Στ. Φευγαλάς:Η «Ροδίτισσα»: Ένα τραγούδι του 1948 για την Ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων

0
1700

Γράφει ο Στέφανος Φευγαλάς
Συγγραφέας, υποψήφιος διδάκτορας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Ο γεννημένος στην Κέρκυρα Ιωσήφ Ριτσιάρδης (1896-1979) διακρίθηκε ως μαέστρος, πιανίστας, αλλά και ως συνθέτης κυρίως οπερετών και επιθεωρήσεων.

Συνεργάστηκε με αρκετούς λιμπρετίστες και πολλούς θιάσους, ενώ ήταν παντρεμένος με την ηθοποιό και τραγουδίστρια Ολυμπία Καντιώτη-Ριτσιάρδη. Στις πάνω από πενήντα οπερέτες που έγραψε περιλαμβάνονται το «Όνειρο Αποκριάτικης Νύχτας», ο «Αρλεκίνος», «Η Δούκισσα των Αθηνών». Επίσης, έγραψε περίπου 25 μουσικές κωμωδίες (π.χ. «Μ’ αγαπά δεν μ’ αγαπά»), μουσικές ηθογραφίες (π.χ. «Το παιδί της τύχης») και περίπου 30 επιθεωρήσεις (π.χ. «Γεια σου Σαλονίκη», «Κούκλα», «Οι Μαυραγορίτες των Αθηνών»).

Τέλος, έγραψε μουσική για κάποιες κινηματογραφικές ταινίες (π.χ. «Αγνούλα», «Ο δρόμος με τις ακακίες»). Ανάμεσα στα άλλα, εργάστηκε ως ενορχηστρωτής-μαέστρος στην εταιρεία Columbia, αλλά και σε πολλά θέατρα. Αρκετά από τα – πάνω από 200 – τραγούδια του Ριτσιάρδη γνώρισαν μεγάλη διάδοση και τραγουδήθηκαν από αρκετούς τραγουδιστές (π.χ. Κ. Νικολαΐδου, Σ. Βέμπο). Ορισμένες συνθέσεις του παραπέμπουν στο «ελαφρό» τραγούδι και άλλες στον χώρο της αστικής λαϊκής μουσικής, ενώ σε κάποια τραγούδια του αξιοποιεί και στοιχεία δημοτικής μουσικής.1

Η «Ροδίτισσα» φαίνεται ότι κυκλοφόρησε το 1948 και είναι ένα τραγούδι σε στίχους του Δημήτρη Κ. Ευαγγελίδη και μουσική του Ριτσιάρδη. Προέρχεται από τη θεατρική επιθεώρηση «Όλα σε καλό». Το έργο γράφτηκε από τον Δημήτρη Ευαγγελίδη και τον Ασημάκη Γιαλαμά και ανέβηκε στο θέατρο «Παπαϊωάννου» στις 19-3-1948.

Στην παράσταση συμμετείχαν οι ηθοποιοί Κ. Ντιριντάουα, Μ. Νέζερ, Ν. Σταυρίδης, Μ. Κρεββατά και Μ. Κοκκίνης.2 Ο δίσκος 78 στροφών με την εκδοχή της Κούλας Νικολαΐδου να τραγουδά τη «Ροδίτισσα» κυκλοφόρησε το 1948 στην Αθήνα, έχοντας στην πρώτη πλευρά το τραγούδι «Γλυκό μου κορίτσι». Στην ηχογράφηση συμμετέχει μικρή ορχήστρα που αναφέρεται ως «Ορχήστρα Ι. Ριτσιάρδη».3

Το τραγούδι φαίνεται ότι έγινε γνωστό κυρίως μέσω της δισκογραφίας, για αυτό και οι παρτιτούρες που κυκλοφόρησαν αναφέρονται στις δισκογραφημένες εκδοχές (π.χ. «μεγάλη επιτυχία»). Μία εκδοχή της παρτιτούρας (1948) παραπέμπει στο εξώφυλλο στην εκτέλεση της Κούλας Νικολαΐδου και περιλαμβάνει φωτογραφία της τραγουδίστριας.

Μία άλλη εκδοχή της παρτιτούρας (1952) κυκλοφόρησε μαζί με το τραγούδι «Μη φύγεις ξανά» (σε στίχους Μίμη Τραϊφόρου και μουσική Ι. Ριτσιάρδη) και με αναφορά στη Σοφία Βέμπο (και αντίστοιχη φωτογραφία στο εξώφυλλο).4

Αξίζει να σημειωθεί ότι το τραγούδι «Γλυκό μου κορίτσι», η παρτιτούρα του οποίου κυκλοφόρησε και αυτόνομα το 1948 με την ένδειξη Tango Argentino, προέρχεται επίσης από την ίδια επιθεώρηση.

