Που τρύπωνε στα τουρκικά στρατόπεδα και έκλεβε στρατιωτικά μυστικά παριστάνοντας τον νοητικά καθυστερημένο ζητιάνο – Η μυθική αποστολή στον κόλπο του Ντογάν, οι μυστικές επιχειρήσεις στα βάθη της Ανατολίας και η αναζήτηση αγνοουμένων από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο
Είναι Νοέμβριος του 2008 και μπαίνω σε ένα καφέ στο Μαρούσι όπου μου έχει δώσει ραντεβού ο πρώην αντιστράτηγος Βασίλης Γιαννόπουλος. Προσπαθώ να εντοπίσω τον πρώην πράκτορα της ΚΥΠ που λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’80 άρχισε να αλώνει την Τουρκία για πέντε ολόκληρα χρόνια. Καταλαβαίνω ποιος είναι από τη θέση που έχει επιλέξει για να με περιμένει. Δεν έχει κανέναν πίσω του παρά μόνο τοίχο και το βλέμμα του σαρώνει όλο το μαγαζί.
Το ίδιο σαρωτικός κάτω από τις πλέον αντίξοες συνθήκες αποδείχθηκε κατά τη διάρκεια της δράσης του στην Τουρκία, όπου βρέθηκε, συχνά χωρίς διπλωματική κάλυψη, ως πράκτορας της ΚΥΠ. Προσποιούμενος τον ζητιάνο με νοητική στέρηση, τον ιχθυέμπορο ή τον πωλητή διαφόρων ειδών, με κοψιά Ανατολίτη σε συνδυασμό με την άψογη εκφορά του τουρκικού λόγου, ο Γιαννόπουλος έκανε πράγματα για τα οποία δεν μίλησε σχεδόν ποτέ.
Εφυγε από την υπηρεσία με το παράπονο ότι δεν τον φώναξαν ούτε μία φορά να κάνει μάθημα στους νέους επιχειρησιακούς πράκτορες, λες και δεν υπήρξε ποτέ. Εφτασε μέχρι τον βαθμό του αντιστράτηγου, ήταν υπεύθυνος για την ασφάλεια των Ολυμπιακών Αγώνων και μετά ασχολήθηκε με τα κοινά ως δήμαρχος Νευροκοπίου.
Εφυγε από τη ζωή χτυπημένος από την επάρατη νόσο στα 74 του, αφήνοντας πίσω του μια διαδρομή χάρη στην οποία αναγνωρίζεται ως ένας από τους πλέον ικανούς επιχειρησιακούς Ελληνες πράκτορες που έδρασαν στην Τουρκία.
Από την Ευελπίδων στην ΚΥΠ
Ο Βασίλης Γιαννόπουλος είχε συνηθίσει από μικρό παιδί το κρύο. Στο Κάτω Νευροκόπι της Δράμας όπου γεννήθηκε δεν είχε το περιθώριο της επιλογής και έτσι συνήθισε από τότε σε θερμοκρασίες που ξεπερνούσαν αρκετές φορές τους -20 βαθμούς Κελσίου.
Σε μια περιοχή όπου το πατριωτικό αίσθημα ήταν ιδιαίτερα υψηλό, μεγάλωσε ακούγοντας από μικρός την τουρκική γλώσσα, απομεινάρι των προσφύγων από τη Μικρά Ασία. Δεν φαντάστηκε τότε ότι χρόνια αργότερα θα επέστρεφε στις χαμένες πατρίδες γράφοντας τη δική του ιστορία, καλυμμένος πίσω από διάφορες ιδιότητες και με την αδρεναλίνη να χτυπάει κόκκινο κάθε ημέρα.
«Μόλις τελείωσα το Γυμνάσιο έδωσα στη Σχολή Ευελπίδων. Εκείνα τα χρόνια ο Στρατός προσέλκυε τους νέους ανθρώπους, ενώ υπήρχε και το έντονο στοιχείο της αγάπης για την πατρίδα στον τόπο μου», έχει πει.
