Πότε και πώς συγκροτήθηκε η ΙΙΙ Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία – Οι επιχειρήσεις της ΙΙΙ Ελληνικής Ορεινής Ταξιαρχίας και η κατάληψη του Ρίμινι – Ο φόβος των Ιταλών και οι βαριές γερμανικές απώλειες
Μία από τις λαμπρότερες σελίδες που έγραψε ο Ελληνικός Στρατός τον προηγούμενο αιώνα ήταν η κατάληψη της ιταλικής πόλης Ρίμινι από την ΙΙΙ (3η) Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία (στο εξής ΙΙΙ ΕΟΤ) τον Σεπτέμβριο του 1944 στο πλαίσιο ευρείας συμμαχικής επιχείρησης στην Ιταλία. Είναι ένα θέμα με το οποίο δεν έχουμε ασχοληθεί πάλι και πιστεύουμε ότι εκτός από ιστορικό ενδιαφέρον έχει και πολλές πλευρές ακόμα που αξίζει να μελετηθούν.
Αν διαβάσει κάποιος σε γενικές γραμμές την ιστορία της ΙΙΙ ΕΟΤ θα δει μπροστά του, σε περίληψη βέβαια, την ελληνική ιστορία. Από ένα σχεδόν διαλυμένο στράτευμα συγκροτήθηκε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα μια άρτια οργανωμένη μονάδα, που πήρε μέρος σε μια ιδιαίτερα απαιτητική πολεμική επιχείρηση την οποία κατάφερε να φέρει εις πέρας αποσπώντας το θαυμασμό των Συμμάχων και η οποία, όταν επέστρεψε στην Ελλάδα έγινε αντικείμενο έντονης διαμάχης ανάμεσα στην κυβέρνηση και το ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, αποτελώντας κατά πολλούς, την αφορμή για τα Δεκεμβριανά! Το μεγαλείο και η διχόνοια, βασικά χαρακτηριστικά της ελληνικής φυλής από την αρχαιότητα, δυστυχώς έκαναν την εμφάνισή τους σε μια κρίσιμη στιγμή όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για όλη την ανθρωπότητα…
Πώς και γιατί συγκροτήθηκε η ΙΙΙ ΕΟΤ;
Όπως είναι γνωστό στα τέλη του Μαΐου 1941, μετά τη βέβαια κατάληψη της Κρήτης από τους Γερμανούς, η ελληνική κυβέρνηση, με επικεφαλής τον βασιλιά Γεώργιο Β’ εγκατέλειψε τη Μεγαλόνησο για την Αίγυπτο. Στην αφρικανική χώρα ζούσαν 150.000 Έλληνες Αιγυπτιώτες. Σε αυτούς προστέθηκαν μετά το 1941, κυβερνητικοί υπάλληλοι, πολιτικοί παράγοντες που είχαν υπηρετήσει το καθεστώς Μεταξά, εν ενεργεία πολιτικοί, απόστρατοι και αποταχθέντες αξιωματικοί των βενιζειλικών κινημάτων του 1933 και του 1935 ,στρατευμένοι, υπόχρεοι θητείας και εθελοντές. Τέλος σταδιακά έφτασαν στη Μέση Ανατολή μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς χιλιάδες πρόσφυγες: γυναικόπαιδα και άνδρες που δεν ήταν ικανοί να πολεμήσουν, δημιουργώντας ένα εκρηκτικό μείγμα που θύμιζε έντονα την Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Η κυβέρνηση Τσουδερού λόγω της απροκάλυπτης στήριξης των Βρετανών και της αδυναμίας διαχείρισης των προβλημάτων που προέκυπτε βρισκόταν σε συνεχή αμφισβήτηση. Παράλληλα, οι συνθήκες που επικρατούσαν στον Ελληνικό Στρατό ευνοούσαν την επικράτηση στις τάξεις του της κομμουνιστικής δράσης. Σημαντικός σε αυτό ήταν ο ρόλος των πολιτικών οργανώσεων, κυρίως της Αντιφασιστικής Στρατιωτικής Οργάνωσης (ΑΣΟ) με επικεφαλής τον Δεκανέα Γιάννη Σαλλά.
Οι αντιπαλότητες που ξέσπασαν, οδήγησαν στη διατύπωση της άποψης από πολλούς αντιμοναρχικούς, ότι η επιστροφή στην Ελλάδα του Γεώργιου Β’ με τη στήριξη «πραιτοριανού στρατού» (όπως έλεγαν) συγκροτημένου στη Μέση Ανατολή, θα σήμαινε την εγκαθίδρυση ενός νέου δικτατορικού καθεστώτος. Έτσι οι φιλομοναχικοί άρχισαν να χαρακτηρίζονται «φασίστες», κάτι που έγινε στη συνέχεια με όσους δεν ασπάζονταν τις κομμουνιστικές θεωρίες. Πάντως η «εξόριστη» ελληνική κυβέρνηση πέτυχε να δημιουργήσει από το μηδέν αξιόμαχο στράτευμα. Η Ι Ταξιαρχία υπό τον Παυσανία Κατσώτα πήρε μέρος στη δεύτερη μάχη του Ελ Αλαμέιν, το φθινόπωρο του 1942 και είχε σημαντική συμβολή στη συμμαχική νίκη. Την ίδια εποχή στην Ελλάδα «φούντωνε» το αντιστασιακό κίνημα. Καθοριστικής σημασίας για την εξέλιξη των πραγμάτων ήταν η συγκρότηση τον Μάρτιο του 1944 της Ππολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (Π.Ε.Ε.Α.), γνωστότερης ως «Κυβέρνησης του Βουνού» που προκάλεσε αύξηση της έντασης μεταξύ των πολιτικοϊδεολογικών, ως τότε, αντιπάλων.