Το στιχουργικό περιεχόμενο του τραγουδιού συνδέεται με την Ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων τον Μάρτιο του 1948. Η άμεση ανταπόκριση των δημιουργών στα γεγονότα είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία και την αξιοποίηση του τραγουδιού στην επιθεώρηση, λίγες εβδομάδες μετά.

Εντάσσεται σε μία κατηγορία τραγουδιών που είχαν άμεση σχέση με την επικαιρότητα και η λειτουργία τους συνδέεται περισσότερο με την ανάγκη των προηγούμενων χρόνων για την ενίσχυση του ηθικού και την ψυχαγωγία των ακροατών-θεατών.

Συχνά στα τραγούδια αυτά ενσωματώνεται σατιρικό ή ερωτικό περιεχόμενο. Άλλωστε, πρόκειται για μία πρακτική που προϋπήρχε αλλά σχηματοποιήθηκε στα πρώτα χρόνια του ελληνοϊταλικού πολέμου, οπότε συγκροτήθηκαν θίασοι και γράφτηκαν νέα έργα με στόχο την ανύψωση του ηθικού και την ενίσχυση της τάσης άρνησης υποταγής στους κατακτητές.

Σε αυτό το πλαίσιο καταρτίστηκαν θίασοι για την ψυχαγωγία των στρατιωτών και γράφτηκαν σκετς και επιθεωρήσεις με περιεχόμενο που βρισκόταν σε συνεχή ανανέωση.5 Σύμφωνα με τους συντελεστές της εποχής, τέτοιες παραστάσεις συχνά είχαν χαρακτήρα συγκέντρωσης.

Ας σημειωθεί ότι ο Ριτσιάρδης είχε γράψει μουσική για κάποιες τέτοιες επιθεωρήσεις (π.χ. «Πολεμική Σπίθα», «Το Τσαρούχι», «Φούσκωστον».6 Ως προς τη διάδοση του τραγουδιού, ο λιμπρετίστας Π. Παπαδούκας (που συνεργάστηκε με τον Ριτσιάρδη), αναφέρει παραδείγματα σχετικά με το πώς ένα τραγούδι από μία τέτοιου περιεχομένου επιθεώρηση μπορούσε να αποκτήσει πολύ ευρεία διάδοση μέσα σε λίγες μέρες.7

Σύμφωνα με τα παραπάνω, το στιχουργικό περιεχόμενο του τραγουδιού χρειάζεται να προσεγγιστεί σε σχέση και με άλλα αντίστοιχα τραγούδια της εποχής, όπως το «Κορίτσι μου για σένα πολεμώ» (σε στίχους του Κώστα Νικολαΐδη και μουσική του Ι. Ριτσιάρδη), που έγινε και αυτό γνωστό με την ερμηνεία της Κούλας Νικολαΐδου.

Σε στιχουργικό επίπεδο, οι επιλογές του Ευαγγελίδη αφορούν στην ανάδειξη στοιχείων της Ρόδου που περιλαμβάνουν τόσο το φυσικό, όσο και το ανθρωπογενές περιβάλλον:
Είν’ η Ρόδος ένα μαγεμένο μέρος / μες στα πεύκα, στα λουλούδια ζει ο έρως
και ταμπλό από ζωγράφο ντελικάτο / σου θυμίζουν τ’ ακρογιάλια εδώ κάτω.
Βλέπεις άξαφνα ολόχρυσα κομμάτια / τα γριγρί που σου θαμπώνουνε τα μάτια
λες κι εγίνηκε στον ουρανό χαλάστρα / και στη θάλασσα έχουν πέσει όλα τ’ άστρα.
Κι από κάποιο τρεχαντήρι φωτεινό / το τραγούδι τους τ’ ακούς το μακρινό.

Η δεύτερη στροφή θέτει πιο συγκεκριμένα το ζήτημα της Ενσωμάτωσης των Δωδεκανήσων αξιοποιώντας γενικούς, αλλά φορτισμένους γεωγραφικούς-πολιτισμικούς προσδιορισμούς («Δύση») και αναδεικνύει τα ζητήματα της αντίστασης απέναντι στους κατακτητές και την καταστολή («η άγρια η πάλη»).