Πέρασε την είσοδο της σχολής το 1965, τέσσερα χρόνια αργότερα αποφοίτησε με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού στο Σώμα του Μηχανικού και η πρώτη του μετάθεση ήταν στην Καβάλα.
Ακολούθησαν και άλλες σε όχι και τόσο ειδυλλιακά μέρη: «Μετά την Καβάλα μετατέθηκα στο Διδυμότειχο, στο Λιτόχωρο, στη Θεσσαλονίκη, αλλά και στην Κύπρο, πέντε χρόνια μετά την εισβολή των Τούρκων. Υπηρέτησα εκεί για δύο χρόνια». Σε αυτά τα πρώτα δέκα χρόνια της θητείας του πέρασε απ’ όλες τις ειδικές σχολές του Στρατού. «Εκπαιδεύτηκα ειδικά σε άλλες σχολές, συλλογής πληροφοριών κυρίως, αυτό που λέγεται και κατασκοπεία, ενώ πήγα για μετεκπαίδευση στο εξωτερικό».
Ο Βασίλης Γιαννόπουλος είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον να αποσπαστεί στην τότε Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΚΥΠ) και το γεγονός ότι γνώριζε την τουρκική γλώσσα έπαιξε μεγάλο ρόλο.
«Είχα πολλά ακούσματα, αλλά δεν ήξερα τουρκικά, γι’ αυτό και στη συνέχεια σπούδασα τη γλώσσα στη Στρατιωτική Σχολή Ξένων Γλωσσών εδώ στην Αθήνα. Ηταν ένα εξαιρετικό σχολείο». Η απόσπαση θα έρθει το 1987, μετά από εκπαίδευση στα κεντρικά της υπηρεσίας και όχι μόνο, όταν ο Βασίλης Γιαννόπουλος έχει πλέον τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη και επιθυμεί όσο τίποτε άλλο να μεταβεί στην Τουρκία αψηφώντας τους κινδύνους που κρύβει το ταξίδι ενός κατασκόπου σε ξένη χώρα.
Θα είναι κατά κάποιον τρόπο ο αντικαταστάτης του Λοΐζου Δερμεντζόγλου, ενός ικανότατου αξιωματικού που επιτέλεσε εξαιρετικό έργο ως επιχειρησιακός πράκτορας.
«Δεν φοβήθηκα ποτέ»
Δεν ταξίδεψε ποτέ με αεροπλάνο σε αυτά τα ταξίδια του προκειμένου να αποφύγει τους ελέγχους. Προτίμησε να μπει στην Τουρκία ταξιδεύοντας από τη θάλασσα ή περνώντας νύχτα τα σύνορα, ενίοτε παράνομα και με όλες του τις αισθήσεις σε εγρήγορση. Τα συναισθήματα του Βασίλη Γιαννόπουλου όταν πάτησε το πόδι του σε μια χώρα όπου μπαινόβγαινε σπάζοντας κάθε ρεκόρ παραμονής για τα επόμενα πέντε χρόνια δεν περιείχαν τη λέξη «φόβος». «Υπήρχαν το αίσθημα της ευθύνης και η προσπάθεια να ανταποδώσουμε κάτι κι εμείς στους Τούρκους που τόσο πολύ πίεζαν και εξακολουθούν να πιέζουν την πατρίδα μας. Εγώ προσωπικά δεν φοβήθηκα, αλλά βέβαια ήμουν πολύ προσεκτικός». Λόγω των προσωπικών του εμπειριών προσαρμόστηκε άμεσα, αφού μικρός είχε ζήσει σε ένα περιβάλλον με παππούδες από τη Σμύρνη και ο τρόπος ζωής τους δεν διέφερε πολύ από αυτόν που συνάντησε στην Τουρκία.