Η «Ταξιαρχία Εξαγνισμού»
Στο μεταξύ, στο στράτευμα έπρεπε να γίνει απόδοση ευθυνών και καταδίκη των στασιαστών, πριν την αναδιοργάνωσή του. Αυτό επιτεύχθηκε με την συνδρομή των Βρετανών, ιδιαίτερα του φιλέλληνα Αρχιστράτηγου σερ Bernard Paget. Αρχηγός του ΓΕΣ ανέλαβε προσωρινά ο Συνταγματάρχης Ευθύμιος Λιώσης. Σε ελάχιστο χρόνο έπρεπε να συγκροτηθεί από τα υπολείμματα (στην κυριολεξία…) του Ελληνικού Στρατού μια αξιόμαχη μονάδα, η οποία θα συμμετείχε στις συμμαχικές επιχειρήσεις στην Ιταλία. Αυτό ήταν απαραίτητο και για να μπορέσει η χώρα μας να διεκδικήσει περισσότερα, όταν μετά το τέλος του πολέμου θα έφθανε η ώρα των διαπραγματεύσεων. Η ανασυγκρότηση ξεκίνησε από το στρατόπεδο στο Τμίμι υπό τη διοίκηση του Συνταγματάρχη Ιωάννη Καραβία που είχε διακριθεί ιδιαίτερα και σε μάχες εναντίον των Ιταλών στην Πίνδο. Παρόντες ήταν και δέκα Βρετανοί αξιωματικοί με επικεφαλής τον ταγματάρχη Mike Newton, καθώς ελλόχευε ο κίνδυνος διείσδυσης κομμουνιστών στο υπό ανασυγκρότηση στράτευμα ή ένταξης κάποιων στους στασιαστές.
Στις 27 Μαΐου 1944 η αποστολή της μονάδας ολοκληρώθηκε. Οι 204 αξιωματικοί και 1.680 οπλίτες μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο Ινσαρίγιε έξω από το Βηρυτό, κοντά στην αρχαία Σιδώνα. Το στρατόπεδο αυτό αποτελούσε έδρα του 7ου Τάγματος Πεζικού. Σ’ αυτό θα οργανωνόταν μια νέα Ταξιαρχία που θα εκπαιδευόταν σε επιχειρήσεις ορεινού αγώνα. Ο Συνταγματάρχης Λιώσης, μια μέρα μετά τη λήξη του συνεδρίου του Λιβάνου καθόρισε ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη συγκρότηση μιας νέας στρατιωτικής δύναμης την παραμονή των στελεχών «μακράν πάσης πολιτικής και της πολιτικής μακράν πάσας επιδράσεως του Στρατού… και… πειθαρχούντος απολύτως εις την εκάστοτε εκ του λαού παροερχόμενην νόμιμον Κυβέρνησιν».
Στις 31 Μαίου1944 εκδόθηκε από το ΓΣΜΑ η υπ’ αριθ. 4 διαταγή συγκροτήσεως της νέας Ταξιαρχίας, καθαρά εθνικής αποστολής, υπό την εποπτεία της 9ης Βρετανικής Στρατιάς, για να συμμετάσχει στις συμμαχικές επιχειρήσεις εναντίον των δυνάμεων του Άξονα στην Ιταλία. Στις 2 Ιουνίου έφθασε από την Αθήνα με πρόσκληση της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης ο Υποστράτηγος Κωνσταντίνος Βεντήρης ο οποίος με Βασιλικό Διάταγμα τοποθετήθηκε Αρχηγός ΓΕΣ και ανέλαβε το έργο ανασυγκρότησης του Ελληνικού Στρατού.
Στις 9 Ιουνίου εκδόθηκε η διαταγή συγκρότησης της ΙΙΙ Ελληνικής Ορεινής Ταξιαρχίας, που θα αποτελούσε συνέχεια των διαλυμένων πλέον Ταξιαρχιών Ι και ΙΙ. Διοικητής της ορίστηκε ο Συνταγματάρχης Θρασύβουλος Τσακαλώτος, Υποδιοικητής ο Αντισυνταγματάρχης Νικόλαος Παπαδόπουλος, γνωστός με το προσωνύμιο «Παππούς» και Επιτελάρχης ο Αντισυνταγματάρχης Γεράσιμος Λάμαρης. Για την ανάληψη των καθηκόντων του ο Τσακαλώτος επισκέφτηκε τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου, ο οποίος του είπε: «Περιβάλλεσαι με την εξαιρετικήν τιμήν να οδηγήσεις εις το πεδίον της τιμής την μοναδικήν του Στρατού μας Μονάδα. Αι ευχαί μου, της Κυβερνήσεως και ολόκληρου του Έθνους θα σε συνοδεύουν».
