Η καθηγήτρια φιλολογίας & κάτοχος τίτλου μεταπτυχιακών σπουδών από το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου παρουσιάζει εκτενώς στην ΕΡΤ, τις διαδρομές και τους σταθμούς του Γιάννη Ρίτσου· ο οποίος, «έφυγε» από τη ζωή σαν σήμερα το 1991, σε ηλικία 81 ετών.
Του Γιάννη Νικηφοράκη.
«Το ριτσικό έργο είναι τεράστιο σε ποσότητα, πολύ σημαντικό σε ποιότητα και διαχρονικό στην πάροδο του χρόνου», εντοπίζει αρχικά η κ. Μαριάννα Γκρόγκου.
«Ο ίδιος ο Κωστής Παλαμάς είχε γράψει σε ένα ποίημα του για τον κορυφαίο ποιητή Γιάννη Ρίτσο “Νὰ παραμερίσουμε, ποιητὴ, γιὰ νὰ περάσεις”, αναγνωρίζοντας τη μεγάλη αξία του στα ελληνικά γράμματα.
Το ποιητικό έργο του Γιάννη Ρίτσου είναι τεράστιο και από άποψη έκτασης, ίσως ξεπερνά και το έργο του Κωστή Παλαμά και του Πάμπλο Νερούδα.
Η αναδρομή της ιστορίας ενός εκ των κορυφαίων εκπροσώπων της νεώτερης ελληνικής ποίησης, αρχίζει· από τα προβλήματα υγείας, ως τη γνωριμία με τον Ναζίμ Χικμέτ, τη Μαρία Πολυδούρη & άλλους διανοούμενους της εποχής.
«Ο Ρίτσος νόσησε από φυματίωση, ξεπέρασε την ασθένεια, πράγμα δύσκολο για την εποχή του, και πέρασε από υλικές και ηθικές δοκιμασίες. Τα πρώτα προβλήματα αρχίζουν από το 1917 και για τα επόμενα χρόνια έως το 1974 περίπου. Μάλιστα, ο ποιητής περνάει τη μία δυσκολία μετά την άλλη. Το 1917 χάνεται όλη η περιουσία της οικογένειας.
Έτσι, τα οικονομικά προβλήματα πλέον είναι μεγάλα. Το 1921 φεύγει από τη ζωή η μητέρα του από φυματίωση. Αυτά τα γεγονότα τον κάνουν να δεθεί πολύ με την αδερφή του, τη Λούλα. Το 1925 αποφασίζουν οι δύο τους να μετακομίσουν στην Αθήνα, νοικιάζοντας ένα δωμάτιο σε ξενοδοχείο. Εκεί, γράφει για το περιοδικό που ήταν συνδρομητής τα πρώτα άρθρα του με το ψευδώνυμο “Ιδανικό Όραμα”.
Αργότερα, έπιασε δουλειά σε συμβολαιογραφείο ως δακτυλογράφος, όπου εκεί βρέθηκε σε μία ακόμα προσωπική βιβλιοθήκη, διαβάζοντας βιβλία του Κωστή Παλαμά, του Άγγελου Σικελιανού, αλλά και άλλων μεγάλων Ελλήνων ποιητών και συγγραφέων.
Όλα έδειχναν πως θα πήγαιναν καλά, ώσπου ο Ρίτσος διαγνώστηκε με φυματίωση. Αυτό τον ανάγκασε να επιστρέψει για λίγο στη Μονεμβασία και ύστερα για ανάρρωση, τρία χρόνια στο νοσοκομείο Σωτηρία στην Αθήνα. Αυτά τα τρία έτη θεραπείας, ο Ρίτσος επηρεάζεται τόσο στην ποίησή του όσο και στο τρόπο ζωής. Εκεί, έρχεται σε επαφή με άλλους μεγάλους ποιητές, αλλά και γενικά με ανθρώπους της τέχνης», αναφέρει στη συνέχεια, η κ. Γκρόγκου.
«Πιο συγκεκριμένα, τον Φλεβάρη του 1927 ο νεαρός ποιητής Γιάννης Ρίτσος εισάγεται στο νοσοκομείο Σωτηρία. Στην τρίτη θέση, που κατακλύζεται από άπορους φυματικούς. Εκεί, θα γνωρίσει την επίσης, νεαρή και άρρωστη Μαρία Πολυδούρη και θα συνδεθούν φιλικά. Το ποίημά της “Θυσία” είναι αφιερωμένο στον Γ. Ρίτσο. Περιλαμβάνεται στη συλλογή “Οι τρίλλιες που σβήνουν” (1928).
Στα ελληνικά, ποιήματα του Ναζίμ Χικμέτ μετέφρασε ο Γιάννης Ρίτσος και ορισμένα από αυτά μελοποίησαν οι Μάνος Λοΐζος και Θάνος Μικρούτσικος. Ο ίδιος, αναφέρει στον πρόλογο του βιβλίου του λυρικού Τούρκου, “Ποιήματα”.
“Ολότελα ακατάλληλη η στιγμή να σταθείς κριτικά απέναντι σ’ ένα τόσο ογκώδες έργο, όταν ο δημιουργός του, ο πιο άμεσος και συναισθηματικός ποιητής του καιρού μας, ο Χικμέτ, ο αγαπημένος μας Ναζίμ με τα γαλάζια μάτια, τα κάπως αόριστα λυπημένα μέσα στη ζωντάνια του προσώπου του, μέσα στην ανεπιφύλακτη και σχεδόν παιδική εγκαρδιότητα του γέλιου του, μόλις μας άφησε ένα μεγάλο σιωπηλό κενό γύρω μας και μέσα μας, που αντηχεί σοβαρά απ’ τους βαθείς, ανθρώπινους στίχους του.
Ακατάλληλη στιγμή –αχρηστεύει την κριτική σαν ψυχρή, ανώφελη και μάλιστα μικρόλογη– αφήνοντας μόνο περιθώρια για αφηρημένες, γενικές και τυπικά θριαμβολογικές εκτιμήσεις και ακατάσχετα συγκινημένες, το ίδιο τυπικά θρηνητικές κι αυτές, νεκρολογίες. Αναπότρεπτο, τις περισσότερες φορές.
Μα, ο Ναζίμ Χικμέτ ήταν και μένει μία πλατιά παρουσία στα παγκόσμια γράμματα και δεν έχει ανάγκη από όλες αυτές τις κατά συνθήκην, έστω και πραγματικά συγκινημένες και συγκινητικές κάποτε, εκδηλώσεις, και το ίδιο του το έργο μας επιβάλλει να σταθούμε πάνω απ’ τις συγκινήσεις μας”.
Η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου επηρεάστηκε τόσο από τα βιώματά του, όσο και από τις κοινωνικές αναταραχές της χώρας. Μάλιστα, ο Ρίτσος μέσα στα ποιήματά του έχει βιώματα που αντλήθηκαν από τον Εμφύλιο Πόλεμο, τις εξορίες που υπέστη και από κάθε κοινωνικό, μικρό ή μεγάλο, έναυσμα που του δόθηκε, όπως για παράδειγμα το ποίημά του Επιτάφιος.