«Αυτό ήταν κάτι που με βοήθησε πολύ», μου είχε τονίσει εκείνο το απόγευμα ο ψαρομάλλης στρατηγός, που ξεκίνησε τη δράση του στους «γείτονες» όταν ήταν 40 ετών. Τότε είχε μαύρα μαλλιά, μουστάκι και την κοψιά του Ανατολίτη σε συνδυασμό με την τέλεια πλέον προφορά της γλώσσας και τα απαραίτητα πλαστά χαρτιά. «Οι κίνδυνοι είναι πάρα πολλοί από τη στιγμή που βρίσκεσαι στην Τουρκία και προσπαθείς να σπάσεις το σύστημα ασφαλείας της για να πάρεις πληροφορίες και στρατιωτικά μυστικά».
Τους απέφυγε διαθέτοντας μια μοναδική ικανότητα να ελίσσεται καλυμμένος πίσω από την εικόνα ενός ρακοσυλλέκτη με νοητική στέρηση, ενός μικροπωλητή ή ενός ιχθυέμπορα, αν και η σκέψη ότι κάποια στιγμή μπορεί να τον τσακώσουν οι πράκτορες της ΜΙΤ ήταν καθημερινά καρφωμένη στο μυαλό του. «Αυτό το πράγμα το κουβαλάς συνέχεια πάνω σου και μαθαίνεις να ζεις μαζί του. Η Τουρκία έχει μια μεγάλη -δεν ξέρω πόσο αποτελεσματική μπορεί να είναι- Υπηρεσία Πληροφοριών και δεν αφήνει στην τύχη καταστάσεις όταν δει κάτι περίεργο ή παράξενο. Αυτό τουλάχιστον κατάλαβα εγώ».
Παρακολουθούσε την 4η Στρατιά
Κύρια αποστολή του αντισυνταγματάρχη Γιαννόπουλου από την πρώτη στιγμή ήταν η παρακολούθηση των δραστηριοτήτων που είχαν οι τουρκικές Ενοπλες Δυνάμεις και η αποκωδικοποίηση των όποιων σχεδίων τους, κυρίως αυτών που αφορούσαν το Αιγαίο και τη Θράκη.
Ανέλαβε ειδικά την 4η Τουρκική Στρατιά που έδρευε στη Σμύρνη, την αποκαλούμενη και «Στρατιά του Αιγαίου», και η δράση του ήταν καταιγιστική.
Πέρα από το γεγονός ότι κατάφερε να στρατολογήσει Τούρκο αξιωματικό που υπηρετούσε σε νευραλγική θέση στην 4η Στρατιά, προχώρησε σε μια επιχείρηση που δεν είχε γίνει ποτέ γνωστή μέχρι να δώσει την πρώτη του συνέντευξη: ένα βράδυ κατόρθωσε να μπει στο υπαίθριο στρατηγείο τους κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης άσκησης, στην οποία οι Τούρκοι δοκίμαζαν την εφαρμογή των πραγματικών επιθετικών σχεδίων τους κατά της χώρας μας. Κύριοι στόχοι τους -«Ιl Kedef» στα τουρκικά- σε μια πιθανή σύρραξη με την Ελλάδα, τα μεγάλα νησιά του Αιγαίου όπως η Χίος και η Λέσβος. Ο Γιαννόπουλος παρακολουθούσε από απόσταση αναπνοής αυτές τις δραστηριότητες απέναντι από τη Χίο και περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία να μπει μέσα στο στρατηγείο τους.
Το κατόρθωσε στον κόλπο του Ντογάν, στην περιοχή που ονομάζεται Ντογάνμπεη, μια νύχτα που για τον ίδιο είχε σταματήσει ο χρόνος, υποδυόμενος τον ρακοσυλλέκτη με νοητική στέρηση. Κινήθηκε γύρω από τις σκηνές και τα πρόχειρα καταλύματα αναζητώντας στοιχεία, χαρτιά και οτιδήποτε άλλο μπορούσε να κουβαλήσει. Ανάμεσα σε εκατοντάδες Τούρκους που κοιμόντουσαν αμέριμνοι, περπάτησε αθόρυβα, μακριά από τα φώτα, μπαίνοντας και βγαίνοντας όπου μπορούσε, χωρίς να έχει καμία δυσάρεστη συνάντηση. Νιώθοντας ότι είναι ήδη στον άλλον κόσμο, όπως εξομολογήθηκε χρόνια αργότερα σε συνάδελφό του σε μία από αυτές τις κουβέντες που μένουν ανομολόγητα μυστικά για όσα χρόνια χρειάζεται, συγκέντρωσε εξαιρετικής σημασίας στοιχεία.