Ο Τσακαλώτος τόνισε: «Εξαγγείλατε ανά το Πανελλήνιον: Εις Εθνικός Στρατός, εγγυητής της λαϊκής κυριαρχίας υπό την σημαίαν της πατρίδος. Πρώτος πυρήν τοιούτου Εθνικού Στρατού η ΙΙΙ Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία. Πίστη εις το πανελλήνιον αίσθημά σας». Έτσι συγκροτήθηκαν δύο Επιτελεία: το Επιτελείο Στρατού Μέσης Ανατολής (ΕΣΜΑ) με Επιτελάρχη τον Συνταγματάρχη Λιώση, ο οποίος στις 9 Ιουνίου προήχθη κατ’ εκλογή σε Υποστράτηγο και το Επιτελείο Στρατού Ηπειρωτικής Ελλάδας (ΕΣΗΕ) με Επιτελάρχη τον Συνταγματάρχη Δημήτριο Λάιο.
Η ΙΙΙ ΕΟΤ ενισχύθηκε από το 2ο Σύνταγμα Πεδινού Πυροβολικού και έτσι ο Συνταγματάρχης Νικόλαος Παπαδόπουλος ανέλαβε Διοικητής Πεζικού της Ταξιαρχίας. Παράλληλα και άλλες δευτερεύουσες, κατά κάποιο τρόπο Μονάδες, όπως δύο συνεργεία ελαφρών επισκευών, στρατονομικό απόσπασμα, ταχυδρομική μονάδα κ.λπ. εντάχθηκαν στην ΙΙΙ ΕΟΤ. Βέβαια, ειδικά στον πόλεμο δεν υπάρχουν δευτερεύουσες μονάδες, όλοι είναι πολύτιμοι. Η συγκρότηση της ΙΙΙ ΕΟΤ έγινε από τις 11 ως τις 18 Ιουνίου 1944 υπό την επίβλεψη των Βρετανών. Στις 19 Ιουνίου δόθηκε ο οπλισμός στους άνδρες της Ταξιαρχίας μετά από διαταγή του Αρχιστράτηγου Πάτζετ και άρχισε η επιθεώρηση τους από τον Τσακαλώτο. Στη διάρκεια της επιθεώρησης εμφανίστηκε ο Μητροπολίτης Καρυστίας Παντελεήμων (Φωστίνης), με σημαντική ανθρωπιστική δράση τα προηγούμενα χρόνια (κάποιες άλλες πλευρές του έργου του Παντελεήμονα είναι αμφιλεγόμενες) με ομάδα ο οπλιτών που κρατούσαν ψηλά τα εθνικά λάβαρα.
Ο Παντελεήμων ευλόγησε τους άνδρες της Ταξιαρχίας και τον οπλισμό τους κάτι που συγκίνησε τους πάντες. Στη συνέχεια ο Τσακαλώτος μίλησε στους άνδρες της Ταξιαρχίας αναφέροντας ανάμεσα στα άλλα: «Εντός ελαχίστου χρόνου, χάρις εις την επιθυμίαν όλων, τας εντολάς της Εθνικής Κυβερνήσεως και χάρις εις την ευμενεστάτην βοήθειαν του Άγγλου Αρχιστράτηγου, μία νέα Ταξιαρχία αναγεννήθη. Η Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία. Η Ταξιαρχία εις την οποίαν έχομεν την τιμήν να ανήκομεν και την οποίαν ημείς πρέπει να νιώθομεν βαθιά μέσα μας ως Ταξιαρχία Εξαγνισμού».
Μετά τις 19 Ιουνίου η Ταξιαρχία που είχε πλέον δύναμη 225 αξιωματικών και 2.256 οπλιτών μετακινήθηκε στο χωριό Μπεσμετζίν της Συρίας, έδρα του Βρετανικού Κέντρου Εκπαίδευσης Ορεινού Αγώνα, διοικητής του οποίου ήταν ο φιλέλληνας Βρετανός Ταξίαρχος James Moffat. Η εκπαίδευση των ανδρών της Ταξιαρχίας στο βουνό του Λιβάνου ήταν απαραίτητη, καθώς οι μάχες τους εναντίον των Γερμανών στην Ιταλία θα δίνονταν σε ορεινό έδαφος. Να αναφέρουμε, ότι αρκετοί από τους αξιωματικούς και τους οπλίτες της Ταξιαρχίας είχαν δρέψει δάφνες στην Πίνδο κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο.
Η ταχύρρυθμη εκπαίδευση ξεκίνησε στις 22 Ιουνίου και περιλάμβανε ασκήσεις αντοχής, διεξαγωγή ορεινού αγώνα, αλλά και αγώνα σε κατοικημένες περιοχές. Ολοκληρώθηκε σε πέντε εβδομάδες. Στη διάρκειά της επικρατούσε έντονος εθνικός ενθουσιασμός, πειθαρχία και μαχητικό πνεύμα, κάτι που διαπίστωσε και ο Υπαρχηγός του ΓΕΣ Λιώσης, που επιθεώρησε την Ταξιαρχία στις 7 Ιουλίου, συνοδευόμενος από τον Επιτελάρχη της ΙΧ Βρετανικής Στρατιάς. Παρακολούθησαν για τέσσερις μέρες την εκπαίδευση και έπειτα ο Λιώσης υπέβαλε στον Αρχηγό του ΓΕΣ αναφορά στην οποία έγραφε μεταξύ άλλων: «…τόσον το ηθικόν όσο και η αρτία εκπαίδευσίς της καθεστώσι την Ταξιαρχίαν ισχυράν δι’ οιανδήποτε αποστολήν».
