Ποια η διαολεμένη σύμπτωση του εγκλήματος στο Κορωπί με παλιά υπόθεση δολοφονίας στην Οικογένεια Παπαιωάννου;
Η υπόθεση εγκλήματος παίρνει μυθιστορηματικές διαστάσεις μετά την κατάθεση του δράστη της διπλής επίθεσης ότι η 26χρονη σύντροφός του, είναι εγγονή μιας διάσημης φόνισσας της δεκαετίας του ’60…
Η γιαγιά της δράστιδας, φέρεται να ήταν η Ελένη Παπαϊωάννου, επονομαζόμενη και «Τίγρης του Κορωπίου» η οποία είχε συγκλονίσει το πανελλήνιο όταν τον Οκτώβριο του 1963 έκαψε ζωντανό το σύζυγό της.
Και οι δύο γυναίκες είχαν την ίδια σχεδόν ηλικία, είχαν δύο παιδιά και η αιματηρή κατάληξη των οικογενειακών υποθέσεων είχαν ερωτικό περιεχόμενο.
Ποια είναι η Τίγρης του Κορωπίου
Στις 23 Οκτωβρίου του 1963, ώρα 10 το βράδυ, ο Παναγιώτης Παπαϊωάννου κοιμόταν στο σπίτι του, καλυμμένος με μια κουβέρτα. Η σύζυγός του Ελένη, περπατούσε στις μύτες των ποδιών της για να μην τον ξυπνήσει και σιγά σιγά, έκλεισε όλα τα παράθυρα και κλείδωσε τις πόρτες του σπιτιού.
Χωρίς να πει κουβέντα, τον περιέλουσε με βενζίνη και πέταξε πάνω του ένα αναμμένο σπίρτο. Ο Παπαϊωάννου τυλίχτηκε στις φλόγες και άρχισε να ουρλιάζει, αλλά η Ελένη πρόλαβε να φύγει απ’ το σπίτι. Οι απόκοσμες κραυγές του ξύπνησαν τον γείτονα, ο οποίος έτρεξε να βοηθήσει.
Η πόρτα όμως ήταν κλειδωμένη και δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα. Η Ελένη Παπαϊωάννου είχε ήδη φτάσει στο αστυνομικό τμήμα Κορωπίου, όπου ομολόγησε: “Έβαλα φωτιά και έκαψα τον άνδρα μου. Ήρθα να παραδοθώ. Δεν μετανοώ”.
Όταν οι αρχές άνοιξαν τις πόρτες του σπιτιού, βρήκαν το απανθρακωμένο χέρι του Παπαϊωάννου γαντζωμένο στο χερούλι του παραθύρου.
Η Ελένη Παπαϊωάννου ήταν 27 χρόνων και μητέρα δύο παιδιών, όταν αποφάσισε να σκοτώσει τον άντρα της. Πριν από λίγο καιρό, το θύμα είχε επιτεθεί σε έναν άλλο άντρα, εν ονόματι Βασιλείου, που πίστευε ότι ήταν ο εραστής της γυναίκας του.
Το δικαστήριο έστειλε κλήση στο σπίτι τους καλώντας τον σε δίκη, αλλά η Παπαϊωάννου την έκρυψε και ο άντρας της δεν εμφανίστηκε ποτέ. Η δίκη πραγματοποιήθηκε ερήμην του και καταδικάστηκε σε 20 μέρες φυλάκιση.
Την ημέρα που το θύμα έμαθε την απόφαση του δικαστηρίου, η Ελένη αγόρασε τρία μπιτόνια βενζίνης από το παντοπωλείο. Το απόγευμα έστειλε την μικρή τους κόρη για να πάρει άλλα δύο και το βράδυ, πήγε τα παιδιά στο σπίτι της μητέρας της και τα άφησε εκεί. Δεν ήθελε να δουν τον πατέρα τους να καίγεται ζωντανός.