Χαρακτηριστικότερα, η Χρύσα Προκοπάκη αναφέρει πως αν κάποιος θα ήθελε να διαβάσει την Ιστορία του περασμένου αιώνα, θα την έβρισκε ακέραια στην ποίηση του Ρίτσου.
Οι αλλεπάλληλες ελληνικές εκδόσεις των ποιημάτων του, ο αυξανόμενος αριθμός των μεταφράσεών τους, που ξεπερνά τις πενήντα γλώσσες και η πληθώρα υψηλών τιμητικών διακρίσεων που έλαβε μέχρι σήμερα από πνευματικά ιδρύματα διαφόρων χωρών του κόσμου, μαρτυρούν πόσο γόνιμη στάθηκε η παρουσία και η ζωή του Pίτσου στην ελληνική πνευματική ζωή και στα ελληνικά γράμματα, πόσο σημαντική είναι η απήχηση του έργου του έξω από τα όρια της Ελλάδας και της ελληνικής γλώσσας», συμπληρώνει η κ. Γκρόγκου.
Αυτή η ποιητική θάλασσα που περιέχει μέσα της ποιήματα χιλιάδων στίχων, αποκαλύπτει μία δημιουργική δύναμη που όμοιά της σπάνια βρίσκουμε στην Ιστορία, όχι μόνο της ελληνικής, αλλά και της παγκόσμιας ποίησης.
Εν συνεχεία, η κ. Μαριάννα Γκρόγκου παρουσίασε τα χαρακτηριστικά, στα οποία εμβαθύνει η μελέτη της ενώ ανέφερε πώς ήλθε για πρώτη φορά σε επαφή με το σπουδαίο έργο του Γιάννη Ρίτσου.
«Αρχική εικόνα, από τα σχολικά εγχειρίδια κατά την διάρκεια των μαθητικών μου χρόνων. Αργότερα, στα προπτυχιακά και μεταπτυχιακά μου χρόνια ήρθα σε πιο στενή επαφή και διεξοδική μελέτη με το οικουμενικό έργο του διακεκριμένου ποιητή.
Αναμφίβολα, στο πολύμορφο και πολυσύνθετο συγγραφικό και εικαστικό έργο του, ξεχωριστή θέση καταλαμβάνει η Ελληνικότητα, η οποία θεωρώ πως είναι δύσκολο να προσδιοριστεί εννοιολογικά, γιατί δεν είναι μια οντολογική ουσία μετρήσιμη και αποδείξιμη, αλλά περισσότερο ένα βίωμα και μια διαίσθηση.
Ο σαφής, λοιπόν, προσδιορισμός της ως βιώματος προσκρούει πάντα στην υποκειμενικότητα κατά την επιλογή των κριτηρίων και των προϋποθέσεων. Ωστόσο, ως βασικό συστατικό της εθνικής ταυτότητας του Έλληνα, δεν συνιστά ούτε κάτι αυτοφυές ούτε παράγωγο φαινόμενο κάποιων γονιδιακών καταβολών, αλλά ουσιαστικά, προσδιορίζεται από δύο βασικές συνιστώσες, την Ιστορία και τον πολιτισμό.
Όμως, η αποτύπωσή της σ’ όλο το ριτσικό έργο έκανε τον Γιάννη Ρίτσο να ξεχωρίζει σε σύγκριση με άλλους Έλληνες ποιητές και του προσδίδει, αναμφίβολα, τον χαρακτηρισμό του “ποιητή της Ρωμιοσύνης”, αλλά και της οικουμένης.
Θα ήθελα να τονίσω ότι οι έννοιες Ελληνικότητα, Ελληνισμός και Ρωμιοσύνη είναι προτιμότερο και ορθότερο να γράφονται με κεφαλαίο, για να δηλώνεται η σπουδαιότητα και η καθολικότητά τους.
Κρίνω σκόπιμο να αναφέρω πως το κίνητρο για να γράψω τη μεταπτυχιακή διπλωματική μου εργασία για τον Έλληνα ποιητή ήταν αφενός, ο θαυμασμός μου, καθώς ήταν ποιητής – οργανωτής των ελληνικών κοινωνικών συναισθημάτων και ποιητής – αρχιτέκτονας της ελληνικής ψυχής και αφετέρου, το πλήθος των θετικών άρθρων και κριτικών που απέσπασε το νέο πόνημα του καθηγητή κ. Γιώργου Ανδρειωμένου “Γιάννης Ρίτσος: Πρώιμα Ποιήματα και Πεζά”, καθώς και η θετική απήχηση και ανταπόκριση που έχει από το αναγνωστικό κοινό.
Η μεταπτυχιακή διπλωματική μου εργασία με θέμα “Η Ελληνικότητα στο έργο του Γιάννη Ρίτσου” προσπάθησε να ερευνήσει και να παρουσιάσει με κριτικό τρόπο το ζήτημα της Ελληνικότητας στο έργο του ποιητή Γιάννη Ρίτσου.
Κομβικοί άξονες και στόχοι της εργασίας ήταν η ιστορική συγκυρία που οδήγησε στην Ελληνικότητα, οι λογοτεχνικές εξελίξεις, οι λογοτεχνικές εκδοχές και οι λογοτεχνικές απόψεις άλλων συγγραφέων και του ποιητή Γιάννη Ρίτσου με αναφορά στο δημοτικό τραγούδι, σε αντιδιαστολή με τον μοντερνισμό και τη νεωτερικότητα», επεσήμανε η κ. Γκρόγκου.
Το ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ για το θεατρικό έργο του Γιάννη Ρίτσου.
Ακολούθως, οι εξέχουσες δημιουργίες του Γιάννη Ρίτσου γίνονται αντικείμενο συζήτησης.
«Ο Γιάννης Ρίτσος εμφανίζεται επίσημα στα ελληνικά γράμματα το 1934 με τη συλλογή “Τρακτέρ”. Μάλιστα, εδώ χειρίζεται τα συνήθη θέματα της δεκαετίας του ’20, συχνά με αυτοσαρκασμό, όπως για παράδειγμα στους “Ποιητές”, κείμενο που προβάλλει εμφανώς τους δεσμούς με την καρυωτακική ποίηση, αν και στις επανεκδόσεις ο Ρίτσος πήρε τις αποστάσεις του, προσθέτοντας μια αφιέρωση στον Καρυωτάκη. Παράλληλα, όμως, εξυμνεί και το πνεύμα της Επανάστασης, την προλεταριακή αδελφοσύνη.
Το 1935 ακολουθεί μία συλλογή, “Οι Πυραμίδες”», σχολιάζει η κ. Μαριάννα Γκρόγκου και συνεχίζει λέγοντας πως η κριτική υποδέχεται ευνοϊκά τον νεαρό κομμουνιστή.
«Μάλιστα, στους Νέους Πρωτοπόρους, το έργο του κρίνεται σύμφωνα με τους πολιτικούς στόχους του προλεταριάτου, ενώ δίνονται γλωσσικές συμβουλές για να είναι πιο κατανοητό από την εργατική τάξη.