Αλλά και ο Βρετανός Επιτελάρχης έγραψε ότι επικρατούσε: «Εικών εργατικότητος,, πειθαρχίας, τάξεως και υγείας». Στις 12 Ιουλίου επισκέφθηκαν το στρατόπεδο ο αρχιστράτηγος Paget και ο Διοικητής της ΙΧ Στρατιάς Αρχιστράτηγος Holms. Ο Paget με επιστολή του προς τον Τσακαλώτο εξήρε το υψηλό φρόνημα, την ομοψυχία των ανδρών και την άριστη τεχνική τους εκπαίδευση, ενώ υποσχέθηκε ότι σύντομα η III EOT θα λάμβανε το πολεμικό υλικό που της έλειπε. Με ανακοίνωσή του που δημοσιεύθηκε στο εικονογραφημένο περιοδικό «Αέρα» λίγο αργότερα, ο Paget εξήρε το υψηλό επίπεδο μάχης και τη σωματική ικανότητα των ανδρών της Ταξιαρχίας και τόνισε ότι σύντομα αυτή θα λάμβανε μέρος στις συμμαχικές επιχειρήσεις. Κατέληγε δε με τη βεβαιότητα ότι «κάθε άνδρας θα πολεμήσει ως πραγματικός Έλλην».
Όταν ολοκληρώθηκε η εμπόλεμη σύνθεση της Ταξιαρχίας από τμήματα στρατευμένων και νεοσύλλεκτων οπλιτών από το στρατόπεδο των προσφύγων των Πηγών του Μωυσέως, αυτή αριθμούσε 213 αξιωματικούς, 70 ανθυπασπιστές και 3.084 οπλίτες. Κατά τον Τσακαλώτο ήταν «ένα μικρό εκστρατευτικό σώμα διότι δυστυχώς οι κομμουνισταί γνωρίζοντες το ζητούν και οι εθνικόφρονες ασυνειδήτως ενεργούντες, ημπόρουν να συγκροτηθεί ένα ολόκληρο Σώμα Στρατού». Στις 2 Αυγούστου ο Paget επισκέφθηκε ξανά την Ταξιαρχία και διαπίστωσε ότι υπήρχε πλέον επάρκεια πολεμικού υλικού και ταχύτατη και άψογη εκπαίδευση, ενώ εξέφρασε τις θερμότερες ευχές του για το μέλλον της Ταξιαρχίας. Σε ομιλία του προς τους αξιωματικούς τόνισε τη σημασία της αποστολής και κατέληξε με τη φράση: «Τέλος, μη λησμονείτε ότι κρατείτε εις χείρας σας την τιμήν και το μέλλον της Ελλάδος». Λίγο πριν την αναχώρησή της ΙΙΙ ΕΟΤ έφτασε στο στρατόπεδο και ο μπαρουτοκαπνισμένος Ταξίαρχος Moffat που αποχαιρετώντας τους αξιωματικούς είπε: «Δεν θα ήθελα ουδέποτε να είμαι αντίπαλός της ΙΙΙ Ελληνικής Ορεινής Ταξιαρχίας».
Το ταξίδι για την Ιταλία
Στις 4 Αυγούστου 1944 σε μια ατμόσφαιρα ενθουσιασμού και εντυπωσιακών πατριωτικών εκδηλώσεων με τραγούδια, χορούς και ψάλλοντας τον εθνικό ύμνο οι άνδρες της ΙΙΙ ΕΟΤ αναχώρησαν για το λιμάνι της Χάιφας, αρχικά σιδηροδρομικώς και έπειτα οδικώς. Την επομένη, από τις πρωινές ώρες άρχισε η επιβίβαση των Ελλήνων στο επιταγμένο ολλανδικό υπερωκεάνιο «Ρούις» χωρητικότητας 14.000 τόνων, η οποία ολοκληρώθηκε με απόλυτη τάξη το μεσημέρι. Κατά την επιβίβαση των ανδρών έφτασε στη Χάιφα ο Ταξίαρχος Moffat που αποθεώθηκε από τους Έλληνες. Ήταν εκεί και ο υπαρχηγός του ΓΕΣ Λιώσης που παρακολουθούσε την επιβίβαση της Ταξιαρχίας και «ησύχασε μόνο όταν την είδε επιβιβαζομένην». Όταν ολοκληρώθηκε η επιβίβαση, ο Τσακαλώτος εξέδωσε ημερήσια διαταγή που κατέληγε: «Τέλος το σύνθημα της Ταξιαρχίας εν (ένα): «ΕΚΔΙΚΗΘΕΊΤΕ».
Στις 04.45 της 7ης Αυγούστου το πλοίο «Ρούις» απέπλευσε από τη Χάιφα. Μετά τη διέλευση από τα παράλια της Παλαιστίνης εντάχθηκε σε συμμαχική νηοπομπή, η οποία κινήθηκε παράλληλα και βόρεια από τις ακτές της Β. Αφρικής, πέρασε νότια από την Κρήτη και έφτασε τελικά, χωρίς απρόοπτα, στον Τάραντα. Οι άνδρες της ΙΙΙ ΕΟΤ βλέποντας τις βουνοκορφές της σκλαβωμένης Κρήτης, των σκλαβωμένων νησιών του Αιγαίου και της Πελοποννήσου απέκτησαν ένα επιπλέον κίνητρο για να πολεμήσουν τον μισητό εχθρό, τους Ναζί.
