Πέρασαν 108 χρόνια μετά τη σφαγή του αρμένικου λαού – Η είσοδος της οθωμανικής αυτοκρατορίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το ξεκλήρισμα των Αρμένιων και ο ρόλος της Γερμανίας σ’ αυτό – Ο τραγικός απολογισμός
Λίγο περισσότερο από τρία χρόνια έχουν περάσει από την ημέρα που η Βουλή των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ αναγνώρισε με ιστορικό ψήφισμα τη γενοκτονία των Αρμενίων από τους Οθωμανούς (1915), συγκεκριμένα στα τέλη Οκτωβρίου του 2019, με αναμενόμενη την πρόκληση της οργής των Τούρκων. Έκτοτε, τα αισθήματα οργής τους αναζωπυρώνονται την 24η Απριλίου κάθε έτους, ημέρα που τιμάται η μνήμη των θυμάτων.
Είναι πάντως αλήθεια πως οι Έλληνες δεν γνωρίζουν πολλές λεπτομέρειες για τα γεγονότα που μεσολάβησαν πριν από 108 χρόνια και που οδήγησαν στη Γενοκτονία των Αρμενίων. Ακριβώς σε αυτή την τραγωδία του αρμενικού λαού, αξίζει να γίνει αναφορά στο σημερινό άρθρο.
Αρμένιοι: Ένας πανάρχαιος λαός
Οι Αρμένιοι κατάγονται από τους Χουρρίτες, που πριν την 3η χιλιετία π.Χ. είχαν δημιουργήσει αξιόλογους πολιτισμούς γύρω από το όρος Αραράτ. Οι λέξεις Αρμενία και Αρμένιοι εμφανίζονται στα ελληνικά τον 5ο π.Χ. αιώνα στον Εκαταίο τον Μιλήσιο και τον Ηρόδοτο. Γύρω στο 600 π.Χ. είχε ιδρυθεί το Βασίλειο της Αρμενίας. Στις αρχές του 4ου αιώνα η Αρμενία έγινε το πρώτο κράτος στην ιστορία που υιοθέτησε τον Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία. Το 426 το Βασίλειο της Αρμενίας κατέρρευσε. Ένα μέρος του εντάχθηκε στην Περσική Αυτοκρατορία των Σασσανιδών και ένα άλλο έγινε τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Το 661 οι Άραβες κατέλαβαν την Αρμενία. Το Εμιράτο που δημιουργήθηκε περιελάμβανε και τμήματα της Γεωργίας και της Αλβανίας του Καυκάσου.
Τον 9ο αιώνα η Αρμενία με τη βοήθεια των Βυζαντινών απέκτησε κάποια αυτονομία υπό την τοπική ηγεσία των Βαγρατιδών (885-1079) με πρωτεύουσα το Ανί. Έως τον 11ο αιώνα και την εμφάνιση-εισβολή των Σελτζούκων το κράτος αυτό γνώρισε μεγάλη ακμή. Με την εμφάνιση των Σελτζούκων πλήθη Αρμενίων εγκατέλειψαν τη χώρα τους, κατέλαβαν την Κιλικία και ίδρυσαν εκεί ένα νέο κράτος τη Μικρή Αρμενία, που υπό τη δυναστεία των Ρουπενιδών (1080-1225) και αργότερα των Χετουνιδών (1226-1341) γνώρισε ευημερία και με τη βοήθεια των Σταυροφόρων, και εμπορική ακμή. Το 1382 όμως κατακτήθηκε από τους Μαμελούκους. Στα ανατολικά η Μεγάλη Αρμενία μετά τους Σελτζούκους καταλήφθηκε κι από τους Μογγόλους. Η ερήμωση της χώρα και οι αιματηροί διωγμοί του χριστιανικού πληθυσμού επιτάχυναν τη διασπορά των Αρμενίων σε όλο τον κόσμο. Το 1639 η Αρμενία διαμελίστηκε και το δυτικό τμήμα της, το μεγαλύτερο, προσαρτήθηκε από την οθωμανική αυτοκρατορία ενώ το ανατολικό έγινε τμήμα της Περσίας.
