Η επίκληση κοινωνικών, επαγγελματικών, ψυχολογικών λόγων ή η δυσχέρεια στην προφορά ξενικού επωνύμου και οι προσβολές περί καταγωγής δεν δικαιολογούν τη μεταβολή του – Το ΣτΕ είπε «όχι» σε 30χρονο υπήκοο Αλβανίας ο οποίος απέκτησε ελληνική ιθαγένεια
Η αλλαγή επωνύμου εφαρμόζεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και η αόριστη επίκληση κοινωνικών, επαγγελματικών και ψυχολογικών λόγων ή η δυσχέρεια στην προφορά κακόηχου επωνύμου και οι προσβολές περί καταγωγής δεν δικαιολογούν τη μεταβολή του επωνύμου, αποφάνθηκε το Συμβούλιο της Επικρατείας. Πάντως πρέπει να επισημανθεί ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια έξαρση στον αριθμό των αιτήσεων αλλαγής επωνύμου και ειδικά από άτομα μικρότερα των 30 ετών, όπως και από μετανάστες που εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη χώρα μας και πήραν την ελληνική ιθαγένεια.
Τους συμβούλους της Επικρατείας απασχόλησε περίπτωση 30χρονου Ελληνα αλβανικής υπηκοότητας που επεδίωξε να αλλάξει το επώνυμό του, αλλά ο Δήμος Περιστερίου απέρριψε το αίτημά του και το ΣτΕ επικύρωσε την απόφαση. Ο 30χρονος είναι υπήκοος Αλβανίας, γεννήθηκε στην Ελλάδα το 1994 και τον Φεβρουάριο του 2018 απέκτησε την ελληνική ιθαγένεια έπειτα από φοίτηση σε εξατάξιο σχολείο, ενώ τέσσερις μήνες μετά ενεγράφη στα μητρώα αρρένων του Δήμου Περιστερίου.
Στην εκπνοή του 2019 ζήτησε από τον εν λόγω δήμο τη μεταβολή του επωνύμου του. Για τη μεταβολή αυτή επικαλέστηκε ότι το επώνυμό του είναι «δυσχερές στην προφορά, κακόηχο, προκαλεί δυσχέρεια στη χρήση και προβλήματα στην καθημερινή επικοινωνία του σε κοινωνικό και επαγγελματικό επίπεδο».
Απορρίφθηκε
Τον Ιανουάριο του 2020 η αίτηση μεταβολής του επωνύμου του απορρίφθηκε με απόφαση του δημάρχου, με την αιτιολογία ότι οι διατάξεις του νομοθετικού διατάγματος 2573 του 1953 περί αλλαγής του επωνύμου «εφαρμόζονται σε εξαιρετικές περιπτώσεις». Ως τέτοιες, «νοούνται τα αποδεδειγμένα ψυχολογικά προβλήματα που αποκομίζει κάποιος από τη χρήση κακόηχου επώνυμου, ξενικού, δυσχερούς στην προφορά, που προκαλεί θυμηδία, έχει κακή φήμη συνεπεία πράξεων άλλων προσώπων ή είναι αντίθετο προς την αντίληψη της κοινωνίας περί ηθικής».
Οι κοινωνικοί λόγοι που προβάλλονται, υπογραμμίζεται στην απόφαση του δημάρχου, «δεν βρίσκουν έρεισμα» στις διατάξεις του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος του 1953.
Μετά την απόρριψη της αίτησής του ο 30χρονος άσκησε προσφυγή στον Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης Δυτικής Αττικής επικαλούμενος ότι το αίτημα μεταβολής του επωνύμου του απορρίφθηκε από τον δήμαρχο με ανεπαρκή και μη νόμιμη αιτιολογία. Συγχρόνως ισχυρίστηκε ότι οι ψυχολογικοί λόγοι που επικαλείται δικαιολογούν την αλλαγή επωνύμου του, αλλά «δεν μπορούν να αποδειχθούν με συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα», ενώ παράλληλα ισχυρίστηκε ότι «τα κοινωνικά και επαγγελματικά προβλήματα που επικαλέστηκε στην αίτησή του συνίστανται στη μεγάλη δυσκολία συνύπαρξης που έχει βιώσει στον κοινωνικό περίγυρό του, γενόμενος αποδέκτης κακόβουλων σχολιασμών, προσβολών περί καταγωγής του και ποιότητας του χαρακτήρα του, κάτι που του έχει δημιουργήσει ισχυρή ψυχολογική φόρτιση και στεναχώρια».
