Η θέση ταφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου παραμένει ένας από τους άλυτους γρίφους της Ιστορίας. Και ίσως να μην λυθεί ποτέ που θάφτηκε το σώμα του απόλυτου στρατηλάτη, αλλά πλέον είμαστε σχεδόν πεπεισμένοι ότι κατέχουμε προσωπικά αντικείμενα που εκείνος είχε χρησιμοποιήσει.
Στις 8 Νοεμβρίου 1977 έρχεται στο φως το ταφικό μνημείο της Βεργίνας. Είναι η κορυφαία στιγμή της καριέρας (ίσως και της ζωής) του Μανώλη Ανδρόνικου. Του Έλληνα αρχαιολόγου που λίγο αργότερα θα διατυπώσει την άποψη ότι εκεί βρίσκεται ο τάφος του Φίλιππου Β’, του πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Η Βεργίνα, πέρα από κάθε αμφιβολία, αποτελεί μια από τις σπουδαιότερες και σημαντικότερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις του περασμένου αιώνα.
Μέσα στη διάρκεια των χρόνων πολλοί ήταν εκείνοι που δοκίμασαν είτε να υποβαθμίσουν είτε να αναβαθμίσουν το περιεχόμενο που βρέθηκε εκεί, αλλά η επιστημονική σημασία της παραμένει αναλλοίωτη, ακόμη και μετά από σχετικά πρόσφατες νέες μελέτες, οι οποίες έρχονται να φέρουν ανατροπές αλλά και επιβεβαιώσεις των αρχικών θεωριών.
Νεότερη επιστημονική έρευνα που δημοσιεύθηκε στο αμερικανικό επιστημονικό περιοδικό Proceedings of the National Academy of Sciences και στην οποία συμμετείχαν παλαιοανθρωπολόγοι, με επικεφαλής τον καθηγητή Αντώνιο Μπαρτσιώκα, έρχεται να πει την ιστορία ελαφρώς διαφορετικά από ό,τι την είχαμε μάθει.
Η ανατροπή έχει να κάνει με τον ακριβή τόπο ταφής του Φιλίππου του Β’, που σύμφωνα με τον Ανδρόνικο ήταν ο Τάφος ΙΙ, ή όπως έμεινε γνωστός ο Τάφος του Φιλίππου. Η έρευνα των οστών αποδεικνύει ότι ο βασιλιάς της Μακεδονίας όντως είχε ταφεί στο μνημείο, αλλά στον Τάφο Ι. Εκεί όπου πιστοποιήθηκε ότι ένα οστό έφερε τραύμα αντίστοιχο με αυτό που επιβεβαιώνουν πολλοί ιστορικοί (μεταξύ των οποίων ο Πλούταρχος και ο Σενέκας) ότι είχε ο Φίλιππος, το οποίο προέκυψε από μάχη όταν χτυπήθηκε από δόρυ το 336 π.Χ, περίπου τρία χρόνια πριν τον θάνατό του.
Ουσιαστικά, δηλαδή, για πρώτη φορά –και μέσω αυτής της έρευνας- υπάρχει μια σαφής ταυτοποίηση, με την μόνη διαφορά ότι ο Μακεδόνας Βασιλιάς βρίσκεται στον Τάφο Ι και όχι στον Τάφο ΙΙ. Στον ίδιο χώρο με τα οστά (συμπεριλαμβανομένου κι εκείνου που έφερε το τραύμα μέσω του οποίου έγινε η ταυτοποίηση) βρέθηκε και άλλο σκελετικό υλικό, που συνάδει με μια νεαρή γυναίκα, αλλά και ένα νήπιο αγνώστου φύλου. Οι μελετητές θεωρούν ότι πρόκειται για την τελευταία σύζυγό του Κλεοπάτρα και το νεογέννητό τους, που δολοφόνησε η μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Ολυμπιάδα. Γεγονός που ουσιαστικά ταυτίζει τα αρχαιολογικά με τα εργαστηριακά ευρήματα.
Αφού, λοιπόν, ο Φίλιππος ο Β’ είναι θαμμένος στον Τάφο Ι, ποιος βρίσκεται στον Τάφο ΙΙ. Και σε ποιον ανήκει η πανοπλία και τα υπόλοιπα αντικείμενα που ήρθαν στο φως; Για πολύ καιρό θεωρήθηκε ότι εκεί βρισκόταν ο πατέρας του Μεγαλέξανδρου εξαιτίας των καλαμίδων που είχαν διαφορετικό μέγεθος και «ταίριαζαν» στην ιστορία με την αναπηρία που άφησε στον Φίλιππο ο τραυματισμός στο πόδι.
Όμως ο καθηγητής Μπαρτσιώκας και οι συνεργάτες του πιστεύουν ότι οι περικνημίδες ανήκουν στην Ευρυδίκη, την σύζυγο του Φιλίππου Γ’ του Αριδαίου, η οποία έπαιρνε μέρος σε μάχες και είχε έναν τραυματισμό αντίστοιχο στο πόδι, άρα χρειαζόταν επίσης ανάλογη προστασία με διαφορετικού μεγέθους εξοπλισμό. Αυτό από μόνο του ίσως να μην έχει κάποια ιστορική σημασία, αλλά εφόσον είναι ακριβές, δίνει μια εντελώς διαφορετική υπόσταση στα υπόλοιπα ευρήματα.
Εφόσον τα στοιχεία είναι ακριβή, η πανοπλία στον Τάφο ΙΙ δεν είναι δυνατό να ανήκει στον Αριδαίο, ο οποίος ήταν ετεροθαλής αδελφός του Αλεξάνδρου, αλλά όντας πνευματικά ασταθής, δεν έλαβε μέρος σε καμία μάχη στα 6 χρόνια που κράτησε η βασιλεία του.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τους ερευνητές, η πανοπλία, η ασπίδα και τα όπλα στο μνημείο ΙΙ θα μπορούσαν να ανήκουν μόνο σε ένα πρόσωπο. Στον Μέγα Αλέξανδρο, του οποίο η «παρουσία» (έστω και μέσω των προσωπικών αντικειμένων του) σε συνδυασμό με την επιβεβαίωση της ταφής του Φιλίππου του Β, έρχεται να κάνει ακόμη πιο σημαντική την ιστορική αξία του ταφικού μνημείου της Βεργίνας.
πηγή: menhouse.gr