Όλο το πολιτικό παρασκήνιο της Μεταπολίτευσης – Το ζεϊμπέκικο που άλλαξε τη γνώμη του Ανδρέα, το σκάνδαλο Κοσκωτά, ο ρόλος του Κύρκου στην παραπομπή Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο
Στη φωτογραφία, η συμφιλίωση του Ανδρέα Παπανδρέου με τον Χαρίλαο Φλωράκη. Πίσω τους διακρίνεται ο Μίμης Ανδρουλάκης, ο οποίος επιλέγει να βάλει τη φωτογραφία στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του
Αν θέλει κανείς να μάθει όλο το παρασκήνιο της Μεταπολίτευσης, αρκεί να διαβάσει το «Κάτω από τις στάχτες» του Μίμη Ανδρουλάκη (εκδόσεις Πατάκη), που μπορεί να περιγράφεται ως αυτοβιογραφία αλλά ουσιαστικά συνιστά ένα πανόραμα όλων των μυστικών διαπραγματεύσεων και συνομιλιών ανάμεσα στις κυρίαρχες πολιτικές προσωπικότητες της χώρας. Καταλυτικός παράγοντας των εξελίξεων ο ίδιος ο Ανδρουλάκης, αρχικά ως το «παιδί» του Χαρίλαου Φλωράκη (ο ίδιος λέει ότι ξεκίνησε να του γράφει κρυφά τους λόγους σε ηλικία 24 ετών, αρνούμενος όμως να πάρει θέση στο κόμμα) και κατόπιν ως κορυφαίος πολιτικός παράγοντας, φαίνεται να διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο κατά τις κρυφές συζητήσεις για την ένωση της Αριστεράς, ενώ υπήρξε ο ενδιάμεσος για τη συμφιλίωση το κρίσιμο ’89 του Φλωράκη με τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος αποτελούσε πάντα κρυφή αδυναμία του καπετάν Γιώτη.
Ολες οι παρασκηνιακές κινήσεις περιγράφονται στο βιβλίο πίσω από τις κλειστές πόρτες, όπως αυτές του σπιτιού του Λεωνίδα Κύρκου με τις γάτες του αείμνηστου πολιτικού να εκνευρίζουν τον Ανδρουλάκη και τις μεταξύ τους συγκρούσεις τελικά να λύνονται από μια ωραία βραδιά ρακοποσίας και καντάδας στα Χανιά που, όπως λέει, σήμανε την οριστική του ρήξη με το Κόμμα («Ενα είναι το κόμμα, το ΚΚΕ»), όπως και οι συναντήσεις των εκδοτών της εποχής με όλους τους πολιτικούς, ειδικά τον Κίτσο Τεγόπουλο ο οποίος, όπως λέει, ήταν ο μόνος που έμπαινε στο γραφείο του Φλωράκη χωρίς καν να χτυπήσει.
Εννοείται από ένα βιβλίο του Μίμη δεν θα μπορούσαν να απουσιάζουν οι ωραίες γυναίκες, είτε αυτές που συναντούσε στα ταξίδια στις τότε κομμουνιστικές χώρες είτε αυτές στις οποίες πάντοτε υπέκυπτε ο Ανδρέας Παπανδρέου ή διατηρούσε κρυφές ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, αλλά η απόλυτη ερωμένη τελικά είναι μία: η πολιτική. Αν στα προηγούμενα βιβλία του δέσποζε πάντα μια γυναίκα ως αφανής ήρωας, η μούσα, εδώ τον επικρατέστερο ρόλο τον έχει η πολιτική και οι κορυφαίοι εκφραστές της, που παρελαύνουν όλοι μαζί: από τον Ηλία Ηλιού και τον Λεωνίδα Κύρκο μέχρι τον Χαρίλαο Φλωράκη, και από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή μέχρι τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο τόσο ως ο άνθρωπος όσο και ως εκείνος γύρω από τον οποίο ξετυλίχθηκαν οι μέρες του ’89 που περιγράφονται αναλυτικά στο βιβλίο.
