Ο πιο παλιός τύπος κατοικίας, η απλούστερη και επικρατέστερη μορφή λαϊκής κατοικίας, που απαντάται στα αιγαιοπελαγίτικα νησιωτικά παραδοσιακά σπίτια παρουσιάζοντας ποικιλία ως προς τη μορφή και το μέγεθός τους είναι το μονόχωρο ή μονόσπιτο. Σύμφωνα με τον Τζελέπη «ο λαός το ονόμασε μονόσπιτο, που σημαίνει σπίτι με μοναδικό δωμάτιο: λακωνισμός στην έκφραση και συμπύκνωση στην πραγμάτωση, του ελάχιστου απαραίτητου για τις ανάγκες του, σε μια αρχέγονη κατοικία» 2
Σε κείμενο του 1950 αναφέρεται πως «Η Δωδεκάνησος και οι λοιποί νήσοι του νοτίου Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου ανήκουν εις την λεγομένην ζώνην των ερήμων, εις την οποίαν περιλαμβάνονται η Βόρειος Αφρική και η πρόσθεν Ασία μετά της Μικράς Ασίας και του Ιράν, αι Δωδεκανησιακαί οικήσεις, είναι ως και αι οικήσεις των λοιπών νήσων και χωρών της ερημικής ζώνης, επιπεδόστεγοι, διαφέρουσαι κατά τούτο ουσιωδώς από τις οικήσεις της ηπειρωτικής Ελλάδος, οι οποίαι έχουν την στέγην αμφικληνή. Εξήγησιν του φαινομένου παρέχει η πιθανή προέλευσις τω νμεν επιπεδοστέγων οικήσεων εκ των απλών σκιάδων, οι οποίοι κοινώς λέγονται «τσαρδάκια», και είναι τόσον απαραίτητοι εις τα χώρας της ζώνης των ερήμων προς προστασίαν ανθρώπων και ζώων από τας καυστικάς ακτίνας του ήλιου…» (Δωδεκάνησος, τόμ. Β., έκδ. Υπουργείου Ανοικοδομήσεως, Αθήνα, 1950 σσ.33).
Το μονόχωρο, μαζί με τον διευρυμένο τύπο του, το ανωκάτωγο, το σπίτι δηλαδή με δυο πατώματα: ανώ(γ)ι-κατώ(γ)ι, χτίζονται, κατά περιπτώσεις και πέρα από τις τοπικές γεωγραφικές και κοινωνικοοικονομικές ιδιαιτερότητες και εξαιρέσεις, ως τις αρχές του 20ου αιώνα.
Η δίπατη κατοικία αποτελούσε τον πυρήνα γύρω από τον οποίο αναπτυσσόταν το κάθε νοικοκυριό προκειμένου να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του.
Τα αντιλοβούδια ή η αλληλουήθεια, όπως αναφέρονται για την Ίο και την Κάρπαθο αντίστοιχα δεν είναι άλλο από την προσφορά εργασίας για το κτίσιμο σπιτιών, είτε με αντάλλαγμα ένα γλέντι στο τέλος της δουλειάς, είτε αντίστοιχης μελλοντικής αντιπροσφοράς. Η προφορική παράδοση αναφέρει ότι συμμετείχαν σε αυτήν και γυναίκες, ακόμη και παιδιά κάνοντας τις πιο ελαφριές δουλειές. Μάλιστα ακόμη και σήμερα στην Κάρπαθο, η οποία ήταν γνωστή για τους τεχνίτες της και ιδιαίτερα για τους χτίστες και τους μαραγκούς της, και συγκεκριμένα στην Έλυμπο, ακολουθείται αυτή η εθιμική πρακτική για το ρίξιμο της ταράτσας . 3
Κοινωνικές, ιστορικές, και οικονομικές συνθήκες αλλά και η οικονομία του χώρου, την ανάγκη προσαρμογής του οικισμού στη μορφολογία του εδάφους συνδέονται με την κατασκευή του.
Εκείνα τα χρόνια οι πειρατικές επιδρομές, συχνές και καταστρεπτικές, έκαναν αναγκαία την δημιουργία του σπιτιού εντός του οχυρού, για προστασία. Όμως υπήρχε το πρόβλημα της οικονομίας του χώρου και των υλικών. Το μονόχωρο έπρεπε να καλύψει όλες τις ανάγκες του νοικοκυριού, αλλά και εκείνες της στέγασης των ζώων και της αποθήκευσης των καρπών της γης. Ήταν έτσι προορισμένο για την εγκατάσταση ενός νοικοκυριού, μιας και μόνο οικογένειας, με συνήθεις εσωτερικές διαστάσεις 3-3,5 μ. πλάτος και 5-7,5 μ. μήκος.
Σταδιακά, ο τύπος του μονοχώρου, χαρακτηριστικό του οποίου είναι η συνήθως επίπεδη στέγη του, το δώμα, εξελίσσεται σε πιο σύνθετες μορφές. Οι λειτουργίες χωρίζονται και οι βοηθητικοί χώροι του, όπως το μαγειριό και οι στάβλοι των ζώων, αναπτύσσονται έξω από τον βασικό του πυρήνα.
