Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης με τα λόγια της εγγονής του Αλεξίας Μπακογιάννη

0
2258

Πριν από ένα χρόνο μίλησε για τον παππού της με άγνωστες λεπτομέρειες. Σήμερα αυτή η διήγηση είναι μια ιστορική μαρτυρία.

Τον περασμένο Απρίλιο, ο πρώην πρωθυπουργός και επίτιμος πρόεδρος της ΝΔ Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, σε ηλικία 98 ετών, δέχτηκε να μου παραχωρήσει μια προσωπική συνέντευξη, την τελευταία αποχαιρετιστήρια της ζωής του δυστυχώς, στο σπίτι του στα Χανιά. Μία εβδομάδα πριν από την προκαθορισμένη συνάντηση θεώρησα καλό, για δική μου διευκόλυνση, να μιλήσω με μερικούς ανθρώπους του περιβάλλοντός του που είτε τον ήξεραν καλά, είτε δούλεψαν μαζί του χρόνια, είτε τον αγαπούσαν πολύ. Η πρώτη του εγγονή, Αλεξία Μπακογιάννη, πληρούσε και τις τρεις προϋποθέσεις κι έτσι ξεκίνησα από αυτήν. Τη συνάντησα στο γραφείο της στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, δεν ξέρω αν ήταν μια καλή ημέρα για εκείνη ή μια τυχερή ημέρα για εμένα, πάντως μία ώρα και δεκαπέντε λεπτά αργότερα, αποχαιρετώντας την, είχα την αίσθηση ότι είχε αφήσει στο μαγνητόφωνό μου ένα ανέλπιστο δώρο! Κανείς, νομίζω, δεν θα μπορούσε να δώσει τόσο γλαφυρά, τρυφερά, έξυπνα και με χιούμορ τέτοιες συγκλονιστικές και άγνωστες λεπτομέρειες από την πολύ προσωπική ζωή του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Δεν συμπεριέλαβα σχεδόν τίποτα από αυτή τη διήγηση στη συνέντευξη που τελικά δημοσίευσα επειδή η συνομιλία με τον πρόεδρο ήταν από μόνη της ποταμός. Τη δημοσιεύω σήμερα, σαν ένα μικρό ντοκουμέντο του χαρακτήρα αυτής της χαρισματικής προσωπικότητας που αποχαιρετάμε.

Οι επιστήθιοι φίλοι 

Οι επιστήθιοι φίλοι του, προς μεγάλη του απελπισία, έχουν πεθάνει οι περισσότεροι. Είναι μία από τις μεγάλες του δυστυχίες, νιώθει ότι σιγά-σιγά μένει μόνος, το λέει και ο ίδιος «οι κηδείες πολλαπλασιάζονται»… ε, όταν είσαι 98 ετών προφανώς…  Αυτό όμως που είναι ωραίο είναι ότι οι επιστήθιοι φίλοι του δεν ήταν ποτέ πολιτικοί, ήταν πάντα από άλλα επαγγέλματα. Ο Γιάννης Τριανταφυλλίδης ήταν αρχιτέκτονας, ο Κνιθάκης και ο Μανουσάκης από την Κρήτη. Αυτοί ήταν οι τρεις επιστήθιοι φίλοι του, κανείς τους ούτε είχε σχέση ούτε μπήκε ποτέ στην πολιτική. Και φυσικά ο Λιναρδάτος, που ήταν πολύ κολλητός του φίλος. Τον στήριζαν πάντα ηθικά και ειδικά την περίοδο της Χούντας που είχε και οικονομικά θέματα τον βοήθησαν πάρα πολύ. Αυτούς θυμάμαι σαν φίλους του παππού από τότε που ήμουνα παιδάκι. Ήταν όλη τους τη ζωή εκεί, στα δύσκολα, στα καλά, στις χαρές, στις λύπες, στις επετείους, στα δράματα, στους γάμους, στις κηδείες, με τον ίδιο τρόπο, εκεί δίπλα του.

Η γιαγιά μου είχε βέβαια τις φιλενάδες της, έκανε παρέα με την Αμαλία Μεγαπάνου, αλλά οι φιλίες του ζευγαριού ήτανε κοινές, ήτανε τόσο δεμένο ζευγάρι που ήταν λίγο δύσκολο να έχει ο καθένας τους φίλους του.

Οι φίλοι τού δίνανε και μια αίσθηση του τι λέει ο κόσμος εκεί έξω γιατί οι πολιτικοί, ξέρετε, παθαίνουν ιδρυματισμό, δηλαδή ακούνε μόνο τους ανθρώπους που είναι πέριξ της πολιτικής, δημοσιογράφους, πολιτικούς κ.λπ. Για τον παππού μου ήταν πολύ σημαντικό επομένως να έχει ανθρώπους δίπλα του που ήταν έξω από τα συστήματα και του λέγανε τι συμβαίνει ακριβώς και τι λέει ο κόσμος.