Τον 19ο αιώνα η Αρμενία μπήκε στο στόχαστρο των Ρώσων που με τη Συνθήκη της Αδριανούπολης (1828) και τους Ρωσοτουρκικούς πολέμους (1853-56 και 1877-78) απέσπασαν μεγάλα τμήματα του αρμενικού εδάφους. Όμως το μεγαλύτερο μέρος της Αρμενίας βρισκόταν υπό οθωμανική κυριαρχία. Οι Τούρκοι παρά τις υποχρεώσεις τους που απέρρεαν από τη Συνθήκη του Βερολίνου (1878) είχαν αφήσει την Αρμενία έρμαιο στις επιδρομές των Κιρκασίων και των Κούρδων. Διαβάζουμε στο άρθρο 61 της Συνθήκης:
‘’Η Υψηλή Πύλη δεσμεύεται να πραγματοποιήσει χωρίς καμιά καθυστέρηση τις βελτιώσεις και τις μεταρρυθμίσεις που επιβάλλουν οι τοπικές ανάγκες στις επαρχίες που κατοικούνται από Αρμενίους και να εγγυηθεί την ασφάλειά τους εναντίον των Κιρκασίων και των Κούρδων. Κατά περιόδους θα γνωστοποιεί τα σχετικά μέτρα που πήρε γι’ αυτό το σκοπό στις Δυνάμεις, οι οποίες θα επιβλέπουν την εφαρμογή τους’’. Τίποτα όμως από αυτά δεν έγινε.
Οι σφαγές την εποχή του Αβδούλ Χαμίτ (1894-1896)
Οι Αρμένιοι ζητούσαν την επιβολή των μεταρρυθμίσεων η Υψηλή Πύλη όμως κώφευε. Έτσι φτάσαμε στην εξέγερση των ορεσίβιων Αρμένιων του Σασούν που δεν μπορούσαν ν’ ανεχθούν τη διπλή φορολογία: των μουσουλμάνων γαιοκτημόνων και των αρχηγών των φυλών από τη μία και από την άλλη των Οθωμανών δημοσίων υπαλλήλων, που έπαιρναν ό,τι απέμενε στους Αρμένιους. Οι Αρμένιοι του Σασούν αντέδρασαν και αρνήθηκαν να υποκύψουν σε διπλή φορολογία. Εξοργισμένος ο κυβερνήτης της περιφέρειας άρχισε να υποκινεί τους ντόπιους εναντίον των Αρμενίων.
Είχε βέβαια προηγηθεί η προσπάθεια να οργανωθεί μια ένοπλη εξέγερση από το αρμενικό επαναστατικό κόμμα Χιντσάκ, όμως όπως προκύπτει και από τις αναφορές των Ευρωπαίων προξένων στην περιοχή δεν ήταν υπερβολική η πολιτική αναταραχή και δεν υπήρξε μεγάλη επίδραση στους χωρικούς. Πολλοί ιστορικοί θεωρούν ως πρωταίτιους της σφαγής του Σασούν, τους Κούρδους. Η σφαγή του Σασούν διήρκεσε 22 μέρες (18/8/1894-10/9/1894). Οι λεπτομέρειες δόθηκαν από τον Βρετανό υποπρόξενο Χόλγουορντ, ο οποίος έκανε έρευνα στην περιοχή λίγες εβδομάδες μετά τα γεγονότα.
Τα επίσημα οθωμανικά αρχεία της εποχής όχι μόνο αρνούνται τις φρικαλεότητες εναντίον των Αρμενίων αλλά τους κατηγορούν και για εγκλήματα εναντίον των μουσουλμάνων της περιοχής!
