Είχε αμέτρητες αποστολές στη γειτονική χώρα, ενώ έψαχνε για ίχνη αγνοουμένων της Κύπρου – Ο αστικός μύθος τον θέλει να έβγαλε φωτογραφίες μέχρι και Τούρκους αξιωματικούς να κοιμούνται στις σκηνές τους
Ο Βασίλης Γιαννόπουλος, αντιστράτηγος και θρυλική μορφή της ΕΥΠ, υπήρξε ένας από τους κορυφαίους αξιωματικούς στον τομέα της εθνικής ασφάλειας της χώρας, με πολυετή εμπειρία και σημαντική προσφορά σε κρίσιμες επιχειρήσεις τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδας.
Η πορεία του στην υπηρεσία χαρακτηρίστηκε από υψηλό αίσθημα καθήκοντος, στρατηγική σκέψη και αξιοσημείωτες επιτυχίες, καθιστώντας τον μία εμβληματική φιγούρα της ελληνικής μυστικής υπηρεσίας. Οι επιχειρησιακές του ικανότητες και η συνεισφορά του στην προστασία των εθνικών συμφερόντων τον κατέστησαν πρότυπο για τις επόμενες γενιές στελεχών της ΕΥΠ, αφήνοντας ανεξίτηλο αποτύπωμα στον τομέα της ασφάλειας.
Ο Βασίλης Γιαννόπουλος, ο οποίος τα τελευταία χρόνια της ζωής του διετέλεσε δήμαρχος Νευροκοπίου, πέθανε τον Ιούνιο του 2020, ωστόσο το όνομά του είναι χαραγμένο με ανεξίτηλα γράμματα στην κατασκοπευτική και στρατιωτική ιστορία της χώρας μας. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως και ο αείμνηστος πλέον, στρατηγός, Μιχαήλ Κωσταράκος, μαθαίνοντας την απώλεια του Γιαννόπουλου, περιέγραφε με θαυμασμό τα κατορθώματά του.
Από το Νευροκόπι, στην Ευελπίδων και την ΚΥΠ
Ο Βασίλης Γιαννόπουλος, μεγαλωμένος στο Κάτω Νευροκόπι της Δράμας, έζησε από μικρός τις δυσκολίες των βαριών χειμώνων, με θερμοκρασίες που συχνά έπεφταν κάτω από τους -20°C. Η περιοχή είχε έντονη την αίσθηση του πατριωτισμού και τα ακούσματα της τουρκικής γλώσσας, λόγω των προσφύγων από τη Μικρά Ασία.
«Αμέσως μόλις τελείωσα το Γυμνάσιο, έδωσα εξετάσεις στη Σχολή Ευελπίδων. Εκείνα τα χρόνια ο στρατός προσέλκυε νέους, καθώς το στοιχείο της πατριωτικής αφοσίωσης ήταν έντονο στην περιοχή μου», έχει αναφέρει χαρακτηριστικά. Εισήλθε στη Σχολή το 1965 και, τέσσερα χρόνια αργότερα, αποφοίτησε με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού στο Σώμα Μηχανικού, ενώ η πρώτη του τοποθέτηση ήταν στην Καβάλα.
Ο Βασίλης Γιαννόπουλος είχε δείξει ενδιαφέρον για απόσπαση στην Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΚΥΠ) και το γεγονός ότι είχε βασικές γνώσεις της τουρκικής γλώσσας έπαιξε σημαντικό ρόλο στην επιλογή του.
«Είχα πολλά ακούσματα, αλλά δεν ήξερα τουρκικά, γι’ αυτό και στη συνέχεια σπούδασα τη γλώσσα στη Στρατιωτική Σχολή Ξένων Γλωσσών εδώ στην Αθήνα. Ηταν ένα εξαιρετικό σχολείο» είχε δηλώσει σε παλαιότερη συνέντευξή του. Η απόσπαση θα έρθει το 1987, μετά από εκπαίδευση στα κεντρικά της υπηρεσίας και όχι μόνο, όταν ο Βασίλης Γιαννόπουλος έχει πλέον τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη και επιθυμεί όσο τίποτε άλλο να μεταβεί στην Τουρκία αψηφώντας τους κινδύνους που κρύβει το ταξίδι ενός κατασκόπου σε ξένη χώρα.