Η συμπεριφορά των Ελλήνων στο «Ρούις» ήταν άψογη κάτι που επισήμανε ο πλοίαρχος του Berststelle, ο οποίος ευχήθηκε στην ΙΙΙ ΕΟΤ «καλή επιτυχία». Στις 07.30 της 11ης Αυγούστου το «Ρούις» κατέπλευσε με τη συνοδεία ενός αντιτορπιλικού, στο λιμάνι του Τάραντα. Οι άνδρες των Συμμάχων που βρίσκονταν εκεί υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό τους Έλληνες. Θυμίζουμε ότι η Ιταλία είχε συνθηκολογήσει με τους Συμμάχους στις 3 Σεπτεμβρίου 1943 (η ανακοίνωση της συνθηκολόγησης έγινε στις 8 Σεπτεμβρίου).
Οι Έλληνες στην Ιταλία- Οι Ιταλοί στρατιώτες… ως ανειδίκευτοι χαμάληδες
Στις 11.30 της 11/08/1944 ολοκληρώθηκε η αποβίβαση στον Τάραντα της ΙΙΙ ΕΟΤ. Παράλληλα, άρχισε η εκφόρτωση από Ιταλούς στρατιώτες των υλικών της, κάτι που οι Έλληνες θεώρησαν ως «θεϊκή τιμωρία». Ένας από τους τότε στρατιώτες της ΙΙΙ ΕΟΤ, ο Λευτέρης Ι. Τσιμπίδης περιέγραψε με γλαφυρότητα την όλη κατάσταση.
«Ιταλοί οπλίτες έπαιζαν με επιτυχία τον ρόλο των ανειδίκευτων χαμάληδων και φορτοεκφορτωτών, μοιραία κατάληξη στρατού που από την αρχή του πολέμου είχε αποδείξει ότι δεν ήταν κατάλληλος για τίποτα περισσότερο. Έτσι κοψομεσιάζονταν τώρα στις προβλήτες του λιμανιού τους, προς μεγάλη ικανοποίηση των Ελλήνων στρατιωτών, που μαζεμένοι και σκύβοντας από τις κουπαστές διασκέδαζαν απεριόριστα και μεγαλόφωνα με την κατάντια των πρώην επίδοξων κατακτητών τους». Η ΙΙΙ ΕΟΤ εντάχθηκε στις νεοζηλανδικές δυνάμεις που διοικούσε ο γνωστός μας από την μάχη της Κρήτης Στρατηγός Bernard Freyberg. Εντυπωσιακή ήταν η παρέλαση Ελλήνων στον Τάραντα. «Μια από τις τόσες θύμησες είναι η μέρα που παρήλασε η 3η Ορεινή Ταξιαρχία μέσα στον Τάραντα. Σε μια παρέλαση ιδεώδη, ένδοξη, ιστορική που η Ελληνική αρβύλα με την υπόκρουση «περνάει ο Στρατός της Ελλάδος φρουρός» έκανε τους Ιταλούς που από στόμα σε στόμα μαθεύτηκε ότι ο παρελαύνων στρατός ήτανε «Γκρέκο», να κλείνουν τα μαγαζιά τους πανικόβλητοι! Ενόμισαν ότι είμεθα κτήνη τα μαγαζιά τους πανικόβλητοι. Ενόμισαν ότι είμεθα κτήνη και ότι θα εκδικηθούμε για όσα μας έκαναν στην Ελλάδα…. Όμως, κανένας μας και το λέω με υπερηφάνεια, δεν πείραξε κανέναν». (Αθ. Μυρογιάννης, Ριμινίτης). Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν πλησίαζαν τους Έλληνες μικρά ρακένδυτα και πεινασμένα παιδιά, αυτοί τους έδιναν μέρος του συσσιτίου τους. Στις 17 Αυγούστου επισκέφθηκε την Ελληνική Ταξιαρχία ο Freyberg που σε μια αυθόρμητη και συμβολική κίνηση τους χαιρέτησε πετώντας το πηλήκιό του.
Η ΙΙΙ ΕΟΤ έλαβε στις 19 Αυγούστου εντολή να μετακινηθεί στο Σπολέτο, 100 χλμ. βόρεια της Ρώμης, κοντά στη ζώνη των επιχειρήσεων. Μια μέρα νωρίτερα είχε φτάσει από τον Λίβανο ο βαρύς οπλισμός της. Στις 26/8 η Ταξιαρχία έφτασε 6 χλμ. βόρεια του Σπολέτο και τέθηκε υπό τη διοίκηση της 2ης Νεοζηλανδικής Μεραρχίας επικεφαλής της οποίας ήταν ο Υποστράτηγος Stephen Cyril Weir.