Της γερακίνας γιος
Επειδή για τον Μίμη Ανδρουλάκη κρίσιμο ρόλο παίζουν οι στιγμές στον ρου της Ιστορίας και οι συμπτώσεις περισσότερο από τις μεγάλες αποφάσεις, είναι τρομερή η κάπως διονυσιακή περιγραφή του ζεϊμπέκικου του Ανδρέα, που έπαιξε καταλυτικό ρόλο, όπως τονίζει, για την παραμονή του στην Ελλάδα. Ηταν Νοέμβριος του 1974, όταν το νεοσύστατο ΠΑΣΟΚ ήρθε τρίτο κόμμα στις εκλογές μετά την Ενωση Κέντρου του Γεωργίου Μαύρου. Ο ίδιος θεώρησε ότι με το 13,6% και τις 12 έδρες που απέσπασε ο λαός τού έστελνε αρνητικό μήνυμα και ότι το αποτέλεσμα ήταν παραπάνω από εξευτελιστικό. Είχε «βυθιστεί σε πραγματική ψυχοπαθολογική κατάθλιψη και είχε ενημερώσει τους έμπιστους επιτελείς του ότι εγκαταλείπει τον πολιτικό στίβο και ότι συνεχίζει την ακαδημαϊκή του καριέρα στον Καναδά», γράφει ο Ανδρουλάκης. Μέχρι που το αποχαιρετιστήριο βράδυ στο περίφημο «Χάραμα», ο Τσιτσάνης κάνει τη μοιραία κίνηση. «Ο παμπόνηρος Τρικαλινός, αφού παίζει δυο τρία κομμάτια για προθέρμανση, αφιερώνει ‘’Στον Μεγάλο’’ το επόμενο: “…είμαι της Γερακίνας γιος, τι κι αν μ’ ανοίγουνε πληγές…”».
Και τότε συνέβη το μοιραίο. «Ο Ανδρέας μαγνητισμένος, ελαφρά πιωμένος, σηκώνεται με τελετουργικές κινήσεις κι αφήνεται στον ρυθμό του ζεϊμπέκικου. Το μισό μαγαζί γονατιστό γύρω από το πάλκο χτυπά τα χέρια, οι άλλοι στα τραπέζια τραγουδούν. Οταν τελειώνει το τραγούδι, ο Βασίλης σηκώνεται και υποκλίνεται στον ‘‘Μεγάλο’’. Το μαγαζί όρθιο αποθεώνει τον Ανδρέα. ‘’Θα μείνω, θα παλέψω, θα κερδίσω, είμαι της Γερακίνας γιος’’. Δεν ξανάπε κουβέντα για τον Καναδά».
Βέβαια, όπως εξομολογήθηκε εκ των υστέρων κάποιος πιστός παρατρεχάμενος, το σκηνικό δεν ήταν τόσο αυθόρμητο και είχαν κλειστεί τραπέζια εκ των προτέρων με πιστούς φίλους και ωραίες γυναίκες: «Ο “Μεγάλος” είναι λιώμα, κοίτα να τον ανεβάσεις». Δεν ήταν, όμως, μόνο ότι άρεσαν στον Ανδρέα τα ζεϊμπέκικα, ήταν και κάτι άλλο που του είχαν πει και του είχε μείνει. «Στον Καναδά, τα χρόνια της δικτατορίας, μερικοί ξύπνιοι ανδρεϊκοί συμβούλευαν τον αρχηγό του ΠΑΚ: “Για να επιστρέψεις στην Ελλάδα λαϊκός ηγέτης, πρέπει να αποτινάξεις τη ρετσινιά του Αμερικανού τεχνοκράτη ακαδημαϊκού. Το κλειδί για να ταυτιστείς με τον λαό είναι το ζεϊμπέκικο’’». Ετσι επιστρατεύθηκε κάποιος Πανταζής, κρυφοκομμουνιστής, που έστηνε «μαγαζιά» στον Καναδά για να του κάνει μυστικά ταχύρρυθμα μαθήματα ζεϊμπέκικου.