Η δίκη της Παπαϊωάννου
Οι καταθέσεις των μαρτύρων περιέγραφαν δύο πολύ διαφορετικές καταστάσεις. Ο αδελφός του Παναγιώτη Παπαϊωάννου και η σύζυγός του, κατέθεσαν ότι η Ελένη ήταν μία ανήθικη γυναίκα, που διατηρούσε ερωτικό δεσμό με τον Βασιλείου πριν και μετά το γάμο της. Ο άντρας της ντρεπόταν να κυκλοφορήσει στην κοινωνία, γιατί “είχε κέρατα και όλοι τον κορόιδευαν”.
Η Ελένη έφευγε απ’ το σπίτι και αναγκαζόταν να μεσολαβήσει η μητέρα της για να γυρίσει πίσω στον άντρα και τα παιδιά της. Το θύμα, σύμφωνα με τον αδελφό του, ουδέποτε χτύπησε ή φώναξε στη γυναίκα του. Ήταν ένα υποδειγματικός σύζυγος και στοργικός πατέρας, που ανεχόταν υπομονετικά τις απιστίες της Ελένης.
Η εκδοχή της Ελένης
Όμως, οι καταθέσεις άλλων μαρτύρων δεν έδιναν την ίδια εικόνα. Ο Παπαϊωάννου ήταν ένας αθεράπευτος γυναικάς, που συνήθιζε να λέει περήφανα ότι “το ξένο είναι πιο γλυκό”.
Μεθούσε συχνά και απειλούσε τη γυναίκα του ότι θα τη διώξει απ’ το σπίτι. Η κατάθεση της κατηγορούμενης αποκάλυψε την τραγική της ιστορία.
Η μητριά της την έστειλε να γίνει υπηρέτρια στο σπίτι του θύματος, όταν ήταν 15 χρονών. Ο Παπαϊωάννου τη βίασε. Τότε τα αδέρφια της τον ανάγκασαν να την παντρευτεί, επειδή την ατίμασε. Απέκτησαν δύο παιδιά για τα οποία δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ.
Σπαταλούσε όλα του τα χρήματα στο ποτό, ενώ η οικογένειά του πεινούσε. Όταν η Ελένη του ζήτησε χρήματα για να αγοράσει γάλα, της είπε να βγει στο πεζοδρόμιο. Όπως είπε στο δικαστήριο, όταν τόλμησε να ξαναζητήσει λεφτά ο σύζυγός της άρπαξε ένα μαχαίρι και απείλησε να τη σκοτώσει.
Δεν του έδωσε την κλήση του δικαστηρίου, γιατί φοβήθηκε ότι ο άντρας της θα γινόταν έξαλλος και θα σκότωνε τον Βασιλείου, με τον οποίο η Παπαϊωάννου δεν είχε ποτέ ερωτική σχέση. Ο ίδιος ο Βασιλείου αρνήθηκε κατηγορηματικά οποιαδήποτε ανάμειξη με την κατηγορούμενη.
Το θύμα τον είχε δει μια μέρα να μιλάει με την Παπαϊωάννου, έξω από ένα ζαχαροπλαστείο, όπου αντάλλασσαν τυπικούς χαιρετισμούς.
Του επιτέθηκε και του έκοψε τη μύτη. Η κατηγορούμενη φοβήθηκε για τη ζωή της, όταν ο σύζυγός της έμαθε την απόφαση του δικαστηρίου και τον σκότωσε, πριν προλάβει να της κάνει κακό.
Ολοκλήρωσε την κατάθεσή της με τα εξής λόγια
“Μετανιώνω για αυτό που έκανα, επειδή δεν έπρεπε να αφαιρέσω τη ζωή ενός ανθρώπου. Αλλά η ζωή μου είχε γίνει μαρτύριο. Τώρα χρωστάω μια ζωή. Πάρτε την. Μόνο γλιτώστε τα παιδιά μου από τα χέρια του κουνιάδου μου”. Οι ένορκοι πίστεψαν την ιστορία της και αναγνώρισαν τα ελαφρυντικά “του πρότερου έντιμου βίου” της.