Δεν φοβήθηκε ποτέ
Ο Βασίλης Γιαννόπουλος απέφευγε επιμελώς να ταξιδεύει αεροπορικώς κατά τις επιχειρήσεις του, προκειμένου να παρακάμψει τους ελέγχους. Αντίθετα, προτιμούσε να εισέρχεται στην Τουρκία μέσω θαλάσσιων οδών ή περνώντας τα σύνορα κρυφά, συχνά μέσα στη νύχτα, έχοντας πάντα τις αισθήσεις του σε πλήρη εγρήγορση.
Μεγαλώνοντας σε ένα περιβάλλον με συγγενείς από τη Σμύρνη, προσαρμόστηκε άμεσα στον τρόπο ζωής της Τουρκίας, καθώς του ήταν αρκετά γνώριμος. «Αυτό ήταν κάτι που με βοήθησε πολύ», ανέφερε ο στρατηγός, που είχε ξεκινήσει τη δράση του στους «γείτονες» όταν ήταν 40 ετών, έχοντας τότε μαύρα μαλλιά, μουστάκι και την όψη Ανατολίτη, σε συνδυασμό με άψογη γλωσσική προφορά και τα απαραίτητα πλαστά έγγραφα.
Παρακολουθούσε την 4η Στρατιά
Ο αντισυνταγματάρχης Γιαννόπουλος ανέλαβε από την πρώτη στιγμή τον δύσκολο ρόλο της παρακολούθησης των τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων και της ανάλυσης των σχεδίων τους, με έμφαση στις κινήσεις που αφορούσαν το Αιγαίο και τη Θράκη.
Ιδιαίτερη σημασία έδωσε στην παρακολούθηση της 4ης Τουρκικής Στρατιάς, γνωστής και ως «Στρατιά του Αιγαίου», που έδρευε στη Σμύρνη. Η δράση του ήταν δυναμική και τολμηρή, καθώς κατάφερε να στρατολογήσει έναν Τούρκο αξιωματικό σε κρίσιμη θέση της 4ης Στρατιάς, ενώ προχώρησε σε μια αποστολή που παρέμεινε κρυφή μέχρι την πρώτη του συνέντευξη: κατά τη διάρκεια μεγάλης στρατιωτικής άσκησης, εισχώρησε στο υπαίθριο στρατηγείο τους, όπου οι Τούρκοι δοκίμαζαν πραγματικά επιθετικά σχέδια κατά της Ελλάδας, με στόχο μεγάλα νησιά του Αιγαίου, όπως η Χίος και η Λέσβος.
Η τολμηρή αυτή αποστολή έγινε στον κόλπο του Ντογάν, στην περιοχή Ντογάνμπεη, όπου υποδυόμενος τον ρακοσυλλέκτη με νοητική στέρηση, κατάφερε να περάσει απαρατήρητος ανάμεσα στους Τούρκους στρατιώτες. Ανάμεσα σε εκατοντάδες Τούρκους που κοιμόντουσαν αμέριμνοι, περπάτησε αθόρυβα, μακριά από τα φώτα, μπαίνοντας και βγαίνοντας όπου μπορούσε, χωρίς να έχει καμία δυσάρεστη συνάντηση. Περιπλανήθηκε ανάμεσα στις σκηνές και τους καταυλισμούς τους, αναζητώντας στοιχεία, χάρτες, σχέδια και κάθε χρήσιμο έγγραφο. Ο αστικός θρύλος θέλει δε τον Γιαννόπουλο να φωτογράφισε μέχρι και Τούρκους αξιωματικούς να κοιμούνται στις σκηνές τους. Κινήθηκε αθόρυβα, μέσα στη νύχτα, συλλέγοντας πολύτιμες πληροφορίες, και έφυγε όπως ήρθε: αόρατος.
Μετά την επιτυχημένη αποστολή του, μετέφερε τα στοιχεία στην Υπηρεσία μέσω διπλωματικού σάκου, ενώ ο ίδιος επέστρεψε στη Σμύρνη λίγο πριν το ξημέρωμα, ανακουφισμένος που όλα είχαν εξελιχθεί ομαλά. Τα έγγραφα και οι φωτογραφίες που είχε τραβήξει αποδείκνυαν την επιτυχία της παράτολμης αυτής επιχείρησης, που παραμένει ένα από τα πιο εντυπωσιακά κατορθώματα στην καριέρα του.
