Η 84χρονη σήμερα Μαρία Δημοπούλου, αυτόπτης μάρτυρας της γερμανικής θηριωδίας, περιγράφει το τι έγινε και παρεμβαίνει στη διαμάχη για την ακρίβεια των γεγονότων που προβάλλονται μέσα από την ταινία «Καλάβρυτα 1943» και συγκεκριμένα για τον φρουρό που άνοιξε την πόρτα και σώθηκαν τα γυναικόπαιδα
Αφορμή αυτής της κουβέντας, η πρόσφατη διαμάχη σχετικά με την ακρίβεια των γεγονότων που περιγράφονται στην ταινία «Καλάβρυτα 1943». Αιτία, η επέτειος στις 13 Δεκεμβρίου. Κάπως έτσι γνώρισα και θαύμασα την περίπτωση αυτής της γυναίκας. «Δεν υπήρχε χρόνος για δάκρυα. Επρεπε να μαζέψουμε τις δυνάμεις μας και να προχωρήσουμε με τις εφιαλτικές μνήμες μας. Τι να κάνανε; Να κλάψουν, να σπαράξουν για τον χαμό των δικών τους; Να τους θάψουν; Να ασχοληθούν με τα ζωντανά παιδιά τους;».
Τότε, στις 13 Δεκεμβρίου του 1943, ήταν μόλις 6 ετών. Σήμερα, στα 84. Και όταν από το τηλέφωνο ακούς τη φωνή της, αισθάνεσαι ότι συνομιλείς με μια δραστήρια εξηντάρα. Ισως και μικρότερη. Και όταν τη βλέπεις, εκεί στη βεράντα της, αληθινή αρχόντισσα, τα χάνεις με την ασταμάτητη κινητικότητά της και το ανεξάντλητο στροφάρισμα του μυαλού της.
«Οι εκτελέσεις ήταν η πρώτη πράξη μιας αληθινής αρχαίας τραγωδίας. Η συνέχεια, η δεύτερη πράξη, ακόμα πιο τραγική. Ολες οι γυναίκες έπρεπε μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, από τη μια, να συγκλονιστούν με τον χαμό συζύγων, παιδιών και αδελφών και από την άλλη να ανασυγκροτηθούν εσωτερικά, να σηκώσουν τα μανίκια, να ανοίξουν λάκκους για να ενταφιάσουν τους λατρεμένους δικούς τους και στη συνέχεια να βρουν κάποια στέγη και να φροντίσουν όσα παιδιά άφησαν ζωντανά αυτοί οι κανίβαλοι οι χιτλερικοί».
Το βλέμμα της, φευγάτο. Πότε πήγαινε πίσω και πότε στο παρόν. Η συγκίνησή της, πνιγμένη από την αξιοπρέπειά της. Οταν της μίλησα για την αυριανή επίσημη πρεμιέρα της ταινίας «Καλάβρυτα 1943» στο Ιδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», πετάχτηκε η κόρη της η Αννα, κι αυτή κομψή σαν μίσχος όπως η μητέρα της, και είπε: «Οχι, η μάνα μου δεν πρέπει να ’ρθει, δεν είναι καιρός για τόσες συγκινήσεις». Ομως εκείνη είχε διαφορετική γνώμη: «Θα έρθω, πρέπει να έρθω!».
Από την Παναγία οι δυνάμεις τους
Ακουγε τις ερωτήσεις, τις προσπερνούσε, ανακαλούσε τις δικές της μνήμες και μετά επέστρεφε στις ερωτήσεις. Η κουβέντα μας μοιάζει με ταινία. Οι χρόνοι, άλλοτε στα Καλάβρυτα του 1943 και άλλοτε στην Αθήνα. Μπρος, πίσω. Πίσω, μπρος. Αλλοτε στη νύχτα, μέσα στο σκοτάδι και την πυκνή ομίχλη. Αλλοτε έξω αλλά και μέσα στο νεκροταφείο των Καλαβρύτων. Και άλλοτε μερικούς μήνες αργότερα.