Η “Τίγρης του Κορωπίου” απέφυγε το εκτελεστικό απόσπασμα και καταδικάστηκε σε κάθειρξη 18 ετών. Καθώς τη μετέφεραν στις φυλακές, η Ελένη Παπαϊωάννου χαμογελούσε, γιατί κατάφερε να αποδείξει την κακοποίηση που δεχόταν στα χέρια του συζύγου της.
«Δεν θυμάμαι, θόλωσα, τρελάθηκα», επαναλάμβανε στην απολογία της η «φόνισσα του Κορωπίου»
Με μια απολογία – ποταμό η 27χρονη κατηγορουμένη που δολοφόνησε με μαχαίρι τη εν διαστάσει σύζυγο του συντρόφου της μπροστά στα μάτια των παιδιών του θύματος, στο Κορωπί, περιέγραψε στους δικαστές τι ακριβώς συνέβη εκείνη τη μέρα.
Δίνοντας μια διαφορετική εκδοχή από τις καταθέσεις των μαρτύρων, η κατηγορουμένη υποστήριξε ότι το θύμα τη σταμάτησε έξω από το σπίτι, όταν η ίδια περνούσε με το αυτοκίνητό της, στο οποίο είχε και το ανήλικο αγοράκι της.
Πρόεδρος: «Πως φτάσατε στο σημείο να πάτε στο σπίτι του θύματος;»
Κατηγορουμένη: «Δεν είχα πάει στο σπίτι της. Είχα πάρει τηλέφωνο τον Γιάννη και μου είπε ότι δεν ήταν καλά πως δεν είχε πληρωθεί. Για κακή μου τύχη πέρασα από το σπίτι της… Είχε βγει έξω από το σπίτι η θανούσα για αυτό με σταμάτησε. Με έβριζε, με έλεγε π…, ότι είναι μαζί με τον Γιάννη, ότι κοιμούνται μαζί . Είπαμε κάποια λόγια, δεν τα θυμάμαι καλά. Μου λέει: “Έχεις και το παιδί μαζί σου; Το φέρνεις εδώ να το δουν και τα δικά μου παιδιά;”. Δεν μπορούσα να καταλάβω ποιος ήταν ο λόγος που μου μιλούσε έτσι…Και π…. να ήμουν, δεν καταλαβαίνω γιατί αυτή η γυναίκα δεν ήθελε να δει ότι υπήρχαν δυο άλλα παιδιά».
Στη συνέχεια η 27χρονη υποστήριξε ότι το θύμα ήθελε να χτυπήσει το παιδί που είχε μέσα στο αυτοκίνητο, πάλεψαν και πήρε το μαχαίρι που είχε στο αυτοκίνητο.
Κατηγορουμένη: «Βγήκα έξω από το αυτοκίνητο μου τρέχοντας. Η θανούσα είχε ανοίξει τη πόρτα του παιδιού, ήθελε να το χτυπήσει. Το τράβηξα από τα χέρια, με απειλούσε, μου έλεγε θα το σκοτώσει. Για κακή μου τύχη είχα μαζί μου το μαχαίρι, μαζί με άλλα ψώνια που είχα κάνει από το σούπερ μάρκετ. Δεν ξέρω πώς αντέδρασε το μυαλό μου εκείνη την ώρα. Το φόρεμα που φορούσα ήταν σκισμένο. Με τράβαγε και εκείνη την ώρα σκέφτηκα το μαχαίρι. Την έσπρωξα και της πήρα το παιδί και το έβαλα στο αυτοκίνητο. Μου τράβαγε τη μπλούζα. Τρελάθηκα πήρα το μαχαίρι… Με τράβαγε από τη μπλούζα για να βγω. Εγώ είχα βάλει το παιδί μέσα… Πήρα το μαχαίρι, ήταν μπροστά από το κάθισμα του συνοδηγού, κάτω από το κάθισμα».