Οι αγνοούμενοι της Κύπρου
Η εμπλοκή του στο θέμα των Ελληνοκυπρίων αγνοουμένων ήταν αναπόφευκτη, παρά το γεγονός ότι η επιχειρησιακή δράση του είχε πρωταρχικό σκοπό την παρακολούθηση των τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Ο Γιαννόπουλος συνέχισε να αναζητάει στα βάθη της Ανατολίας σημάδια ζωής των ανθρώπων που πλήρωσαν με την αιχμαλωσία τους την εισβολή του «Αττίλα» στο μαρτυρικό νησί. Διαθέτοντας απίστευτα ψυχικά αποθέματα διερευνούσε κάθε πληροφορία, οργώνοντας κυριολεκτικά την Τουρκία σε επιχειρήσεις με τον μοναδικό χαρακτηρισμό που θα μπορούσαν να έχουν: «Ακρως Απόρρητη».
Το βράδυ που μπήκε στις Φυλακές της Αμάσειας ρίσκαρε ως συνήθως τη ζωή του, όταν άφησε την άχρωμη πόλη και ανέβηκε στις βόρειες παρυφές της.
Αναζητούσε μια ελληνική φωνή, την επιβεβαίωση μιας πληροφορίας και ίσως να ανατρίχιασε κοιτώντας τις δύο εισόδους των φυλακών και το αγκαθωτό συρματόπλεγμα. Εφυγε άπραγος μέσα στα μαύρα σκοτάδια, αθέατος, αφήνοντας πίσω του την πόλη νωρίς το πρωί. Στρατολόγησε φυλακισμένους αντικαθεστωτικούς προκειμένου να ψάξουν για Ελληνες όπου μπορούσαν, σε μια αέναη αναζήτηση βασανισμένων ψυχών στην αχανή ενδοχώρα της Τουρκίας.
Τα δάκρυα στη Σμύρνη
Ο Βασίλης Γιαννόπουλος δεν ξέχασε ποτέ τη μέρα που συνάντησε για πρώτη φορά έναν πρώην Τούρκο αλεξιπτωτιστή στη Σμύρνη, ο οποίος είχε λάβει μέρος στην εισβολή της Κύπρου.
Η τυχαία αυτή γνωριμία εξελίχθηκε σε επαφές που επαναλήφθηκαν πολλές φορές, κατά τις οποίες ο Γιαννόπουλος έτρωγε και έπινε μαζί του, προσποιούμενος τον φίλο του. Το δίκτυο πληροφοριοδοτών του είχε ανακαλύψει πως ο συγκεκριμένος Τούρκος υπέφερε από έντονες τύψεις.
«Οταν τον προσέγγισα ο άνθρωπος αυτός βρισκόταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, θα έλεγα στα όρια της τρέλας, από τις ενοχές. Από τις αρχικές κουβέντες του συμπέρανα ότι πρέπει να είχε σκοτώσει άοπλους αιχμαλώτους πολέμου στη βόρεια Κύπρο. Αργότερα μου το εξομολογήθηκε ο ίδιος με δάκρυα στα μάτια», είχε πει σε συνέντευξή του.
Η εμπιστοσύνη που του έδειξε ο Τούρκος ήταν τόσο μεγάλη που του ζήτησε να τον φέρει στην Ελλάδα, ώστε να δικαστεί και να λυτρωθεί από τις ενοχές του. Ο Γιαννόπουλος άρχισε να σχεδιάζει την επιχείρηση, όμως οι τουρκικές Υπηρεσίες Ασφαλείας υποπτεύθηκαν τον Τούρκο και τον έθεσαν υπό στενή παρακολούθηση, γεγονός που οδήγησε στην εξαφάνισή του.