«Οι άθλιοι, χειρότεροι και από τα πιο αδίστακτα κτήνη, επέστρεψαν στα Καλάβρυτα λίγους μήνες αργότερα, εκεί κοντά στο Πάσχα. Επέστρεψαν να μας γδύσουν για δεύτερη φορά. Ορμησαν, χειρότερα και από κατσαπλιάδες, και τα σήκωσαν όλα. Τα πάντα. Ο,τι έβρισκαν μπροστά τους».
– Εχω διαβάσει από κάποιον Γερμανό ιστορικό ότι η κλεπτομανία τους ήταν τόσο ασυγκράτητη και τόσο αχόρταγη που έκλεβαν ακόμα και τα κορδόνια των παπουτσιών.
«Τίποτα δεν άφησαν».
– Κι όμως, όλες αυτές οι γυναίκες στη συνέχεια πρόκοψαν.
«Δεν είναι απλώς γυναίκες. Μπουμπουλίνες είναι. Και δεν πρόκειται για προκοπή. Από την Παναγία παίρνανε τις δυνάμεις τους. Οταν πηγαίναμε στην εκκλησία των Αγίων Πάντων, στο νεκροταφείο, τα πιάτα με τα κόλλυβα γέμιζαν το πάτωμα».
– Δεν ήταν η προκοπή όλων αυτών των γυναικών;
«Οχι, ήταν η προσφορά της Παναγίας. Μας άκουσε και μας βοήθησε».
Η Μαρία Δημοπούλου μαζί με τις δύο αδελφές της, Βάσω και Αντιόπη, Αντα δηλαδή, καθώς και με τους δύο αδελφούς της ήταν τα πέντε παιδιά της οικογένειας του Αντώνη και της Ξένης Δημοπούλου. «Η Αντα πέθανε, η Βάσω ζει. Η Αντα έπνεε μένεα εναντίον των Γερμανών. Ούτε να τους δει μπροστά της. Το ίδιο και η Βάσω. Εγώ είμαι η μικρότερη».
Η επιτυχία η καλύτερη εκδίκηση
Εκείνο το φρικτό, το πρωτοφανές χρονικό των εκτελέσεων στις 13 Δεκεμβρίου του 1943, έχει ονομαστεί «Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων». Και είναι γνωστό: στις 13 Δεκεμβρίου του 1943 οι ναζί της 117ης γερμανικής μεραρχίας εκτελούν 677 άνδρες και αγόρια άνω των 13 ετών. Οι σχεδόν 500, προερχόμενοι από τα Καλάβρυτα, εκτελέστηκαν στον λόφο Καπή. Η πιο βαριά περίπτωση εγκλημάτων πολέμου στην Ελλάδα. Το αίμα έρεε παντού. Προηγουμένως οι αντάρτες είχαν συλλάβει 78 Γερμανούς στρατιώτες, τους οποίους στη συνέχεια τους έριξαν από τον γκρεμό. Ποιος έδωσε τη διαταγή είναι άγνωστο.
Πρωταγωνιστές της σφαγής και των κανιβάλων ο ταγματάρχης Τένερ, που είχε αναλάβει την επιτήρηση και την ολοκλήρωση της «τελετής». Οταν ο πόλεμος τελείωσε, εκείνος σαν να μη συμβαίνει τίποτα, επέστρεψε στα πάτρια, γερμανικά εδάφη και φυσικά «εξαφανίστηκε». Αγνωστος μεταξύ αγνώστων! Ο δεύτερος, ο ανώτερος, ο στρατηγός Καρλ Φον Λε Σουίρ, κατέληξε σε κάποιο γκούλαγκ στη Σιβηρία και στο τέλος πέθανε. Και λίγα έπαθε!
Το χρονικό της Μαρίας Δημοπούλου, ο πλήρης ορισμός του αποφθέγματος «η επιτυχία είναι η καλύτερη εκδίκηση». Τελειώνει το Γυμνάσιο στα Καλάβρυτα, προχωράει ακάθεκτη στο πανεπιστήμιο, ολοκληρώνει τον πρώτο κύκλο των σπουδών της ως αρχαιολόγος, πετιέται έναν χρόνο για μεταπτυχιακές σπουδές στην Αγγλία και στην επιστροφή της, νέα, συγκροτημένη, λαμπερή και ορμητική ερωτεύεται τον Γιάννη Αλίμονο.