Εμμονές και ξυραφάκια

Γενικά δεν είναι καθόλου εμμονικός άνθρωπος. Μπορείς να του αλλάξεις γνώμη, είναι ένας άνθρωπος που ακούει πάρα πολύ, που συζητάει πάρα πολύ, που κάνει διάλογο για το παραμικρό, για το οτιδήποτε, και δεν έχει κανένα πρόβλημα να κάνει πίσω σε μια συζήτηση, σ’ ένα διάλογο, σε μια επιχειρηματολογία. Δεν έχει κανένα πρόβλημα να πει «πείστηκα», ποτέ δεν θέλει ντε και καλά να περάσει το δικό του, λέει οκ, εντάξει, και πάει παρακάτω. Όταν έχει ξεκάθαρη άποψη έχει ξεκάθαρη άποψη αλλά δεν είναι ένας άνθρωπος ο οποίος δεν πείθεται, ακούει γενικά. Είναι ένας βαθιά μη συμπλεγματικός άνθρωπος. Τι ωραίο πράγμα κι αυτό! Ξεκούραστο!

Εμμονή έχει με το να είναι καθημερινά πολύ καθώς πρέπει, ναι, αυτή την εμμονή την έχει. Θεωρεί πάρα πολύ βασικό ότι οι άνδρες πρέπει κάθε πρωί να ξυπνάνε, να ντύνονται, να ξυρίζονται και να προχωράνε τη ζωή τους. Είναι 98 χρονών, και στο σπίτι δεν κυκλοφορεί ποτέ με τις πιτζάμες. Τέλος!

Μέχρι πρόσφατα, όταν έκανε ντους το πρωί, τραγουδούσε τον Ερωτόκριτο. Γενικά δεν τραγουδάει, ίσως ψιθυρίζει τα Κρητικά μερικές φορές που του αρέσουν πολύ, και όλα αυτά τα παλιά τραγούδια της δεκαετίας του ’50 που άρεσαν και στη γιαγιά μου.

Του αρέσουν οι ευγενείς άνθρωποι, θέλει τα αγόρια του, τα εγγόνια του να ξυρίζονται κι αυτά, δεν του αρέσουν οι αξύριστοι. Πολλοί από την οικογένεια αφήνουν κατά καιρούς μούσια. Τα ξυρίζουν όταν είναι να πάνε να τον δουν. Γελάνε αλλά τα ξυρίζουν.  Όταν ζούσε η γιαγιά μου βέβαια αυτά ήτανε κομμένα μαχαίρι, τώρα, εντάξει γίνονται όλα με χαλαρότητα. Η γιαγιά μου ήτανε σ’ αυτά αρχιστράτηγος. Αλλά επειδή υπήρχε μεγάλη αγάπη και δόσιμο κανείς δεν θύμωνε με τη γιαγιά μου ποτέ. Ας έλεγε τα πιο σκληρά, τα πιο δύσκολα, δεν παρεξηγιόταν κανείς. Δεν υπήρχε κανένα θέμα γιατί ήξερες ότι αυτό προερχόταν μόνο από το απόλυτο νοιάξιμο κι ας διαφωνούσες μαζί της.

Ποιος είναι ο Κοπέρνικος;

Ήταν το μεταξύ τους παρασύνθημα. Όταν είχαν πάει αυτό το περίφημο ταξίδι του μέλιτος είχανε κάτσει δίπλα σε ένα ποτάμι και κάτι του είχε ξεφουρνίσει η γιαγιά μου, μια μπούρδα του στιλ «τα αστέρια επηρεάζουν τα ποτάμια», κάτι τέτοιο, και της είχε πετάξει ειρωνικά ο παππούς μου κάτι σαν «Κοπέρνικέ μου εσύ, όλα τα ξέρεις» και από τότε έμεινε αυτό το Κοπέρνικε.

Δεκαετία του ’50, με τη σύζυγό του Μαρίκα, αρραβωνιασμένοι τότε
Δεκαετία του ’50, με τη σύζυγό του Μαρίκα, αρραβωνιασμένοι τότε

