Ο βραβευμένος ελληνοράπτης Αριστείδης Τζονευράκης μιλάει για την παραδοσιακή μας φορεσία, τις άλλες τοπικές ενδυμασίες αλλα και τις διαφορεποιήσεις τους
Τη φουστανέλα με τα τρία γιλέκα, την επίσημη φορεσιά των αξιωματικών και όχι μια πολεμική φουστανέλα θα επέλεγε ο ελληνοράπτης-τερζής, Αριστείδης Τζονευράκης για να γιορτάσουμε την Απελευθέρωση, απαντάει σε ερώτηση για το ποια θεωρεί την πιο αντιπροσωπευτική παραδοσιακή ενδυμασία για την 25η Μαρτίου. «Υπάρχουν και άλλες τοπικές φορεσιές ανά την Ελλάδα αλλά θεωρώ τη φουστανέλα, κορυφαίο ρούχο» σημειώνει.
Όπως εξηγεί όμως, ο δημιουργός του «ΑριστοΤεχνήματος» στο Άργος, που βραβεύθηκε πριν από λίγες ημέρες από το Εμπορικό Επιμελητήριο Αργολίδας με το βραβείο Τέχνης και Πολιτιστικής Κληρονομιάς, δεν υπάρχει κυρίαρχη φορεσιά, ο κόσμος σήμερα, επιλέγει ανάλογα με τον ήρωα της Επανάστασης του 1821 που ξεχωρίζει. «Ζητούν συχνά μια «Μπουμπουλίνα» και εννοούν τη φορεσιά των Σπετσών ή λένε έναν «Παπαφλέσσα» και τον έχουν στο μυαλό τους όπως έχει αποτυπωθεί σε ταινίες εποχής του Τζέιμς Πάρις, όμως ο Παπαφλέσσας όταν πολεμούσε, φορούσε φουστανέλα».
Ο κ. Τζονευράκης ασχολείται με την παραδοσιακή φορεσιά από το 2002, και το πιο ιστορικό κομμάτι που είχε την τύχη να μελετήσει είναι ο ντουλαμάς του στρατηγού Δημητρίου Τσώκρη από το Άργος. «Σώζονται τα ρούχα του και κάποια στιγμή κλήθηκα να βγάλω πατρόν για μια έκθεση που θα γινόταν στην Αθήνα στο μουσείο Μπενάκη. Είναι συγκλονιστικό να κρατάς στα χέρια σου ένα τεκμηριωμένο κομμάτι, να ξέρεις ότι το φορούσε ο συγκεκριμένος άνθρωπος, ότι ήταν το επίσημό του ρούχο. Είναι συγκλονιστικό» επαναλαμβάνει, «όταν έχεις επαφή με ένα κομμάτι που είναι τεκμηριωμένα υπαρκτό και ξέρεις ότι το πατρόν που βγάζεις είναι το ακριβές αντίγραφο του ρούχου. Δεν είναι κάτι που το βλέπεις σε μια φωτογραφία και ψυχανεμίζεσαι ότι μπορεί να είναι έτσι. Ήταν ακριβώς το ρούχο που φορούσε ο Τσώκρης».
Σε μια σύντομη ξενάγηση στις παραδοσιακές στολές ανά την Ελλάδα ο κ. Τζονευράκης περιγράφει: «Επί τουρκοκρατίας, επικρατούσαν σουλτάνικα φιρμάνια και ανάλογα με την περιοχή, στους ευνοούμενούς τους επέτρεπαν να φοράνε και πιο φανταχτερά ρούχα και αν είχαν την οικονομική άνεση να κάνουν και καλύτερες φορεσιές. Σε άλλες περιοχές ήταν πιο αυστηρά τα σουλτανικά φιρμάνια. Γενικά δεν μπορούσε ένας υπόδουλος να φορά πιο φανταχτερή φορεσιά από τον αφέντη του».
«Κάθε περιοχή έχει τη φορεσιά της. Απλά, από την Απελευθέρωση και μετά, στο πρώτο επίσημο αναγνωρισμένο ελληνικό κράτος καθιερώθηκαν κάποια στάνταρ ρούχα. Για τους άνδρες καθιερώθηκε η φουστανέλα, οπότε για την περιοχή από τη Στερεά Ελλάδα και κάτω, δεν γνωρίζουμε κατά τόπους τι φορούσαν οι άνδρες, ξέρουμε ότι σε όλες αυτές τις περιοχές φοράνε φουστανέλα. Αν πάμε στη Μακεδονία που απελευθερώθηκαν στους βαλκανικούς πολέμους, οι τοπικές ανδρικές φορεσιές σώζονται, άλλη στην Επισκοπή, άλλη στη Φλώρινα, άλλη στο Γιδά ή Ρουμλούκι. Ενώ σε Πελοπόννησο και Στερεά Ελλάδα έχει καθιερωθεί ως ανδρικό ρούχο η φουστανέλα, αυτό καθιερώθηκε ως επίσημο ρούχο. Η Βόρεια Ελλάδα προσφέρει περισσότερη πληροφόρηση ως επί το πλείστον για τις ανδρικές φορεσιές».