Το κατώι, χρησιμοποιείται για την λάτρα της καθημερινότητας και για την αποθήκευση της σοδιάς. Εκεί γίνεται το μαγείρεμα και, δίπλα στο τζάκι, όλες οι δραστηριότητες την χειμερινή περίοδο. Αν και υπήρχε στενότητα χώρου, και οι αυλές σπάνιζαν, συνήθως στον πλησίον εξωτερικό του χώρο αναπτύσσονταν η στέρνα με το βρόχινο νερό, το κοτέτσι, η τουαλέτα δηλ. ο απόπατος (λ.χ. στην Ίο), ή και ο φούρνος για το ψωμί της οικογένειας.
Σε μερικά σπίτια υπάρχει και εσωτερική επικοινωνία μεταξύ των δυο ορόφων.
Στο ανώι ανεβαίνει μια εξωτερική πέτρινη, συνηθέστερα, ή και ξύλινη, σκάλα. Εκεί, σε ορισμένα νησιά όπως η Ίος, βρίσκεται το μπουντί, η βεράντα, χώρος συνάθροισης της οικογένειας και των καλεσμένων αυτής κατά τους θερινούς μήνες.
Ο πρώτος χώρος που συναντάμε στο ανώι είναι η σάλα (Φραγκούλη 2002, Αρφαρά 1982), η μεγάλη κάμαρα που «ανοίγει» για τις γιορτές και τις βεγγέρες της οικογένειας. Παράμεσα, η κάμαρη του ύπνου, ή όπως στην Αστυπάλαια, και η τραπεζαρία με σοφά, σε πιο ψηλό επίπεδο που ανεβαίνεις με σκάλα 4. Το δώμα με ανοίγματα για να χύνονται τα νερά της βροχής από τα λούκια στο δρόμο ή στη γιστέρνα όπως ονομάζεται η στέρνα στην Αστυπάλια.
Η θέση και η ονομασία του εσωτερικού χώρου του σπιτιού διαφοροποιούνται ανάλογα με τις περιοχές και τους οικισμούς, αλλά και κατά περίπτωση στο πλαίσιο του ίδιου οικισμού. Στη μια πλευρά του δωματίου υπάρχει συνήθως το κρεβάτι, ο κρέββατος (Αστυπάλαια, Κάλυμνος, Λέρος), ή αλλιώς αμουσάντρα ή παταρός (Ρόδος), και, κάτω από το επίπεδο του κρεβατιού χώρος αποθήκευσης για είδη διατροφής, ο αποκρέβατος ή αποκρίατος (Ρόδος). Στην άλλη πλευρά, κοντά στη γωνία και στην πόρτα τοποθετείται το τζάκι για το μαγείρεμα, η παραστιά (στην Ίο και στην Κάλυμνο), το κούμελο ή τσιμνιά (στη Ρόδο). Κρεμάστρες, ντουλάπια, πιατοθήκες και ράφια, κυρίως ολοκλήρωναν την εικόνα του εσωτερικού σπιτιού . 5
Όμως, το σπίτι, ανάλογα με την οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη της περιοχής και το προσωπικό γούστο του ιδιοκτήτη, έπρεπε να ντυθεί και να διακοσμηθεί. Υφαντά, κεντήματα, πιάτα, κανάτια (όπως αυτά της Ρόδου που απαντώνται ακόμη και σήμερα), σχέδια στα ταβάνια, διαφοροποιημένα ανά περιοχή, εικονοστάσια, σεντούκια, ενίοτε σκαλιστά, όπως οι σεντούκες της Αστυπάλαιας, κασέλες με ζωγραφισμένα με καράβια ή λουλούδια καπάκια όπως αυτές της Λέρου, ή οι βιεννέζικες συνήθως καρέκλες, όπως εκείνες της Πάτμου, ο στολισμένος με κεντήματα σουφάς με τα τραπαζάνια, δηλαδή το ανυψωμένος κατά ένα περίπου μέτρο ξύλινο δάπεδο για τον ύπνο με τα κάγκελά του στην Έλυμπο Καρπάθου 6 είχαν, εκτός από χρηστική και αισθητική αξία, καθώς προσέδιδαν κύρος και γόητρο στον ιδιοκτήτη του σπιτιού.
1. Η μελέτη είναι απόσπασμα από τα κείμενα της συγγραφέως στο Λεύκωμα “Ρίζες Ελλήνων”, Νησιώτες του Νοτίου Αιγαίου, 2010, εκδ. Πήγασος, Αθήνα.
2. Τζελέπης Π.Ν., Λαϊκή ελληνική αρχιτεκτονική, Θεμέλιο, Αθήνα, 1977 σ.11.
3. Βλ. Φραγκούλη, 2002 και Δ. Φιλιππίδης, 1990σελ. 99.
4. Ταρσουλή Α., Δωδεκάνησα, τόμ. Β΄ , Αθήνα 1947 σσ.311, Σάββαρη Ε. –Τσαμτσούρη Β. «Αστυπάλαια» στο Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική: Δωδεκάνησα-Κρήτη, Μέλισσα, 1990:23-24
5. Μαρία Μπογδάνου-Ηλιοπούλου, Αγγελική Φετοκάκη-Σαραντίδη «Κάλυμνος» στο Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική: Δωδεκάνησα-Κρήτη, Μέλισσα, 1990:43-44.
6. «Κάρπαθος», Μαρίνα-Αθηνά Βενιάδου, «Λέρος» και Χρίστος Ιακωβίδης, «Πάτμος» στο Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική: Δωδεκάνησα-Κρήτη, Μέλισσα, 1990:σσ. 80, 128 και 168
Αρθρογράφος: Δήμητρα Κ. Φραγκούλη
πηγή: https://independent.gr