Διαλέγοντας υφάσματα

Ναι, ήταν όμορφη η γιαγιά μου, αλλά κυρίως είχε τρομερή αυτοπεποίθηση. Η Μαρίκα είχε γίνει 100 κιλά, καθισμένη σε πολυθρόνα, σε αναπηρικό καροτσάκι και πάλι σου έβγαζε την αίσθηση ότι «εγώ είμαι η θεά και σαν εμένα καμιά» με αυτό τον κότσο, τα κοσμήματα, τα ρούχα, δεν υπήρχε άλλη. Η γιαγιά μου, όπως θυμόμαστε όλοι, ντυνότανε σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο. Αλλά της πήγαινε. Της πήγαινε καταπληκτικά. Χρωματιστά ρούχα πολλά, πολλά πλουμιστά, πολλά μπιζού παντού, παντού, παντού, το μαλλί τέλειο, φουρκέτες, όλο μαζί το πράγμα στολισμένο και πολύχρωμο. Έραβε τα ρούχα της γιατί έτσι όπως ήταν το σώμα της δεν μπορούσε να βρει έτοιμο, τις τα έραβε η κυρία Βιολέτα. Έπαιρνε λοιπόν διάφορα υφάσματα. Κάποια στιγμή πάω να φάω μαζί τους ένα μεσημέρι προς το τέλος σχετικά, είχανε νομίζω την επέτειο των 50-55 χρόνων τους και θα έραβε ένα φουστάνι για τη δεξίωση. Εκεί που τρώμε βγάζει και δείχνει στον παππού μου δύο υφάσματα, ένα ελαφρύ γαλάζιο, το θυμάμαι πολύ καλά, με μια ψιλή ασημένια κλωστή, και ένα εκτυφλωτικό φούξια με λουλουδάκια κεντημένα, με πούλιες, με την Άρτα και τα Γιάννενα πάνω του, και του λέει: «Λέω, επειδή έχω φτάσει και σε μια ηλικία να ράψω το γαλάζιο που είναι λίγο πιο μαζεμένο, εσύ τι λες;» «Το γαλάζιο; Το γαλάζιο; Αυτό είναι σκοτωμένο χρώμα, δεν σου πάει εσένα. Ενώ το φούξια, βλέπεις πόσο φωτεινό είναι, πόσο ωραίο; Αυτό το άλλο, παιδί μου, δεν είναι χρώμα, είναι σχεδόν γκρι, το φούξια να ράψεις, Μαρίκα μου, που θα σου πηγαίνει θαύμα». «Έχεις δίκιο, το φούξια θα ράψω» συμφωνεί σε δευτερόλεπτα η Μαρίκα και κοντοστέκεται: «Δεν βρίσκεις όμως ότι είμαι λίγο μεγάλη για το φούξια;» Ο παππούς κλείνει γρήγορα το διάλογο: «Ε, αν δεν το φορέσεις εσύ ποια θα το βάλει αυτό;». Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα, μετά από πάρα πολλά χρόνια, ότι ο λόγος που η γιαγιά μου ντυνότανε έτσι είναι επειδή άρεσε τόσο πολύ στον παππού μου. Τα χρώματα, «στολίσου, στολίσου!». Του άρεσε τρομερά να τη βλέπει στολισμένη, να τη βλέπει με χρώματα. Και ήταν υπέροχο πως μετά από 55 χρόνια γάμου εκείνη του έδειχνε το ύφασμα, το συζητούσαν μαζί αλλά με άποψη.

Ο φροντιστής της γκαρνταρόμπας

Η γιαγιά μου του αγόραζε όλα τα ρούχα. Έχει πάει σε μαγαζί ο παππούς, κατ’ εντολήν. «Που σου ’χω πάρει τόσο ωραίο πράσινο πουκάμισο για να φαίνονται τα πράσινα μάτια σου και δεν το έχεις φορέσει ποτέ!» Ο παππούς έχει τα σύνδρομα της Κατοχής. Κρατάει τα καινούργια του πράγματα. Και δεν τα φοράει. 5 χρόνια, 6 χρόνια. Του έχουμε πει τελευταία «να το δούμε αυτό, παππού, γιατί δεν έχει και πολύ μεγάλο νόημα, πότε θα τα φορέσεις;» Έχει βάλει το 2000 κοστούμι που του χαρίσανε το ’92. Το βλέπουμε, του λέμε είναι χάλια. «Μα είναι καινούργιο!» «Τι καινούργιο, βρε παππού; Είμαστε στο 2000, δεν φοριούνται πια αυτά τα κοστούμια, τι να κάνουμε;» «Μα πρώτη φορά το βάζω, γιατί το κρατάω;» Δεν το βάζει το καινούργιο, έχει αυτό το σύνδρομο, το παλιό, το κατοχικό. Και το είχε πάντα, όχι τώρα. Όπως επίσης θέλει τα ντουλάπια να είναι γεμάτα, το ψυγείο γεμάτο. Λέει την ιστορία που δεν είχε παλτό, δεν είχε κοστούμι, δεν είχε τίποτα, και την πρώτη φορά που πήγε βουλευτής στη Βουλή πήγε με τη στρατιωτική στολή, δεν είχε κοστούμι. Και δίνανε τότε ύφασμα στους βουλευτές να διαλέξουν για κοστούμι και δεν θυμάμαι ποιος του πήρε κοστούμι και είπε ας κάνω με το ύφασμα της Βουλής ένα παλτό. Δεν τον ενδιέφεραν τα ρούχα μέχρι που γνώρισε τη γιαγιά μου και μετά έγινε ένας κοκέτης από τους πρώτους. Μέσα στο μπονζούρ!

