Το ΣτΕ άνοιξε την πόρτα των Διοικητικών Δικαστηρίων σε όσους υποστούν βλάβη της υγείας τους ή ακόμη και θάνατο, μετά από εμβολιασμό να αξιώσουν αποζημιώσεις από το Δημόσιο
Από μια άλλη οπτική γωνία, έξω από την καθιερωμένη νομικίστικη θεώρηση των πραγμάτων, το Συμβούλιο της Επικρατείας, δέχθηκε ότι για τις τυχόν βλάβες που μπορούν να δημιουργηθούν μετά από εμβολιασμό (συμπεριλαμβανομένου και των εμβολίων για τον COVID-19) και ανεξάρτητα εάν δεν υπάρχει παράνομη πράξη γιατρού (ιατρικό λάθος), αλλά και η παρτίδα του εμβολίου δεν αντιμετώπισε πρόβλημα, πρέπει οι παθόντες να αποζημιώνονται από το Ελληνικό Δημόσιο.
Έτσι, άνοιξε η πόρτα των Διοικητικών Δικαστηρίων στους ίδιους αλλά και στους συγγενείς όσων έχουν ή θα έχουν υποστεί βλάβες της υγείας τους ή ακόμη και θάνατο, μετά από εμβολιασμό κατά της COVID-19, να αξιώσουν αποζημιώσεις από το Δημόσιο.
Συγκεκριμένα, το ΣτΕ δέχθηκε με σημερινή απόφασή του, ότι η προκαλούμενη από την πραγματοποίηση του εμβολιασμού βλάβη συνιστά υπέρμετρη θυσία για τον παθόντα (βλάβη υγείας και προσβολή της προσωπικότητάς του), η οποία υπερέβαινε τα όρια της θυσίας, στην οποία είναι ανεκτό από την έννομη τάξη να υποβάλλονται οι πολίτες, χάριν του δημοσίου συμφέροντος και του κοινωνικού συνόλου. Για το λόγο αυτό, ο κάθε παθών ή παθούσα δικαιούται αποζημίωση από το Ελληνικό Δημόσιο.
Αναλυτικότερα, οι σύμβουλοι Επικρατείας του Α΄ Τμήματος δικαίωσαν μητέρα που έχασε την κόρη της η οποία ενώ ήταν 7 ετών μαθήτρια της Ε΄ Δημοτικού, εμβολιάστηκε κατά της ιλαράς, παρωτίτιδας και ερυθράς (τριδύναμο εμβόλιο MMR ΙΙ) και αφού έμεινε επί εννέα έτη φυτό, απεβίωσε μετά από πανεγκεφαλίτιδα.
Ειδικότερα, η άτυχη μαθήτρια (γεννήθηκε 25-11-1994) στις 4-9-2001 και σε ηλικία 7 ετών, εμβολιάσθηκε με την πρώτη δόση του τριδύναμου εμβολίου ιλαράς, παρωτίτιδας και ερυθράς («MMR-II»), η δεύτερη δόση του οποίου της χορηγήθηκε στις 30-3-2006 στα Δημοτικά Ιατρεία Δήμου της Αττικής και ενώ φοιτούσε στην Ε΄ τάξη του Δημοτικού Σχολείου.
Μετά τον εμβολιασμό, η ανήλικη εμφάνισε «διαρκώς επιδεινούμενα νευρολογικά συμπτώματα, συνιστάμενα σε αιφνίδιες πτώσεις στο έδαφος, αστάθεια στη βάδιση, κολλώδη ομιλία, σύγχυση, αδυναμία συγκέντρωσης και δυσκολία αντίληψης του περιβάλλοντος».
Κατόπιν αυτών, εισήχθη στο Γενικό Νοσοκομείο Παίδων «Παναγιώτη και Αγλαΐας Κυριακού» και υποβλήθηκε σε σωρεία εργαστηριακών και κλινικών εξετάσεων (βιοχημικές εξετάσεις, ηλεκτροεγκεφαλογράφημα, μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου κ.λπ.), από τις οποίες διαπιστώθηκε ότι έπασχε από «υποξεία σκληρυντική πανεγκεφαλίτιδα μετά από ιλαρά (van Bogaert)» και στις 25-5-2006 τέθηκε υπό θεραπευτική αγωγή.