Υστερα από έναν μήνα παντρεύονται. Ενας γάμος τόσο ολοκληρωμένος και τόσο αξιοζήλευτος που κράτησε μέχρι την τελευταία πνοή του αγαπημένου της που την άφησε πριν από τέσσερα χρόνια.
«Ο Γιάννης», μου έλεγε δείχνοντάς μου το φωτογραφικό του πορτρέτο εκεί σε κάποια γωνιά στα ενδότερα της σπιταρόνας της, «ήταν από τους πρώτους ειδικούς σε θέματα ηλεκτρονικών υπολογιστών. Η δική του εταιρεία, Interdata, είχε τότε αναλάβει την ψηφιακή διαχείριση μεγάλων πελατών».
Ο Γιώργος Ρεγγίνας του «Daily» είναι αυτός που μου αποκάλυψε την περίπτωση της Μαρίας Δημοπούλου. Αυτή την τόσο ανθεκτική και μικροσκοπική ύπαρξη, από τους ελάχιστες επιζώντες του Ολοκαυτώματος των Καλαβρύτων. Ο Γιώργος υπήρξε πρώην γαμπρός της, νυμφευμένος με την κόρη της την Αννα.
Ο Γιώργος, λοιπόν, θυμάται τον Γιάννη Αλίμονο με τις καλύτερες εικόνες: γενναιόδωρος και λάτρης της καλύτερης ποιότητας σε όλα. Από αυτό τον γάμο της Μαρίας με τον Αντώνη οι τρεις κόρες: η Βασιλική, η Ξένια και η Αννα: «Και η αδελφή μου, Βασιλική λέγεται, είναι 90, το μυαλό της λειτουργεί άψογα, αλλά δύσκολα μετακινείται».
Μία από τις εικόνες που έχει στοιχειώσει τη μνήμη της κυρίας Μαρίας, αλλά και τη συλλογική μνήμη των επιζώντων του Ολοκαυτώματος, έχει ως πρωταγωνιστή, ως μάρτυρα και θύμα τον μεγάλο, τον 15χρονο αδελφό της, Ντίνο. Μου δείχνει και την ασπρόμαυρη φωτογραφία του.
Μαζί με τη φωτογραφία του πατέρα τους Αντώνη, που εκτελέστηκαν μαζί εκείνη τη μαύρη μέρα στον λόφο του Καπή. «Ενας από τους δεκατρείς που επέζησαν κάτω από τα πτώματα και έτσι κατάφεραν να διαφύγουν από τα πολυβόλα του εκτελεστικού αποσπάσματος μας είπε ότι ο Ντίνος μας στην αρχή γλίτωσε από τις σφαίρες, αλλά αντί να κρυφτεί, εκείνος σηκώθηκε και φώναξε: “Είμαι μαθητής, δεν έκανα τίποτα!”. Τότε ένας από τους ναζί τον πλησίασε και του τίναξε τα μυαλά στον αέρα. Το είπαν “χαριστική βολή”. Στην πραγματικότητα ήταν μία εν ψυχρώ, μια φρικτή, μελετημένη και ασυγχώρητη παιδοκτονία. Ηταν μόλις 15 χρόνων».
Δεν θέλω να δω τη Μέρκελ
– Αν βλέπατε τη Μέρκελ, τι θα της λέγατε;
«Δεν ξέρω. Δεν θα ήθελα να τη δω. Δεν αλλάζουν αυτοί οι άνθρωποι. Πάντα σκληροί θα είναι. Ετσι πιστεύω. Μπορεί να κάνω λάθος».
Σαν από το βλέμμα της να πέρασε η σκιά των νεκρών και μου είπε: «Μετά το χτεσινό μας τηλεφώνημα τα έζησα πάλι όλα τα γεγονότα».
– Να τα πάρουμε από την αρχή.
«Δεν τα θυμάμαι όλα. Ημουν μικρή».
Κάθε φορά το ίδιο έλεγε, «δεν τα θυμάμαι όλα, ήμουν μικρή». Ομως μετά, στην αφήγησή της, ένα-ένα έρχονταν τα γεγονότα. Εφιάλτες από το παρελθόν.