Πόκα και τζόγος

Έπαιζε πόκα με τους φίλους του, είχε μια παρέα στην Κρήτη, παίζει και πρέφα. Μπριτζ παίζει από πιτσιρίκος γιατί στα Χανιά μαθαίνανε μπριτζ λόγω Άγγλων. Ο ίδιος διηγείται την ιστορία ότι έμαθε τόσο μικρός που δεν έφτανε στο τραπέζι καθιστός οπότε έπαιζε όρθιος, του ’φτανε το τραπέζι μέχρι τη μύτη κι έπρεπε να σηκώνεται λίγο στις μύτες των ποδιών για να βλέπει τα χαρτιά που έπαιζαν οι άλλοι.

Είχε μια παρέα που έπαιζε μαζί της πόκα όταν πήγαινε στην Κρήτη, πήγαινε σταθερά για μία ή δύο εβδομάδες και έπαιζαν οπωσδήποτε. Επειδή δεν ήταν σωστό, μας έλεγε, συνοπτικά και με μισόλογα, ότι παίζανε χωρίς λεφτά, ψέμα τεράστιο, φυσικά παίζανε με λεφτά. Αλλά τον είχε πρήξει η γιαγιά μου ότι «δεν θα κάνεις τα παιδιά τζογαδόρους» οπότε όλοι είχαμε την εντύπωση ότι ο παππούς έπαιζε για να ευχαριστηθεί το παιχνίδι. Κάποια στιγμή θυμάμαι, μεγάλη πια ήμουνα, ένα Πάσχα γυρνάει στο σπίτι πάρα πολύ ευτυχής και του λέει η γιαγιά μου «σε βλέπω χαρούμενο, κέρδισες;». Λέει «ναι, κέρδισα». «Πόσα κέρδισες» τον ξαναρωτά. Γυρνάω αποσβολωμένη και λέω «τι πόσα, τι πόσα, τι είναι αυτά;» και θυμάμαι που είπε «έλα, τώρα, δεν μιλάμε γι’ αυτά τα πράγματα» κι έφυγε. Ναι, του άρεσε αυτό το «μυστικό», του αρέσει πάρα πολύ.

Τα ταξίδια

Πηγαίνανε στο θέατρο πολύ, πηγαίνανε ταξίδια πάρα πολλά με τη γιαγιά μου, τρομερά. Έχουνε γυρίσει μαζί όλο τον κόσμο. Τους άρεσε πάρα πολύ να ταξιδεύουν. Αλλά το μέρος που είναι το δικό του είναι τα Χανιά. Και παρέσυρε και τη γιαγιά μου. Η μισή Ελλάδα θεωρεί ότι η Μαρίκα είναι Χανιώτισσα που δεν είναι καθόλου, Αρβανίτισσα είναι, βέρα Αθηναία. Και φυσικά ήταν και πολύ πιο αγαπητή στα Χανιά απ’ ό,τι ο ίδιος πολλές φορές.

Η σχέση τους

Αυτή η σχέση ήτανε εντυπωσιακή, βεβαίως έβαζε τον πήχη πολύ ψηλά για όλους μας αλλά εγώ δεν έχω δει άλλη τέτοια σχέση με τόσο θαυμασμό, εξάρτηση και ουσιαστική αποδοχή του τι είναι ο άλλος. Εκείνοι τα παραδέχονταν όλα αυτά, παραδέχονταν τα μειονεκτήματα ο ένας του άλλου και τα δικά τους, δεν προσπαθούσαν να δείξουν κάτι άλλο απ’ αυτό που είναι, αυτό έχει επίσης πολύ μεγάλη σημασία. Έχω ακούσει τον παππού μου να λέει στη γιαγιά μου «Κοπέρνικε, έχω να σου πω ότι είσαι πολύ καλύτερη γιαγιά απ’ ό,τι ήσουνα μαμά» και να απαντάει η γιαγιά μου «δίκιο έχεις». Χωρίς κόμπλεξ όλα αυτά. Δεν περίμενε ο ένας τον άλλο στη γωνία. Έχω ακούσει τη γιαγιά μου να του λέει: «Είσαι χάλια, δεν σου πάει αυτό το πουκάμισο το προ εκατό ετών, σ’ έχει πιάσει η τσιγκουνιά σου, πήγαινε άλλαξε», «Είναι τόσο χάλια;», «Ε δεν είναι και πολύ καλό», «Ε, καλά, πάω». Χωρίς γκρίνιες, χωρίς πικρίες, χωρίς κόμπλεξ όλα αυτά.

Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης με τα λόγια της εγγονής του Αλεξίας Μπακογιάννη

Τήρηση ωραρίων

Είναι οπαδός της τάξης, της ακρίβειας, του εγγλέζικου ραντεβού, απολύτως. 9 παρά ένα κάθε φορά. Γενικά του αρέσει να κοιμάται νωρίς το βράδυ, σε αντίθεση με τη γιαγιά μου που της άρεσε λίγο ξενύχτι παραπάνω. Ο παππούς μου που ήταν ένας άνθρωπος μετρημένος σε όλα του τα πράγματα, μετρημένος και στο ξενύχτι του, 12 και τέταρτο, 12 και μισή το πολύ πήγαινε για ύπνο. Όταν είχαν λοιπόν κόσμο στο σπίτι και ήθελε να φύγει έλεγε το περίφημο, «Ωραία, λοιπόν, να μη σας κρατάμε άλλο». Αυτή η φράση έκανε τη γιαγιά μου τρελή. Ήθελε να τον σκοτώσει, γιατί το έλεγε σε κόσμο που είχαν καλέσει οι ίδιοι, μην το ξεχνάμε αυτό!

Έχει κλάψει για…

Εγώ τον έχω δει μόνο δύο φορές. Για τον Παύλο Μπακογιάννη, τον πατέρα μου, και για τη γυναίκα του. Δεν τον έχω δει ποτέ άλλοτε να κλαίει, ούτε νομίζω θα κλάψει για τίποτα άλλο.

Νέες τεχνολογίες

Δεν ξέρει να χειρίζεται το κομπιούτερ. Γράφει με το χέρι, έγραφε τις περισσότερες ομιλίες του ο ίδιος πάντα. Το ’89 έγραφε και ο πατέρας μου Παύλος Μπακογιάννης ομιλίες, αλλά ακόμα και σήμερα και άνθρωπος να υπάρχει και να βοηθάει, το 70% της ομιλίας του το γράφει ο ίδιος. Ο οποίος είναι και καταπληκτικός στο να σου υπαγορεύσει. Τώρα επειδή δεν γράφει πια, μου υπαγορεύει εμένα καμιά φορά ένα δελτίο τύπου ή κάτι, μου το υπαγορεύει λέξη-λέξη, κόμμα, άνω τελεία, κεφαλαίο… Το ξαναδιαβάζω και δεν έχω να διορθώσω απολύτως τίποτα. Είναι ωραίος ο λόγος του, στρωτός, έχει κάποιους κρητικούς ιδιωματισμούς χωρίς να είναι λάθος. Γνωρίζει πλήρως τι είναι το φέισμπουκ, το τουίτερ, όχι το ίνσταγκραμ, τι γράφουν γι’ αυτόν, τι λένε, έχει και πάρα πολύ χιούμορ σε πολλά θέματα, εμείς του τα διαβάζουμε.

Πώς περνάει η μέρα του

Ακούει ραδιόφωνο, τρομερά, όλη μέρα, ακούει την τηλεόραση και βάζει να του διαβάζουν τις εφημερίδες, τα ξέρει όλα όπως πάντα. Η διευθύντρια του γραφείου του, η αρχιγραμματέας του μια ζωή ολόκληρη, η Σάκη Κυπραίου, του τις διαβάζει. Μακρινή συγγενής, σε λίγο και η Σάκη δεν θα μπορεί να του διαβάζει… τέλος πάντων.

Την πολιτική την παρακολουθεί απολύτως, παρακολουθεί τη Βουλή ανελλιπώς την οποία αγαπάει απόλυτα από το κανάλι της Βουλής. Παλαιότερα που γυρνούσε 2-3 η ώρα από τη Βουλή, η γιαγιά μου τον περίμενε, τρεις η ώρα το πρωί τρώγανε μαζί, καθισμένη, ντυμένη, στολισμένη, περίμενε με στρωμένο τραπέζι, τα πάντα στην εντέλεια. Μια ζωή όμως τα θυμάμαι αυτά, δεν αλλάξανε ποτέ όπως και να ’τανε οι συνθήκες.

Το καθημερινό του πρόγραμμα

Πάει στο γραφείο του κάθε πρωί, με το «Πι» ή χωρίς «Πι» κι εκεί συναντάει κόσμο, μαθαίνει για τα πράγματα, για τους νόμους, ρωτάει. Πηγαίνει κόσμος που θέλει να τον γνωρίσει, κόσμος που τον ξέρει και που θέλει μια άποψη για ένα πολιτικό ζήτημα… Κι εκείνος έχει τα θέματά του, κατ’ αρχάς για τα Χανιά, είναι πολύ αστείο, του λέμε «δεν υπάρχει πρόβλημα, θα βγεις την άλλη φορά βουλευτής Χανίων, μην ανησυχείς παππού!» Τρέχει, δηλαδή, την άλλη Πέμπτη στα Χανιά, μη χάσουμε και δεν γίνει το τάδε πράγμα, το αεροδρόμιο, το έργο να προχωρήσει, παίρνει τους υπουργούς, μην το χάσουμε.