Η ερωμένη του Καραμανλή
Οπως ο Φλωράκης δεν μιλούσε ποτέ για τις γυναίκες του, τις οποίες κρατούσε επιμελώς κρυφές, αφού, όπως έλεγε διαρκώς στον έμπιστό του Ανδρουλάκη, «είχε παντρευτεί την πολιτική», έτσι και ο Καραμανλής φυλούσε ως επτασφράγιστο μυστικό τον ερωτικό του βίο. Μόνο που κάποια μέρα του ’77, ο νεαρός Μίμης εκμυστηρεύτηκε το μυστικό του Εθνάρχη στον καπετάν Γιώτη: «Ο Καραμανλής, ο ασκητής κατά τον θρύλο, έχει κρύψει ερωμένη…». «Πάψε, βρε…», θα του πει εκείνος: «Είναι καλλονή. Πρώην ‘’Μις Ελλάς’’, δημοσιογράφος σε περιοδικό μόδας. Αφού δεν πιστεύεις, σταματώ και κλείνω για πάντα το στόμα μου γι’ αυτό το θέμα». «Μα δεν είναι με την ανιψιά του Παναγιώτη Κανελλόπουλου;», αναρωτιέται ο Χαρίλαος. «Την Αμαλία; Εχει πάρει διαζύγιο από το ’72. Ωστόσο, διατηρούσε παράλληλο δεσμό επί χρόνια με την πανέμορφη δημοσιογράφο. Το παράδοξο είναι η ομοιότητά της με την επίσης όμορφη αλλά μελαγχολική σύζυγο Αμαλία Κανελλοπούλου». «Πώς τη λένε;», τον ρωτά ο Φλωράκης. «Μαρίνα Δημητροπούλου, ρουμανικής καταγωγής. Αξιόπιστη προσωπικότητα, όχι χαζογκόμενα», του απάντησε. «Πού το ’μαθες εσύ;», τον ρωτά με καχυποψία ο καπετάν Γιώτης. «Οταν του ανέφερα την πηγή, έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα. Ορκίστηκα στα κόκαλα του παππού μου Δημήτρη ότι θα το ξεχάσω». Πολλά χρόνια αργότερα, τον Απρίλη του 2001, τον παίρνει τηλέφωνο ο Χαρίλαος. Εντεκα χρόνια μετά τον επεισοδιακό χωρισμό τους, διατηρούσαν μια ανθρώπινη ελεύθερη επικοινωνία. «Είδες τον ‘’Ταχυδρόμο’’;», τον ρώτησε. «Οχι», απάντησε ο κ. Ανδρουλάκης. «Ε, εμφανίστηκε αυτή η “λεγάμενη’’ του Καραμανλή». Η Μαρίνα δήλωνε πως απέφυγαν και οι δύο τον γάμο: «Ας μείνουμε κρυμμένοι κι ευτυχισμένοι».