Πρόεδρος: «Γιατί το μαχαίρι το είχατε βάλει μπροστά;»
Κατηγορουμένη: «Γιατί ήταν ένα πράγμα, ένα αντικείμενο και το έβαλα μπροστά».
Προέδρος: «Όταν σας τράβαγε, όπως λέτε, από την μπλούζα τι κάνετε;»
Κατηγορουμένη: «Φώναζα, δεν ξέρω, είχα τρελαθεί… Παλεύαμε είδε το μαχαίρι προσπαθούσε να το αρπάξει».
Πρόεδρος: «Μα το μαχαίρι ήταν στη συσκευασία του; Πως την ανοίξατε; Ήταν συσκευασία κλειστή…».
Κατηγορουμένη: «Προεξείχε η λαβή. Η θανούσα με τράβαγε…».
Πρόεδρος: «Πήρατε το μαχαίρι και τι κάνετε;»
Κατηγορουμένη: «Δεν θυμάμαι…».
Πρόεδρος: «Τι θυμάστε τότε; Ποια είναι η κίνηση που κάνατε όταν κρατούσατε το μαχαίρι απέναντι στη θανούσα;».
Κατηγορουμένη: «Δεν θυμάμαι…».
Πρόεδρος: «Το αίμα του θύματος βρίσκεται εντός της αυλής του σπιτιού της. Πως φτάσατε μέχρι εκεί;».
Κατηγορουμένη: «Αρχίσαμε και παλεύαμε με το μαχαίρι. Η θανούσα φώναζε τα παιδιά της. Φτάσαμε στην αυλή παλεύοντας και οι δυο μαζί».
Πρόεδρος: «Σας τραβούσε η θανούσα;».
Κατηγορουμένη: «Ναι…»
Πρόεδρος: «Τι έγινε εκεί;»
Κατηγορούμενη: «Την χτύπησα πόσες φορές δεν ξέρω, δεν θυμάμαι. Ότ,ι άκουσα, το άκουσα την επόμενη…».
Πρόεδρος: «Ήταν τα παιδιά της θανούσας στο σπίτι; Τα αντιληφθήκατε;».
Κατηγορουμένη: (κλαίει). «Ήρθαν προς το τέλος σε ό,τι γινόνταν εκεί πέρα…».
Πρόεδρος: «Όταν χτυπούσατε τη θανούσα με το μαχαίρι είχε πέσει κάτω;».
Κατηγορουμένη: «Όχι ήταν όρθια…Εγώ θυμάμαι τον Γιάννη που ήρθε και φώναζε και με τράβηξε μακριά της».
Πρόεδρος: «Εσείς τι κάνατε μετά;».
Κατηγορούμενη: «Πήρα τα αμάξι και έφυγα, πανικοβλήθηκα…».
Πρόεδρος: «Η θανούσα;».
Κατηγορούμενη: «Ήταν όρθια…».
Η κατηγορουμένη υποστήριξε ότι δεχόταν συνεχώς απειλές και βρισιές από το θύμα.
Κατηγορουμένη: «Όποτε βρισκόμασταν κάπου με έβριζε με έκανε ρεζίλι».
Πρόεδρος: «Μόνο επειδή σας έβριζε την αποφεύγατε;».
Κατηγορουμένη: «Όχι ερχόταν τακτικά και στο σπίτι μου. Έβριζε εμένα, έλεγε τα παιδιά μπάσταρδα, μου έλεγε ότι θα σκοτώσει τα παιδιά…».
Πρόεδρος: «Πόσο συχνά γίνονταν αυτό;».
