Τα τρία επίπεδα στα οποία «επηρεάζει» η εκλογή Τραμπ την Ελλάδα – Η «επιθετική» επιστολή που είχε στείλει ο Ρεπουμπλικανός στον Ερντογάν στην προηγούμενη θητεία του και οι παράγοντες Βόρεια Συρία και F-35
Η επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ ως 47ου προέδρου των ΗΠΑ, δημιουργεί νέα δεδομένα σε παγκόσμιο επίπεδο σε μια συγκυρία όπου ο ανταγωνισμός για την διαμόρφωση της Νέας Τάξης Πραγμάτων μετά τον Ψυχρό Πόλεμο έχει ενταθεί και αυτό επηρεάζει και τις περιφερειακές αντιπαραθέσεις και ανταγωνισμούς.
Η αναμονή μέχρι τον Ιανουάριο οπότε και θα αναλάβει επίσημα τα καθήκοντά του ο Τραμπ, η επιλογή των προσώπων που θα στελεχώσουν τα κρίσιμα Υπουργεία Εξωτερικών και Άμυνας και την θέση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, αλλά και εν αναμονή των πρώτων δειγμάτων γραφής στην εξωτερική πολιτική του, πέραν των προεκλογικών εξαγγελιών, δημιουργεί ένα κλίμα αβεβαιότητας, το οποίο γίνεται ακόμη μεγαλύτερο με δεδομένο το απρόβλεπτο των κινήσεων και αποφάσεων του νέου Αμερικανού προέδρου.
Η ελληνική κυβέρνηση δεν αιφνιδιάστηκε, καθώς σε ανώτερα επίπεδο θεωρείτο πολύ πιθανή η εκλογή του Τραμπ και στην ηγεσία του ΥΠΕΞ όπου η υφυπουργός εξωτερικών Αλ. Παπαδοπουλου έχει βαθιά εμπειρία από τις εσωτερικές διεργασίες στις ΗΠΑ είχε προβλέψει εδώ και ημέρες στους συνομιλητές της την νίκη του συντηρητικού υποψηφίου. Εξάλλου μόνο τυχαία δεν ήταν και η επίσκεψη στην Αθήνα και η συνάντηση του με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη του τέως υπουργού εξωτερικών στην κυβέρνηση Τραμπ, Μάικ Πομπέο, ο οποίος πιθανότατα θα αναλάβει σημαντικό ρόλο στην νέα αμερικανική κυβέρνηση.
Η εκλογή Τραμπ επηρεάζει την Ελλάδα σε τρία επίπεδα: μέσα από τις παγκόσμιες διαστάσεις της νέας αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής έναντι της Ρωσίας και της Κίνας και στο πώς θα αποτυπωθεί ο συνδυασμός της νέας αντίληψης εσωστρέφειας με την διατήρηση του παγκόσμιου ρόλου των ΗΠΑ. Σε επίπεδο συνολικά των σχέσεων των ΗΠΑ με την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ. Και φυσικά στην αμερικανική πολιτική στο πλέγμα Ανατολικής Μεσογείου και ελληνοτουρκικών.
Η Αθήνα δεν είχε ιδιαίτερα προβλήματα στην σχέση με την προηγούμενη κυβέρνηση Τραμπ, ο οποίος είχε συναντηθεί τόσο με τον πρώην πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα όσο και με τον Κυριάκο Μητσοτάκη στον Λευκό Οίκο.
Στο τέλος της θητείας του μάλιστα και λίγο αφού είχε αναλάβει τις τύχες της χώρας ο Μητσοτάκης, είχε πραγματοποιηθεί η σημαντική επίσκεψη Πομπέο στα Χανιά και στην Σούδα, η υπογραφή του πρωτοκόλλου τροποποίησης της αμυντικής διμερούς συμφωνίας (5 Οκτωβρίου του 2019) και ο Στρατηγικός Διάλογος ΗΠΑ-Ελλάδας, που άνοιξαν τον δρόμο για την υπογραφή και της ανανεωμένης συμφωνίας MDCA.
Στο πλαίσιο αυτό υπήρξε και η επιστολή Πομπέο με τις εγγυήσεις ασφαλείας των ΗΠΑ για την χώρα μας και την στήριξη στην ειρηνική επίλυση των διαφορών.
Στο νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται η Ελλάδα είναι προφανές ότι θα συντονίσει τις κινήσεις της στα μεγάλα ζητήματα των διατλαντικών σχέσεων με τους άλλους εταίρους ελπίζοντας ότι δεν θα οδηγηθούν οι σχέσεις αυτές σε κρίση, που θα αποδυναμώσουν την αμυντική δέσμευση των ΗΠΑ έναντι της Ευρώπης, αν και πάντως θα υπάρχει τώρα ισχυρό κίνητρο για την στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης, σχέδιο το οποίο υποστηρίζει η Ελλάδα.