Να σου διηγηθούνε ιστορίες άνθρωποι που δεν τον ξέρουν στη ζωή τους να ακούνε στο τηλέφωνο «γεια σας, Μητσοτάκης», «κι εγώ είμαι η Ντόρα Μπακογιάννη!» του είπε κάποιος. Και του έχω πει «μην το κάνεις αυτό, οι άνθρωποι έχουν συνηθίσει να ακούνε γραμματείς “γεια σας, από το γραφείο του προέδρου Κωνσταντίνου Μητσοτάκη τηλεφωνώ, μπορεί να μιλήσει ο κύριος τάδε;”». Μην παίρνεις το τηλέφωνο μόνος σου, σου το έχω πει, άσε να το κάνω εγώ. Όχι, θέλει να παίρνει μόνος του και του το κλείνουν τις περισσότερες φορές.

Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης με τα λόγια της εγγονής του Αλεξίας Μπακογιάννη

Ποιος του κάνει παρέα σήμερα;

Όλη η οικογένεια. Πηγαίνουμε όλοι συνέχεια, αυτό είναι το μεγάλο καλό, ότι έκανε αυτή την οικογένεια, την οποία ουσιαστικά κράτησε η Μαρίκα, αλλά τώρα πηγαίνουμε όλοι. Το Πάσχα το σπίτι θα είναι γεμάτο κόσμο, παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα, αγαπάει πάρα πολύ τα μωρά, του αρέσουν τρομερά, είναι πολύ αστείο γιατί δεν θα ’λεγες ότι είναι baby person. Και όμως του αρέσουν τα μωρά, όχι των τριών ετών που λένε και τρεις λέξεις, όχι, το μωρό- μωρό, τρελαίνεται.

Η αγαπημένη του αδελφή

Αγαπημένη του αδελφή ήταν η Καίτη η οποία τον έσωσε δύο φορές από το θάνατο. Ήταν διευθύντρια του γραφείου του. Τη δεύτερη φορά, που σώθηκε από την καταδίκη σε θάνατο, ήταν χάρη στην Καίτη η οποία έκανε ό,τι μπορούσε, έτρεξε από εδώ κι από κει, τον έσωσε. Τη λάτρευε την Καίτη.

Θυμός

Ναι, τον έχω δει να θυμώνει. Δεν χάνει την ψυχραιμία του, αλλά επειδή είναι ένας πάρα πολύ ήρεμος άνθρωπος είναι αγριευτικό όταν θυμώνει.

Η σχέση του με τους ψηφοφόρους

Λέει μια ωραία ιστορία που εξηγεί γιατί οι ψηφοφόροι δεν είναι πρόβατα: «Το 1954-55, εκεί γύρω, γίνονται αυτοδιοικητικές εκλογές στα Χανιά και είναι η πρώτη φορά που ψηφίζουνε γυναίκες. Εγώ ως πολιτικός βουλευτής στήριζα ένα Χ δήμαρχο. Και οι τρεις γυναίκες που μ’ αγαπούσαν περισσότερο στη ζωή μου, ήτοι η μάνα μου, η αδελφή μου και η γυναίκα μου, ψηφίσανε κι οι τρεις τον άλλο δήμαρχο. Γιατί; Διότι τους είχε φέρει το νερό στη Χαλέπα και δε πά’ να ’λεγα εγώ ό,τι ήθελα. Δεν υπήρχε περίπτωση ό,τι και να έλεγα εγώ, μα παιδιά μάς συμφέρει, μα έτσι, μα αλλιώς, δεν υπήρχε καμία περίπτωση να τους αλλάξω γνώμη. Ψηφίσανε και οι τρεις τον άλλο». Αυτό δείχνει και με πόσο δημοκρατικό τρόπο λειτουργούσε όλη η οικογένεια.

