν παπάς και πήγαινα και άκουγα τους ψάλτες στην εκκλησία. Ακουγα και τα σουξέ του ’60 από τα μεγάφωνα των μανάβηδων που έρχονταν στο χωριό. Από μικρός καταλάβαινα και ξεχώριζα ποιοι είναι καλοί τραγουδιστές και ποιοι όχι. Επίσης, από μικρός άκουγα σμυρνέικα τραγούδια. Οταν πήγα στη Θεσσαλονίκη, άρχισα να βγαίνω σε μαγαζιά. Το 1972 ήμουν 17 χρόνων και με την παρέα μου βρεθήκαμε σε μια μπουάτ στον Λευκό Πύργο. Επαιζαν τραγούδια από το Νέο Κύμα. Μου άρεσε πολύ, ήξερα τα τραγούδια, πήγαινα κάθε μέρα. Ε, με είδαν και μου πρότειναν να πω κι εγώ ένα τραγούδι. Τελικά μου πρόσφεραν δουλειά σε μια άλλη μπουάτ και ξεκίνησα. Μου έκανε πολύ καλό, γιατί μέχρι τότε ήμουν «βλαχάκι». Στην μπουάτ έρχονταν φοιτητές, επιστήμονες, καλλιτέχνες… Παρατηρούσα πώς συμπεριφέρονταν και αυτό με βοηθούσε. Γενικά, είμαι πολύ παρατηρητικός. Εχω ταλέντο στο να παρατηρώ και, αν μπορούσα, θα έγραφα απίστευτα πράγματα.
Μιλάμε για επαγγελματικό ξεκίνημα δηλαδή…
Ναι. Γνωριστήκαμε και με τα παιδιά που παίζαμε και άρχισα να συμμετέχω κανονικά στις μπουάτ. Το 1973-74 είχα καταφέρει να είμαι από τα πρώτα ονόματα στη Θεσσαλονίκη. Υπήρχαν επτά μπουάτ τότε και με ήθελαν όλες. Επίσης, ήμουν ο πρώτος που έβαλα το ρεμπέτικο τραγούδι στις μπουάτ.
Λαμπρά! Και στη συνέχεια;
Στη συνέχεια πήγα φαντάρος στη Χίο και, επειδή η θητεία μου κράτησε 32 μήνες, όταν γύρισα είχα ξεχαστεί εντελώς. Αγνωστος μεταξύ αγνώστων, λοιπόν, αλλά ήξερα ότι ήμουν καλός και θα γινόμουν ξανά όνομα. Τον τρόπο δεν ήξερα… Πήρα έναν μπαγλαμά και πήγαινα σε ταβέρνες κι έπαιζα. Το 1977 μαζευτήκαμε και κάναμε το Ρεμπέτικο Συγκρότημα Θεσσαλονίκης, και παίζαμε στο πανεπιστήμιο, στη φοιτητική λέσχη και αλλού. Το 1980-1981 κυκλοφορήσαμε και την πρώτη δισκογραφική μας δουλειά. Το συγκρότημα τελικά διαλύθηκε το 1984, όταν κατεβήκαμε στην ξελογιάστρα Αθήνα… Ολοι έκαναν κάτι άλλο στη ζωή τους εκτός από μένα, που δεν ήξερα να κάνω κάτι άλλο, δεν ήθελα να κάνω κάτι άλλο και παρέμεινα μουσικός. Δεν ήθελα να είμαι απλώς μια μετριότητα. Ηθελα να γίνω πολύ καλός σε αυτό που κάνω. Ετσι συνέχισα μόνος μου και είμαι πολύ τυχερός, γιατί έχω παίξει με κορυφαίους μουσικούς σε όλα τα όργανα.
Από τις συνεργασίες σας ποιες ξεχωρίζετε;
Με τον Μπάμπη Γκολέ, με τον οποίο γνωριστήκαμε το 1979. Παίζαμε μαζί και συνεργαστήκαμε και δισκογραφικά. Είναι η καλύτερη συνεργασία μου. Ακόμα ξεχωρίζω τη συνεργασία μου με τη Γλυκερία στο Χάραμα το 2000-2001. Ημασταν και φίλοι και συμμετείχα και σε πολλούς δίσκους της.
Η προσωπική σας ζωή;
Η προσωπική μου ζωή, μια χαρά. Εχω μία γυναίκα, έναν γιο, τους φίλους μου…
Πόσα χρόνια είστε μαζί με τη σύζυγό σας, Εριφύλη Χοντολίδου;
Πολλά. Είμαστε μαζί από το ’80. Ηταν θαυμάστριά μου, όπως και πολλές άλλες (γέλια), κι ερχόταν και με έβλεπε στα μαγαζιά όπου τραγουδούσα. Ετσι γνωριστήκαμε. Και είμαι από τους ελάχιστους σε αυτόν τον χώρο που δεν έχω χωρίσει!
Είναι τελικά τόσο δύσκολο να κρατήσεις την οικογένειά σου όταν δουλεύεις σε αυτόν το χώρο;
Δεν ξέρω αν είναι δύσκολο ή εύκολο. Μέσα στο μυαλό είναι. Για μένα δεν ήταν δύσκολο. Μια χαρά πέρασα και περνάω.