«Από τα σπίτια μας φύγαμε πρωί-πρωί. Εξω ήταν πυκνή ομίχλη, το κρύο τσουχτερό και διαπεραστικό. Δεν έβλεπες στα τρία μέτρα. Ολοι κατεβήκαμε κάτω. Χτυπούσαν οι καμπάνες της εκκλησίας. Μα είπαν να πάμε στο δημοτικό σχολείο. Και πήγαμε. Μαζί μας πήραμε από μία κουβέρτα και ένα καρβέλι ψωμί».
– Ολοι πήγατε;
«Ολοι της οικογένειας. Ο πατέρας μου ο Αντώνης Δημόπουλος, η μητέρα μου η Ξένη, τα δύο αγόρια και τα δύο κορίτσια».
– Μα ήσασταν τρία κορίτσια…
«Ημασταν τρία κορίτσια. Οι γονείς μου είχαν πέντε παιδιά, η μεγαλύτερη ήταν η Αντιόπη. Αυτή ήταν που τα ήξερε και τα έζησε όλα. Μπορεί και να κάνω λάθος. Δεν θυμάμαι ποια από τις δύο έλειπε. Α, τώρα θυμήθηκα. Η Βάσω έλειπε».
– Στο σχολείο σάς χωρίσανε;
«Πάμε στο σχολείο. Οι άντρες χωριστά. Ο αδελφός μου πήγε με τον πατέρα μου. Ενας θείος μου, ο Θεόδωρος Παπαβασιλείου, που ήξερε πολύ καλά γερμανικά, μας πληροφόρησε ότι οι Γερμανοί τού είπαν ότι δεν θα μας πειράξουν. Σε αυτόν το είπαν. Και μάλιστα τον διαβεβαίωσαν, “σας δίνουμε τον λόγο της στρατιωτικής μας τιμής πως δεν θα σας πειράξουμε”. Αλλά εκείνος μάλλον δεν τους πίστεψε. Και επειδή φοβήθηκε, σκεπάστηκε με κουβέρτα και βρέθηκε στην αίθουσα όπου ήταν συγκεντρωμένες οι γυναίκες».
– Νομίζω ότι είχαν προηγηθεί φονικά και εκτελέσεις σε άλλα, διπλανά χωριά.
«Πρώτα είχαν σκοτώσει στην Αγία Λαύρα, στην Κερπινή, στους Ρωγούς και αλλού. Και μάλιστα κάποιοι που τα ήξεραν, έλεγαν επιμόνως στον πατέρα μου “φύγετε, φύγετε”, αλλά εμείς δεν μπορούσαμε να φύγουμε. Ηταν πια αργά».
«Δεν θα εγκαταλείψω ποτέ το ποίμνιό μου»
Η φωνή της, χωρίς να τρέμει. Υπερήφανη η Μαρία Δημοπούλου-Αλιμόνου. Υπερήφανη και αξιοπρεπέστατη. Ξυράφι το μυαλό της. Μου δείχνει το απέραντο καταπράσινο τοπίο που κείτεται και στολίζει το οπτικό της πεδίο, εκεί ψηλά κοντά στον λόφο της Παλλήνης.
«Εδώ κάθε μέρα πετάγομαι, κάνω τη βόλτα μου και επιστρέφω. Πολλές φορές μαγειρεύω και για τον εγγονό μου τον Φώτη, τον γιο της Αννας και του Γιώργου. Μόνη μου τα κάνω όλα. Δεν θέλω να γίνω φόρτωμα της κόρης μου. Μέχρι στιγμής δοξάζω τον Θεό και την Παναγία».
Μετά επιστρέφει στο παρελθόν της, στα Καλάβρυτα. Στο πλευρό της μητέρας της τής Ξένης. Κοντά και με τον μικρό της αδελφό.