Η πεθερά 

H πεθερά του λεγότανε Ντόρα Γιαννούκου, η περίφημη Νονίκα, είχε ένα μόνο παιδί, τη Μαρίκα (τη γιαγιά μου). Ήτανε κοκέτα της εποχής και δεν έλεγε ποτέ την ηλικία της. Πέθανε κάπου 103, εικάζουμε, αλλά δεν είμαστε και σίγουροι, γιατί είχε τη μεγάλη τύχη στους βομβαρδισμούς του Πειραιά στον Β΄ Παγκόσμιο να καούν τα αρχεία στο ληξιαρχείο, οπότε ήταν ελεύθερη να λέει ό,τι θέλει. Ο παππούς μου ισχυριζόταν ότι το απέκρυβε γιατί μάλλον ήταν μεγαλύτερη από τον άνδρα της κι εκείνη την εποχή δεν ήταν πρέπον, οπότε έλεγε πολλά ψέματα ως προς αυτό. Της λέγαμε «έλα, πες μας, βρε Νονίκα, πόσο χρονών είσαι;» και απαντούσε «ε, τώρα, πουλάκι μου, άμα έχεις πατήσει τα 58, δεν είναι για να το λες», με πατημένα τα 88 μπορεί και τα 90! Ήταν το μεγάλο μυστικό της οικογένειας και όλοι μα όλοι τρωγόμαστε να μάθουμε την αληθινή ηλικία της Νονίκας.
Γύρω στο 89, νομίζω, ο παππούς μου πάει περιοδεία, κάπου στην Καλαμάτα. Καθώς περιοδεύει, χαμός, κόσμος δεξιά και αριστερά, φωνάζουν, τον χαιρετάνε, τον αγκαλιάζουν, γυναίκες πέφτουν επάνω του, τον φιλάνε, ήτανε κι άλλες εποχές, τον ραίνουνε με λουλούδια, κουστωδία από πίσω 250 άτομα, τα πάντα όλα. Και ξαφνικά έτσι όπως προχωράει ξεχωρίζει τη φωνή μιας κυρίας που του φωνάζει: «Κύριε Πρόεδρε, κύριε Πρόεδρε, εγώ ήμουν και συμμαθήτρια της πεθεράς σας». Αυτό ήταν! Σταματάει ο παππούς μου τους πάντες, μα τους πάντες, χαμός, στοπ, πέφτουν επάνω του οι από πίσω, πανικός… Γυρίζει προς τη γυναίκα: «Τι λέτε, κυρία μου, αλήθεια; Πολύ χαίρομαι που σας γνωρίζω, είσαστε συμμαθήτριες με την Ντόρα ε; Και πότε ήταν αυτό;» Η γυναίκα χαμηλώνει το κεφάλι και λέει «Ε, αυτά θα λέμε τώρα, κύριε Πρόεδρε;»… Γυρίζει στο σπίτι ο παππούς και μας διηγείται το περιστατικό. Πέφτουμε 5 γυναίκες πάνω του. «Μα είναι δυνατόν, ρε παππού;». Κι αυτός συγκαταβατικά και νικημένος: «Μα, έκανα ότι μπορούσα, σταμάτησα τους πάντες, διέκοψα την πορεία, την ρώτησα, πώς να το πω αλλιώς;»

Προ Μαρίκας

Ο παππούς μου είναι ένας άνθρωπος που σέβεται το συνομιλητή του και τους σεβότανε πραγματικά όλους. Αποδίδει τους τίτλους στους ανθρώπους, σέβεται τους θεσμούς, τη δικαιοσύνη, τους νόμους και με το βασιλιά είχε πάντα μια σχέση αξιοπρεπή, σεβαστή και είπε και το περίφημο unfair αλλά ήταν πάντα αντιβασιλικός, ήτανε βενιζελικός. Τόσο λοιπόν δεν δεχότανε διάφορα πράγματα για λόγους αρχής, ο ευγενής αυτός άνθρωπος, που είχε πάει κάποτε στο παλάτι, και όπως είναι στη σειρά και χαιρετάει, του δίνει η Φρειδερίκη το χέρι γαντοφορεμένο. Εκείνος το θεωρεί τέτοια προσβολή, που τι κάνει; Κατεβάζει το γάντι και της φιλάει το δέρμα. Το οποίο εθεωρήθη, όπως και αυτός ήταν ο στόχος, τρομερή προσβολή. Διαφωνούσε σε όλα αυτά ιδεολογικώς.

Δεν κρατάει κακίες

Δεν κρατάει κακίες. Έλεγε η μάνα του η Σταυρούλα, που ήταν και συγγενής με τον Βενιζέλο, ο Βενιζέλος άμα βλέπει τον εχθρό του στο πάτωμα γονατιστό θα του δώσει και μια κλωτσιά για να ξαπλώσει και να τελειώνει, να μην τον ξαναδεί μπροστά του. Ο Κώστας θα του δώσει το χέρι του να σηκωθεί. Αυτό έχει μια αλήθεια, γιατί στην πραγματικότητα ο Μητσοτάκης ποτέ δεν τελείωνε κανένα εχθρό του γι’ αυτό και του ξαναβγαίνανε όλοι μπροστά του. Είναι ένας άνθρωπος που συγχωρεί πολύ και δεν κρατάει κακίες. Τους μόνους που δεν έχει συγχωρήσει ποτέ είναι οι τρομοκράτες με τους οποίους έχει απίθανα σκληρή στάση για όλα, είναι πάντα απόλυτος κι αυτό είναι και για εμάς μια μεγάλη συναισθηματική στήριξη.

Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης με τα λόγια της εγγονής του Αλεξίας Μπακογιάννη

Μετά τη δολοφονία 

Τη δύσκολη περίοδο μετά τη δολοφονία μάς στήριξαν πολύ οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας και από τις δύο πλευρές. Πηγαίναμε κάθε Κυριακή στο σπίτι τους, μιλούσαμε σχεδόν κάθε μέρα με τους άλλους, μας στηρίξανε πάρα πολύ για χρόνια, όχι μόνο τους πρώτους τρεις μήνες. Τα πρώτα τρία χρόνια, συνεχώς και με όλους τους τρόπους. Με κόπο όλοι και με ενασχόληση πολλή. Η γιαγιά μου ερχόταν σε ό,τι κάναμε στα σχολεία.