Μετά τις πιέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων ο Σουλτάνος όρισε μια επιτροπή έρευνας για να εξετάσει τα γεγονότα και να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες. Αρνούμενοι ν’ αποτελέσουν μέρος αυτού που ο Άγγλος ιστορικός Γκους ονόμασε « αισχρή έρευνα» οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι που συνδέθηκαν με την τουρκική επιτροπή συνέταξαν τη δική τους έκθεση όπου ανέφεραν λεπτομερώς τις μεθόδους κωλυσιεργίας, εκφοβισμού και δωροδοκίας, που χρησιμοποιήθηκαν από τις οθωμανικές Αρχές μέχρι την ‘’παραβίαση της κατοικίας των απεσταλμένων από την τουρκική Αστυνομία’’. Στις 19 Σεπτεμβρίου/ 1 Οκτωβρίου 1895 οργανώθηκε στην Κωνσταντινούπολη διαδήλωση από τους ηγέτες του κόμματος Χιντσάκ με τη βοήθεια των μελών του κόμματος Αρμεναγκάν. Οι οθωμανικές Αρχές αντί να εμποδίσουν τη διαδήλωση για την οποία είχαν ενημερωθεί, όπως και οι εκπρόσωποι των Μεγάλων Δυνάμεων από τους διοργανωτές ,βρήκαν την ευκαιρία μιας αντιπαράθεσης και καταστολής. Οι επιθέσεις εναντίον των Αρμενίων έγιναν με ρόπαλα, τα οποία ο στρατιωτικός ακόλουθος της Αυστρίας, αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων τα περιγράφει ως ράβδους εφοδιασμένες μ’ ένα κομμάτι σίδερο (Eisenbeschlagen). Ο Γερμανός πρέσβης Σάουρμα σε απόρρητη αναφορά του στον καγκελάριο Χοχενλόχε γράφει ότι ‘’η Αστυνομία εξόπλιζε τον όχλο με διάφορα όπλα κυρίως με χοντρά ρόπαλα (dickeknuttel)’’. Δεν έγιναν όμως όλοι οι φόνοι των Αρμενίων με αυτό τον τρόπο. Ένα μέλος της Στρατιωτικής Αστυνομίας περιέγραφε στον καθηγητή Α. Μόριτς πως είχε βάλει Αρμενόπουλα στη δερμάτινη ποδιά του και τα περνούσε απ’ το λεπίδι του μαχαιριού απολαμβάνοντας τους σπασμούς τους. Ζητούμε συγγνώμη για την ωμή και ανατριχιαστική περιγραφή, μία απ’ τις πολλές που διαβάσαμε. Είναι όμως ενδεικτική της εγκληματικής, πέρα από κάθε φαντασία συμπεριφοράς των Τούρκων προς τους Αρμένιους.
Τις σφαγές του Σασούν και της Κωνσταντινούπολης ακολούθησαν τα γεγονότα του Βαν και του Εγκίν (1896). Οι σφαγές έγιναν στις έξι επαρχίες που κατοικούνταν από Αρμένιους στην ανατολική Τουρκία, δηλαδή στις επαρχίες Σεβάστειας, Χαρπούτ, Ντιγιάρμπεκιρ, Ερζερούμ, Μπιτλίς και Βαν καθώς και στις επαρχίες της Άγκυρας (Καισάρεια και τα περίχωρά της), του Χαλεπίου, της Τραπεζούντας και το σαντζάκι της Νικομήδειας, ανατολικά της Κωνσταντινούπολης. Με εξαίρεση της περιοχές του Πάγιας και του Ντερτιόλ, η επαρχία των Αδάνων γλίτωσε εντελώς από αυτό το κύμα σφαγών, καθώς έγιναν μόνο ορισμένες λεηλασίες σε βάρος των Αρμενίων της περιοχής.
Αυτό οφείλεται στις στρατιωτικές επιτυχίες των ορεσίβιων Αρμενίων του Ζεϊτούν, που αποθάρρυναν τους Οθωμανούς και απέτρεψαν τη σφαγή των Αρμενίων των Αδάνων.
Ο νέος κύκλος των σφαγών ξεκίνησε στην Τραπεζούντα στις αρχές Οκτωβρίου 1895 και ολοκληρώθηκε, αφού βέβαια μεσολάβησαν μια σειρά από σφαγές σε άλλες περιοχές, στο Νικσάρ (επαρχία της Σεβάστειας), τον Ιούνιο του 1896.