Εφυγε προσέχοντας κάθε του κίνηση, σαν ένα φάντασμα που εμφανίστηκε και εξαφανίστηκε μέσα στην ηρεμία της νύχτας, χωρίς να τρομάξει κανέναν. Μαζί του είχε πάρει χάρτες, σχέδια, έγγραφα και ό,τι άλλο βρήκε έχοντας τραβήξει και όσες φωτογραφίες χρειαζόταν για να έχει η Υπηρεσία τις αποδείξεις γι’ αυτή την παράτολμη επιχείρηση. Ανέπνευσε ανακουφισμένος μόνο όταν βρέθηκε στα περίχωρα της Σμύρνης, λίγο πριν από την ανατολή του ηλίου. Λίγες ώρες αργότερα, τα πολύτιμα στοιχεία μεταφέρθηκαν με διπλωματικό σάκο στα κεντρικά της ΚΥΠ στην Κατεχάκη, ενώ ο Γιαννόπουλος ξεκουραζόταν λίγο προκειμένου να επιστρέψει στη δράση.
Οργώνοντας την Τουρκία
Μετά από έναν χρόνο σταδιακής παραμονής στην Τουρκία, είχε εμβαθύνει απόλυτα στην ψυχολογία ενός Τούρκου και η δράση του δεν περιοριζόταν πλέον στην ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης. Η εμπλοκή του στο θέμα των Ελληνοκυπρίων αγνοουμένων ήταν αναπόφευκτη, παρά το γεγονός ότι η επιχειρησιακή δράση του είχε πρωταρχικό σκοπό την παρακολούθηση των τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων. Από το 1974 και μετά οι ελληνικές μυστικές υπηρεσίες λάμβαναν συνεχώς πληροφορίες που απαιτούσαν εξακρίβωση. «Το θέμα των αγνοουμένων είχε απομακρυνθεί χρονικά από το σημείο δημιουργίας του, δηλαδή το 1974, αφού είχαν περάσει 14 χρόνια. Είχε ήδη προηγηθεί μεγάλη έρευνα και είχαν ξοδευτεί πολλά χρήματα για να διερευνηθούν κάποιες πληροφορίες». Ο Γιαννόπουλος συνέχισε να αναζητάει στα βάθη της Ανατολίας σημάδια ζωής των ανθρώπων που πλήρωσαν με την αιχμαλωσία τους την εισβολή του «Αττίλα» στο μαρτυρικό νησί. Διαθέτοντας απίστευτα ψυχικά αποθέματα διερευνούσε κάθε πληροφορία, οργώνοντας κυριολεκτικά την Τουρκία σε επιχειρήσεις με τον μοναδικό χαρακτηρισμό που θα μπορούσαν να έχουν: «Ακρως Απόρρητη».
Το βράδυ που μπήκε στις Φυλακές της Αμάσειας ρίσκαρε ως συνήθως τη ζωή του, όταν άφησε την άχρωμη πόλη και ανέβηκε στις βόρειες παρυφές της.
Αναζητούσε μια ελληνική φωνή, την επιβεβαίωση μιας πληροφορίας και ίσως να ανατρίχιασε κοιτώντας τις δύο εισόδους των φυλακών και το αγκαθωτό συρματόπλεγμα. Εφυγε άπραγος μέσα στα μαύρα σκοτάδια, αθέατος, αφήνοντας πίσω του την πόλη νωρίς το πρωί. Στρατολόγησε φυλακισμένους αντικαθεστωτικούς προκειμένου να ψάξουν για Ελληνες όπου μπορούσαν, σε μια αέναη αναζήτηση βασανισμένων ψυχών στην αχανή ενδοχώρα της Τουρκίας.
