Η απαγωγή του επιχειρηματία που κράτησε έξι μήνες μέχρι την επιχείρηση της απελευθέρωσής του από την ομάδα Ειδικών Αποστολών της ΕΛ.ΑΣ
Αχνοχάραζε όταν οι άνδρες του τμήματος Ειδικών Αποστολών της ΕΛ.ΑΣ ετοιμάστηκαν για μια αποστολή από την οποία θα κρινόταν η τύχη του Μιχάλη Λεμπιδάκη.
Η ολονύχτια σύσκεψη με επικεφαλής τον υποστράτηγο Κωνσταντίνο Λαγουδάκη είχε τελειώσει γύρω στις τέσσερις τα ξημερώματα, όταν πάρθηκε η απόφαση για την επιχείρηση. Το ημερολόγιο έδειχνε 2 Οκτωβρίου του 2017 όταν οι 15 επίλεκτοι αστυνομικοί ξεκίνησαν για την τοποθεσία που οι απαγωγείς κρατούσαν τον επιχειρηματία. Το τελευταίο κρησφύγετο που τον μετέφεραν ήταν μια αποθήκη μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, πολύ κοντά στην γέφυρα Ζουρίδας στο Ρέθυμνο.
Οι επικεφαλής αστυνομικοί στην υπόθεση της απαγωγής Λεμπιδάκη είχαν καταλήξει στην συγκεκριμένη τοποθεσία μετά από ενδελεχείς έρευνες που διήρκησαν εβδομάδες.
Το πρωινό ήταν μουντό και γύρω στις εφτά οι επίλεκτοι της ΕΛ.ΑΣ είχαν πάρει θέσεις για την έφοδο στον χώρο της αποθήκης. Εξοπλισμένοι με θερμικές κάμερες και οπλισμένοι σαν αστακοί εισέβαλλαν και μέσα σε λίγα λεπτά όλα είχαν τελειώσει αφού πιάνουν στον ύπνο τους Γρηγοριάδη και Κλάδο-δύο από τους πολλούς που ενεπλάκησαν στην απαγωγή-και ανεβαίνουν στην σοφίτα.
Ο Μιχάλης Λεμπιδάκης είναι σκιά του εαυτού του, ζυγίζει μόλις 45 κιλά και είναι ξαπλωμένος σε ένα στρώμα με το πόδι του δεμένο σε αλυσίδα. Μόλις βλέπει τους αστυνομικούς βάζει τα κλάματα και λέει δέκα μόλις λέξεις: «Σας ευχαριστώ πολύ, με σώσατε. Δεν μπορώ να το πιστέψω…».
Μετά από έξι μήνες ομηρίας ήταν πλέον ελεύθερος να γυρίσει στην οικογένειά του και να αντικρύσει πάλι τα αγαπημένα του πρόσωπα. Αυτά που στις 30 Μαρτίου του 2017 τον περίμεναν μάταια να γυρίσει στο σπίτι από το εργοστάσιο όπου είχε πάει απευθείας μετά την επιστροφή του από ταξίδι στο εξωτερικό.
Η αρπαγή και τα 100.000.000 ευρώ
Όταν ένα αγροτικό αυτοκίνητο του κλείνει ξαφνικά τον δρόμο ο Μιχάλης Λεμπιδάκης δεν προλαβαίνει να κάνει πολλά πράγματα. Μια ομάδα ανθρώπων με όπλα τον αρπάζει και τον βάζει μέσα σε μια BMW, ενώ όταν ένας από την ομάδα έγινε βίαιος, ο «αρχηγός» τον επανέφερε στην τάξη. Ένας 47χρονος εκ των βασικών κατηγορουμένων στη δίκη που ξεκίνησε πριν λίγες ημέρες αλλά διακόπηκε για τις 21 Νοεμβρίου ήταν αυτός που τον αγκάλιασε και του είπε εκείνη την ημέρα: «Κανείς δεν παθαίνει πράμα».