Ο αριθμός των Αρμενίων που έχασαν τη ζωή τους από τις οθωμανικές σφαγές, δεν είναι εξακριβωμένος. Ο Γερμανός αυτοκράτορας Γουλιέλμος Β’, γράφει ότι ως τις 20 Δεκεμβρίου 1895, 80.000 Αρμένιοι είχαν σκοτωθεί από τις σφαγές, ενώ ο Βρετανός πρεσβευτής Χουάιτ ανεβάζει τον αριθμό στους 100.000. Οι σφαγές όμως τελείωσαν τον Οκτώβριο του 1896. Εκτός από τις περιοχές που αναφέραμε, σφαγές έγιναν στην Κωνσταντινούπολη, στις 26-28 Αυγούστου 1896, με 5.000-6.000 θύματα και στο Εγκίς.
Ο Ε. Τζεκ, τουρκόφιλος που εργαζόταν στην υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών της Γερμανίας, εκτιμά ότι οι Αρμένιοι είχαν 200.000 νεκρούς, 50.000 απελαθέντες και 1.000.000 άτομα που οι περιουσίες τους λεηλατήθηκαν ή τις έχασαν. Ο διαπρεπής Γάλλος ιστορικός Πιέρ Ρενουβέν, ανεβάζει τον αριθμό των Αρμενίων που σφαγιάστηκαν στις 250.000.
Ο Γερμανός ιεραπόστολος, ανατολιστής και ουμανιστής Johannes Lepsius που έκανε επιτόπιες έρευνες στις περιοχές των σφαγών γράφει τα εξής: 2.500 πόλεις και χωριά είχαν λεηλατηθεί. 645 εκκλησίες και μοναστήρια, είχαν καταστραφεί. 328 εκκλησίες είχαν μετατραπεί σε τζαμιά, ενώ χιλιάδες Αρμένιοι αλλαξοπίστησαν με τη βία και έγιναν μωαμεθανοί. Ενδεικτικά αναφέρουμε: 19.000 στην περιοχή του Σιάρτ (όπως γράφει ο Βρετανός υποπρόξενος στο Μους Τσαρλς Σ. Χάμπσον) και 25.000 στην επαρχία του Ντιγιάρμπεκιρ, κατά τον Βρετανό υποπρόξενο Σέσιλ Μ. Χόλγουορντ, ασπάστηκαν το Ισλάμ δια της βίας. Στην επαρχία Μπιτλίς (όπου και το Σιάρτ), αλλαξοπίστησαν γύρω στα 22.000 άτομα.
Η γενοκτονία των Αρμενίων (1915)
Τα φρικιαστικά γεγονότα που αναφέραμε και έγιναν μεταξύ 1894-1896, δεν είναι πολύ γνωστά. Όλα αυτά όμως, δυστυχώς, είχαν και συνέχεια, είκοσι χρόνια αργότερα με τη γενοκτονία των Αρμενίων.
Το 1908, ο «αιμοσταγής σουλτάνος» Αβδούλ Χαμίτ, ανατράπηκε από μία αναίμακτη επανάσταση, που έφερε στην εξουσία τους λεγόμενους Νεότουρκους του κόμματος Ιτιχάντ. Και αυτοί επέβαλαν βίαια μέτρα εναντίον των μειονοτήτων, υπέρ των οποίων οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν αρχίσει να μεσολαβούν. Σύμφωνα με ένα Γάλλο διπλωμάτη, βούληση του Ιτιχάντ ήταν να «εκριζώσει» τις εθνικιστικές τάσεις και να «παραμορφώσει» τις ίδιες της εθνότητες. Η ομογενής οθωμανική κοινωνία που οραματίστηκε ο κυριότερος Νεότουρκος ηγέτης και Υπουργός Εσωτερικών Ταλαάτ, απαιτούσε την καταστροφή με κάθε τρόπο των «υφιστάμενων ετερογενών στοιχείων».