Κατηγορουμένη: «Ήταν συχνό…Για αυτό είχα πάει σε ένα δικηγόρο και είχα πει το πρόβλημα μου και θέλαμε να κάνουμε ασφαλιστικά μέτρα. Ο Γιάννης μου είχε πει ότι είχε βάλει άνθρωπο να με αντιπροσωπεύσει εμένα στο αυτόφωρο και δεν είχε βάλει κανένα. Έμαθα πολλά εδώ που δεν τα ήξερα. Ότι τον απειλούσα, ότι την έκαψα. Το μόνο πράγμα που δεν μου έχει πει ότι δεν τον βίασα. Μέχρι τον 8ο μήνα της εγκυμοσύνης μου δούλευα. Όλο αύριο και αύριο μου έλεγε όταν ζητούσα χρήματα».
Πρόεδρος: «Γιατί ήσασταν τόσα χρόνια μαζί;».
Κατηγορουμένη: «Όταν είσαι ερωτευμένος βλέπεις; Εγώ τυφλώθηκα…»
Πρόεδρος: «Δεν ξέρατε ότι είναι παντρεμενος;».
Κατηγορουμένη: «Όχι το έμαθα το 2014.. Μου είπε: “Θα σου πω κάτι αλλά δεν θα πανικοβληθείς”. Μου είπε ότι δεν έχει πάρει διαζύγιο και ότι μένει τυπικά μαζί με τη γυναίκα του για τα παιδιά…».
Πρόεδρος: «Επί τέσσερα χρόνια οι επαφές σας πως ήταν;»
Κατηγορουμενη: «Καθημερινές. Τέσσερα χρόνια μου έλεγε ότι έμενε με τη μάνα του…».
Πρόεδρος: «Έμενε και στο σπίτι σας;»
Κατηγορουμένη: «Κάποια βράδια έμενε».
Πρόεδρρος: «Τι κάνατε όταν το μάθατε;».
Κατηγορουμένη: «Έπεσα από τα σύννεφα. Ήμασταν πολλές ώρες μαζί με έπαιρνε στο μαγαζί του και καθόμουν. Σκέφτηκα ότι όντως είναι χωρισμένος».
Πρόεδρος: «Όταν μάθατε ότι είναι παντρεμένος τι κάνατε;»
Κατηγορουμένη: «Του ζήτησα να ξεκαθαρίσει τα πράγματα και μου έλεγε «αύριο»…».
Στο σημείο αυτό η κατηγορουμένη άρχισε να φωνάζει και να επιτίθεται λεκτικά στον εραστή της, με αποτέλεσμα η δίκη να διακοπεί για λίγο.
«Γιατί δεν μου μίλαγες; Γιατί δεν με άκουγες;. Μας διέλυσε ο αλήτης», της είπε ο πατέρας της που βρίσκονταν στο ακροατήριο. «Δεν μπορώ μπαμπά μου, συγγνώμη, δεν το ήθελα», ήταν η απάντηση της 27χρονης, με τον πατέρα της να λέει στον 41χρονο. «Φύγε ρε αλήτη έξω, κατέστρεψες δυο οικογένειες, κάθαρμα».
Κλείνοντας την απολογία της η κατηγορουμένη είπε: «Στεναχωριέμαι πολύ για αυτά τα παιδιά… Μακάρι να μπορούσα να έχω φέρει την μητέρα τους πίσω».
Η κατηγορουμένη στην απολογία της «έδειξε» τον εραστή της ως ηθικό αυτουργό της δολοφονίας, καθώς όπως είπε «ο κύριος αυτός με τα ψέματα του μας διέλυσε».
Πάντως πολλές ήταν οι ερωτήσεις της έδρας που έμειναν αναπάντητες από την κατηγορουμένη, η οποία έλεγε συνεχώς «δεν θυμάμαι, θόλωσα, τρελάθηκα», χωρίς να δώσει λεπτομέρειες για τις μαχαιριές που κατάφερε στην άτυχη γυναίκα.
naftemporiki.gr
«Μην σκοτώνεις τη μαμά μας», φώναζαν τα παιδιά στην φόνισσα του Κορωπίου -Της πήραν το μαχαίρι από τα χέρια
Άρχισε ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, η δίκη της 27χρονης, που πριν ένα χρόνο είχε μαχαιρώσει θανάσιμα την σύζυγο του ερωτικού της συντρόφου, στο Κορωπί.