Οργανωμένη πολύ καλά, η αρπαγή του επιχειρηματία έμελλε να κρατήσει 180 ημέρες, ήταν η μεγαλύτερη σε χρονική διάρκεια απαγωγή που έλαβε χώρα στην Ελλάδα και οι απαιτήσεις της ομάδας απίστευτες. Ζήτησαν από την οικογένεια του Λεμπιδάκη το ποσό των 100.000.000 ευρώ, για το οποίο ειδικά τους πρώτους μήνες δεν δέχονταν καμία μείωση. Μιλάνε μόνο με τον αδερφό του επιχειρηματία από καρτοτηλέφωνα μιας χρήσης την ίδια στιγμή που στην ΕΛ.ΑΣ έχει σημάνει συναγερμός από την πρώτη στιγμή της απαγωγής.
Την υπόθεση αναλαμβάνει η Διεύθυνση Οργανωμένου Εγκλήματος Κρήτης, ενώ συστήνεται μια «κλειστή» ομάδα είκοσι ατόμων, στην οποία συμμετέχουν δύο αξιωματικοί από τα κεντρικά της Ασφάλειας Αττικής. Το «κυνήγι» για τους δράστες αρχίζει με ελάχιστα στοιχεία, αφού οι απαγωγείς φαίνονται να είναι πολύ καλά διαβασμένοι, έχοντας μάλιστα εντρυφήσει ενδελεχώς στα λάθη που έκαναν οι «συνάδελφοί» τους στην απαγωγή του Περικλή Παναγόπουλου.
Τα κρησφύγετα και το μοιραίο κινητό
Στην αρχή τα στοιχεία που έχουν οι αστυνομικοί είναι ελάχιστα και μέχρι τον Ιούλιο πολύ μικρή πρόοδος είχε σημειωθεί σε ότι αφορούσε τις έρευνες. Όπως έγινε γνωστό αργότερα οι απαγωγείς του μετέφεραν τον Μιχάλη Λεμπιδάκη σε πέντε διαφορετικά κρησφύγετα, ένα εκ των οποίων ήταν μαντρί με πρόβατα. Όμως όσο καλά οργανωμένοι κι αν ήταν, όσο και αν πρόσεχαν στην επικοινωνία με την οικογένεια, έφτασε η μέρα που η μοίρα χαμογέλασε στους αστυνομικούς και οι απαγωγείς έκαναν το μοιραίο λάθος.
Ήταν 6 Ιούλιου, έντεκα και δύο λεπτά το βράδυ όταν το εικοστό sms προς την οικογένεια Λεμπιδάκη έφυγε από το κινητό που είχε ο Λευτέρης Γλυνιαδάκης. Οι αστυνομικοί της Διεύθυνσης Οργανωμένου Εγκλήματος της Κρήτης είχαν πετύχει τις προηγούμενες εβδομάδες να χαρτογραφήσουν τις περιοχές όπου κινούνταν οι δράστες όταν έστελναν τα μηνύματα στην οικογένεια.
Μέσα σε νοητούς κύκλους έκαναν αυτά που στην αστυνομική γλώσσα λέγονται «στησίματα», δηλαδή «καμουφλαρισμένα» μπλόκα έτσι ώστε μόλις ενημερώνονταν από την εταιρεία κινητής τηλεφωνίας από ποια κυψέλη έφευγαν τα SMS να ενεργήσουν ακαριαία και να «λοκάρουν» άτομα και ύποπτα οχήματα. Όπερ και εγένετο.
Όταν εντοπίστηκε ένα θηριώδες γκρι αγροτικό Nissan, οι πινακίδες στον έλεγχο έδειχναν ότι το χρώμα στην άδεια του αυτοκινήτου ήταν κόκκινο!
Σε έναν «στημένο» έλεγχο από άνδρες της Τροχαίας μαύρα μεσάνυχτα ο Γλυνιαδάκης πετάει το τηλέφωνο αγνοώντας ότι μερικές δεκάδες μέτρα πιο πίσω κάποιοι μυστικοί αστυνομικοί παρακολουθούν αυτόν και τους άλλους δύο επιβαίνοντες, τον Σταμάτη Πολάκη και τον Μανόλη Πολομορκάκη.