Ο Ντόναλντ Τραμπ στην προηγούμενη θητεία του ήταν αυτός που ενέκρινε την εμπλοκή των ΗΠΑ στις υποθέσεις της Ανατολικής Μεσογείου με την συμμετοχή και του τότε ΥΠΕΞ Μάικ Πομπέο στο σχήμα της τριμερούς συνεργασίας Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ (3+1) στην συνάντηση που έγινε στο Τελ Αβίβ (2019). Και ο βασικός πυλώνας στην πολιτική του στην περιοχή ήταν η στήριξη στο Ισραήλ, που κάθε άλλο παρά φαίνεται να έχει αποδυναμωθεί από τον πόλεμο στην Γάζα.
Εξαιρετικής σημασίας είναι το ερώτημα της πολιτικής που θα ακολουθήσει ο Τραμπ έναντι της Τουρκίας. Η διαφημισμένη προσωπική σχέση με τον Ερντογάν, είναι περισσότερο μύθος λόγω της ιδιομορφίας των δυο ηγετών, η οποία σχέση πάντως δεν αποτυπώθηκε σε πολιτική, στην προηγούμενη θητεία Τραμπ.
Ο Τραμπ απείλησε τον Ερντογάν ότι θα «βουλιάξει την τουρκική οικονομία» υποχρεώνοντας μετά τα πρώτα πλήγματα, τον Τούρκο πρόεδρο να απελευθερώσει τον πάστορα Μπράνσον, υπέγραψε το διάταγμα για την επιβολή κυρώσεων βάσει της νομοθεσίας CAATSA για αποκλεισμό της Τουρκίας από τα F-35. Κυρίως όμως έπληξε τα τουρκικά στρατηγικά συμφέροντα, καθώς ενώ στην Άγκυρα ήλπιζαν ότι η πολιτική του απομονωτισμού και της απόσυρσης από τα διεθνή περιφερειακά μέτωπα θα οδηγούσε σε αποχώρηση και των αμερικανικών δυνάμεων από την Συρία, αντιθέτως όχι μόνο δεν ήρε την υποστήριξή της η τότε αμερικανική κυβέρνηση προς τους Κούρδους της Συρίας, αλλά αντιθέτως με μια πραγματικά ιταμή σε ύφος και περιεχόμενο επιστολή του Τραμπ προς τον Ερντογάν, τον χαρακτήριζε «ηλίθιο» απαγορεύοντάς του ουσιαστικά την στρατιωτική επιχείρηση στην Βόρεια Συρία και καλώντας τον να συνομιλήσει με τον αρχηγό του κουρδικού ενόπλου κινήματος, το οποίο η Άγκυρα θεωρεί δορυφόρο του PKK.
Οι σχέσεις Άγκυρας – Ουάσιγκτον θα συνεχίσουν να είναι δύσκολες και το επόμενο διάστημα, καθώς η πλήρης στήριξη του Τραμπ στο Ισραήλ και στον προσωπικό φίλο του Νετανιάχου, τον φέρει σε ευθεία αντιπαράθεση με τον Τούρκο ηγέτη ο οποίος έχει κηρύξει «τζιχαντ» εναντίον του Ισραήλ με αφορμή την Γάζα. Η Τουρκία επίσης δεν θα πρέπει να περιμένει αποδέσμευση των Αμερικανών από την Βόρεια Συρία και αυτό τροφοδοτεί και τις θεωρίες συνωμοσίας στο εσωτερικό που καλλιεργούνται ακόμη και εντός του προεδρικού μεγάρου στην Άγκυρα ,ότι υπάρχει διεθνής συνωμοσία μεταξύ του Ισραήλ και συντηρητικών κύκλων της Ουάσιγκτον για δημιουργία και στήριξη αυτόνομης κουρδικής οντότητας στην Βορειοανατολική Συρία ως ανάχωμα στην ιρανική επιρροή στην περιοχή αλλά και ως βαλβίδα ελέγχου και της ίδιας της Τουρκίας.
Στο θέμα των F-35 πάντως, παρά το γεγονός ότι η νομοθεσία CAATSA είναι αυστηρή, η Άγκυρα ελπίζει ότι θα μπορέσει να βρει ευήκοα ώτα στην νέα αμερικανική κυβέρνηση για την υπόθεση των F-35 με το επιχείρημα φυσικά ότι θα πρόκειται για μια σημαντική τονωτική ένεση για την αμερικανική πολεμική βιομηχανία.