Από το Ντενιζλί στο Μπολού
Το Ντενιζλί είναι μια πόλη που αριθμεί πάνω από 100.000 κατοίκους, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας που βρίσκεται στη Νοτιοανατολική Τουρκία. Ως πόλη δεν παρουσιάζει κανένα ιδιαίτερο τουριστικό ενδιαφέρον και την ημέρα που ο Ελληνας πράκτορας πάτησε το πόδι του το βλέμμα του επικεντρώθηκε σε ένα μόνο πράγμα: στην οχυρωμένη περίβολο έξω από την πολύβουη αγορά της πόλης, απέναντι ακριβώς από τον σιδηροδρομικό σταθμό, βρισκόταν ο επόμενος στόχος του. Ενα στρατόπεδο όπου τα μέτρα ασφαλείας ήταν δρακόντεια και οι φρουροί περιμετρικά είχαν μονίμως το δάχτυλο στη σκανδάλη.
Παρόλο που φάνταζε απίθανο να μπει κάποιος μέσα, ο Γιαννόπουλος τα κατάφερε, ψάχνοντας επτά Ελληνες οι οποίοι,σύμφωνα με πληροφορίες, βίωναν εκεί το δικό τους… εξπρές του μεσονυχτίου. Ο Ελληνας πράκτορας, όμως, δεν βρήκε κανέναν. Για να φτάσει στο Μπολού, που βρίσκεται 197 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Αγκυρας, επιστράτευσε όλο το κουράγιο του, αφού εκεί έδρευε η ελίτ του τουρκικού Στρατού. Η επίλεκτη ταξιαρχία των Τούρκων καταδρομέων σε ένα αχανές στρατόπεδο, με δεκάδες κτιριακά συγκροτήματα και κλωβούς αιχμαλώτων, δεν ήταν καθόλου εύκολο να ερευνηθεί από τον Ελληνα πράκτορα που ακτινογραφούσε την ταξιαρχία και προσπαθούσε να βρει τρόπο να διεισδύσει στη φωλιά του λύκου. «Στο Μπολού μπήκα μέσα ένα βράδυ προκειμένου να διαπιστώσω κατά πόσο ήταν αλήθεια η πληροφορία ότι υπάρχουν Ελληνοκύπριοι κρατούμενοι, φυλακισμένοι από την εισβολή. Πήγα και μέρα, αλλά δεν βρήκα τίποτα». Ο ίδιος είχε βαθιά μέσα του την ελπίδα κάποια από αυτές τις πληροφορίες να είναι αληθινή. Ηθελε να βρει και να μπορέσει να φέρει έστω και έναν αγνοούμενο πίσω στην Ελλάδα. Δεν βρήκε, όμως, όπου κι αν πήγε, κανέναν. Στην ερώτησή μας, δε, αν θα ρίσκαρε τα πάντα στην περίπτωση που ανακάλυπτε κάποιους η απάντησή του ήταν κατηγορηματική: «Δεν θα γύρναγα πίσω χωρίς αυτούς. Δεν υπήρχε περίπτωση να τους αφήσω εκεί. Θα έδινα και τη ζωή μου ακόμα – και αυτό δεν το λέω απλά για να το πω. Η βεβαιότητά μου είναι ότι όλοι σχεδόν εκτελέστηκαν στη Βόρεια Κύπρο. Δυστυχώς, βρήκαμε και Τούρκους που είχαν συμμετάσχει σε αυτές τις επιχειρήσεις».