Το σκάει από τη Βουλή
Δεν είχαν περάσει πολλές μέρες από τότε που ο Παπανδρέου συνέτριψε τον Γεώργιο Ράλλη στις εκλογές του ’81 και το τιμόνι του κόμματος της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης πήρε ο Ευάγγελος Αβέρωφ. Οι πρώτες μέρες στη Βουλή ήταν πραγματικά εκρηκτικές και όλοι περίμεναν με αγωνία την πρώτη αναμέτρηση του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου με τους αρχηγούς των κομμάτων. Μόνο που την ώρα που ο Αβέρωφ ήταν στο βήμα, και προτού καν τελειώσει την ομιλία του, ο πρωθυπουργός, που φαινόταν εμφανώς να βαριέται, εξαφανίζεται από την αίθουσα της Ολομέλειας. «Είχαμε ετοιμάσει μια ομιλία-αναμέτρηση πρόσωπο με πρόσωπο με τον πρωθυπουργό. Τώρα ο Χαρίλαος ξιφουλκούσε με το φάντασμά του. Πώς και γιατί ο Ανδρέας προχώρησε σ’ αυτή την προσβολή σε μια φάση που οι σχέσεις τους ήταν εποικοδομητικές;», γράφει χαρακτηριστικά ο Ανδρουλάκης. Ο Χαρίλαος περίμενε μάταια από στιγμή σε στιγμή να επιστρέψει ο Ανδρέας στην αίθουσα. «Τι περιμένεις από παλιό τροτσκιστή!», θα σχολιάσει αργότερα ο καπετάν Γιώτης φανερά ενοχλημένος. Παρότι η λιμουζίνα του Παπανδρέου ήταν παρκαρισμένη στη Βουλή, ο ίδιος απουσίαζε. Από έναν Κρητικό αστυνομικό μοτοσικλετιστή συνοδείας, ο Ανδρουλάκης θα μάθει ότι ο Ανδρέας είχε φύγει με άλλο αυτοκίνητο και έπειτα από ελιγμούς μέσω Λυκαβηττού βρέθηκε σε γνωστό ξενοδοχείο του Συντάγματος. Ο μάγειρας του ξενοδοχείου, που ήταν γνωστός του, θα του αποκαλύψει ότι ο Παπανδρέου ήταν στη σουίτα με γυναίκα. Επιστρέφοντας στη Βουλή θα προλάβει τον μαινόμενο Μίκη Θεοδωράκη πριν κάνει κάποια εμπρηστική δήλωση για τη φυγή του Ανδρέα, ενώ απευθυνόμενος στον Χαρίλαο θα του πει: «Ποιον Τρότσκι ανακάτεψες, βρε Χαρίλαε; Ο Ανδρέας εδώ απέναντι γ…!».
Ο Μπακογιάννης σώζει το ΚΚΕ
«Επτά και μισή το πρωί ν’ ακούς φωνές στο γραφείο του Χαρίλαου, δεν είναι συνηθισμένο», γράφει ο Ανδρουλάκης. Ο λόγος ήταν γιατί ο «Ριζοσπάστης» είχε δημοσιεύσει ένα ανυπόστατο άρθρο που τους είχε δώσει ο Εβερτ, για δήθεν εμπλοκή του Παύλου Μπακογιάννη σε οικονομικό σκάνδαλο. Η αγωγή και τα χρήματα που τους ζητούσε θα σήμαιναν οικονομική καταστροφή για το κόμμα. Παρότι προσπάθησαν να βρουν κάποιους ενδιάμεσους, ο Ανδρουλάκης αποφάσισε να πάει ο ίδιος να τον βρει. Σε αντίθεση με ό,τι θα περίμενε ο ίδιος, τον υποδέχτηκε με θέρμη στο γραφείο αποκαλύπτοντάς του, μάλιστα, πολλά τολμηρά περιστατικά για την πλοκή του ειδυλλίου του με την Ντόρα. Χωρίς να πούνε λέξη για την αγωγή, ο Μπακογιάννης τον παρότρυνε να πάνε σε ένα μαγέρικο, εκεί δίπλα, για ρακές. «Μέχρι