Καθώς η εκλογική νίκη Τραμπ συμπίπτει με την έναρξη του ελληνοτουρκικού διαλόγου είναι δεδομένο ότι και η νέα αμερικανική κυβέρνηση θα στηρίξει αυτή την διαδικασία θεωρώντας ότι είναι σημαντική κάθε κίνηση που εκτονώνει ή λύνει διαφορές μεταξύ δύο συμμάχων και δεν απειλεί την σταθερότητα και αποτελεσματικότητα του ΝΑΤΟ στην κρίσιμη αυτή περιοχή.
Όμως αποτελεί μεγάλο ερωτηματικό εάν η ίδια η Τουρκία σε ένα μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον όπου ακόμη δεν γνωρίζει πώς θα διαμορφωθεί και τι ρόλο η ίδια θα έχει σε αυτό, είναι έτοιμη για σοβαρές συναινέσεις που θα ξεμπλόκαραν το αδιέξοδο και θα έδιναν προοπτική στην διαδικασία διαλόγου για την επίλυση της διαφοράς της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας.
Σε αυτό το ευμετάβλητο και απρόβλεπτο σκηνικό θα κινηθεί το επόμενο διάστημα η ελληνική εξωτερική πολιτική έχοντας βεβαίως ως πλεονέκτημα την βαθιά στρατηγική σχέση που έχει κτισθεί με τις ΗΠΑ η οποία πλέον ξεπερνάει την στενή στρατιωτική συνεργασίας και την ενίσχυση του στρατιωτικού αποτυπώματος των ΗΠΑ στην χώρα μας…
Μητσοτάκης: Οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις θα είναι σταθερές και παραγωγικές και με την νέα προεδρία Τραμπ
Προσδοκώ σε μια στενότερη συνεργασία των δύο λαών, η στάση της Ελάδας είναι στάση αρχών που δεν ετεροπροσδιορίζονται, είπε ο πρωθυπουργός – «Η Ελλάδα του 2024 είναι διαφορετική από την Ελλάδα του 2019»
Την βεβαιότητά του ότι οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις θα είναι σταθερές και παραγωγικές και με την επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ εξέφρασε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην ομιλία του για την παρουσίαση του του Στρατηγικού Σχεδίου για τον Απόδημο Ελληνισμό 2024-2027.
Δείτε την ομιλία του Κυριάκου Μητσοτάκη
Ο χαρακτήρας των σχέσεων των δύο χωρών «είναι στρατηγικός και το πρόσημο εθμνικό» συμπλήρωσε ο πρωθυοπουργός ο οποίος συμπλήρωσε «προσδοκώ σε μια στενότερη συνεργασία των δύο λαών».
Στο πλαίσιο αυτό υπενθύμισε ότι «η συνεργασία της Αθήνας με την Ουάσινγκτον υπήρξε άψογη και στην πρώτη θητεία του προέδρου Τραμπ» καθώς και ότι «η πρόσκληση για να μιλήσω στο Κογκρέσο ήταν κοινή και από Δημοκρατικούς και από Ρεπουμπλικανούς».
«Αν είχα να κάνω ένα πρώτο σχόλιο αυτό θα αφορούσε την Ευρώπη. Η ήπειρός μας οφείλει να αναζητήσει δυναμικά τη θέση της σε έναν παγκόσμιο χάρτη που αλλάζει διαρκώς. Να κάνει πιο ανταγωνιστική την ευρωπαϊκή οικονομία. Να οικοδομήσουμε τη στρατηγική μας αυτονομία σε νέες συνθήκες», πρόσθεσε μεταξύ άλλων σημειώνοντας ότι αυτά τα ζητήματα θα συζητηθούν στην έκτακτη σύνοδο κορυφής στη Βουδαπέστη.
Τόνισε, παράλληλα, ότι «η στάση της Ελάδας είναι στάση αρχών που δεν ετεροπροσδιορίζονται αλλά αναγνωρίζονται»
Χαριτολογώντας, δε, κατά την έναρξη της ομιλίας του ο κ. Μητσοτάκης απευθυνόμενος προς τον υπουργό Εξωτερικών, Γιώργο Γεραπετρίτη, είπε ότι «αν θέλετε να ήσασταν ευρηματικοί θα είχατε βάλει στην εκδήλωση έναν υπέρτιτλο made greeks great abroad again».
Το σχέδιο για τον απόδημο ελληνισμό
Ο πρωθυπουργός έδωσε συγχαρητήρια για την εκπόνηση του στρατηγικού σχεδίου για τον απόδημο ελληνισμό και τόνισε πως είναι συνειδητή επιλογή της Πολιτείας να διαμορφώσει μια διπλωματία που απλώνεται σε πολλά επίπεδα.