Γκαντέμης

Εγώ σιχαίνομαι το χαρακτηρισμό «γκαντέμη» που του αποδίδουν πολλές φορές και κάνουν πλάκες και γελάει κι αυτός και γελάμε κι εμείς, του έχουμε πει τα πάντα που λέγονται γύρω απ’ αυτό το ζήτημα. Αλλά νομίζω ότι ήταν απόλυτα λάθος για πάρα πολλούς λόγους. Ένας άνθρωπος που είναι 98 ετών, έχει κάνει την πορεία που έχει κάνει, έχει γίνει πρωθυπουργός, έχει ζήσει τόσα πολλά, έχει χτυπηθεί όσο κανένας, έφτασε να δει την απόλυτη δικαίωσή του στο πρόσωπο του γιου του, πιο δικαίωση για τον Μητσοτάκη δεν υπάρχει, γλίτωσε δύο φορές το θάνατο, έκανε 4 παιδιά, 13 εγγόνια και άλλα τόσα δισέγγονα που όλα τον κοιτάνε μέσα στα μάτια, δεν είναι απομακρυσμένοι… Μετά απ’ όλα αυτά νομίζω ότι πραγματικά δεν τον λες άτυχο. Πάλεψε όμως για όλα, τα έκανε με κόπο, δεν είναι ένας άνθρωπος που του βγήκανε τυχαία, δούλευε πάντα πάρα πολύ σκληρά.

Μετά τη Μαρίκα

Από τότε που πέθανε η γιαγιά μου και μετά, ο παππούς μου γέρασε και έφτασε την ηλικία του. Γιατί όσο ζούσε η γιαγιά μου, ο παππούς μου ήταν ένας άνθρωπος 20 χρόνια μικρότερος. Με το που πέθανε εκείνη και τελείωσε και η διαδικασία της ταφής, ο παππούς μου στην πραγματικότητα κατέρρευσε. Κατέρρευσε όχι στο νου, στο σώμα. Είναι σαν μέχρι τότε να κρατιότανε για να κρατήσει την ανάπηρη γυναίκα του. Όσο ήταν άρρωστη αυτός κοιμόταν μαζί της το βράδυ, όλοι του λέγαμε να μένει σε άλλο δωμάτιο για διάφορους λόγους. Δεν υπήρχε περίπτωση να τον μεταπείσεις, «θα με χρειαστεί το βράδυ, θα θέλει να σηκωθεί» μας έλεγε. Εκείνος τη σήκωνε, εκείνος έκανε όλα εκείνα που χρειάζεται μια άρρωστη γυναίκα.

Την απώλειά της ο Μητσοτάκης τη διαχειρίστηκε με τον τρόπο του: κλειστά, σιωπηλά, ιδιωτικά, μιλώντας πολύ σπάνια γι’ αυτό, αλλά τον πονάει πάρα πολύ. Νομίζω ότι δεν ήθελε να ζήσει πολύ μετά, τυχαία νομίζω ζει.

Ετοιμασία τάφου

Ναι, με τη γιαγιά μου είχε πολύ μεγάλο θέμα. Ξέρεις ότι είχαν φτιάξει τον τάφο τους μαζί 20 χρόνια πριν; Είχαν βρει το μέρος, που θα είναι, αυτοί μόνο, κανείς άλλος, οι δυο τους εκεί. Ήταν πολύ αποφασισμένοι σ’ αυτό ότι θα ζήσουν μαζί για πάντα. Ήταν εντελώς ξεκάθαρο στο μυαλό τους. Μας το είχαν περάσει και σε εμάς τα παιδιά, δεν μας φαινόταν βαρύ ή παράξενο. Πηγαίναμε. Βλέπαμε το μέρος που θα είναι ο τάφος. Αξίζει να σας διηγηθώ πότε πήραν την απόφαση.

Είχαν πάει γαμήλιο ταξίδι τρεις εβδομάδες σ’ ένα μέρος, δεν θυμάμαι, και είχανε επισκεφτεί ένα νεκροταφείο επίσης δεν θυμάμαι για ποιο λόγο. Εκεί λοιπόν πέφτει το μάτι τους σε δύο τάφους δίπλα δίπλα που έγραφε η μία ταφόπετρα «θα σε περιμένω στον άλλο κόσμο, αγαπητή συμβία» και η δεύτερη έγραφε «Ιδού εγώ, φίλε σύζυγε»! Έλεγαν λοιπόν εδώ είμαστε «ιδού εγώ, φίλε σύζυγε». Κι έτσι ζήσανε όλοι τους τη ζωή μαζί και πολύ αποφασισμένοι να τη συνεχίσουν.

Η διήγηση αυτή έγινε στις 20 Απριλίου 2016

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