Οι σφαγές 25.000 Αρμενίων στα Άδανα από 1/14 έως 14/27 Απριλίου 1909, ήταν το πρελούδιο για ό, τι ακολούθησε.
Όταν ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος τον Ιούλιο του 1914, η οθωμανική αυτοκρατορία δεν ήταν ούτε προετοιμασμένη στρατιωτικά ούτε διατεθειμένη να δεσμευτεί άμεσα και ανεπιφύλακτα στο στρατόπεδο των Κεντρικών Δυνάμεων, που βέβαια διευθυνόταν από τη Γερμανία, για την οποία όμως οι συμπάθειες στους ηγετικούς κύκλους του Ιτιχάντ ήταν μεγάλες.
Στις 14 Νοεμβρίου 1914, κηρύχθηκε ο «ιερός πόλεμος» εναντίον των «άπιστων Συμμάχων». Και όπως έλεγε ο οθωμανός αξιωματούχος Δρ. Σακίρ στον Αμερικανό Στέιπλετον, αναπληρωτή πρόξενο στο Ερζερούμ, το οποίο έπεσε στα χέρια των Ρώσων τον Φεβρουάριο του 1916: «Είναι επιτακτικό καθήκον να υπάρχει ένας ενιαίος μουσουλμανικός πληθυσμός από την Κωνσταντινούπολη ως την Ινδία και την Κίνα, με τη Συρία χρησιμεύουσα ως σύνδεσμο ανάμεσα στους μουσουλμανικούς κόσμους της Ασίας και της Αφρικής.
Αυτό το μεγάλο σχέδιο θα πραγματοποιηθεί χάρη στο επιστημονικό πνεύμα και στο οργανωτικό ταλέντο των Γερμανών και χάρη στη γενναιότητα των Τούρκων».
Επικαλούμενη την αρχή της «ένοπλης ουδετερότητας», η Τουρκία με τη βοήθεια των Γερμανών αξιωματικών, κήρυξε γενική επιστράτευση στις 2-3 Αυγούστου 1914. Ανάμεσα σ’ αυτούς που επιστρατεύτηκαν, ήταν και οι Αρμένιοι. Αρχικά, όσοι ήταν μεταξύ 20 και 45 ετών. Στη συνέχεια όσοι ήταν μεταξύ 15 και 20 ετών και στο τέλος, όσοι ήταν μεταξύ 45 και 60 ετών, που «χρησιμοποιήθηκαν» ως υποζύγια για τη μεταφορά στρατιωτικού υλικού.
Στις 6 Σεπτεμβρίου 1914, ο Υπουργός Εσωτερικών ζήτησε μέσα μιας κρυπτογραφημένης εγκυκλίου από τις επαρχιακές Αρχές, να θέσουν υπό επιτήρηση τους Αρμένιους πολιτικούς και αρχηγούς των κοινοτήτων.
Μετά την είσοδο της οθωμανικής αυτοκρατορίας στον πόλεμο, τα στρατιωτικά μέτρα έκτακτης ανάγκης, έγιναν ιδιαίτερα αυστηρά. Με διαταγή του Υπουργείου Εσωτερικών στις 24 Απριλίου 1915, συνελήφθησαν όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί των Αρμενίων καθώς και οι αρχηγοί των κοινοτήτων τους με εθνικιστικά (αρμενικά) αισθήματα ή αντι-ιτιχαντικές πεποιθήσεις. Μόνο στην Κωνσταντινούπολη, συνελήφθησαν 2.345 σημαίνοντες Αρμένιοι, οι περισσότεροι απ’ τους οποίους αργότερα εκτελέστηκαν. Είναι χαρακτηριστικό, ότι σχεδόν όλοι δεν είχαν αναμειχθεί ποτέ στα πολιτικά ζητήματα!