Σε μία προσπάθεια να μας μεταφέρει ο κ. Τζονευράκης στον μαγικό κόσμο της δημιουργίας των ελληνοραπτικών, των ανατολίτικου τύπου ραφής ενδυμάτων, περιγράφει ότι δεν βασίζονται σε πατρόν. Και δεν είναι ρούχα εφαρμογής. Για παράδειγμα η γυναικεία πουκαμίσα σχηματοποείται τοποθετώντας πάνω της άλλες στρώσεις ρούχων όπως ο τζάκος, το στενό γιλέκο το οποίο πάνω από το φαρδύ πουκάμισο αναδεικνύει το γυναικείο σώμα.
Η αρχή, οι δυσκολίες και η αναγνώριση
Η βράβευση για το «ΑριστοΤέχνημα» δεν ήρθε χωρίς δυσκολίες. Μπορεί να ξεκίνησε η επαφή του με την παραδοσιακή ενδυμασία από μια περίεργη συγκυρία, όπως λέει ο κ. Τζονευράκης αναφερόμενος στη συνάντηση με τον δάσκαλό του Κωνσταντίνο Γκίκα και να βοήθησε και πάλι η τύχη το 2013 -όταν τον εντόπισε το brand Zeus+Dione- για να μην εγκαταλείψει τον χώρο, όμως τα δικά του βήματα δείχνουν ότι μόνο τυχαία δεν είναι.
Όπως διηγείται ο κ. Τζονευράκης, μαθήτευσε «κοντά στον δάσκαλο -ελληνοράπτη- Κωνσταντίνο Γκίκα, ο οποίος δεν είναι πλέον στη ζωή και την κ. Παπαντωνίου», την οποία αποκαλεί καθοδηγήτριά του. Με βάση τη βιβλιογραφία της πορεύθηκε, η συμβουλή της σε κάθε απορία που της εξέφραζε ήταν «ανάτρεξε σε αυτό το βιβλίο και διάβασε, ό,τι δεν καταλάβεις μιλάμε». «Όταν πήγα στο Πελοποννησιακό Λαϊκό Ίδρυμα (ΠΛΙ) τότε, τώρα λέγεται Ίδρυμα Βασίλη Παπαντωνίου και πρωτογνώρισα την κ. Ιωάννα Παπαντωνίου, γυρνάει και μου λέει: «Δεν θέλω να είσαι τυχαίος. Θέλω να διαβάσεις». Εγώ δεν είχα καμία σχέση με αυτά, είχα περάσει στο τμήμα Μηχανικών Ενεργειακής Τεχνολογίας των ΤΕΙ, δεν ολοκλήρωσα ποτέ. Ασχολιόμουν με υπολογιστές, έκανα προγραμματισμό ηλεκτρονικών υπολογιστών. Αλλά γενικά καταπιανόμουν, μου άρεσε να δημιουργώ πράγματα.
Σε μια συγκυρία περίεργη, περιμένοντας να πάω στρατιώτης, δούλευα σε ένα καφέ δίπλα στη δανειστική ιματιοθήκη του ΠΛΙ στο Ναύπλιο, μια μέρα πήγα τον καφέ στον κ. Γκίκα και με κάλεσε να δω τι δουλειά έκανε, μου έκανε αίσθηση, μου άρεσε πολύ να δημιουργώ πράγματα και εκεί είδα ότι είχα πεδίο να φτιάξω και να μάθω. Πήγα όμως φαντάρος και ένα μήνα πριν απολυθώ ξανασυνάντησα τυχαία τον κ. Γκίκα που με κάλεσε, όταν απολυθώ, να τον συναντήσω». Η συνάντηση έγινε και προσελήφθη άμεσα φροντιστής στις ιματιοθήκες του ΠΛΙ. Και έτσι έγινε η εκκίνηση.
Το «ΑριστοΤέχνημα» ξεκίνησε το 2006, «το 2009, που είπαμε «πάμε καλά», έρχεται η οικονομική κρίση και μηδενίζονται όλα. Τον Ιούνιο του 2013, μιλάω με την κ. Παπαντωνίου και της λέω «θα το παλέψω και αυτό το καλοκαίρι και αν δεν τα καταφέρω θα το κλείσω». Σαν από μηχανής θεός, τον Σεπτέμβριο του 2013, εμφανίστηκε το brand Zeus+Dione […] Ταιριάζαμε στο αφήγημα.»