Τα δάκρυα στη Σμύρνη
Την ημέρα που γνώρισε στη Σμύρνη δήθεν τυχαία έναν Τούρκο πρώην αλεξιπτωτιστή που είχε λάβει μέρος στην εισβολή της Κύπρου ο Γιαννόπουλος δεν την ξέχασε ποτέ. Την πρώτη συνάντηση ακολούθησαν δεύτερη και τρίτη. Εφαγε και ήπιε μαζί του, έγινε «φίλος» του ερευνώντας μια υπόθεση που για τους συγγενείς των αγνοουμένων δεν έκλεισε ποτέ.
Το δίκτυο των πληροφοριοδοτών που είχε στήσει είχε πιάσει λαβράκι, αφού ο συγκεκριμένος άνθρωπος -όπως είχαν μάθει- βασανιζόταν από τύψεις συνείδησης.
«Οταν τον προσέγγισα ο άνθρωπος αυτός βρισκόταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, θα έλεγα στα όρια της τρέλας, από τις ενοχές. Από τις αρχικές κουβέντες του συμπέρανα ότι πρέπει να είχε σκοτώσει άοπλους αιχμαλώτους πολέμου στη Βόρεια Κύπρο. Αργότερα μου το εξομολογήθηκε ο ίδιος με δάκρυα στα μάτια». Ο Γιαννόπουλος κέρδισε την εμπιστοσύνη του Τούρκου τόσο πολύ που όταν του αποκάλυψε τι έψαχνε, αυτός του ζήτησε να τον φέρει στην Ελλάδα προκειμένου να δικαστεί έτσι ώστε να λυτρωθεί από τις Ερινύες που τον κυνηγούσαν.
Ο Ελληνας αξιωματικός άρχισε να σχεδιάζει στο μυαλό του την επιχείρηση, αλλά η υπόθεση δεν είχε την έκβαση που προσδοκούσε όταν διαπίστωσε ότι οι τουρκικές Υπηρεσίες Ασφαλείας υποπτεύονταν τον αλεξιπτωτιστή.
«Πρέπει να είχαν αντιληφθεί τις κινήσεις του ή να τον είχαν χαρακτηρίσει επιρρεπή επειδή προφανώς το είχε πει και σε άλλους, γιατί από τη μια στιγμή στην άλλη τέθηκε σε στενή παρακολούθηση, προφανώς από τη ΜΙΤ. Εξαφανίστηκε από προσώπου γης και κάπου εκεί άρχισαν να δυσκολεύουν τα πράγματα και για μένα».
Η τελευταία αποστολή
Ο Τούρκος εμφανίστηκε χρόνια μετά στην τουρκική τηλεόραση επιβεβαιώνοντας τα όσα έλεγε ο Βασίλης Γιαννόπουλος, ο οποίος δεν σκέφτηκε ποτέ το ενδεχόμενο να πιαστεί.
«Κουβαλούσα πάνω μου πιστόλι, αλλά μπορείς μ’ ένα πιστόλι να τα βάλεις με όλη την Τουρκία; Η μόνη λύση σε μια τέτοια περίπτωση είναι τραγική και δεν θέλω να τη σκέφτομαι ούτε σήμερα», μου είχε πει κατά τη διάρκεια της τρίωρης συνομιλίας μας.
Αυτή η λύση ήταν μια σφαίρα στον κρόταφο, στην οποία ευτυχώς δεν χρειάστηκε ποτέ να καταφύγει σε όλα αυτά τα αγωνιώδη ταξίδια του για τη συλλογή πληροφοριών στα βάθη της Τουρκίας.
«Οι στρατιωτικές είναι δύσκολες πληροφορίες, από αυτές που δεν πουλιούνται στα σούπερ μάρκετ», μου είχε επισημάνει ο πρώην πράκτορας, ο οποίος αρκετές φορές ένιωσε την αγωνία βιώνοντας επικίνδυνες καταστάσεις.