Η τελευταία και αποφασιστική φάση της διαδικασίας, η οποία στόχευε στην εξόντωση των Αρμενίων, ήταν οι εκτοπίσεις. Στις 29 Μαΐου 1915, ο μεγάλος βεζίρης μετά από αίτημα του Υπουργείου Εσωτερικών, υπέγραψε τον ειδικό νόμο για τις εκτοπίσεις, με τον οποίο έδινε το δικαίωμα στους τοπικούς στρατιωτικούς διοικητές να διατάξουν την εκτόπιση ομάδων πληθυσμών ύποπτων για κατασκοπία, προδοσία ή απλώς για στρατιωτικές ανάγκες. Αυτή η αόριστη και γενική εξουσιοδότηση, οδήγησε στις μαζικές εκτοπίσεις των Αρμενίων. Στις 10 Ιουνίου 1915, δημοσιεύθηκε συμπληρωματικός νόμος για τον τρόπο καταγραφής των αγαθών των εξορίστων, της ασφάλισης ή της διάθεσης με πώληση σε πλειστηριασμό, διατηρώντας τα κεφάλαια σε ασφαλές μέρος για να αποδοθούν στους ιδιοκτήτες τους όταν θα τελείωνε ο πόλεμος, ενώ ένας άλλος προσωρινός νόμος, της 26ης Σεπτεμβρίου 1915, καθόριζε τον τρόπο χρησιμοποίησης των χρεών, των δανείων και των αγαθών των εξορίστων.
Σε χρονικό διάστημα δύο και πλέον μηνών, από τις 4 Οκτωβρίου, ως τις 13 Δεκεμβρίου 1915, μόνο ένας γερουσιαστής, ο Αχμέτ Ριζά διαμαρτυρήθηκε επανειλημμένα για τα προτεινόμενα μέτρα, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Αντίθετα με τις διαβεβαιώσεις των οθωμανικών Αρχών που δημοσίευσαν αυτούς τους νόμους, οι Αρμένιοι δεν επέστρεψαν από τις εξορίες. Ο Αμερικανός πρεσβευτής Henry Morgendau, έγραφε: «Ο πραγματικός σκοπός της εξορίας ήταν η κλοπή και η καταστροφή. Επρόκειτο πραγματικά για μια καινούργια μέθοδο σφαγής…». Οι περιγραφές του για τους τρόπους εξόντωσης των Αρμενίων, ήταν συγκλονιστικές: «…Συλλαμβάνονταν αποσπάσματα 50 ή 100 ανδρών, αλυσοδένονταν σε ομάδες των τεσσάρων και μετά οδηγούνταν σ’ ένα ερημικό μέρος, σε μικρή απόσταση από την πόλη.
Ξαφνικά, ο ήχος από τους πυροβολισμούς γέμιζε την ατμόσφαιρα και οι Τούρκοι στρατιώτες, που είχαν χρησιμοποιηθεί ως φρουρά, επέστρεφαν κακόκεφα στο στρατόπεδο. Αυτοί που στέλνονταν για να θάψουν τα πτώματα, τα έβρισκαν, σχεδόν πάντα, τελείως γυμνά, αφού οι Τούρκοι ως συνήθως, είχαν αφαιρέσει τα ρούχα τους.
Σε ορισμένες περιπτώσεις για τις οποίες είχαν γνώση οι φονιάδες, σε μια επίδειξη σκληρότητας, είχαν αυξήσει τους πόνους των θυμάτων τους, υποχρεώνοντάς το να σκάψουν τους τάφους τους πριν τουφεκισθούν».
Οι ίδιοι οι Τούρκοι, δέχονται ότι σκοτώθηκαν 800.000 Αρμένιοι. Αυτό είχε γίνει και από Τούρκο Υπουργό Εσωτερικών μετά τον πόλεμο, από τον Τούρκο ιστορικό Y. Bayur αλλά, κυρίως, και από τον ίδιο τον Κεμάλ Ατατούρκ, σε ανταλλαγή επιστολών με τον Αμερικανικό Υποστράτηγο Χάρμπορντ, αρχηγό της αμερικανικής αποστολής στην Αρμενία (τον Σεπτέμβριο του 1919) (στο Yakin Tarihimiz, τόμος 3, σελ. 179, 1962). Υπήρχαν όμως και χιλιάδες άλλα θύματα ανάμεσα στους Αρμενίους. Στρατιώτες που εκτελέστηκαν, ενώ υπηρετούσαν στον οθωμανικό στρατό, μεγάλος αριθμός νεαρών γυναικών που αναγκάστηκαν να γίνουν παλλακίδες, να παντρευτούν μουσουλμάνους ή να υιοθετηθούν, θύματα βίαιων θρησκευτικών μεταστροφών και αμέτρητοι άλλοι οι οποίοι πέθαναν εξαιτίας των φρικτών συνθηκών που επικρατούσαν κατά τη διάρκεια της εκτόπισής τους.