Η ώρα των επιχειρήσεων
Στις 28/8 η ΙΙΙ ΕΟΤ αφού ενισχύθηκε με τρεις ουλαμούς από τη 2η Νεοζηλανδική Μεραρχία έλαβε διαταγή προώθησης κοντά στην πόλη Ιέζι. Η μετακίνηση ήταν υποδειγματική και έγινε στις 30 Αυγούστου. Στις 31/8 ο Τσακαλώτος παρουσιάστηκε στον Freyberg και τους Επιτελείς του και παρέθεσε το σχέδιο τακτικής άσκησης που θα γινόταν πριν την εμπλοκή των Ελλήνων στις επιχειρήσεις. Η άσκηση έγινε με επιτυχία στις 2 Σεπτεμβρίου και ο Τσακαλώτος υπενθύμισε στους άνδρες του ότι ήρθε η ώρα να επιτελέσουν το ιερό καθήκον τους προς την ιστορία. Σύνδεσμος των Νεοζηλανδών ορίσθηκε ο Αντισυνταγματάρχης Αked που είχε πολεμήσει στην Ελλάδα το 1941. Το πρωί της 3/9 μια ξαφνική ριπή ανέμου χτύπησε το μικρό αναγνωριστικό αεροσκάφος στο οποίο επέβαινε ο Freyberg λίγο πριν προσγειωθεί στο αεροδρόμιο του Αρχηγείου της 8ης Βρετανικής Στρατιάς. Ο Freyberg τραυματίστηκε και έμεινε δύο μήνες εκτός δράσης.
Τον διαδέχτηκε προσωρινά ο Weir. Την ίδια μέρα η ΙΙΙ ΕΟΤ έλαβε διαταγή μετακίνησης στην περιοχή Σάντα Μαρία Πιετραφίτα, 8 χλμ. περίπου από τη γραμμή του μετώπου. Εκεί έφτασε στις 5/9. Οι Έλληνες ήταν γεμάτοι ενθουσιασμό που δύο χρόνια μετά το Ελ Αλαμέιν θα πολεμούσαν πάλι το πλευρό των Συμμάχων. Στη νέα θέση, η Ταξιαρχία τέθηκε υπό τη διοίκηση της 5ης Καναδικής Μεραρχίας, προσωρινά ως εφεδρεία της ενώ το 3ο Σύνταγμα Πεδινού Πυροβολικού της ΕΟΤ μετακινήθηκε ΒΔ του Ριτσιόνε και εντάχθηκε στο Πυροβολικό του 1ου Καναδικού Σώματος Στρατού.
Την ίδια μέρα συμμετείχε στην προσβολή του ορεινού όγκου στην περιοχή Κοριάνο που απέχει 15 χλμ. από το Ρίμινι και εκτείνεται ΝΔ της αμυντικής γραμμής Croce-Gemmano. Επρόκειτο για προκεχωρημένο φυλάκιο των Γερμανών, άριστα οχυρωμένο, ενισχυμένο με τσιμεντένια πυροβολεία, επιμελώς κρυμμένα τεθωρακισμένα Panzer και Tiger, πυκνά ναρκοθετημένα σημεία, γύρω από τα υψώματα και ελεύθερους σκοπευτές. Το Κοριάνο ενισχύθηκε από την 26η Μεραρχία Τεθωρακισμένων και την 1η Μεραρχία Αλεξιπτωτιστών υπό τον Στρατηγό Χάιντριχ. Ο εγκληματίας της Κρήτης Student (Αλικιανός, Κοντομαρί, ισοπέδωση Κανδάνου) βρισκόταν τότε στη Γαλλία. Όπως βρήκαμε εκ των υστέρων τιμωρήθηκε με ποινή-χάδι χάρη στην κατάθεση του Νεοζηλανδού Υποστράτηγου Lindsay Meritt Inglis, άκρως αμφιλεγόμενου στρατιωτικού. Αποφυλακίστηκε ένα χρόνο αργότερα για ιατρικούς λόγους, αλλά έζησε άλλα 30 χρόνια. Κάποιοι στην Κρήτη, ακόμα κλαίνε για τα θύματά του…Επανερχόμενοι στο Κοριάνο, το καναδικό πυροβολικό και οι Έλληνες που έριξαν 3.648 εκρηκτικά βλήματα δεν μπορούσαν για δύο μέρες να το καταλάβουν.
Δεν είχαν υπολογίσει σωστά τον αριθμό των γερμανικών δυνάμεων, τα εξαιρετικά οχυρωματικά έργα και το δύσβατο του εδάφους. Οι δυνατές βροχές που άρχισαν, έκαναν το έργο Ελλήνων και Καναδών ακόμα πιο δύσκολο. Αλλά και το 5ο Αγγλικό Σώμα Στρατού υπό τον Στρατηγό Keightley που επιχειρούσε στα δυτικά των Καναδών στην περιοχή Groce-Gemmano, 7 χλμ. ΝΔ του Κοριάνο, εναντίον της 29ης Μεραρχίας Γρεναδιέρων (στρατιωτών ειδικών στη ρίψη χειροβομβίδων) δεν μπόρεσε να προωθηθεί. Ο Διοικητής της 8ης Βρετανικής Στρατιάς που είχε αναλάβει την κατάληψη του Ρίμινι, Στρατηγός Λις υπέβαλε νέο σχέδιο στον Στρατηγό, ουσιαστικά Στρατάρχη, Χάρολντ Αλεξάντερ που ήταν διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων στην Ιταλία. Στο πλαίσιο του σχεδίου αυτού, η ΙΙΙ ΕΟΤ αν και εκπαιδευμένη για ορεινό αγώνα θα επιχειρούσε σε αναπεπταμένο έδαφος, σε ένα μέτωπο περίπου 2 χλμ. από την ακτογραμμή του Ριτσιόνε.