Τα λάθη και το τέλος
Οι αστυνομικοί μαζεύουν το σπασμένο τηλέφωνο και η άκρη του νήματος για την απαγωγή Λεμπιδάκη αρχίζει να ξετυλίγεται, εκατό ημέρες μετά την αρπαγή του. Εκείνο το παλιό Nokia στέλνεται για ανάλυση και η τριάδα Πολάκης, Πολομαρκάκης και Γλυνιαδάκης βρίσκονται σε στενό κλοιό παρακολούθησης επί 24ώρου βάσης.
Τελικά μετά ανάλυση της συσκευής αποδεικνύεται ότι δεν έφυγε μόνο ένα SMS, αλλά πολλά: «Στο συγκεκριμένο μήνυμα οι δράστες περίμεναν την απάντηση της οικογένειας για την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους, ενώ αναφέρουν ότι ο απαχθείς καταλαμβάνεται από κρίσεις πανικού, με την οικογένεια να προσφέρει οκτώ εκατομμύρια εννιακόσιες εβδομήντα χιλιάδες (8.970.000) ευρώ, με τους δράστες να απορρίπτουν και αυτήν την προσφορά της οικογένειας. Ακολούθως, οι δράστες απευθύνονται στην μητέρα του απαχθέντος προειδοποιώντας την ότι ο Μιχάλης Λεμπιδάκης δεν πρόκειται να αντέξει μέχρι το τέλος της διαπραγμάτευσης και ότι αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας, ενώ την ενημερώνουν ότι θα περιέλθει στα χέρια της σύντομα επιστολή από τον υιό της», περιγράφεται στη δικογραφία.
Η τριάδα με τις κινήσεις της στέλνει τους αστυνομικούς στο χωριό Βρασκά στα Σφακιά, εκεί, όπου συχνά τις μεταμεσονύκτιες ώρες, ένας-ένας κατέφθανε σε συγκεκριμένο σπίτι. Στο ραντεβού έδιναν το «παρών», εκτός από τον Μανώλη Πολομαρκάκη και τον Λευτέρη Γλυνιαδάκη που συνελήφθησαν, και τέσσερα ακόμη άτομα, ανάμεσά τους και ένα πρόσωπο που είχε κατηγορηθεί για συμμετοχή στην απαγωγή του εφοπλιστή Παναγόπουλου.
Στο χωριό αυτό μια άλλη επιχείρηση της Αστυνομίας παραλίγο να τινάξει στον αέρα την μυστική αποστολή των επίλεκτων της ΕΛ.ΑΣ, όταν η Ασφάλεια Χανίων με ισχυρές δυνάμεις εισβάλλει σε ένα σπίτι για να συλλάβει διακινητές παράνομων μεταναστών.
Κανείς από τις δύο ομάδες δεν γνωρίζει ότι σε άλλο σπίτι του χωριού κρατείται ο Λεμπιδάκης, οι απαγωγείς του οποίου νομίζουν ότι η αστυνομία τους ψάχνει.
Τον μετακινούν βιαστικά αρχικά στο μαντρί και μετά στην αποθήκη-μάντρα όμως αρχίζουν να είναι απρόσεχτοι στις επικοινωνίες τους, αγνοώντας ότι είναι «λοκαρισμένοι» για τα καλά. Δεν είναι μόνο αυτοί αφού οι αστυνομικοί έχουν στο στόχαστρο περί τα 50 άτομα που φέρονται να έχουν μικρή η μεγάλη εμπλοκή στην υπόθεση. Κάποιοι αποχωρούν, έτεροι αναλαμβάνουν και τα λάθη οδηγούν το τμήμα των Ειδικών Αποστολών στην μάντρα με την σοφίτα που κρατείται ο Λεμπιδάκης εκείνο το πρωινό του Οκτώβρη πριν τρία χρόνια.
Η τέλεια εισβολή τους γράφει τον επίλογο στο θρίλερ που συγκλόνισε για έξι μήνες την Ελλάδα, χωρίς να χρειαστεί να ρίξουν ούτε μια πιστολιά.