Ανεξάρτητες πηγές, ανεβάζουν τον αριθμό των θυμάτων της γενοκτονίας των Αρμενίων σε 1,5 εκατομμύριο, σε χρονικό διάστημα περίπου δύο ετών (Απρίλιος 1915-1917). Βέβαια, υπάρχουν πολλές και διαφορετικές εκτιμήσεις.
Ποιοι αποφάσισαν τη γενοκτονία των Αρμενίων
Φαίνεται ότι εμπνευστές της γενοκτονίας των Αρμενίων, ήταν οι: Ταλαάτ, Δρ. Ναζίμ (σκιώδης άνθρωπος της εξουσίας στην ανώτατη διεύθυνση του κόμματος), το «τσιράκι του», Δρ, Σακίρ, ο αρχηγός των Υπηρεσιών Ασφάλειας Τζανμπολάτ και ο διευθυντής του Δεύτερου Γραφείου Πληροφοριών στο οθωμανικό Υπουργείο Πολέμου, Συνταγματάρχης Σεϊφί. Η γενοκτονία οργανώθηκε και με τη βοήθεια αξιωματικών που αποσπάστηκαν από τη γερμανική στρατιωτική αποστολή. Βέβαια, ο Γερμανός Υφυπουργός Εξωτερικών Τσίμερμαν (μετέπειτα Υπουργός Εξωτερικών), σε μήνυμά του προς τον πρεσβευτή του στην Κων/πολη στις 2/10/1916, κατήγγειλε τις εξολοθρεύσεις που συνόδευαν τις εκτοπίσεις καθώς και τους βίαιους «μαζικούς εξισλαμισμούς» των Αρμενόπουλων, των οποίων οι γονείς είχαν σκοτωθεί, ως αιτία «αγανάκτησης σ’ ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο»…
Επίλογος
Η γενοκτονία των Αρμενίων άρχισε να γίνεται γνωστή από τα βρετανικά αρχεία του Φόρεϊν Όφις, τις εκθέσεις του Lepsius(1916-1919) και τη συλλογή οθωμανικών εγγράφων του Aram Andonian(1920).Ακολούθησαν 50 χρόνια σιωπής και μόνο τα τελευταία χρόνια Αρμένιοι και όχι μόνο, ιστορικοί ασχολήθηκαν με το θέμα.Η λέξη γενοκτονία (genocide) είναι σχετικά πρόσφατη, καθώς χρονολογείται από το 1944. Κατά το ΧΛΓΝ της Ακαδημίας Αθηνών είναι «έγκλημα που συνίσταται στη συστηματική, μαζική και εκτεταμένη εξόντωση φυλετικής, εθνικής ή θρησκευτικής ομάδας». Ό, τι κι αν λένε διαχρονικά οι Τούρκοι, όσο κι αν προσπαθούν να δικαιολογηθούν, όσο κι αν απειλούν τις χώρες που αναγνωρίζουν τη γενοκτονία των Αρμενίων (αλλά και των Ελλήνων και των Ασσυρίων) είναι υπεύθυνοι και γι’ αυτό το έγκλημα. Κι αυτό θα τους συνοδεύει για πάντα…
Πηγή: ΒΑΧΑΝΚ ΝΤΑΝΤΡΙΑΝ, , Εκδόσεις ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ, 2002.
Ο συγγραφέας, έχει χρησιμοποιήσει στο έργο του εκατοντάδες πηγές, που αναφέρονται στις σελίδες 709-733 (!) του βιβλίου του.