Επιπλέον, ζητείται από τον ποιητή να προστρέχει λιγότερο σε προσωπικά θέματα, όπως στην περίπτωση που δήλωνε ότι θεραπεύεται στο σανατόριο και ότι απευθύνεται στον έγκλειστο πατέρα του στο Δρομοκαΐτειο, και να εμπνέεται περισσότερο από τη σοσιαλιστική ιδεολογία.
Συνακόλουθα, ο Αντρέας Καραντώνης, στα “Νέα Γράμματα” (1935), δεν αμφιβάλλει για τα επαναστατικά αισθήματα του Ρίτσου, αλλά του προσάπτει ανεπάρκεια λογοτεχνικών μέσων. Επίσης, θεωρεί ότι ο καρυωτακισμός βαραίνει πολύ στην ποίησή του.
Ένα ακόμη στοιχείο που ο Καραντώνης θα ανασύρει έκτοτε ως μειονέκτημα της ποίησης του Ρίτσου είναι ότι ο ποιητής, ως κομμουνιστής, γράφει για τις μάζες.
Εκείνο, λοιπόν, που αποτελεί απαραίτητο προσόν για τους μεν, τους κομμουνιστές, θεωρείται μειονέκτημα από τους δε, τους αντί–κομμουνιστές.
Επομένως, ο Ρίτσος αντιλαμβάνεται ότι οφείλει να αλλάξει για να προσαρμοστεί στις ανάγκες της Επανάστασης και να τραγουδήσει την πίστη στη ζωή», υποστηρίζει.
«Μία “Ωδή στη Χαρά” μαρτυρά τη διστακτική προσπάθεια να στραφεί προς νέα θέματα, αλλά ο ποιητής δεν διαθέτει ακόμη ένα εκφραστικό όργανο ικανό να στηρίξει τους στόχους αυτούς.
Η καθολική μεταμόρφωση, που συντελείται στην ποίησή του, συνοδεύεται από μια χειρονομία που μόνο εξωτερικά μοιάζει με πρόκληση ή με στοίχημα: χρησιμοποιώντας ένα ψευδώνυμο, βάζει να στείλουν από την Κρήτη “Τρία Ποιήματα” στο περιοδικό που τον χτύπησε, Τα Νέα Γράμματα.
Το τρίτο από αυτά είναι ιδιαίτερα σημαντικό, εφόσον θα το επεξεργαστεί για τη συγγραφή μιας ευρύτερης σύνθεσης, της “Εαρινής Συμφωνίας”, έργο που θα το επαινέσει η κριτική ως μία χαρούμενη δήλωση πίστης στη ζωή.
Η ανανέωση έχει πλέον ολοκληρωθεί και δεν αφορά μονάχα τη θεματική, αλλά όλα τα υλικά της ποιητικής τέχνης. Πάντως, για πρώτη φορά ο Ρίτσος χρησιμοποιεί μεθοδικά και οργανικά τη μεταφορά».
Είναι ευρέως διαδεδομένο ότι ένα πολιτικό επεισόδιο, μια σύγκρουση ανάμεσα σε διαδηλωτές και αστυνομία στη Θεσσαλονίκη, ωθεί τον Ρίτσο να προστρέξει στη δημοτική στιχουργία σε δεκαπεντασύλλαβο, συγκεκριμένα στα μοιρολόγια, για να θρηνήσει το θύμα.
Σύμφωνα με μερικούς, ο Επιτάφιος αποτελεί μια παλινωδία (αλλοπροσαλλισμός), ενώ για άλλους είναι αποτέλεσμα μιας επιλογής προς την κατεύθυνση των λαϊκών αξιών.
Στη συνέχεια, η άνοδος του Μεταξά είναι καθοριστική για όσα δημοσιεύει ο Ρίτσος.
Παράλληλα, “Το τραγούδι της αδερφής μου” (1937) είναι ένα νεκρώσιμο ποίημα σε σύντομους στίχους, αλλά με μια άνετη, σχεδόν προφορική, ανάπτυξη του λόγου.
Επίσης, η συγκίνηση προσδιορίζει τον τόνο που κάθε τόσο σχεδόν ξεσπά σε λυγμό (Μονάχα με λυγμούς / αρθρώνω το άσμα σου).
Μάλιστα, κλείνει με λόγια ενθάρρυνσης, αφού ο ποιητής μετατρέπει την οδύνη σε έκσταση, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά σε ένα στίχο.
Αργότερα, στο “Εμβατήριο τον Ωκεανού”, η φράση αποκτά ευρύτερες δυνατότητες, άλλοτε είναι λυρική, άλλοτε αναπόδραστα ρητορική, με συχνή προσφυγή στην αποστροφή, αφού ο ποιητής απευθύνεται στη μητέρα ή στον Θεό».
Εν ολίγοις, ο ωκεανός ως σύμβολο αντιπροσωπεύει την απεραντοσύνη της ζωής, τον πόνο και τη χαρά μαζί και πάνω σε αυτή τη θεματική ο Ρίτσος φτιάχνει τις μεταφορές του:
Καθώς ανασαίνουμε
φουσκώνει το γλαυκό πανί του ζέφυρου
κι οι πτυχές του
κυματίζουν
ως πίσω από τα ευτυχισμένα στήθεια
των μακρυνών βουνών.
Δεν έχει σύνορα η καρδιά μας
που αγάπησε τη θάλασσα.
Συγκεκριμένα, βρισκόμαστε στην χρονική περίοδο που έχουν ήδη εμφανιστεί στην Ελλάδα επαναστατικές μορφές τέχνης, όπως ο υπερρεαλισμός. Οι κομμουνιστές, απομονωμένοι τη στιγμή αυτή μέσα στην αυτάρκεια της δικής τους αισθητικής και της δικής τους έννοιας· της πρωτοπορίας, δεν αποτιμούν τις κατακτήσεις της αστικής πρωτοπορίας γι’ αυτό που αξίζουν πραγματικά.
«Για πρωτοποριακή τέχνη έχουν να δείξουν μονάχα μια αγωνιστική ποίηση, που ο αστισμός δεν έχει καθόλου διάθεση να της αναγνωρίσει προσόντα καλλιτεχνικής πρωτοπορίας (πράγμα που ακριβώς έκανε ο Θεοτοκάς, έστω και αν δεν εξάντλησε όλα τα αστικά επιχειρήματα).
Για την ώρα, η σημασία της πρωτοποριακής εξόρμησης, που συντελείται από τον Σεφέρη, τον Εμπειρίκο, τον Ελύτη διαφεύγει από την προσοχή της αριστερής πρωτοπορίας.
Έτσι, η αριστερή παράταξη, επιμένοντας θριαμβευτικά στον επικείμενο θάνατο της αστικής λογοτεχνίας, παραιτείται από κάθε σοβαρή αντιμετώπιση της αστικής πρωτοπορίας και χάνει την επαφή με τον αντίπαλο.