Ταυτόχρονα, έχει πιο γιορτινό χαρακτήρα, παρουσιάζοντας τόσο τη Φύση όσο και τους ανθρώπους να γιορτάζουν ελεύθεροι για την ενσωμάτωση.
Τα νησάκια μας το κύμα τα κυκλώνει / και στενάζουν από τ’ άνθη τους οι κλώνοι
ζωντανή ακουαρέλα είν’ η Δύση / που την έχουν τόσοι στίχοι τραγουδήσει.
Από πάνω απ’ τα σοκάκια και τις ρούγες / σιδερένιες επετάξανε φτερούγες
όμως έπαψε η άγρια η πάλη / και τραγούδια ξανακούστηκαν και πάλι.
Τραγουδάνε οι κιθάρες, τα βιολιά / και τα πεύκα, τα λουλούδια, τα πουλιά.

Στο ρεφρέν του τραγουδιού η Ρόδος ταυτίζεται με τη γυναίκα που σμίγει επιτέλους με το ταίρι της, δηλαδή το ελληνικό κράτος:
Ροδίτισσα, γλυκιά Ροδίτισσα, ήρθ’ ο καιρός να ταιριαστείς και συ με μένα
τώρα που είναι τα νησιά λευτερωμένα τώρα που είναι τα νησιά λευτερωμένα.
Ροδίτισσα γλυκιά Ροδίτισσα μου τό ‘χες τάξει και τα μάθαν’ τα χωριά
να με φιλήσεις μόλις έρθ’ η λευτεριά να με φιλήσεις μόλις έρθ’ η λευτεριά.

Σε μουσικό επίπεδο, η επιλογή του ύφους της Χαμπανέρας (στην παρτιτούρα υπάρχει επισήμανση “To di Habanera Barcarolla”) εξυπηρετεί τις παραπάνω επιλογές.

Ας σημειωθεί ότι η Χαμπανέρα αξιοποιήθηκε ως αισθητικός προσανατολισμός που παραπέμπει (όχι άμεσα) στο αντίστοιχο είδος χορού, αλλά κυρίως στον τρόπο ρυθμικής συγκρότησης παλιότερων και νέων τύπων ρεπερτορίου.

Μάλιστα, η Χαμπανέρα διατηρήθηκε για δεκαετίες στην παραγωγή του ελληνικού τραγουδιού, όχι πάντα με την ίδια ένταση. Παράλληλα, η αναφορά σε Βαρκαρόλα συνδέεται με τις τριμερείς εσωτερικές υποδιαιρέσεις που επιλέγει ο συνθέτης στην εισαγωγή του τραγουδιού.

Σε όλη την έκταση του τραγουδιού διατηρείται το περιβάλλον της σολ μείζονας. Τα τραγουδιστικά τμήματα έχουν πιο απλή αρμονία σε σχέση με τα οργανικά, γεγονός που μπορεί να διευκολύνει την αυτονόμηση του τραγουδιού από κάθε οργανική συνοδεία.

Έτσι δημιουργούνται ορισμένες προϋποθέσεις για την ευκολότερη διάδοσή του. Το γεγονός ότι το πρωτότυπο (ρυθμικό και μελωδικό) υλικό του τραγουδιού είναι πολύ λίγο ποσοτικά σίγουρα βοηθάει στην απομνημόνευσή του, στην απήχησή του σε ένα ευρύτερο –και μη εγγράμματο μουσικά –κοινό αλλά και στην ευρύτερη διαχείρισή του με οικονομικούς όρους (δισκογραφία κ.λπ.).

1 Καλογερόπουλος Το λεξικό της Ελληνικής μουσικής. Από τον Ορφέα έως σήμερα, Γιαλλέλης, 1990, Τ.Ε., σσ.264-265.
2 Ξανθή Ζαχαριάδου, «Ασημάκης Γιαλαμάς: Παραστάσεις και έργα 1940-2001», Σκηνή τχ.9, 2017 σσ.111-139.

3 Βλ. και Εικονικό Αρχείο Μουσείου Κουνάδη.
4 Ψηφιακό Αρχείο Μουσικής Βιβλιοθήκης «Λίλιαν Βουδούρη» και Εικονικό Αρχείο Μουσείου Κουνάδη.

5 Πλάτων Μαυρομούστακος, Το θέατρο στην Ελλάδα 1940-2000, Καστανιώτης, Αθήνα 2005, σσ.34-51.
6 Χρήστος Ρέππας, «Το Ελληνικό θέατρο και η μεγάλη προσφορά του το 1940-1941», Επιθεώρηση Χωροφυλακής τχ.70, 1975, σσ.589-591.
7 Ρέππας, ό.π., σ.591.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