Στην συνέχεια, της «έγινε τοποθέτηση «reservoir» κοιλιοστομίας, προκειμένου να εγχυθεί η φαρμακευτική ουσία «ιντερφερόνη», δια της ανοίξεως οπής στο κρανίο, κατ’ ευθείαν στο πάσχον όργανο του εγκεφάλου, με σκοπό την επιβράδυνση της πορείας της νόσου», όπως αναφέρεται στο από 11-9-2006 ενημερωτικό σημείωμα της ειδικευόμενης ιατρού της Β΄ Πανεπιστημιακής Παιδιατρικής Κλινικής του Γ.Ν. Παίδων «Παναγιώτη και Αγλαΐας Κυριακού».
Σύμφωνα με την βεβαίωση αυτή του κρατικού νοσοκομείου: «Η νόσος αυτή προκαλεί εκφύλιση της λευκής φαιάς εγκεφαλικής ουσίας, σπασμούς, επιληψία, νοητική καθυστέρηση. Παρά την χορηγηθείσα αντιϊκή θεραπεία, η κατάστασή της είναι προοδευτικά επιδεινούμενη. Δεν δύναται να ορθοστατήσει, ούτε να περπατήσει. Δεν έχει ομιλία, ούτε χρήση χειρός και κάνει συνεχείς επιληπτικές κρίσεις. Ελάχιστη επικοινωνία με το περιβάλλον, μόνον βλεμματική».
Τελικά, η κατάσταση της υγείας της ανήλικης η οποία επί εννέα χρόνια ήταν φυτό, ήταν μη αναστρέψιμη και η άτυχη μικρή, στις 23-9-2010, απεβίωσε. Σύμφωνα με την ληξιαρχική πράξη θανάτου αιτία θανάτου αναγράφεται: «Σκληρυντική παρεγκεφαλίτιδα, τετραπληγία, ανακοπή».
Η μητέρα της διεκδίκησε δικαστικά από το Δημόσιο και τον επίμαχο Δήμο το ποσό του 1.000.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο, ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη η κόρη της εξ αιτίας της βλάβης της υγείας της, που προκλήθηκε ως παρενέργεια τουεμβολιασμού της, ο οποίος διενεργήθηκε στα Δημοτικά Ιατρεία του επίμαχου Δήμου.
Ισχυρίστηκε ότι ο υποχρεωτικός εμβολιασμός όχι μόνον δεν την προστάτευσε, αλλά, αντίθετα, μία παρενέργεια αυτού της προκάλεσε αρχικώς ιλαρά, η οποία ραγδαία και ταχύτατα επεπλάκη με την ανίατη πάθηση της σκληρυντικής πανεγκεφαλίτιδας, η οποία, τελικώς, την οδήγησε στο θάνατο.
Ακόμη, η μητέρα της μικρής που έχασε την ζωή της, στην αγωγή της υποστήριξε ότι συνέτρεχε ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου και του επίμαχου Δήμου, στα ιατρεία του οποίου έγινε ο εμβολιασμός, κατά τα άρθρα 105, 106 ΕισΝΑΚ, λόγω παρανόμων πράξεων των οργάνων τους και, ειδικότερα:
α) λόγω αντιθέσεως προς το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ και προς τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας του επιβαλλομένου για την φοίτηση των μαθητών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση εμβολιασμού και
β) λόγω της κατά παράβαση του Συντάγματος και της Διεθνούς Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Παιδιού παραλείψεως να θεσπισθεί νομοθετικά σύστημα αποζημιώσεως για βλάβη ή θάνατο από εμβολιασμό.