Στις 8/9 η ΙΙΙ ΕΟΤ μετακινήθηκε στην περιοχή Κατόλικα ενώ ο Σταθμός Διοίκησής της, 2 χλμ. ΝΑ του Ριτσιόνε. Εννιά ελληνικοί λόχοι αντικατέστησαν δώδεκα καναδικούς. Απέναντι από την Ταξιαρχία, νότια και νοτιοανατολικά του ποταμού Μαράνο βρίσκονταν τμήματα της 1ης Γερμανικής Μεραρχίας Αλεξιπτωτιστών του Χάιντριχ, δυνάμεις Τουρκομάνων της 162ης Γερμανικής Μεραρχίας, ενώ οι ισχυρότερες εχθρικές δυνάμεις βρίσκονταν βόρεια του ποταμού. Ποιοι ήταν οι Τουρκομάνοι; Επρόκειτο για Αζέρους ,Τουρκμένους, Κιργίσιους και Τατζίκους, οι οποίοι σχημάτισαν την 162nd Turkestan Division τον Μάιο του 1943. Έδρασαν στην Ιταλία και βαρύνονταν με εγκλήματα πολέμου. Παραδόθηκαν στους Συμμάχους τον Μάιο του 1945 κοντά στην Πάδοβα και στάλθηκαν στην ΕΣΣΔ που κατείχε τότε τις χώρες τους. Τιμωρήθηκαν με 20 χρόνια «επανορθωτική εργασία». Από τις 00.30 της 9ης Σεπτεμβρίου ξεκίνησαν οι συγκρούσεις Ελλήνων και Γερμανών. Η ανάπτυξη της ΙΙΙ ΕΟΤ σε μεγάλο μέτωπο χωρίς το απαραίτητο βάθος, σχέδιο των Καναδών στερούσε τις ελληνικές δυνάμεις από εφεδρείες και δυνατότητες επιθετικών αναγνωρίσεων. Αποτέλεσμα ήταν στις 9 και 10 Σεπτεμβρίου η ΕΟΤ να έχει αρκετές απώλειες. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και ο Ταγματάρχης Πυροβολικού Ιωάννης Στεφανάκης. Βαρύτατο τίμημα πλήρωσαν κι οι Γερμανοί (9 νεκροί και 21 τραυματίες μόνο την πρώτη μέρα). Στις 10 Σεπτεμβρίου έγινε σύσκεψη των Συμμάχων και αναδιάταξη των μονάδων.
Οι άνδρες της ΙΙΙ ΕΟΤ ξεκίνησαν νυχτερινές περιπόλους (11 και 12/9). Στις 03.00 της 12ης Σεπτεμβίου ελληνική περίπολος με επικεφαλής τον Υπολοχαγό Ιωάννη Κόρκα κατέλαβε προσωρινά τον οικισμό Μοναλντίνι. 15 Γερμανοί σκοτώθηκαν και 2 αιχμαλωτίστηκαν. Η ΕΟΤ είχε 4 νεκρούς και 15 τραυματίες, ανάμεσά τους και ο Ιωάννης Κόρκας που με διαταγή του Τσακαλώτου προήχθη σε Λοχαγό επ’ ανδραγαθία. Από την ανάκριση αιχμαλώτου Γερμανού Υπολοχαγού, ο Τσακαλώτος, έκπληκτος πληροφορήθηκε ότι οι εχθροί ήταν ενήμεροι για τις κινήσεις της Ταξιαρχίας καθώς διέθεταν άριστες πηγές πληροφοριών από Ιταλούς κατασκόπους που δρούσαν στις γραμμές των επιτεθεμένων! Στο μεταξύ στις 14 και 15 Σεπτεμβρίου οι συμμαχικές δυνάμεις με πολλές απώλειες (145 νεκροί και 600 τραυματίες την ημέρα είχε η 8η Βρετανική Στρατιά!) κατέλαβαν τα υψώματα Κοριάνο και Τζεμάνο. Σημαντική ήταν η συμβολή της αεροπορίας που έριξε 500 τόνους βομβών σε 900 εξόδους. Το απόγευμα της 13/9 η ΕΟΤ έλαβε εντολή για κατάληψη του Ρίμινι.
Η κατάληψη του Ρίμινι
Η επιχείρηση ξεκίνησε στις 00.30 της 14/9. Μαζί με την ΕΟΤ ενεργούσε και η 3η Καναδική Ταξιαρχία. Το βράδυ της ίδιας μέρας είχαν επιτευχθεί οι αντικειμενικοί στόχοι της πρώτης φάσης και οι Γερμανοί απωθήθηκαν προς τον ποταμό Μαράνο. Οι απώλειες ήταν βαριές: 29 νεκροί και 63 τραυματίες. Οι Γερμανοί είχαν 30 νεκρούς, πολλούς τραυματίες, ενώ 4 συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Ο Freyberg στις 28 Οκτωβρίου ανέφερε σε απόρρητο τηλεγράφημά του ότι λόγω της απουσίας του η ΕΟΤ «ωθήθηκε σε μια μάχη που δεν ήταν κατάλληλα σχεδιασμένη γι’ αυτούς και είχαν 100 απώλειες». Τηλεγράφημα του Τσακαλώτου προς την κυβέρνηση και το ΓΕΣ ξεκινά ως εξής: «5927. Ταξιαρχία μαχόμενη μετά Πυρ/κου της από 2αν μεταμεσονυκτίου και συνεχίζουσα αγώνα πολέμησε τους Ούννους σώμα με σώμα καταλαβούσα ταχθέντας αντικειμενικούς στόχους». Από τις 06.00 της 15/9 ξεκίνησε η προσπάθεια της ΕΟΤ με τη συνδρομή της ΙΙΙ Καναδικής Ταξιαρχίας να καταλάβει το αεροδρόμιο του Ρίμινι. Οι Γερμανοί το είχαν οχυρώσει άριστα. Ένα ορθογώνιο παραλληλόγραμμο με μήκος 1.600 μ. και πλάτος 900 μ. είχε σπαρθεί με νάρκες και χαρακώματα με πολυβόλα. Μετά από σκληρή μάχη όπου σκοτώθηκαν 11 και τραυματίστηκαν 25 Έλληνες και έπεσαν νεκροί περισσότεροι από 50 Γερμανοί, η ΕΟΤ κατέλαβε τη ΝΔ πλευρά του αεροδρομίου.