Από την Αποκεντρωμένη Διοίκηση απορρίφθηκε η προσφυγή του με το αιτιολογικό ότι οι λόγοι τους οποίους επικαλείται «δεν είναι αρκούντως σοβαροί», έτσι ώστε να «δικαιολογήσουν τη ζητούμενη μεταβολή επωνύμου». Κατόπιν αυτών προσέφυγε στο ΣτΕ ζητώντας να ακυρωθεί η απόφαση του δημάρχου με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για μεταβολή του επωνύμου.
Αοριστίες
Το Δ’ Τμήμα του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, με πρόεδρο την αντιπρόεδρο Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου και εισηγήτρια την πάρεδρο Μαγδαληνή Φασιλάκη, έκρινε ότι «λόγοι σχετικά με την πρόκληση ουσιωδών δυσχερειών κατά την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας ή την κοινωνική ζωή είναι μεν καταρχήν ικανοί να δικαιολογήσουν την αποδοχή της αίτησης περί αλλαγής επωνύμου, αλλά στην προκειμένη περίπτωση ο αιτών 30χρονος, όλως αορίστως, ισχυρίστηκε ότι το επώνυμό του είναι δυσχερές στην προφορά, κακόηχο και ξενικό και προκαλεί δυσχέρειες σε κοινωνικό και επαγγελματικό επίπεδο και προβλήματα στην καθημερινή επικοινωνία του».
Ωστόσο οι σύμβουλοι Επικρατείας σημειώνουν ότι οι ισχυρισμοί αυτοί που προβάλλει είναι «αόριστοι και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι θεμελιώνουν επαρκώς τη συνδρομή ουσιαστικών δυσχερειών, όπως νόμιμα κρίθηκε από τα αρμόδια όργανα του εν λόγω δήμου, απορρίπτοντας τους αντίθετα προβαλλόμενους λόγους από τον 30χρονο».
Εξάλλου, προσθέτουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, οι νέοι λόγοι τους οποίους επικαλέστηκε (και δεν προβλήθηκαν με την αρχική αίτησή του), «περί ψυχολογικών προβλημάτων που του προκαλεί η διατήρηση του επωνύμου του, λόγω των κακόβουλων σχολίων για την καταγωγή και τον χαρακτήρα του, δεν μπορούν να εκτιμηθούν από τον Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης Δυτικής Αττικής, δεδομένου ότι ο έλεγχος που ασκείται από το όργανο αυτό είναι έλεγχος νομιμότητας μόνο και δεν έχει εξουσία να ασχοληθεί περαιτέρω με το θέμα αυτό».
Το επώνυμο της μητέρας
Τελικά το ΣτΕ απέρριψε ως αβάσιμους όλους τους λόγους που πρόβαλε ο 30χρονος και του επιδικάστηκε η δικαστική δαπάνη των 460 ευρώ. Υπενθυμίζεται ότι πρόσφατα το ίδιο Τμήμα του ΣτΕ με άλλη απόφασή του έκρινε ότι εφόσον ο πατέρας εγκατέλειψε την οικογενειακή εστία και δεν έχει καμία προσωπική και συναισθηματική επαφή με τα παιδιά του, τότε τα παιδιά μπορούν, όταν ενηλικιωθούν, να ζητήσουν να προστεθεί δίπλα στο πατρικό τους επώνυμο και το επώνυμο της μητέρας τους, καθώς αυτό εκφράζει αισθήματα ευγνωμοσύνης προς εκείνη που τα ανέθρεψε.
Μάλιστα, όπως επισήμαναν οι σύμβουλοι Επικρατείας, τόσο οι δήμοι όσο και οι αποκεντρωμένες διοικήσεις είναι υποχρεωμένοι στις περιπτώσεις αυτές να κάνουν δεκτό το αίτημα αλλαγής επωνύμου και πιθανή άρνησή τους είναι παράνομη.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙA: EUROKINISSI