Παράλληλα, η μητέρα υποστήριξε ότι η αξίωση προς χρηματική ικανοποίηση εστηρίζετο στην ευθύνη του Δημοσίου προς αποκατάσταση ζημίας προελθούσης από νόμιμη πράξη, λόγω της επελεύσεως, εξ αιτίας του εμβολιασμού, ζημίας της κόρης της εναγούσης, «η οποία υπερέβαινε τα όρια της θυσίας, στην οποία είναι ανεκτό από την έννομη τάξη να υποβάλλονται οι πολίτες χάριν του δημοσίου συμφέροντος».
Από το Διοικητικό Πρωτοδικείο επιδικάστηκε στην μητέρα της άτυχης κοπέλας αποζημίωση 200.000 ευρώ, όμως ασκήθηκε αναίρεση κατά της πρωτόδικής απόφαση η οποία απορρίφθηκε από το Διοικητικό Εφετείο.
Κατόπιν έφεσης, το Α΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας (πρόεδρος η αντιπρόεδρος Μαρία Καραμανώφ και εισηγήτρια η σύμβουλος Επικρατείας Όλγα Ζύγουρα) με την υπ΄ αριθμ. 622/2021 απόφασή του έδωσε μια άλλη ερμηνεία της Διοικητικής νομοθεσίας και ειδικά του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (ΕισΝΑΚ) και της συνταγματικής ευθύνης του κράτους.
Ειδικότερα, αναφέρει το ΣτΕ στην απόφασή του:
«Σε περίπτωση, που επέλθει ευθέως βλάβη της υγείας προσώπου συνεπεία της συνταγματικώς θεμιτής και νομίμου πραγματοποιήσεως εμβολιασμού (δηλαδή εμβολιασμού διενεργούμενου με σκοπό την προστασία της δημόσιας υγείας συλλογικώς και ατομικώς και προβλεπόμενου από ειδική νομοθεσία, υιοθετούσα έγκυρα και τεκμηριωμένα επιστημονικά, ιατρικά και επιδημιολογικά πορίσματα στον αντίστοιχο τομέα, με δυνατότητα εξαιρέσεως από αυτόν σε ειδικές ατομικές περιπτώσεις, για τις οποίες αυτός αντενδείκνυται), ήτοι βλάβη, μη οφειλομένη σε παρεμβαλλομένη παράνομη πράξη ή παράλειψη (όπως πχ χορήγηση ελαττωματικού ή ακαταλλήλου σκευάσματος ή πλημμέλειες κατά την διενέργεια του εμβολιασμού), ανακύπτει ευθέως εκ του άρθρου 4 παρ. 5 σε συνδυασμό και με το άρθρο 25 παρ 4 του Συντάγματος ευθύνη του κράτους προς εύλογη αποκατάσταση της ζημίας του παθόντος, υπό την έννοια της αποκαταστάσεως τόσο της τυχόν υλικής όσον και, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 932 ΑΚ, της ηθικής βλάβης του».
Και αυτό, γιατί σύμφωνα με τους συμβούλους Επικρατείας, «στις περιπτώσεις αυτές, η προκαλούμενη από την πραγματοποίηση του εμβολιασμού βλάβη συνιστά υπέρμετρη θυσία για τον παθόντα (βλάβη υγείας και προσβολή προσωπικότητος), χάριν του συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου».
Μάλιστα, το ΣτΕ υπογραμμίζει, ότι η «εκ του Συντάγματος και των άρθρων 19, 23, 24, 26 και 39 της κυρωθείσης με τον ν. 2101/1992 Διεθνούς Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Παιδιού δεν επιτάσσεται η πρόβλεψη ειδικού αποζημιωτικού καθεστώτος για τις περιπτώσεις βλάβης συνεπεία εμβολιασμού» και η μη πρόβλεψη δε τέτοιου ειδικού καθεστώτος δεν συνιστά παράλειψη νομοθετήσεως, δυναμένη να στοιχειοθετήσει αξίωση αποζημιώσεως κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ».
Τελικά, το ΣτΕ αναίρεσε την απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.