στιγμής δεν του είχα πει λέξη για την αγωγή σε βάρος του ‘’Ριζοσπάστη’’, ούτε φυσικά για τον αυτονόητο λόγο της επίσκεψής μου, που τον έκανε να ματαιώσει τις συναντήσεις του». Αφού φάγανε όλα τα εδέσματα έχοντας ως παρέα τον Γιώργο Βότση και τον θείο του Παντελή Μπουκάλα, Δήμο Μαυρομάτη, ο Μπακογιάννης αποσύρθηκε στο εσωτερικό του μαγαζιού για να κάνει ένα τηλεφώνημα και όταν επέστρεψε η παρέα είχε αυξηθεί. Η περίσταση δεν βοηθούσε να μιλήσει για την αγωγή και όταν ο Μπακογιάννης έφυγε ξαφνικά από το τραπέζι, ο Ανδρουλάκης ήξερε ότι η αποστολή του είχε ναυαγήσει, αφού δεν τόλμησε καν να του μιλήσει για τον «Ριζοσπάστη». Λίγες ώρες αργότερα και μόλις είχε φτάσει στην Καλαμάτα με βαρύ κεφάλι από τη ρακοκατάνυξη, τα παιδιά της οργάνωσης του είπαν ότι τον έψαχνε σαν τρελός ο Χαρίλαος. «Ωχ! Θα με καταχεριάσει για την αμέλειά μου να τον ενημερώσω για το φιάσκο μου». Του τηλεφώνησα σαν βρεγμένη γάτα. Δεν πίστευα στα αυτιά μου για τη θερμή υποδοχή του. «Πώς τα κατάφερες ρε μπαγάσα και τον έφερες βόλτα; Ποιον έβαλες μεσάζοντα;», «Τι εννοείς;», «Με δουλεύεις; Ο Μπακογιάννης ανακάλεσε την αγωγή, μας πήρε ο δικηγόρος του. Ποιον έβαλες;». «Κανέναν. Εγώ ο ίδιος πήγα στο γραφείο του, αλλά δεν πρόλαβα να του πω τίποτα για την αγωγή, ούτε ο ‘’Ριζοσπάστης’’ θα ζητήσει αύριο συγγνώμη». Εμεινε άφωνος. Στην αρχή νόμισε πως αστειεύομαι. «Σοβαρολογείς»; Του ανέφερα επί τροχάδην τα περιστατικά. «Ε, τότε, όταν μπήκε στο εσωτερικό του μαγέρικου μάλλον τηλεφώνησε στον δικηγόρο του». Ο Χαρίλαος σταμάτησε για λίγο και κατέληξε: «Πρέπει να ’ναι καλός άνθρωπος». Ετσι γνώρισα τον Παύλο Μπακογιάννη λίγους μήνες πριν από τη δολοφονία του και να σκεφτεί κανείς ότι φτιάχτηκε στη συνέχεια ένα μυθιστόρημα από πρώην συντρόφους, ιδιαίτερα από παλιά φίλη μου, ότι από το ’80 ετοιμάζαμε μαζί με τον Παύλο τη “συγκυβέρνηση του ’89”. «Λυπούμαι που δεν είχα την αστική ευγένεια να του τηλεφωνήσω και να τον ευχαριστήσω», καταλήγει ο Ανδρουλάκης.
Ο έρωτας Ανδρέα – Φλωράκη
Από την αρχή μέχρι το τέλος του βιβλίου, ο Μίμης Ανδρουλάκης επιμένει σε μια αρχή: στη διευρυμένη ενότητα της Αριστεράς. Παρότι εκφράζει σεβασμό προς το πρόσωπο του Λεωνίδα Κύρκου, του επιρρίπτει σημαντικές ευθύνες για την επιμονή του στον απομονωτισμό του ΚΚΕ Εσωτερικού και την καθυστέρηση στη μετέπειτα δημιουργία του Συνασπισμού το 1989 ως μιας συμμαχίας όλων σχεδόν των αριστερών σχημάτων και ως μια από τις σπάνιες φορές που η Αριστερά ένωσε, έστω για λίγο, τις δυνάμεις της στην Ελλάδα. Αντίστοιχα, του επιρρίπτει έμμεσες ευθύνες για