«Ραγίζει» καρδιές το αντίο της Νένας Χρονοπούλου στη μητέρα της που «έφυγε» από τη ζωή.
Στην προσωπική της σελίδα στο facebook έγραψε: «Πως να πεις «αντίο» σ’ αυτόν που σε γέννησε;
Σ’ αυτόν που σε έμαθε να γράφεις; Σ’ αυτόν που σου έμαθε να κάνεις το Σταυρό σου; Που σου έμαθε να σέβεσαι, να είσαι δυνατός, να νιώθεις τον πόνο και να τον εκτιμάς… Πώς να πεις αντίο στην καλή σου «νεραΐδα», στη μητέρα σου….
Θα προσποιηθώ λοιπόν για ακόμα μία φορά πως έφυγες ταξίδι και πως με περιμένεις κάποια στιγμή και εσύ, όπως και όλοι οι υπόλοιποι… Και όχι, δε θα το ξεπεράσω κι αυτό, απλά θα μάθω να ζω με έναν πόνο ακόμα…».
Ενώ αποχαιρέτησε τη μαμά της με ένα συγκινητικό μήνυμα στο προσωπικό της blog:
«Μία εβδομάδα ακριβώς χωρίς τη μητέρα μου, χωρίς τη «νεραΐδα» μου…Όταν πήγα να χειρουργηθώ στις 8 Αυγούστου του 2017, στο ίδιο δωμάτιο με εμένα νοσηλευόταν και η μητέρα μου. Βλέπετε τα τελευταία δέκα χρόνια την ταλαιπωρούσε ο καρκίνος.
Την ώρα που έκανα εγώ χειρουργείο, εκείνη έκανε μία γαστροσκόπηση για να μπορέσουν να δουν οι γιατροί τι άλλο της συμβαίνει, μέχρι τότε είχε αφαιρέσει το δεξί της πνεύμονα, το θυρεοειδή της, ένα μέρος του δεξιού στήθους και κάποιους λεμφαδένες. Όταν λοιπόν άνοιξα τα μάτια μου, από το δικό μου χειρουργείο είδα τη μητέρα μου με ορό στο χέρι και έμαθα τα «μαντάτα»… Σύνδρομο άνω κοίλης και μάλιστα προχωρημένο. Η «νεραΐδα» μου έφευγε… Το πότε θα εξαρτιόταν από το εάν και εφ’ όσον θα άντεχε τις ακτινοβολίες.
Άντεξε μόνο τις πέντε από τις δέκα, παληκαρίσια μέχρι το τέλος, με απόλυτη διαύγεια, με χιούμορ, γλύκα, αγάπη και δύναμη… Και το σημαντικότερο όλων, δίχως πόνους.
Εγώ έχοντας το κεφάλι μου στα γόνατά της να τη ρωτάω αν φοβάται το μεγάλο ταξίδι, και εκείνη να μου απαντάει «Όχι, άλλωστε έχω τόσους εκεί να με περιμένουν, μόνο μη μου κλαις, δε μπορώ μάνα μου, να βλέπω τα μάτια σου κλαμένα».
Άντεχε την ιδέα του θανάτου αλλά δεν άντεχε να με βλέπει να κλαίω, και εγώ να μη μπορώ να σταματήσω τα δάκρυά μου και να με έχει πιάσει κρίση ειλικρίνειας και να την ενημερώνω για όλα όσα της συμβαίνουν. Εκείνη να τα ακούει και να τα αντέχει λέγοντάς μου «Ευχαριστώ, που δε μου λες ψέματα, ξέρω μάνα μου, ξέρω, εδώ μέσα δούλευα, ξέρω».
Εκείνη την τελευταία εβδομάδα τα είπαμε όλα, και τα καλά και τα άσχημα και ένοιωσα πως γύρισε ο χρόνος πίσω και απέχτησα όλες τις καλές μας στιγμές που μέχρι τώρα πίστευα πως είχαν χαθεί.
Έγινα όλα όπως εκείνη ήθελε γιατί έτσι έπρεπε να γίνουν και μετά απλά άφησε την τελευταία της ανάσα όρθια στην αγκαλιά μου καθώς της αλλάζαμε νυχτικό μαζί με την αγαπημένη της φίλη την κ. Ειρήνη και την κ. Αγγελική που ήταν συνάδελφός της.
Και έτσι την περασμένη Κυριακή ανήμερα του Αγίου Φανουρίου στις 14:30 το μεσημέρι, η μητέρα μου «έφυγε» για να πάει να βρει το γιό της το Γιαννάκη και τον άνδρα της τον Κώστα, που συμπτωματικά και εκείνου η καρδιά σταμάτησε να χτυπάει κάποια Κυριακή κοντά στις τρεις το μεσημέρι.
Ξέρω πως η καρδιά της σχίζεται που με βλέπει να λιώνω από πόνο μακριά της, αλλά της το είπα και λίγες στιγμές πριν φύγει… «Αν δεν κλάψω για σένα νεραΐδα μου, για ποιόν αξίζει να κλάψω;»
Δεν της ζήτησα να μη φύγει άλλωστε ούτε και εκείνη το ήθελε που θα έφευγε, της ζήτησα μόνο να μη μ’ εγκαταλείψει και να έρχεται να τη βλέπω…
Γιατί την έχω ανάγκη και θα την έχω πάντα».