Τη στιγμή, δηλαδή, που θα έπρεπε να ανακαινιστεί και η ίδια, δεν επιθυμεί να αναδείξει έναν πρωτοπόρο ποιητή, παρά έναν επαναστάτη ποιητή παλαμικού τύπου. Επομένως, το έδαφος που ανεπανόρθωτα θα χάσει η αριστερή παράταξη, θα το καλύψει η αστική πρωτοπορία.
Όταν ένας ποιητής όπως ο Ρίτσος θα προσπαθήσει να γεφυρώσει την απόσταση, το αριστερό μέτωπο δεν θα κερδίσει το έδαφος που ανήκει στην αστική πρωτοπορία, αλλά θα εγκαταλείψει το δικό του.
Επομένως, ο Ρίτσος θα βρεθεί, δίχως να το υποπτευθεί, μόνος του, μέσα στον άλλο χώρο, με όλες τις στρατηγικές συνέπειες για το σύνολο των ομοϊδεατών του. Εξάλλου, η Ελλάδα θα έχει μπει στο μεταξύ στις ιδιάζουσες συνθήκες της Μεταξικής Δικτατορίας.
Σε μια τέτοια περίπτωση η κομμουνιστική πρωτοπορία, απορροφημένη από τον πολιτικό αγώνα της, έχανε την ευκαιρία όσο ήταν ακόμη καιρός, δηλαδή πριν από την 4η Αυγούστου, να δημιουργήσει μια καλλιτεχνική πρωτοπορία.
Έτσι, συντέλεσε στην αδράνειά της, ανάμεσα σε άλλους παράγοντες, η έλλειψη καλλιτεχνικών ταλέντων και αυτό είναι το βασικό μειονέκτημά της· συντέλεσε, όμως, σημαντικά και η στροφή που έπαιρνε η κομμουνιστική αισθητική με το Πρώτο Συνέδριο των Σοβιετικών Συγγραφέων στη Μόσχα, το 1934».
Διαβάζοντας τις κριτικές που γράφηκαν τότε για τον Ρίτσο, διαπιστώνουμε ότι, κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας του Μεταξά, ο ποιητής δεν έβρισκε ανταπόκριση μονάχα στους ομοϊδεάτες του αναγνώστες, αλλά και σε κριτικούς που δεν ήταν ομοϊδεάτες.
Επίσης, στις βιβλιοκρισίες που η αριστερή κριτική του αφιέρωσε δεν αποσιώπησε τις επιφυλάξεις της, και αυτό παρά την ιδεολογική αλληλεγγύη.
«Σίγουρα, το ρήγμα μεγάλωσε ανάμεσα στην ποιητική αντίληψη της ελίτ και των διανοούμενων ως κοινωνικών παραγόντων, καθώς συντέλεσε η συστηματική καταδίωξη, που ο Α. Καραντώνης, επίσημος κριτικός του αστισμού στο περιοδικό Τα Νέα Γράμματα, άσκησε εις βάρος του προλεταριακού Ρίτσου».
Μονάχα μετά την εμφάνιση του ποιήματος Η Σονάτα του Σεληνόφωτος, ο Καραντώνης αρχίζει να ανέχεται τον Ρίτσο.
Στη βιβλιοκρισία που γράφει με την ευκαιρία αυτή, ο Καραντώνης, αφού καταδικάζει και πάλι με λίγα λόγια (ήδη γνωστά) τον Ρίτσο για την «εύκολη επικοινωνία μ’ ένα πολυάριθμο κοινό αμφίβολης όμως ποιητικής αγωγής», διαπιστώνει ότι ο ποιητής τολμούσε τώρα μια «πράξη απελευθέρωσης από το παρελθόν του».
«Άλλωστε, όποιος έχει διαβάσει δηλώσεις μετάνοιας που ο Μεταξάς αποσπούσε από φυλακισμένους κομμουνιστές, πανηγυρικά δημοσιευμένες στον ημερήσιο Τύπο, έχει την αίσθηση διαβάζοντας τον Καραντώνη ότι αυτός, είκοσι χρόνια αργότερα και μέσα σε μία διαφορετική Ελλάδα, πανηγυρίζει για τη “μετάνοια” του Ρίτσου με το ίδιο πνεύμα θριάμβου.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Ρίτσος έγραψε και άλλα έργα κατά τη διάρκεια του ελληνικού φασισμού, αλλά τα κράτησε στο συρτάρι για να αποφύγει τη λογοκρισία».
Παρ’ όλα αυτά, η ποίησή του εκτιμήθηκε θετικά από την κριτική και το κοινό.
Μάλιστα, στο Εμβατήριο του Ωκεανού, η επαγγελία της μελλοντικής αδελφοσύνης με τα λόγια «Αδέλφια μου / ακούστε τη φωνή σας, τη φωνή μου / ακούστε το τραγούδι του ήλιου και της θάλασσας», ερμηνεύτηκε από τους καταπιεσμένους και στερημένους, από την ελευθερία του λόγου, αριστερούς ως ένα μήνυμα ελπίδας για το μέλλον.
«Από μία άλλη πλευρά, κριτικοί, όπως ο Κλέων Παράσχος, εκτίμησαν τις εικόνες με τις οποίες ο Ρίτσος, προστρέχοντας στην αναπαράσταση της θάλασσας, επανασυνδεόταν με την παιδική ηλικία και την αθωότητα.
Μέσα στην Κατοχή ο Ρίτσος συνθέτει το έργο “Η τελευταία Π. Α. Εκατονταετία”, που είδε το φως της δημοσιότητας πολλά χρόνια αργότερα (1961). Επίσης, εκδίδει τη Δοκιμασία (1943), δίχως όμως την ενότητα “Παραμονές του ήλιου”, που θα μπορούσε να προκαλέσει τα όργανα της λογοκρισίας.
Μιλώντας για την ποίηση της Αντίστασης, σταθήκαμε μόνο σε μερικά δείγματα φανερά στραμμένα εναντίον των κατοχικών δυνάμεων.
Μερικά από αυτά παραδίδονται στο τυπογραφείο όταν πια οι ξένες δυνάμεις έχουν αποχωρήσει, κατά πάσα πιθανότητα μετά την απόβαση των Άγγλων, τη ρήξη και τον αλληλοσπαραγμό των Δεκεμβριανών τον χειμώνα του ’44 με ’45».
Μέσα στην καρδιά της πόλης, όταν οι Αθηναίοι κλείνονται στα σπίτια τους, οι λογοτέχνες προβληματίζονται για το νόημα των πράξεών τους, ωθώντας τους να αναπολήσουν το πρόσφατο ηρωικό παρελθόν, να επαναφέρουν στη μνήμη τις εμπειρίες, όπως τις έζησαν στα βουνά της Αλβανίας και στους τόπους της Αντίστασης.
Έτσι, ο Γιάννης Ρίτσος, ύστερα από την Τελευταία Π. Α. Εκατονταετία, γεμάτη πτώματα, λάσπη, νοσοκομεία, εξοντωμένους από την πείνα και το κρύο, δημοσιεύει την Αγρύπνια (1954), σε ένα τόμο που περιλαμβάνει και τη Ρωμιοσύνη, στην οποία μιλά για τον θάνατο:
Σπίτια καμένα που αγναντεύουν με βγαλμένα μάτια το μαρμαρωμένο
πέλαγο
κ’ οι σφαίρες στα τειχιά
σαν τα μαχαίρια στα παΐδια του Άγιου, που τον δέσανε στο κυπαρίσσι.