«Οι πόρτες της αίθουσας όπου είχαν μαζευτεί οι άντρες ανοίγουν και οι ναζί τούς οδηγούν με την απειλή των όπλων στην πλαγιά του Καπή. Εκεί ο τόπος των εκτελέσεων. Μπροστά, θυμάμαι, πήγαινε ο παπα-Παναγιώτης με την ονομασία παπα-Καλός. Υπέροχος ιερωμένος. Σπάνια περίπτωση. Γι’ αυτό τον λέγανε παπα-Καλό. Ηταν πολύ νέος και εξαιρετικός. Μάλιστα η μητέρα μου του είχε πει προηγουμένως: “Δεν φεύγετε να πάτε στο Αγρίνιο καλύτερα;”. Και εκείνος απάντησε: “Να εγκαταλείψω το ποίμνιό μου και να λακίσω; Ποτέ δεν θα το κάνω!”».
– Και τι απέγινε αυτός ο καλός ποιμένας;
«Λένε ότι ακόμα και με τσεκούρι τον χτύπησαν. Ετσι είχαν πει τότε. Μάλιστα. Αυτά έκαναν οι Γερμανοί οι φίλοι μας».
– Στο μεταξύ, φαντάζομαι, θα επικρατούσαν σκηνές αλλοφροσύνης στην αίθουσα των γυναικών και των μικρών παιδιών.
«Οταν έφυγαν οι άντρες και όλα τα αγόρια από 13 ετών και άνω, οι Γερμαναράδες έκλεισαν τις πόρτες του σχολείου και βάλανε φωτιά. Με κλειστές πόρτες και κλειστά παράθυρα. Ενας φύλακας που λένε ότι ήταν Αυστριακός, έτσι έμαθα, ακούγοντας τα ουρλιαχτά των γυναικών δεν άντεξε και άνοιξε την πόρτα. Δεν το άντεξε που άκουγε γυναίκες και παιδιά να σπαράζουν στο κλάμα. Ετσι όλες άρχισαν να βγαίνουν, άλλες από την πόρτα και άλλες να πηδάνε από τα παράθυρα. Εγώ φοβόμουνα να πηδήξω από το παράθυρο και θυμάμαι ότι με έπιασε και με βοήθησε η δασκάλα μου η Αγλαΐα Κόντη. Αυτή μ’ έπιασε. Μετά βγήκαμε όλες και όλοι από την αίθουσα».
– Τι αντικρίσατε έξω εκείνη τη στιγμή;
«Τα σπίτια τυλιγμένα στις φλόγες. Είχαν βάλει φωτιά παντού. Και ψυχροί δολοφόνοι, και άθλιοι κλέφτες, και πυρομανείς. Ολα μαζί. Και μάλιστα, αφού πρώτα έκαψαν, στη συνέχεια απομακρύνθηκαν από τον τόπο του εγκλήματος. Και οι γυναίκες, σκορπισμένες από εδώ κι από εκεί. Μερικές προς τη σιδηροδρομική γραμμή. Οταν πληροφορήθηκαν για το φονικό και τις εκτελέσεις των αντρών τους και των αγοριών τους, έτρεξαν προς την πλαγιά. Το αίμα κυλούσε σαν ποτάμι».
Εκλεισαν το νεκροταφείο να μην μπουν τα σκυλιά
Η συνέχεια ακόμα πιο τραγική.
«Οι γυναίκες πηγαίνανε όπου μπορούσαν να πάνε. Ετσι αρχίζει μια δεύτερη αρχαία τραγωδία. Εμείς τα παιδιά καθίσαμε χάμω. Οι άλλες πήγαν πάνω να βρουν τους δικούς τους, τα παιδιά τους, τους άντρες τους, τα αδέλφια τους. Είχαν διασωθεί δεκατρείς από αυτούς τους μελλοθάνατους. Ενας είχε χάσει το μάτι του. Ενώ δίνανε χαριστικές, αυτοί φαίνεται τα κατάφεραν επειδή κρύφτηκαν κάτω από τους σκοτωμένους. Αυτοί οι διασωθέντες αφηγήθηκαν όλα όσα έγιναν εκεί πάνω. Πώς, δηλαδή, οι φωτοβολίδες έδωσαν το σύνθημα των εκτελέσεων. Ο παπάς μάλλον θα τους διάβασε και καμιά ευχή. Επίσης, ότι ο αδελφός μου σηκώθηκε και είπε “μαθητής είμαι, δεν έκανα τίποτα”. Εκείνοι, όμως, τον εκτέλεσαν στη στιγμή».