Οι σφοδρές συγκρούσεις συνεχίστηκαν και τις επόμενες μέρες. Το απόγευμα της 18ης Σεπτεμβρίου το αεροδρόμιο του Ρίμινι είχε καταληφθεί πλήρως και είχε εκκαθαριστεί. Έμενε πλέον η κατάληψη της πόλης του Ρίμινι. Στις 06.30 της 19/9 ξεκίνησε η επιχείρηση. Ως τις 22.00 οι ελληνικές δυνάμεις είχαν φτάσει 2 χλμ. ΝΔ του Ρίμινι. Εκείνη την ώρα ο Τσακαλώτος έλαβε το ακόλουθο τηλεγράφημα από τον Freyberg: «Έχω ακούσει τα κατορθώματα της Ταξιαρχίας σας από τον Στρατηγό Weir και στέλνω προσωπικά μου συγχαρητήρια. Τους θερμότερους χαιρετισμούς μου». Η προώθηση Ελλήνων και Καναδών συνεχίστηκε την 20η και τις πρώτες πρωινές ώρες της 21/9/1944. Στις 07.30 της 21ης Σεπτεμβρίου ο Λόχος Παπαγεωργίου έφτασε στην Κεντρική πλατεία Καβούρ και αφού κατέλαβε το δημαρχείο του Ρίμινι ύψωσε στο μπαλκόνι του την πολεμική του σημαία. Γύρω στις 08.00 ο Λόχος Αποστολάκη ύψωσε την ελληνική σημαία στον ναό Μαλατέστα πριν προωθηθει προς την Πλατεία Καβούρ. Ο Λοχαγός Μιχαήλ Αποστολάκης ήταν αυτός που παρέλαβε την πόλη του Ρίμινι από τον Δήμαρχο Bortoni Gomberto.
Επίλογος
Εδώ τελειώνει η αναφορά στην κατάληψη του Ρίμινι από την ΙΙΙ ΕΟΤ που συγκροτήθηκε από το μηδέν και σε ελάχιστο χρονικό διάστημα κατάφερε να μεγαλουργήσει. Η ΙΙΙ ΕΟΤ συνέχισε τη δράση της στην Ιταλία (αυτό θα μας απασχολήσει στο μέλλον) και επέστρεψε στην Ελλάδα το απόγευμα της 8ης Νοεμβρίου 1944 όπου έγινε δεκτή με πρωτοφανή ενθουσιασμό. Στην Ιταλία έχασαν τη ζωή τους 10 Έλληνες αξιωματικοί και 106 οπλίτες. Στο νεκροταφείο του Ριτσιόνε υπάρχουν 126 άβαφοι σταυροί που «βλέπουν» προς την Ανατολή. Οι δέκα από τους σταυρούς είναι για αξιωματικούς και υπαξιωματικούς της Αεροπορίας που έπεσαν υπέρ πατρίδος από τον Μάιο ως τον Οκτώβριο του 1944.
Ως μόνη ετοιμοπόλεμη μονάδα του Ελληνικού Στρατού, η «Ταξιαρχία του Ρίμινι» ενεπλάκη στα Δεκεμβριανά, με αποτέλεσμα πολλοί να ξεχάσουν τα ανδραγαθήματα της και την προσφορά της προς την πατρίδα που συνοψίζονται στα λόγια του Χάρολντ Αλεξάντερ: «Ήμουν ευτυχής διότι αυτή η επιτυχία λάμπρυνε τις τύχες της ηρωικής αυτής χώρας (ενν. την Ελλάδα) που ήταν η μόνη σύμμαχος που πολεμούσε στο πλευρό μας στις ζοφερές ημέρες μας και διότι μια νέα νίκη στην Ιταλία είχε προστεθεί στη δόξα που αποκτήθηκε στα βουνά της Αλβανίας».
Πηγές:
ΜΑΡΙΝΑ ΠΕΤΡΑΚΗ, «Ρίμινι, η λησμονημένη νίκη», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ, 2022
Θ.Γ. ΠΑΠΑΜΑΝΩΛΗ, «ΡΙΜΙΝΙ», Εκδόσεις ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΣΚΕΨΙΣ, 2008, ψηφιακή ανατύπωση της Α’ Έκδοσης του 1945