Αλλαντίαση: Η σπάνια αλλά θανατηφόρα νόσος εξαιτίας της οποίας πέθανε η 32χρονη Ελληνίδα στο Μπορντό
Έξι περιστατικά αλλαντίασης έχουν καταγραφεί στην Ελλάδα από το 2009 – Ποια είναι η περίοδος επώασης, τα συμπτώματα και η θεραπεία
Σύμφωνα με τον ΕΟΔΥ, η αλλαντίαση είναι μια σπάνια αλλά σοβαρή παραλυτική νόσος που προκαλείται από μια νευροτοξίνη η οποία παράγεται από το βακτηρίδιο Clostridium botuiinum. Υπάρχουν έξι είδη αλλαντίασης: α) η τροφιμογενής, β) η βρεφική, γ) η εντερική τοξιναιμία των ενηλίκων, δ) η τραυματική, ε) η ιατρογενής και στ) η εισπνευστική.
Το Clostridium botulinum είναι ένα Gram (+) βακτηρίδιο που αναπτύσσεται καλύτερα υπό αναερόβιες συνθήκες. Το βακτηρίδιο παράγει σπόρια που του επιτρέπουν να επιβιώνει σε δυσμενείς συνθήκες μέχρι να υπάρξουν κατάλληλες συνθήκες που να επιτρέψουν την ανάπτυξή του. Καταγράφονται επτά τύποι αλλαντικής τοξίνης που διαχωρίζονται με τα γράμματα Α, Β, C, D, E, F, G. Μόνο οι τύποι Α, Β, Ε και σπάνια ο F προκαλούν νόσο στον άνθρωπο. Η αλλαντική τοξίνη θεωρείται από τις πιο θανατηφόρες ουσίες.
Πότε προκύπτει η τροφιμογενής αλλαντίαση και ποια είναι τα συμπτώματα
Η τροφιμογενής αλλαντίαση προκύπτει όταν το Clostridium botulinum αναπτύσσεται και παράγει τοξίνη σε τρόφιμο το οποίο στη συνέχεια καταναλώνεται χωρίς να έχει προηγηθεί κατάλληλο μαγείρεμα ώστε να καταστραφεί η τοξίνη. Η τοξίνη παράγεται συνήθως, σε τρόφιμα ακατάλληλα παρασκευασμένα ή κονσερβοποιημένα, χαμηλής περιεκτικότητας σε αλάτι ή ζάχαρη, χαμηλής οξύτητας, καθώς και σε παστεριωμένα ή ελαφρώς μαγειρεμένα τρόφιμα που δεν έχουν καταψυχθεί. Ειδικά σε αυτά σε αεροστεγή συσκευασία (π.χ καπνιστά ψάρια, προϊόντα κρέατος, σάλτσες κ.α). Η τοξίνη καταστρέφεται με το βρασμό (85°C για 5 λεπτά ή περισσότερο), ενώ τα σπόρια απαιτούν περισσότερο χρόνο για να καταστραφούν.
Όπως επισημαίνει ο ΕΟΔΥ, αρχικά οι ασθενείς παρουσιάζουν αδυναμία, ίλιγγο, θαμπή όραση, ξηροστομία, δυσκολία στην κατάποση και την ομιλία, λόγω της προσβολής των κρανιακών νεύρων από την αλλαντική τοξίνη. Τα νευρολογικά συμπτώματα είναι αποτέλεσμα της μυϊκής παράλυσης που προκαλείται από την αλλαντική τοξίνη και περιγράφονται ως «χαλαρή συμμετρική κατιούσα παράλυση». Η παράλυση των αναπνευστικών μυών μπορεί να είναι θανατηφόρα αν δεν αντιμετωπιστεί εγκαίρως με μηχανική υποστήριξη της αναπνοής. Δεν παρατηρείται πυρετός ή απώλεια συνείδησης. Μπορεί να συνυπάρχουν γαστρεντερικές διαταραχές, όπως ναυτία, εμετός, δυσκοιλιότητα ή σπανιότερα διάρροια.
Έξι περιστατικά αλλαντίασης από το 2009 στην Ελλάδα
H αλλαντίαση αποτελεί ένα από τα σπανιότερα νοσήματα που δηλώνονται στην Ελλάδα.
Για το χρονικό διάστημα 2004-2022 καταγράφηκαν συγκεκριμένα: α) ένα εργαστηριακά επιβεβαιωμένο κρούσμα αλλαντίασης, το 2009, σε βρέφος 3,5 μηνών από την περιφέρεια Πελοποννήσου, β) δύο εργαστηριακά επιβεβαιωμένα κρούσματα το 2017, σε βρέφη 3 και 2 μηνών, αγόρια, από τις περιφέρειες Αττικής και Πελοποννήσου αντίστοιχα, γ) ένα ύποπτο κρούσμα το 2017 σε γυναίκα 59 ετών, από την περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας και δ) μία ενδοοικογενειακή συρροή δύο εργαστηριακά επιβεβαιωμένων κρουσμάτων σε άνδρα και γυναίκα, 63 και 62 ετών αντίστοιχα, το 2022 από την Περιφέρεια Πελοποννήσου.
Περίοδος επώασης και θεραπεία
Τα συμπτώματα στην τροφιμογενή αλλαντίαση ξεκινούν είτε πολύ νωρίς, μέσα σε 6 ώρες από την κατανάλωση μολυσμένης τροφής, είτε αργά έως και 10 ημέρες μετά. Συνήθως, ο μέσος χρόνος επώασης της νόσου είναι 18-36 ώρες. Στην εισπνευστική αλλαντίαση ο χρόνος επώασης είναι μεγαλύτερος και κυμαίνεται από 12 έως 80 ώρες μετά την έκθεση, ενώ στη βρεφική είναι άγνωστος λόγω του ότι δεν διευκρινίζεται συνήθως πότε έγινε η κατάποση των σπόρων του βακτηρίου. Παρόλο που η απέκκριση τοξίνης και μικροβίων στα κόπρανα των ενηλίκων ασθενών με εντερική τοξιναιμία συνεχίζεται για εβδομάδες ή μήνες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων, δεν έχει καταγραφεί μετάδοση της νόσου από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Η τροφιμογενής και τραυματική αλλαντίαση θεραπεύονται με αντιτοξίνη η οποία μπλοκάρει τη δράση της τοξίνης. Όταν η αντιτοξίνη δοθεί πρίν ολοκληρωθεί η παράλυση μπορεί να προλάβει την επιδείνωση και να βραχύνει τον χρόνο αποθεραπείας. Στην τροφιμογενή αλλαντίαση χρήσιμη είναι η απομάκρυνση της μολυσμένης τροφής από το έντερο είτε με υποκλυσμούς είτε με πρόκληση εμετού.