– Τότε ήταν που αρχίσατε να σκάβετε με τα νύχια τάφους;
«Προηγουμένως η μητέρα μου πήγε κι αυτή προς τα πάνω. Τη βοήθησαν κάποιοι. Τους τάφους τούς έσκαβαν οι γυναίκες. Τα πτώματα τα μεταφέρανε με κουβέρτες κάτω στο νεκροταφείο. Και άρχισαν να σκάβουν οι γυναίκες με τα χέρια τους. Και μάλιστα λέγανε ότι κλειδώσανε τις πόρτες του νεκροταφείου για να μην μπουν τα σκυλιά μέσα και από την πείνα κατασπαράξουν τις σάρκες των νεκρών.
Εγώ που ήμουν μικρό παιδί, ξέφυγα και πήγα στο νεκροταφείο, είδα σκοτωμένους με τα μυαλά έξω. Τρόμαξα, ανατρίχιασα, δεν καταλάβαινα πολλά. Αντίκρισα αίματα και μυαλά χυμένα. Αυτές τις εικόνες δεν τις μετέφερα πουθενά. Σοκαρίστηκα χωρίς να πω πουθενά τίποτα. Πρώτη φορά το λέω. Ούτε στους δικούς μου το έχω πει».
– Και πόσα πτώματα σε κάθε τάφο;
«Μερικοί αυτοσχέδιοι τάφοι με τρία και τέσσερα μαζί. Μη φανταστείς κανονικούς τάφους. Πού να σκάψουν βαθιά. Ποιος να σκάψει και με τι εργαλεία! Η μητέρα μου, σε κατάσταση αλλοφροσύνης. Εγώ δεν μιλούσα. Οταν πήγαινε να κλάψει, της έλεγα “μην κλαις, μην κλαις”. Δεν έκλαιγε μπροστά μου πολύ.
Στη συνέχεια κοίταξε πού θα μείνουμε, πού θα στεγαστούμε. Με το κρύο, με την ομίχλη, με παιδιά, όλοι με πολλά παιδιά, μικρά παιδιά. Μερικές βρήκαν πρόχειρη στέγη σε κάποια σπίτια που δεν είχαν καεί. Αλλες, σε αποθήκες, σε πλυσταριά. Εμείς φιλοξενηθήκαμε σε ένα δωμάτιο. Δεν θυμάμαι για πόσο καιρό. Μετά πήγαμε σε ένα δικό μας σπίτι. Θυμάμαι ότι προσωρινά μείναμε σε κάποια κουζίνα που δεν είχε καεί. Οπως-όπως να τακτοποιηθούμε. Μετά, αργότερα, ξαναφτιάξαμε το σπίτι. Το δικό μας δεν είχε καεί, αλλά η μητέρα μου δεν πήγε να το δει. Κάηκε τη δεύτερη μέρα. Θυμάμαι τη μητέρα μου που είχε πει: “Aυτοί μας έκαψαν τα σπίτια μας, εμείς θα τα ξαναφτιάξουμε και θα τα κάνουμε παλάτια».
Μπουμπουλίνες όλες
Η κυρία Μαρία επιστρέφει, προσωρινά, στο ευχάριστο παρελθόν. Ξαποσταίνει. Παίρνει βαθιά ανάσα. Λογικό. Eνα μικρό διάλειμμα από αυτό το πρωτοφανές φονικό. Της μαζικής απώλειας. Του λουτρού αίματος. Των χυμένων μυαλών. Η μεγάλη ανατριχίλα.
«Εγώ έβγαλα το γυμνάσιο εκεί. Μετά ήρθα Αθήνα να σπουδάσω Αρχαιολογία. Στη συνέχεια παντρεύτηκα Αθηναίο από την Καλλιθέα και μετά διορίστηκα».