«Αυτό το οποίο είδαμε να παρουσιάζεται είναι και η αποκρυστάλλωση πολλών προτάσεων που κατέθεσαν ομογενειακές μας οργανώσεις σε όλο τον κόσμο. Στη βάση αυτή ερχόμαστε τώρα να ενισχύσουμε τις γέφυρες που μας ενώνουν με τους απανταχού Έλληνες», υπογράμμισε και ανέφερε ως παράδειγμα την εξαιρετικά χρήσιμη πλατφόρμα εκμάθησης ελληνικών η οποία αριθμεί πάνω από 50.000 χρήστες παγκοσμίως.
«Το ίδιο ισχύει και για τα προγράμματα φιλοξενίας νέων τους καλοκαιρινούς μήνες. Είναι εμπειρίες σε αυτές τις ηλικίες που εντυπώνονται και συνοδεύουν τους ανθρώπους σε όλη τη ζωή. Εγώ 15 ετών γνώρισα τις ΗΠΑ και αυτές οι αναμνήσεις με συνοδεύουν ως σήμερα. Θέλω να σταθώ ιδιαίτερα και στις ημέρες καριέρας και το σχέδιο προσθέτει πολλές δράσεις με ορίζοντα το 2027. Αφενός να δημιουργήσουμε ευνοϊκές συνθήκες σε αυτούς που έφυγαν τα χρόνια της κρίσης αλλά και εκείνους που επιλέγουν να μείνουν και να γίνουν πρεσβευτές της Ελλάδος», συνέχισε.
«Βάλατε ως στρατηγικό στόχο την εξυπηρέτηση των Ελλήνων από τις προξενικές αρχές. Εγώ θα το έβαζα ως πρώτο στόχο. Η επαφή τους με τις προξενικές αρχές ήταν ταυτισμένη με τη λέξη ταλαιπωρία και αυτό πρέπει να το αλλάξουμε», συμπλήρωσε ο πρωθυπουργός.
Κάνοντας αναφορά στην επιστολική ψήφο που ψηφίστηκε για τις Ευρωεκλογές μόνο από την κυβερνητική πλειοψηφία και εφαρμόστηκε με απόλυτη επιτυχία, είπε ότι «αποτελεί απόδειξη ότι οι μεγαλύτερες μεταρρυθμίσεις μπορούν και γίνονται και έχει ωριμάσει για την επέκταση και στις εθνικές εκλογές του 2027 και γι αυτό χρειάζεται ευρύτερη συναίνεση καθώς χρειάζονται 200 βουλευτές. Ελπίζω ότι υπάρξει συναίνεση από τα κόμματα για να στείλουμε όλοι μαζί ένα μήνυμα και στους Έλληνες του εξωτερικού».
Χαρακτήρισε, δε, πρόνομιο να υπάρχει διασπορά σε μια χώρα προσθέτοντας ότι τον σύνδεσμο αυτό δεν τον έκοψαν ποτέ οι Έλληνες του εξωτερικού. «Είναι πατριωτικό καθήκον στο διεθνές περιβάλλον ρευστότητας. Η στάση απέναντι στον απόδημο Ελληνισμό είναι σημαντικός βραχίονας της ενεργής εξωτερικής πολιτικής που βάρυνε το γεωπολιτικό αποτύπωμα της χώρας ώστε όλοι να την αναγνωρίζουν ως παράγοντας σταθερότητας».
Κανένα κράτος δεν μπορεί να αποκτήσει ισχυρή αποτρεπτική φωνή και αμυντική θωράκιση χωρίς ισχυρή οικονομία, πρόσθεσε ο κ. Μητσοτάκης.
«Η Ελλάδα του 2024 είναι διαφορετική από την Ελλάδα του 2019 και ειναι κάτι που αναγνωρίζουν πρωτίστως οι έλληνες του εξωτερικού που μπορούν να βλέπουν την πρόοδο μακριά από τα παραμορφωτικά γυαλιά της τοξικής εσωτερικής πολιτικής πραγματικότητας» πρόσθεσε ο πρωθυπουργός, τονίζοντας ότι «η Ελλάδα καθημερινά αλλάζει και σε αυτόν τον δρόμο πρέπει να είναι συνοδοιπόροι οι Έλληνες απανταχού».
«Με σχέδιο και δουλειά να είστε σίγουροι ότι θα πετύχουμε τους στόχους μας και θα υλοποιήσουμε το σχέδιο για τον απόδημο Ελληνισμό» κατέληξε ο Κυριάκος Μητσοτάκης.