Η νεαρή γυναίκα, που είχε κάνει δύο παιδιά με τον 41 ετών σύντροφό της, είχε πάει τον περασμένο Αύγουστο στο σπίτι της 35χρονης συζύγου του, η οποία ήταν επίσης μητέρα δύο παιδιών και μετά από καυγά που είχαν, την μαχαίρωσε πέντε φορές στην πλάτη. Το έγκλημα είχαν δει τα δύο παιδιά του θύματος.
Με την έναρξη της διαδικασίας, η υπεράσπιση της 27χρονης κατηγορούμενης υποστήριξε στο δικαστήριο, ότι πρέπει να γίνει μετατροπή της κατηγορίας, από ανθρωποκτονία από πρόθεση σε θανατηφόρα, μη σκοπούμενη βαριά σωματική βλάβη, εκφράζοντας την θέση πως τα τραύματα δεν ήταν καθοριστικής σημασίας και ότι ο θάνατος της 35χρονης επήλθε από αμέλεια των γιατρών. Είπε επίσης, πως η 27χρονη βρισκόταν σε βρασμώ ψυχικής ορμής.
Στο δικαστήριο κατέθεσε η αδελφή του θύματος, που έχει την επιμέλεια των παιδιών της αδελφής της, η οποία περιέγραψε την καθημερινότητα του θύματος ως μία αλληλουχία καυγάδων, ψεμάτων και εντάσεων με τον σύζυγό της, αλλά και έντονων διαπληκτισμών με την 27χρονη.
Η μάρτυρας τόνισε, πως τα δύο ανηψάκια της βρίσκονται ακόμη σε κατάσταση σοκ από όσα είδαν το βράδυ του εγκλήματος, το οποίο μάλιστα προσπάθησαν να αποτρέψουν πέφτοντας και τα δύο πάνω στην δράστιδα για να σώσουν την μαμά τους. «Τελικά, αφού ήδη είχε χτυπήσει η δράστις την αδελφή μου, ο μικρός κατάφερε να της πάρει το μαχαίρι από τα χέρια και να το πετάξει στο διπλανό οικόπεδο».
Όπως κατέθεσε η μάρτυρας: «Τα ουρλιαχτά και οι εκκλήσεις για βοήθεια αναστάτωσαν τη γειτονιά και ο 41χρονος σύζυγος του θύματος, που διατηρούσε συνεργείο λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι, έτρεξε για να δει τι συμβαίνει. Τα παιδιά μου είπαν πως ο πρώην γαμπρός μου έφτασε στο σπίτι και χαστούκισε την κατηγορούμενη, που ήταν εκτός εαυτού, για να σταματήσει. Πιστεύω ότι τα παιδιά γλύτωσαν από τύχη. Ήταν τυχερά μέσα στην ατυχία τους…».
Ακόμη, η μάρτυρας είπε στο δικαστήριο, πως την ώρα του φονικού δέχτηκε τηλεφώνημα από τα παιδιά και άκουσε την αδελφή της να φωνάζει «βοήθεια, βοήθεια, τρέξτε στον πατέρα σας» και τα παιδιά να φωνάζουν «μην σκοτώνεις τη μαμά μου».
Στην κατάθεσή της η γυναίκα είπε επίσης ότι η αδελφή της είχε υποβάλλει αίτηση διαζυγίου, δύο χρόνια πριν γίνει το έγκλημα. Υπογράμμισε δε, πως άλλη μία φορά η κατηγορουμένη είχε επιτεθεί στο θύμα μέσα στο συνεργείο του 41χρονου και είχαν οδηγηθεί και οι δύο στο Αυτόφωρο, το οποίο είχε αθωώσει την αδελφή της και είχε καταδικάσει την 27χρονη.