Η παράδοση συναντά το σήμερα – Συνεργασίες με διάσημα brands
Μετά το 2013, η πορεία ήταν σταθερή και ανοδική, ώσπου το 2021, 200 χρόνια από την Επανάσταση, ήρθε και η εξωστρέφεια. Η ελληνική παραδοσιακή ενδυμασία και το «ΑριστοΤέχνημα» ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο, μέσω ενός διάσημου οίκου μόδας. «Ο Κριστιάν Ντιόρ αφιέρωσε στην επέτειο μια συλλογή του στην Ελλάδα και το κορυφαίο ρούχο της συλλογής, ένα κλασικό bar jacket, το φιλοτεχνήσαμε με τερζίδικα κεντήματα». Ακολούθησαν οι ντουλαμάδες που φόρεσε η Γιάννα Αγγελοπούλου, με εκείνη την ημέρα της παρέλασης να ξεχωρίζει. «Επηρεάσαμε και εμπνεύσαμε κόσμο, από τη συνεργασία με τον Ντιόρ και μετά» τόνισε.
«Τα 2002 που ξεκίνησα, αυτός ο χώρος πέθαινε. Υπήρχαν τα παλιά βεστιάρια και όχι τόσο μεγάλη ζέση από τους νέους ανθρώπους να ασχοληθούν. Όταν αυτό άρχισε να γιγαντώνεται και να βλέπουν ότι υπάρχει μια ουσία, ότι μπορεί να αναπτυχθεί, να υπάρχει ένα εισόδημα, ξεπετάχτηκαν πολλοί και με χαροποιεί ιδιαίτερα. Ειδικά εκείνη την εποχή όσοι είχαν αργαλειούς, τους πέταγαν, τους καίγανε. Τώρα βλέπω ότι ο αργαλειός αναβιώνει στα σπίτια» προσέθεσε.
Αυτή την περίοδο, ο κ. Τζονευράκης έχει αρκετή δουλειά και δεν είναι μόνο λόγω της 25ης Μαρτίου. Τρέχει να ανταποκριθεί στις προθεσμίες λόγω της συνεργασίας με τη Zeus+Dione για τη συλλογή της, Summer 2024. «Για πρώτη φορά χρησιμοποιούμε την τερζίδικη τεχνική. που είναι το κέντημα με κορδόνι. Είναι μια ακριβής αποτύπωση του γιλέκο της φορεσιάς με φουστανέλα οθωνικής περιόδου».
Επίσης, «έχουμε ξεκινήσει μια καινούρια συνεργασία με ένα brand του εξωτερικού, την ελβετική Rivea, που κατασκευάζει μαγιό με το μότο «from the sea to the sea», δηλαδή υλικά που έχουν αλιευθεί από τη θάλασσα, τα οποία τα χρησιμοποιούν και κάνουν το ύφασμα των μαγιό. Φέτος, εμείς σε συνεργασία με τη Rivea και το ελληνικό brand «my crown collection» δημιουργήσαμε μαγιό, που κυκλοφορεί αυτό το καλοκαίρι και πάνω στο ύφασμά τους έχει τυπωθεί ένα ντιζάιν δικό μας, παραδοσιακό ελληνικό από τα υφαντά της Κρήτης».
Το όραμα της δημιουργίας μιας σχολής
Ο κ. Τζονευράκης έχει κατορθώσει να κρατήσει ζωντανό το παραδοσιακό ένδυμα και να το εξελίσσει περνώντας στη σύγχρονη δημιουργία: «Και το κέντημα. Και το αχνάρι. Ακόμη και το βαμβακερό υφαντό ύφασμα». Όλα αυτά όπως συμπληρώνει, πρέπει να τα συνοδεύεις με ένα καλό αφήγημα.
Γνώσεις πολύτιμες που πρέπει να έχουν συνέχεια, για τον λόγο αυτό όραμα του κ. Τζονευράκη είναι η δημιουργία μιας σχολής: «Είναι βασικότατο να μεταφερθεί η γνώση. Προς το παρόν στο «ΑριστοΤέχνημα» είμαστε εγώ, η γυναίκα μου και η αδελφή μου και προστίθεται και η μητέρα μου. Είμαστε οικογενειακή επιχείρηση […] Δεν έχω βρει ακόμη το χρόνο να κάτσω να μελετήσω μια μέθοδο. Έχω κάνει μαθήματα κατά καιρούς […] Δεν είμαι δάσκαλος ακόμη, είμαι τεχνίτης. Έχω ένα υλικό στο μυαλό μου που θα μπορούσαμε να το αναπτύξουμε, αλλά είναι σε πρωτόλειο στάδιο».
Ο ίδιος, όπως όλα δείχνουν, θα τα καταφέρει, επιμένοντας στο δικό του αφήγημα που εκτυλίσσεται με σεβασμό στην παράδοση και το βλέμμα στο μέλλον, εδώ και χρόνια στο Άργος. Στην πόλη που επέλεξε να δημιουργήσει, αν και μεγάλωσε στο Ναύπλιο, γιατί ήθελε να τιμήσει τον δάσκαλό που ήταν Αργείος και δεν πρόκειται όπως λέει, να το εγκαταλείψει._
Οι φωτογραφίες είναι του φωτογράφου Βαγγέλη Ζαβού, τις οποίες παραχώρησε ο Αριστείδης Τζονευράκης