προβοκατόρικο ρόλο στις συνεννοήσεις που γίνονταν ανάμεσα στον Φλωράκη και τον Παπανδρέου για τη δημιουργία οικουμενικής κυβέρνησης, καθώς πιστεύει ότι αν η Οικουμενική που σχηματίστηκε τον Νοέμβριο του ’89 με τη συμμετοχή και του ΠΑΣΟΚ είχε σχηματιστεί τον Ιούνιο, «η εξέλιξη θα ήταν διαφορετική και το μοιραίο λάθος της παραπομπής του Ανδρέα θα είχε αποφευχθεί». Κυρίως, όμως, αυτό που αποκαλύπτει, και δεν είναι τυχαία η φωτογραφία στο οπισθόφυλλο του βιβλίου που δείχνει τον Ανδρέα Παπανδρέου με τον Χαρίλαο Φλωράκη να χαμογελάνε και στη μέση να είναι ο Μίμης Ανδρουλάκης, είναι ότι ο καπετάν Γιώτης έτρεφε ιδιαίτερη αδυναμία στον Ανδρέα. Η φωτογραφία, μάλιστα, είναι από την πρώτη συνάντηση μεταξύ των δύο ηγετών μετά την παραπομπή του Ανδρέα. Ο Ανδρουλάκης σπεύδει να προϋπαντήσει τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ προκειμένου να βγάλει από τη δύσκολη θέση τον Χαρίλαο που ήταν αμήχανος. «Στερνή μας γνώση…» του λέει, και ο Ανδρέας ανταποκρίνεται με ένα αυθόρμητο γέλιο. «Σύντροφε Χαρίλαε, ο Ανδρέας!», λέει ο Ανδρουλάκης και ακολουθεί μια εγκάρδια σκηνή ανάμεσά τους, δείγμα τού ότι ο πάγος έχει λιώσει.
Είχε προηγηθεί επίσκεψη του Φλωράκη στον Ανδρέα Παπανδρέου στο Γενικό Κρατικό, όπου ο Ανδρέας τού είχε προτείνει να συγκροτήσουν Ομάδα Κοινού Προγράμματος για τη στρατηγική συνεργασία ΠΑΣΟΚ-ΣΥΝ αμέσως μετά τις εκλογές του Ιουνίου. «Εδώ και δεκαπέντε χρόνια σε περιμένω, μάλλιασε η γλώσσα μας να σ’ το λέμε και τώρα για λίγους μήνες θα μας πιάσει ο πόνος;». «Χαρίλαε, μόνο οι δυο μας». «Βρε Ανδρέα, θα φανεί αναξιόπιστο, θα βουίξουν ότι πάμε να τα κουκουλώσουμε. Ούτε για σένα είναι καλό», θα του πει, υπονοώντας πως «μια κυβέρνηση ευρύτερης στήριξης είναι το καλύτερο οχυρό προστασίας του». O Ανδρέας ήταν κατηγορηματικός: «Δεν συνεργάζομαι με τον Μητσοτάκη!». Δύο ημέρες πριν, ο Κύρκος τηλεφωνεί στον Ανδρουλάκη και συναντιούνται καθ’ οδόν αποκαλύπτοντάς του ότι πηγαίνει να βολιδοσκοπήσει τον Γεώργιο Ράλλη. Παρότι ο Κύρκος ζήτησε απόλυτη εχεμύθεια, θα σπεύσει αψυχολόγητα να δημοσιοποιήσει σε συνέντευξη Τύπου, και μάλιστα την ημέρα που παραλάμβανε ο Χαρίλαος τη διερευνητική εντολή, ότι έγινε πρόταση στον πρώην πρωθυπουργό να ηγηθεί της κυβέρνησης συνεργασίας, «καίγοντάς» τη. «Μερικούς μήνες μετά, επί οικουμενικής Ζολώτα, αρχές 1990, αντάλλαξα μερικές κουβέντες στο πόδι με τον Ράλλη», αναφέρει ο Ανδρουλάκης και εκείνος του αποκάλυψε: «Ο Κύρκος με ρώτησε αν θα δεχόμουν τον σχηματισμό κυβέρνησης μόνο με τη στήριξη ΠΑΣΟΚ και Συνασπισμού και του απάντησα όχι».