– Μετά το φονικό και τη μαζική απώλεια ανδρών, συζύγων, αδελφών και αγοριών, ποια ήταν η κατάσταση των γυναικών;
«Ολη η ζωή μας στα Καλάβρυτα, κατειλημμένη από αυτό το περιστατικό. Εκεί το δεύτερο δράμα. Το δράμα των γυναικών. Η ζωή τους, μαρτυρική. Αυτό που με έχει συγκλονίσει είναι η απαράμιλλη, η πρωτοφανής αξιοπρέπειά τους. Μπουμπουλίνες όλες. Η ζωή αυτών των γυναικών πολύ δύσκολη, αλλά πάντα με αξιοπρέπεια και γενναιότητα. Και τα παιδιά τους τα σπούδασαν Ποτέ δεν καταλάβαινες αν κάτι τους έλειπε. Δεν έπαιρνες είδηση αν τους έλειπε κάτι. Ενα αρχαίο δράμα».
– Παντρεύτηκαν;
«Μα τι λες τώρα. Καμία δεν ξαναπαντρεύτηκε. Νομίζω μόνο μία. Στο μεταξύ οι Γερμανοί επέστρεψαν γύρω στο Πάσχα. Μπήκανε και κάνανε πλιάτσικο. Αυτό το άκουσα. Ημουν μικρή. Εκαναν μία ακόμα βούτα. Ηταν η τελευταία. Ο,τι είχε απομείνει, το άρπαξαν. Πρώτα κλέψανε τα σπίτια και την τράπεζα. Και επανήλθαν το Πάσχα. Πάλι πήρανε, ακόμα και τρόφιμα. Ολα τα πήρανε».
– Τώρα, μετά από τόσα χρόνια, αν δείτε Γερμανό πώς θα αντιδράσετε; Τι λέει η καρδιά σας;
«Αμα δω έναν Γερμανό δεν θα του κρατήσω κακία. Αλλά οπωσδήποτε είναι σκληροί. Εχω γνωρίσει και καλούς Γερμανούς. Το πολύ-πολύ να του αφηγηθώ το χρονικό του ολοκαυτώματος. Μερικοί Γερμανοί έρχονται στα Καλάβρυτα να μας επισκεφθούν. Αυτοί, νομίζω, είναι οι καλοί. Πάνε στον τόπο της εκτελέσεως. Και δείχνουν ότι ντρέπονται. Αμφιβάλλετε ότι υπάρχουν Γερμανοί που ντρέπονται για όσα έκαναν οι πρόγονοί τους;».
– Και το αποτέλεσμα αυτών των επισκέψεων;
«Μερικά παιδιά από τα Καλάβρυτα πήγαν να σπουδάσουν σε γερμανικά πανεπιστήμια. Τα βοηθήσανε οι Γερμανοί μπας και έτσι εξιλεωθούν για τα εγκλήματα που διέπραξαν. Οι πιο αυστηροί των Καλαβρύτων, εκείνοι που δεν συγχωρούν, τους έλεγαν να μην πάνε. Μερικές μανάδες τα άφησαν επειδή είχαν οικονομικά προβλήματα. Είχε έρθει μια Γερμανίδα να πάρει μερικά παιδιά να σπουδάσουν, ίσως για να ξεπλυθούν από τα εγκλήματά τους».
– Φυσικά, αποζημίωση ούτε μισή πεντάρα…
«Οχι, δεν έδωσαν δραχμή. Αφήστε που, εκτός των άλλων, είχαν αδειάσει και την Εθνική Τράπεζα».
– Εσείς πήγατε ποτέ στη Γερμανία;
«Οχι, δεν πήγα ποτέ στη Γερμανία. Η μεγάλη μου αδελφή, δεν υπάρχει πια, η Αντιόπη μας “έφυγε” νωρίτερα, αυτή ούτε να τους ακούσει ήθελε. Παρά το γεγονός ότι πήγαινε ο άντρας της, εκείνη ποτέ. Δεν τον ακολουθούσε ποτέ».
– Κάποιος από το επιτελείο της ταινίας «Καλάβρυτα 1943» λέει ότι υπήρξαν και περιστατικά γυναικών που αυτοκτονούσαν επειδή είχαν χάσει και τους άντρες τους και τα παιδιά τους.
«Οχι, δεν αυτοκτόνησαν. Και καμία χήρα δεν παντρεύτηκε ξανά. Ολες στάθηκαν λεβέντισσες Μπουμπουλίνες. Και μεγάλωσαν τα παιδιά τους με αρχές. Θυσιάστηκαν κι αυτές. Νομίζω πως μία ξαναπαντρεύτηκε. Ολες αφιερώθηκαν στα παιδιά τους. Εγώ, μετά που άρχισα να καταλαβαίνω, τις θαύμαζα».