Όλη τη μέρα οι σκοτωμένοι λιάζονται ανάσκελα στον ήλιο.
Φυσικά, ο λόγος, στηριγμένος σε μια πυκνή διαδοχή εικόνων, ακολουθεί έναν αργό ρυθμό, με φράσεις μακρόσυρτες, έστω και αν όλα τούτα δεν συμβάλλουν πάντοτε στη δημιουργία συγκινησιακής έντασης.
«Μετά τον πόλεμο, ο Ρίτσος συνέχιζε την παραγωγή του με επιτυχία ακολουθώντας κατά προτίμηση δύο κατευθύνσεις ως προς τη μορφή, η μία με μονολόγους εκτεταμένους που κάποιος απευθύνει σε ένα πρόσωπο βουβό, η άλλη με συνθέσεις συντομότατες ποικίλου περιεχομένου.
Εξάλλου, τα ολιγόστιχα ποιήματα αποκρυσταλλώνουν θεματικά μια αφορμή της στιγμής: περιστάσεις εφήμερες, μικροπράγματα & μικροσυμβάντα της καθημερινότητας, αλλά και στιγμές από τον κόσμο του συναισθήματος».
Ήδη, στις Παρενθέσεις (γραμμένες μεταξύ 1946 και 1947 και δημοσιευμένες στον δεύτερο τόμο του «Ποιήματα», 1961) κοντοστέκεται σε στιγμές φευγαλέες, αποτυπώνοντάς τις σε ολιγόστιχα κείμενα.
Σε ένα από αυτά είχε διατυπώσει μια σκέψη που δεν επρόκειτο να διαφύγει την προσοχή της κριτικής: «Πίσω από απλά πράγματα κρύβομαι, για να με βρείτε· αν δε με βρείτε, θα βρείτε τα πράγματα».
Πιο συγκεκριμένα, η τεχνική του μακροσκελούς μονολόγου καθιερώνεται με τη Σονάτα του Σεληνόφωτος, ένα έτος ανακατατάξεων για τον ποιητή, όσον αφορά κυρίως τις πολιτικές του πεποιθήσεις.
«Το 1952, ύστερα από τέσσερα χρόνια εξορίας σε στρατόπεδο για τα πολιτικά του φρονήματα, ο ποιητής αφήνεται ελεύθερος και παρακολουθεί την καθαίρεση του Στάλιν και των αντιπροσώπων του στην Ελλάδα.
Το νέο κλίμα στις σχέσεις μεταξύ εξουσίας και αριστεράς από τη μία, η ιδιωτική φύση της Σονάτας από την άλλη, δημιουργούν ευνοϊκές πολιτικές συνθήκες, ώστε να του απονεμηθεί ένα επίσημο κρατικό βραβείο.
Ακολούθησαν άλλοι μονόλογοι που τους προφέρουν στο μεγαλύτερο μέρος τους πρόσωπα της μυθολογίας. Μάλιστα, το όνομά τους δηλώνεται στον τίτλο: Ορέστης (1962-1966), Η επιστροφή της Ιφιγένειας (1971-1972), Χρυσόθεμις (1967-1970), Περσεφόνη (1965-1970), Αίας (1967-1969), Φιλοκτήτης (1963-1965) όλα κείμενα που αργότερα θα συγκεντρωθούν με άλλους μονολόγους στον τόμο Τέταρτη Διάσταση (1972).
Ο Ρίτσος ανακαλεί τα συμβολικά πρόσωπα της μυθολογίας για να αναπαραστήσει καταστάσεις επίκαιρες, αισθήματα καταστροφής και φθοράς, αστάθειας, υποταγής στο αναπόφευκτο».
Το σκηνικό είναι κατά προτίμηση ένα ανάκτορο ερειπωμένο.
Εξάλλου, ο αρχαίος μύθος, που διαποτίζει όλη την έκταση του ποιήματος, χρησιμοποιείται ελεύθερα, δίχως την έγνοια να τηρηθούν κατά γράμμα οι αντιστοιχίες. Με άλλα λόγια, δεν πρόκειται για μια επιφανειακή «μανιέρα» (τεχνοτροπία), ή, το χειρότερο, για μια λύση βολική.
Εάν δοκιμάζαμε να αναζητήσουμε αναφορές στον αρχαίο κόσμο κατά το παρελθόν του Ρίτσου, θα μπορούσαμε να φτάσουμε έως το 1939, δηλαδή έως το ποίημα που φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο Συσχετίσεις.
Με βάση τις παραπάνω διαφορές και το γεγονός ότι η πρώιμη μεταπολεμική ποίηση επηρεάζεται κυρίως από τις «πολιτικές» φωνές διαμαρτυρίας (Καβάφης, Καρυωτάκης και Ρίτσος), η διαφορά της μεσοπολεμικής από τις μεταπολεμικές γενιές στοιχειοθετείται, τουλάχιστον μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, με όρους κοινωνικούς, πολιτικούς και γλωσσικούς.
Πέρα από ανεπεξέργαστους χαρακτηρισμούς περί κοσμοπολιτισμού ή αφελληνισμού, το πολιτισμικό όραμα της «Γενιάς του ’30», όπως η σχέση Ελληνισμού και Δύσης, το ζήτημα της Ελληνικότητας ή της αναμόρφωσης της παράδοσης, δεν αποτελεί θέμα διεξοδικής συζήτησης μέχρι τη μεταπολίτευση.
«Μερικοί μονόλογοι έχουν γραφεί κατά την περίοδο της εξορίας του ποιητή ή του κατ’ οίκον περιορισμού του στη Σάμο, τον καιρό της στρατιωτικής Δικτατορίας, όπου έχει γράψει και μερικά ποιήματα, όπως το Γκραγκάντα (1972).
Με τη μεταπολίτευση ο Ρίτσος ταξίδεψε και στην Ιταλία, όπου έγραψε διάφορα σημειώματα σε στίχο, που δημοσιεύτηκαν πρώτα στο Τορίνο.
Συνέχισε να γράφει εναλλάσσοντας, όπως ήδη είπαμε, μεγάλες με σύντομες συνθέσεις, όλες διαποτισμένες από μια απροσδιόριστη και μοναδική υποβολή».
Εξάλλου, ό,τι διακρίνει το ώριμο έργο του Ρίτσου είναι μια διάχυτη ποιητικότητα, μία ουσία αψηλάφητη και όμως ακατανίκητη, ακόμη και όταν ο λόγος είναι χαλαρός.
«Μάλιστα, χάρη σε αυτό το προσόν κατανικά τον δισταγμό όσων δυσπιστούν μπροστά στην ακαταμάχητη ανάγκη του ποιητή να κάθεται τη μία μέρα μετά την άλλη μπροστά στο άσπρο χαρτί και να γράφει».