Ο γιος σας ο Νίκος με τι ασχολείται;
Είναι φυσικός και κάνει το μεταπτυχιακό του στη Σουηδία. Επίσης είναι πολύ καλός μουσικός, αλλά λόγω της οικονομικής κρίσης δεν τον προέτρεψα να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μουσική. Σε όλη μου την καριέρα δούλευα επτά μέρες την εβδομάδα και γεμίζαμε τα μαγαζιά. Τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει.
Εκτός από τους πειρασμούς στον γάμο, ο χώρος σας φημίζεται και για άλλα προβλήματα, όπως εθισμοί στο αλκοόλ και στα ναρκωτικά…
Μου αρέσει πολύ το αλκοόλ και το ποτό μου είναι το ουίσκι. Είμαι γεννημένος για να πίνω ουίσκι! Αλλά πίνουμε επειδή το γουστάρουμε, δεν πρέπει να μας «πίνει». Και ποτέ πριν από τη δουλειά. Θέλω να έχω τον απόλυτο έλεγχο στα πάντα πάνω στη δουλειά μου. Κάπνιζα παλιά, αλλά το έκοψα. Οσο για τα ναρκωτικά, είναι γνωστό ότι στον χώρο του ρεμπέτικου το «μαυράκι» υπάρχει κατά κόρον. Από παλιά. Εγώ προσωπικά δεν είχα ποτέ τέτοια θέματα και ούτε κατάλαβα ποτέ τι τους προσφέρει. Βλέπω μερικούς που δεν μπορούν να πάρουν τα χέρια τους. Δεν κατακρίνω κανέναν βέβαια.
Φιλίες κάνατε στον χώρο;
Πάρα πολλές και τις κρατάω. Καταλαβαίνω αν κάποιος αξίζει να είναι φίλος μου και αν θα μείνει για πάντα. Το λέω με περηφάνια και καμάρι.
Λάθη κάνατε στην καριέρα σας;
Ουυυυ! Πάρα πολλά και τα αναγνώρισα όλα! Και όσους αδίκησα, παρότι είμαι πολύ προσεκτικός σε αυτό, τους ζήτησα συγγνώμη. Να είμαστε γεροί, να κάνουμε κι άλλα. Για παράδειγμα, ήταν λάθος που έμεινα τόσα χρόνια στον Σαμπάνη στην Αθήνα ή που δεν έμεινα σε κανένα μαγαζί στη Θεσσαλονίκη για πάνω από δύο χρόνια.
Τη συμμετοχή σας στη Eurovision με τους Koza Mostra δεν τη συμπεριλαμβάνετε σε αυτά, φαντάζομαι…
Οχι βέβαια! Πήγα να βοηθήσω τα παιδιά. Ετσι ξεκίνησε. Κάναμε τον δίσκο και ήρθαν και μου είπαν ότι τους πρότειναν να πάνε στη Eurovision, αλλά με μένα. Με ρώτησαν αν θα πάω. Τους είπα θα πάμε και θα σας βγάλω και πρώτους! Μου άρεσε πολύ ως εμπειρία. Είδα πόσο επαγγελματίες είναι στον χώρο και πόσο σοβαρά το αντιμετώπιζαν όλοι. Οτιδήποτε κάνεις πρέπει να το αντιμετωπίζεις σοβαρά. Με παραδέχτηκαν όλοι τότε!
Κάνοντας έναν απολογισμό, τι θα λέγατε;
Είμαι 46 χρόνια στον χώρο και θεωρώ ότι έχω προσφέρει στο ρεμπέτικο. Χαίρομαι που υπάρχουν πολλοί νέοι μουσικοί στο ρεμπέτικο, οι οποίοι δεν το ξεπουλάνε και είναι άξιοι να αντικαταστήσουν εμάς τους παλιούς.
Για τα άλλα είδη μουσικής ποια είναι η γνώμη σας;
Μου αρέσουν πολύ τα δημοτικά και οι δημοτικοί με θεωρούν δικό τους. Για το λαϊκό και το έντεχνο έχω τη χειρότερη άποψη. Με το χέρι στην καρδιά το λέω! Ειδικά το έντεχνο το θεωρώ πεθαμενατζίδικο.
Εχετε δηλώσει άθεος…
Αθρησκος. Είμαι μόνο Ελληνας. Πιστεύω στη φύση και τη λογική του Αριστοτέλη. Δεν σέβομαι την πίστη κανενός. Δεν σέβομαι ούτε καν την ίδια τη λέξη «πίστη». Δεν κατηγορώ κανέναν, ούτε φυσικά θα κοροϊδέψω κάποιον για την πίστη του, απλώς δεν συζητάω ποτέ μαζί τους γι’ αυτό το θέμα.
Τώρα τι κάνετε; Ετοιμάζετε κάτι δισκογραφικά;
Η δισκογραφία έχει πεθάνει εδώ και χρόνια και δεν το ξέρει!
Θα εμφανίζεστε κάπου τον χειμώνα;
Εχω πολλές προτάσεις, αλλά δεν έχω κλείσει ακόμα. Σκέφτομαι μήπως κλείσω σε παραπάνω από ένα μαγαζί.
Πώς θα περιγράφατε τον εαυτό σας;
Θα ήθελα στον τάφο μου να γραφτεί η φράση: «Δεν χάλασε τα ρεμπέτικα»! Είναι άσχετη η απάντηση που σου έδωσα, αλλά αυτή είναι η φιλοδοξία μου.
Πηγή: espressonews.gr