– Ούτε η μητέρα σας ξαναπαντρεύτηκε;
«Η μητέρα μου δεν ξαναπαντρεύτηκε. Ο πατέρας μου τότε που εκτελέστηκε ήταν 47 ετών – νέος, καλός, καθηγητής φιλόλογος. Κάποτε συνάντησα τυχαία έναν γιατρό και θυμάμαι ακόμα τα λόγια του: “Αν είμαι αυτός που είμαι σήμερα το χρωστάω στον πατέρα σου”. Μου είπε ότι επρόκειτο να τον αποβάλουν απ’ όλα τα σχολεία, αλλά ο πατέρας μου αντέδρασε και τους είπε: “Οχι, δεν θα τον αποβάλουμε απ’ όλα τα σχολεία, αν το κάνουμε θα τον καταστρέψουμε”. Απλώς τον διώξανε από το Γυμνάσιο των Καλαβρύτων. Ο πατέρας μου ήταν σωστός και δίκαιος».
Είδε τα τρία νεκρά αγόρια της
Μετά πήρε μικρή ανάσα και επέστρεψε στο παρόν: «Εγώ τώρα είμαι 84, έχω αντοχές. Μαγειρεύω μόνη μου, ακόμα και για τον εγγονό μου τον Φώτη το κάνω».
– Αντοχές απίστευτες, εκείνο το φονικό σάς έχει στοιχειώσει, αλλά και ταυτόχρονα σας έχει δυναμώσει.
«Τώρα, τούτες τις μέρες που μου το θυμίσατε, τα ζω έντονα. Τότε, σαν παιδιά, δεν τα καταλαβαίναμε όλα. Τώρα τα ζω αλλιώτικα. Και αναλογίζομαι πόσο σκληροί είναι αυτοί οι Ούνοι, αυτά τα στίφη. Πόση σκληρότητα έδειξαν σε όλους τους λαούς. Να μην ξεχάσουμε τι έκαναν στο Δίστομο, στην Κρήτη. Ανανδροι ήταν. Να κάνουν τέτοιες εκτελέσεις; Ανανδροι και θρασύδειλοι. Και σε εκκλησίες πήγαν και στα μοναστήρια, κλέψανε, σκοτώσανε μοναχούς. Και μάλιστα σκότωσαν και κάποιον παράλυτο, έναν άγιο άνθρωπο. Στο Μέγα Σπήλαιο. Τους έλεγαν “πάμε βόλτα” και στη συνέχεια τους γκρέμιζαν».
Ο επίλογος σοκαριστικός. Την ώρα που έφευγα, εκείνη θυμήθηκε μια σκηνή που ούτε ο Στίβεν Σπίλμπεργκ στη «Λίστα του Σίντλερ» δεν είχε επινοήσει. Θυμήθηκε το περιστατικό με την Κωνσταντίνα Σαρανταυγά. Μία από τις «Μπουμπουλίνες» των Καλαβρύτων. Που μέσα στο σκοτάδι είδε τέσσερα πτώματα να κολυμπούν μέσα στο αίμα. Του άντρα της και των τριών αγοριών της. «Κάποια στιγμή αργότερα μου είπε: “Μαρία, πήγα στην εκκλησία να προσευχηθώ και κάποια στιγμή είδα με τα μάτια μου να κάθονται στα στασίδια των αντρών τα τρία αγόρια μου. Και τότε είπα μέσα μου “τώρα, Κωνσταντίνα, ξέρεις πού είναι, δεν σε νοιάζει”».
Τι να πω; Εφυγα, περπάτησα, σκόνταψα. Ο απόλυτος εξανθρωπισμός και ο εξαγνισμός συμβαίνουν μόνο όταν κάποιος διασταυρωθεί με τον θάνατο. Η τραγωδία τους, η δύναμή τους. Η επιβίωσή τους, η αντοχή τους. Ο εφιάλτης τους, η ελπίδα τους για έναν καλύτερο κόσμο. Και τότε η ψυχή μου υποκλίθηκε!