Παρά την έλλειψη μιας συντονισμένης εμφάνισης της «Γενιάς του ’30», είναι αναμφισβήτητο ότι γύρω στο 1930 γίνεται αισθητή μια αλλαγή, μία ρήξη με το παρελθόν, ενώ παράλληλα εμφανίζονται προβληματισμοί που τεκμηριώνουν τη γέννηση νέας συνείδησης, στηριγμένης σε μορφωτικά εφόδια και σε ψυχική διάθεση, διαφορετική από τη γνωστή.
«Ο κύκλος αυτών των προβληματισμών ακολουθεί μια τροχιά που προβάλλεται και πέρα από το 1940, καθώς εμπλέκεται με αλλαγές που η δεύτερη παγκόσμια σύρραξη προξενεί στις συνειδήσεις, και προχωρεί ακόμη πέρα, φτάνοντας μέχρι τις δικές μας μέρες, όταν εμφανίζονται εκδηλώσεις σαν Το άξιον εστί του Ελύτη ή τον κλασσικόμορφο μονόλογο Επιτάφιο του Ρίτσου ή ακόμη τις Ακυβέρνητες πολιτείες του Τσίρκα.
Σαφώς, η επικαιρότητα του θέματος της Ελληνικότητας δεν μπορούσε να διαφύγει από την προσοχή του Δημήτρη Τζιόβα, που συγκέντρωσε τα πορίσματά του στο βιβλίο Οι μεταμορφώσεις του εθνισμού και το ιδεολόγημα της Ελληνικότητας στο Μεσοπόλεμο (1989).
Ο Δ. Τζιόβας παίρνει ως αφετηρία την διαπίστωση του Πωλ Ντε Μαν, που διακρίνει «κάποια αναλογική σχέση ανάμεσα στο βαθμό νεωτερικότητας μιας εποχής και στην εξάρτησή της από την Ιστορία και την παράδοση» και βασιζόμενος σε μια απευθείας έρευνα μέσα από βιβλία και περιοδικά, υπογραμμίζει τον τρόπο που οι λογοτέχνες, αλλά και οι ζωγράφοι οδηγήθηκαν στην αναζήτηση της Ελληνικότητας.
Η συσχέτιση αυτή του Πωλ Ντε Μαν έχει μεγάλο ενδιαφέρον ως γενική διαπίστωση, αλλά δεν οδηγεί τελικά σε διαφορετικά συμπεράσματα από τα ήδη γνωστά.
Ας σημειωθεί ότι ο Ρίτσος δεν μπορεί πια να ικανοποιηθεί με παρόμοια παλιωμένα μέσα. Αν και με το τμήμα Πόλεμος μπαίνει στη στρωτή δημοσιά του δόκιμου ελεγειακού τόνου, σ’ ένα μονόλογο/διάλογο που θα αποτελέσει τη βασιλική οδό της έμπνευσής του μέχρι σήμερα, διαισθάνεται ότι οι απαιτήσεις της ποίησης όπως τώρα διαμορφώνεται στην Ελλάδα, επιβάλλουν καινούρια ποιητική μέθοδο.
Επομένως, σε μια περίοδο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, την Κατοχή, την Αντίσταση και τον Εμφύλιο, που κυριαρχούσαν τα τραύματα και η κρίση της συλλογικής συνείδησης, η μόνη διέξοδος ήταν ο επαναπροσδιορισμός και η επαναπροσέγγιση στο ιστορικό παρελθόν».
Αφού η ιστοριογραφία της περιόδου εκείνης με τον πληροφοριακό της και μόνο χαρακτήρα δεν εξυπηρετούσε αυτήν την κατεύθυνση, τα ηνία ανέλαβαν η λογοτεχνία και η ποίηση.
Έτσι, χρησιμοποιώντας λοιπόν την Ιστορία όχι απλώς σαν υπόβαθρο, αλλά σαν αντικείμενο τους, διαμόρφωσαν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό τη νεοελληνική ιστορική συνείδηση.
Πλέον, η Ελληνικότητα και η έννοια της «συνέχειας» του Ελληνισμού ξεφεύγει από τον επίσημο κυβερνητικό λόγο, που την μονοπωλούσε, και προσδιορίζεται από την αριστερή και αντιστασιακή ιδεολογία.
Στην περίπτωση αυτή, βγαίνοντας από την εμπειρία των δύο πρώτων συλλογών του –γραφή, δημοσίευση, κριτικές– περνά μια μεγάλη κρίση ανανέωσης. Γύρω του συμβαίνουν πυρετωδώς πολλά στον χώρο της τέχνης, τα περισσότερα έξω από το «προλεταριακό» περιβάλλον.
Επιπλέον, εκδίδονται περιοδικά, όπως Το 3ο Μάτι και Τα Νέα Γράμματα, δημοσιεύονται πρωτοποριακά ποιήματα και μεταφράσεις μοντέρνων ποιητών. Για να ιχνηλατήσουμε τη μετάβαση του Ρίτσου προς το νέο δεν διαθέτουμε άλλες μαρτυρίες από τα ίδια ποιήματά του, αφού ο ποιητής δεν μας έχει εμπιστευτεί άλλου είδους στηρίγματα.
«Πρώτη, η Χρύσα Λαμπρινού (Προκοπάκη) επιχείρησε να ξεκαθαρίσει τα στάδια στην εξέλιξη του Ρίτσου διαπιστώνοντας ότι μια πρώτη αλλαγή περατώνεται κατά τη μετάβαση από τον Επιτάφιο προς Το τραγούδι της αδελφής μου, γεγονός που είναι γενικώς αναμφισβήτητο, αλλά που δεν έχει συσχετιστεί με τα ποιήματα που ο Ρίτσος κρατά στο συρτάρι».
Το σπάνιο τηλεοπτικό ντοκουμέντο της ΕΡΤ, στο οποίο ο ποιητής της Ρωμιοσύνης και ο Μίκης Θεοδωράκης μιλούν στον Σπύρο Κατσίμη για τη συνεργασία τους στον «Επιτάφιο».
Αναμφισβήτητα, η πορεία του Ρίτσου είναι μια διαδοχή μεταπτώσεων, αφού άρχισε ως «επαναστάτης» και καρυωτακικά προσγειωμένος στη μικροαστική καθημερινότητα.
Βρίσκεται απροετοίμαστος μπροστά στο συγκλονιστικό κοινωνικό επεισόδιο που του δίνει την αφορμή για τον Επιτάφιο. Επίσης, Το τραγούδι της αδελφής μου, γραμμένο στην πρώτη φάση της Δικτατορίας του Μεταξά, μαρτυρεί ένα δεύτερο «κλόνισμα» του ποιητικού του συστήματος.
Τότε, το ποίημα ειδώθηκε από όσους είχαν τη διάθεση να το δουν έτσι, σαν μια εκδήλωση αντίθετη στη Δικτατορία. Εν τέλει, όμως σήμερα μπορούμε να το δούμε σαν μια πράξη παθητικής αντίστασης.