«Πρέπει να είχαν αντιληφθεί τις κινήσεις του ή να τον είχαν χαρακτηρίσει επιρρεπή επειδή προφανώς το είχε πει και σε άλλους, γιατί από τη μια στιγμή στην άλλη τέθηκε σε στενή παρακολούθηση, προφανώς από τη ΜΙΤ. Εξαφανίστηκε από προσώπου γης και κάπου εκεί άρχισαν να δυσκολεύουν τα πράγματα και για μένα», είχε πει.
Η τελευταία αποστολή
Στις αρχές του 1992, ο συνταγματάρχης πλέον Βασίλης Γιαννόπουλος πραγματοποίησε την τελευταία του αποστολή στην Τουρκία. «Είχα καταλάβει πλέον ότι έπρεπε να φύγω και να πάει κάποιος άλλος. Δεν πήγαινε άλλο, και έτσι ζήτησα να αποδεσμευτώ και να επιστρέψω στην πατρίδα οριστικά».
Μετά την τελευταία του αποστολή ένιωσε ικανοποίηση και υπερηφάνεια για την επιτυχία του, ενώ μόνο λίγοι γνώριζαν την πραγματική του δράση: ο διοικητής και ο υποδιοικητής της ΚΥΠ, καθώς και ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων.
Η σύζυγός του, με την οποία παντρεύτηκε το 1974, ποτέ δεν γνώριζε το ακριβές περιεχόμενο των αποστολών του, ενώ η κόρη του Μαρία έμαθε την αλήθεια το 2008, όταν τον είδε να μιλά για πρώτη φορά σε τηλεοπτική εκπομπή.
Με την οριστική επιστροφή του στην Ελλάδα φόρεσε ξανά μετά από πέντε χρόνια τη στολή του και επανήλθε σε μια καθημερινότητα που είχε ξεχάσει. Παρέμεινε για τρία ακόμη χρόνια στην ΚΥΠ ως διευθυντής Ανάλυσης και Εκτίμησης Στρατιωτικών Πληροφοριών, προτού μετατεθεί ως διοικητής Μηχανικού στην ΑΣΔΕΝ (Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση Εσωτερικού και Νήσων). Η τεράστια εμπειρία του, αφού θεωρείτο αυθεντία και για πολλούς ο Νο 1 στα Ελληνοτουρκικά, χρησιμοποιήθηκε κατάλληλα από το ΓΕΕΘΑ, που τον επέλεξε για διοικητή στη Διεύθυνση Πληροφοριών όταν ο Γιαννόπουλος έγινε ταξίαρχος.
Η ενασχόληση με την πολιτική
Μετά την αποστράτευσή του, αποφάσισε να αφοσιωθεί στην πολιτική και στην υπηρεσία του τόπου καταγωγής του. Έτσι, στις δημοτικές εκλογές του 2006 έθεσε υποψηφιότητα και εξελέγη δήμαρχος Κάτω Νευροκοπίου. Έχασε τις εκλογές του 2010, αλλά παρέμεινε για μία τετραετία επικεφαλής της αντιπολίτευσης του Δήμου. Στις εκλογές του 2014 επανεξελέγη δήμαρχος Κάτω Νευροκοπίου, μετά δε την ολοκλήρωση της δεύτερης αυτής δημαρχιακής θητείας του εγκατέλειψε οριστικά την πολιτική δράση.
Είχε τιμηθεί με τις εξής διακρίσεις:
Ταξιάρχης του Τάγματος της Τιμής
Ανώτερος Ταξιάρχης του Τάγματος του Φοίνικος
Μετάλλιο στρατιωτικής Αξίας Α’ Τάξεως Διαμνημόνευση Αξίας και Τιμής
Διαμνημόνευση Ευδοκίμου Διοικήσεως Α’ Τάξεως
Διαμνημόνευση Υπηρεσιών Αξιωματικού Επιτελούς Α’ Τάξεως.
To συγγραφικό του έργο
Ο Βασίλης Γιαννόπουλος ήταν συγγραφέας δύο βιβλίων:
«Γεωγραφική-Ιστορική-Νομική Κατάσταση των Νήσων-Νησίδων και Βραχονησίδων του Αιγίου και η ακολουθούμενη πολιτική.» (Αύγουστος 1997)
«Ιδιοκτησιακό καθεστώς Νήσων – Το θεμελιώδες πρόβλημα στο Αιγαίο (Τουρκικές θέσεις).» (Μάιος 1998)