Ολοκληρώνοντας την έρευνα, ζητείται από την κ. Μαριάννα Γκρόγκου να διακρίνει τα κυριότερα χαρακτηριστικά της γραφής του Γιάννη Ρίτσου και να περιγράψει, παράλληλα, την προσέγγιση των ελληνικών σχολείων σε κείμενα του Ρίτσου, κατά τη σύγχρονη περίοδο, βάσει του σπουδαίου παρελθόντος όσον αφορά τη γέννηση και τη διδασκαλία σημαντικών ανθρώπων της διανόησης στα σχολεία της Επικράτειας.
Η Ελληνικότητα και η λαϊκή παράδοση, εκφράζονται στο έργο του Γιάννη Ρίτσου με τον πλέον ριζοσπαστικό τρόπο, συνομιλώντας με τη δημοτική ποίηση και το λαϊκό μοιρολόι.
Τελικώς, είναι ο ποιητής του Ελληνισμού, όταν ο Ελληνισμός εκφράζεται στην πιο ριζοσπαστική του μορφή. Ο Ελληνισμός, όπως αναδεικνύεται μέσα από την ποιητική του Ρίτσου, δεν έχει σχέση με την καθαρότητα της φυλής και τον μεγαλοϊδεατισμό».
Είναι ο Ελληνισμός του μόχθου, της υπαίθρου και του λαού, όπως διαμορφώνεται από την πάλη του ανθρώπου με την ελληνική ύπαιθρο και από τους αγώνες της ελληνικής εργατικής τάξης και ο Ελληνισμός της ελευθερίας, του λιογέρματος και του αγέρα.
Η “Γενιά του ’30” έπαιξε τόσο σημαντικό ρόλο στην επεξεργασία της Ελληνικότητας, εξαιτίας των νέων ιστορικών συνθηκών της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Πράγματι, πρόκειται για κρίσιμη καμπή μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο Πόλεμο.
Τότε, θεωρήθηκε από όλους τους προοδευτικούς ότι χρειαζόταν να επανεκτιμηθεί ριζικά το «τι εστί» Ελληνισμός μετά την πτώση της Μεγάλης Ιδέας.
Αυτό που ονομάζουμε σήμερα Ελληνικότητα διαφέρει και ως προς την μορφή, αλλά και ως προς το περιεχόμενο, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται διάφορες απόψεις συγγραφέων γύρω από το ζήτημα της Ελληνικότητας.
Σύμφωνα με τον Οδυσσέα Ελύτη, «Ελληνικότητα είναι ο τρόπος να βλέπεις και να αισθάνεσαι τα πράγματα».
Ο ποιητής δίνει αξία στην ευγένεια και την ποιότητα σε αντίθεση με το μέγεθος και την ποσότητα που χαρακτηρίζουν τη Δύση. Σημειώνει την επάνοδο του λαϊκού πολιτισμού ως στοιχείο σύνδεσής μας με την ίδια την ελληνική ψυχή.
Παρόμοια άποψη ασπάζεται και ο Γιάννης Ρίτσος, αφού θεωρεί ότι η Ελληνικότητα είναι «η αίσθηση να αισθάνεσαι Έλληνας». Ουσιαστικά, προσδιόρισε την Ελληνικότητα ως ένα μείγμα σκέψης, αίσθησης και θεώρησης του κόσμου.
Όπως είναι φυσικό, η Ελληνικότητα στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου παρουσιάζεται με έντονο και επίμονο τρόπο. Μάλιστα, επιχειρεί να μας την ζωγραφίσει με τα χρώματα της «Γενιάς του ’30», αλλά διαφορετικά φωτισμένη, καθώς είναι μια τραγική Ελληνικότητα.
Έτσι, η αποτύπωση της αιγαιοπελαγίτικης Ελληνικότητας ταυτίζεται με αντικρουόμενες έννοιες: την ομορφιά των νησιών του Αιγαίου, αλλά και με τις δυσκολίες του εκτοπισμού του ποιητή στα λεγόμενα «θανατονήσια», με αποτέλεσμα η ομορφιά του ελληνικού ήλιου, της ελληνικής θάλασσας και των ελληνικών νησιών να αποτυπώνεται με τα εθνοτοπία της ελπίδας και της έμπνευσης και σε αντίθεση με εκείνα της βίας και της κακουχίας.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα της Ελληνικότητας της ποιητικής γραφής του Γιάννη Ρίτσου είναι τα εξής: η Ελλάδα από τη συλλογή Κιγκλίδωμα, το Είπες Ελλάδα από την συλλογή Κέρματα τηλεφώνου.
Σειρά II· οι Μαρτυρίες II, Ο Ηρακλής κι εμείς από τις Επαναλήψεις, το Απόσταγμα από τη συλλογή Επαναλήψεις.
Σειρά III· Η σκάλα από τις Διαδρομές και Σκάλα, η Κυκλική δόξα από τα Προσχέδια, Α. Β. Γ. από τον Πέτρινο Χρόνο, Το Εμβατήριο του Ωκεανού, ο Επιτάφιος, Η Κυρά των Αμπελιών και η Ρωμιοσύνη από την Αγρύπνια, Την Ρωμιοσύνη μην την κλαις από τα Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας, Το τερατώδες αριστούργημα από την ομώνυμη συλλογή, η Νοσταλγία και η Φτωχούλα Γειτονιά από τα πρώιμα ποιήματά του, οι Μονεμβασιώτισσες από την ομώνυμη συλλογή και η Μονοβασιά, το Σιδερένιο Ψηφιδωτό, οι Πέτρινες Μνήμες και το Φεύγοντας απ’ τη Μονοβασιά από τη συλλογή Μονοβασιά, τα Τοπία Ήχων από τους Ανθρώπους και Τοπία και η Τοπιογραφία από τις Επαναλήψεις.
Σειρά I· της πεζογραφικής γραφής του τα διηγήματά του: Στον ήλιο της Αθήνας και Το Χορικό των σφουγγαράδων και του ζωγραφικού πινέλου, το εικαστικό του έργο σε πέτρες, ρίζες, τσιγαρόκουτα και πίνακες.
«Όπως έγινε φανερό από την ανάλυση που προηγήθηκε, ο Γιάννης Ρίτσος κατέγραψε στα ποιήματά του τρεις εκδοχές της Ελληνικότητας: την αρχετυπική, ως κληρονομιά της ελληνικής μυθολογίας και του αρχαίου πολιτισμού σε συνδυασμό με ιστορικές αυτοβιογραφικές συνδηλώσεις, την αιγαιοπελαγίτικη, ως αντίδοτο στον νοσηρό καρυωτακισμό και την πολιτική και λαϊκή, ως προϊόν αριστερής προέλευσης και άρρηκτης σύνδεσης με το δημοτικό τραγούδι και το λαϊκό μοιρολόι.
Ο Ρίτσος, δεν είναι ο ποιητής που εμπνέεται μονάχα από τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, αλλά και από την αρχαιότητα, τη μυθολογία και τις παραδόσεις του τόπου, με αποτέλεσμα σε πολλές προαναφερθείσες ποιητικές συνθέσεις του να συνδέει το παρελθόν με το παρόν μέσω του μύθου, καταδεικνύοντας την ενότητα και τη συνέχεια της Ιστορίας και του πολιτισμού.
Θα πρέπει να σημειωθεί πως η Ελληνικότητα του Γιάννη Ρίτσου ταυτίζεται με την ιστορικότητα, την αυτοβιογραφική φόρτιση, την επικαιρότητα, και την οικουμενικότητα».
Η Ελληνικότητα στο έργο του ποιητή συνδέεται άμεσα με το ιστορικό παρόν και την μυθολογία μέσω μυθικών αναχρονισμών, με αποτέλεσμα η έννοια να συνενώνει στοχαστικά το προσωπικό βίωμα του ποιητή με το ιστορικό γίγνεσθαι και το ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο.
Έτσι, η Ελληνικότητα ως ιστορικότητα αποκτά διάρκεια. Επιπλέον, η επικαιρότητα μέσα από την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου γίνεται ολοφάνερη μέσα από την Ελληνίδα μάνα που θρηνεί και μοιρολογεί τον αδικοχαμένο γιο της Τάσο Τούση στον Επιτάφιο, καθώς η σύγχρονη Ελληνίδα μάνα είναι η πρωταγωνίστρια στις ειδήσεις και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης της εποχής της Διδακτορίας του Μεταξά και ο θρήνος της γίνεται κατανοητός σ’ όλες τις γλώσσες και ας μην καταλαβαίνουν την ελληνική γλώσσα, με αποτέλεσμα να γίνονται κατανοητά και τα δραματικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην Θεσσαλονίκη το 1936.
Επίσης, η καθολικότητα ή αλλιώς οικουμενικότητα στο έργο του ποιητή παρουσιάζεται με την μορφή του Ήλιου και του Ωκεανού και κατ’ επέκταση της Θάλασσας, με αποτέλεσμα ο Γιάννης Ρίτσος να αποτελεί με τα ποιήματά του ένα συλλογικό ήρωα που υμνεί το ελληνικό σύμπαν και την ελληνική συνείδηση, ενώ η επικαιρότητα γίνεται φανερή με την επικαιρική θεματική της Κατοχής, της Αντίστασης, του Εμφυλίου Πολέμου, της ήττας και της εξορίας ή καλύτερα του εκτοπισμού του ποιητή στη Μακρόνησο, στη Γυάρο και στη Λέρο, αλλά και στον κατ’ οίκον περιορισμό του στη Σάμο.
Αβίαστα, λοιπόν, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η έννοια Ρωμιοσύνη χρησιμοποιείται στο ομώνυμο ποίημα Ρωμιοσύνη και στο ποίημα Την ρωμιοσύνη μην την κλαις ως ευρύτερη και λαϊκότερη έννοια του Ελληνισμού ή κατ’ επέκταση της Ελληνικότητας».
Η λέξη Ρωμιοσύνη, σε σύγκριση με τη λέξη Ελληνισμός, που παραπέμπει περισσότερο στην επίσημη και κρατική ιδεολογία της αρχαιοελληνικής συνέχειας, ηχεί πιο λαϊκά, καθώς περιλαμβάνει την κληρονομιά των λαϊκών ανθρώπων και των αγώνων τους.
«Επομένως, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι μέσω της ζωντάνιας και της αμεσότητας της λαϊκής γλώσσας στη Ρωμιοσύνη, ο ποιητής απευθύνεται στον νεότερο Ελληνισμό και μιλά για τους αγώνες του, τα παθήματά του, τους ηρωισμούς και τις ελπίδες του.
Αναμφίβολα, στο εικαστικό του έργο με τη ζωγραφική του Γιάννη Ρίτσου πάνω σε πέτρες μορφών αρχαιοελληνικών τιμά επάξια την ελληνική πέτρα και της δίνει άλλη μορφή και περιεχόμενο, που ταυτίζεται με την αξία του χρυσού και του Ελληνισμού. Επομένως, η ζωγραφική του ποιητή της Ρωμιοσύνης εκπέμπει την Ελληνικότητα του συνόλου του έργου του».
Αξιοπρόσεκτη είναι η Ελληνικότητα του Γιάννη Ρίτσου, γιατί δεν επεδίωκε να καθαγιάσει το ελληνικό τοπίο, ούτε να το εξυψώσει αδικαιολόγητα, μα να το εντάξει στο σύγχρονο γίγνεσθαι, στο ύψος όμως που του έπρεπε και με την ιδιαιτερότητα που το χαρακτήριζε.
«Ταυτόχρονα, επιδίωκε κάτι πρωτοποριακό, αν όχι επαναστατικό. Μέσα από την αμφίδρομη κοινωνική και περιβαλλοντική σχέση του θεωρού με τον τόπο, το τοπίο να διαμορφώνει τον Έλληνα (ή τον αισθανόμενο Έλληνα) και ο Έλληνας το τοπίο: οι απλές αρμονικές γραμμές του ελληνικού τοπίου, το μέτρο και η λιτότητά του, να περνούν στις συμπεριφορές του Έλληνα και να διαμορφώνουν το χαρακτήρα του».
Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η προσέγγιση των ελληνικών σχολείων σε κείμενα του Ρίτσου κατά τη σύγχρονη περίοδο θα πρέπει να είναι διαχρονική.
«Ο ποιητής από εξόριστος των σχολικών βιβλίων παλαιότερα, λόγω των πολιτικών του απόψεων, αποτελεί πλέον μια σημαντική παρουσία στα σχολικά εγχειρίδια, λόγω των αισθητικών αξιώσεων του έργου του.
Διαφαίνεται η εμβληματική και πολύπλευρη προσωπικότητα του Γιάννη Ρίτσου. Η θεματική των ποιημάτων του Ρίτσου, που εμπεριέχονται στα σχολικά βιβλία λογοτεχνίας αφορούν στη βιωματική εμπειρία του, που απέκτησε μέσα από τη συμμετοχή του στην Εθνική Αντίσταση και στον Εμφύλιο Πόλεμο, καθώς και την εξορία του στα μετεμφυλιακά χρόνια και στα χρόνια της δικτατορίας.
Μάλιστα, το βιογραφικό και τα σχόλια που συνοδεύουν τα ποιήματα, καθώς και οι ερωτήσεις των σχολικών βιβλίων κατευθύνουν σε μια ανάλυση του έργου του ποιητή, που οδηγεί και σε μια ιστορική ανίχνευση της εποχής κατά την οποία δημιουργήθηκαν, αλλά και σε μια αισθητική προσέγγιση των ποιητικών τεχνικών του».
Εν τέλει, η Ελλάδα στο έργο του νοείται ως τοπίο και όχι ως μνημείο, κάτι που διαφοροποιεί ριζικά τον Γιάννη Ρίτσο από τους συγγραφείς του παρελθόντος.
«Πηγή της δημιουργίας του ήταν η ρίζα της φυλής και η παράδοση του τόπου, καθώς και ο τόπος στην εξέλιξή του, όπως τον διαμόρφωσε ο Έλληνας κατά τη βιωτή του, δίνοντας τοπία που «μιλούν», φλέβια και διανοητικά», σχολίασε η κυρία Μαριάννα Γκρόγκου.
Όλες οι Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο ertnews.gr