«Το ζήτημα είναι να μη σε πιάσουν “φορτωμένο” σε κάποιο μπλόκο ασφαλείας». Φυσικά δεν είχε ξεχάσει κανένα από τα μπλόκα στα οποία έπεσε, όταν ο ιδρώτας της αγωνίας κυλούσε ποτάμι μέσα από τα ρούχα του, όπως συνέβη ένα βράδυ σε κάποιον επαρχιακό δρόμο όταν τον σταμάτησαν για έλεγχο.
Οι Τούρκοι έλεγξαν τα χαρτιά του και τον άφησαν να φύγει, αφού το μπλόκο που είχαν στήσει ήταν για κάποιον άλλον, μέχρι όμως «να δεις ότι δεν είναι για σένα μόνο η ψυχή σου ξέρει τι περνάς…».
Σε κατάσταση εμπλοκής δεν βρέθηκε ποτέ, επιστρατεύοντας πάντα τον νου του για να αποφύγει πιθανή ανταλλαγή πυροβολισμών, που θα είχε απρόβλεπτες συνέπειες για τη ζωή του.
Στις αρχές του 1992, ο συνταγματάρχης πλέον Βασίλης Γιαννόπουλος ταξίδεψε στην Τουρκία για την τελευταία του αποστολή σε τουρκικό έδαφος.
«Είχα καταλάβει πλέον ότι έπρεπε να φύγω και να πάει κάποιος άλλος. Δεν πήγαινε άλλο, και έτσι ζήτησα να αποδεσμευτώ και να επιστρέψω στην πατρίδα οριστικά».
Πώς ένιωσε μετά την τελευταία αποστολή; Υπερηφάνεια και ικανοποίηση που κατάφερε να επιτελέσει τον σκοπό για τον οποίο επιλέχθηκε, με αποτελέσματα που είναι καταγεγραμμένα και γνωρίζουν ελάχιστοι άνθρωποι που επιτρεπόταν να ξέρουν. Αυτοί ήταν ο εκάστοτε διοικητής και υποδιοικητής της ΚΥΠ, καθώς και ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων.
Η γυναίκα του, με την οποία παντρεύτηκε το 1974, δεν ήξερε τι ακριβώς έκανε ο σύζυγός της στην Τουρκία, ο οποίος δεν της έδωσε ποτέ το δικαίωμα να ανησυχήσει, ενώ η κόρη του Μαρία έμαθε το 2008 και με αφορμή μια ολιγόλεπτη τηλεοπτική του εμφάνιση στους «Φακέλους» κάποια πράγματα για τη δράση του πατέρα της.
Εκπαιδεύοντας τον Σάββα
Ο ίδιος είχε ένα μικρό παράπονο από την Υπηρεσία μέχρι το τέλος της ζωής του. «Δυστυχώς, και μιλάω για ηθική και μόνο αμοιβή, τίποτε δεν έγινε γι’ αυτές τις πράξεις, οι οποίες δεν είναι καθημερινές, αγγίζουν τα όρια της αυτοθυσίας και δεν επαναλαμβάνονται. Πιστεύω ότι η Υπηρεσία θα έπρεπε με κάποιον τρόπο να τις επιβραβεύσει. Δεν με κάλεσαν να κάνω ένα μάθημα, λες και δεν υπήρξα».
Τα μόνα μαθήματα που έκανε ήταν αυτά στον διάδοχό του, τον ταγματάρχη Σάββα Καλεντερίδη, που επέλεξε ο ίδιος για αντικαταστάτη του. Γνωρίστηκαν στη Σχολή Ξένων Γλωσσών και όταν ήρθε η ώρα τον εκπαίδευσε για μήνες όπως μόνο εκείνος ήξερε στα κεντρικά της Κατεχάκη και σε απομονωμένες εγκαταστάσεις της ΚΥΠ.
Ο Καλεντερίδης ήξερε ήδη για τον μύθο του συνταγματάρχη Γιαννόπουλου, που ως μαθητή τον έκρινε άριστο διάδοχό του καθώς συνέχισε με επιτυχία το έργο του δασκάλου του στα βάθη της Ανατολίας.
Αν προσπαθήσει κάποιος να αποτιμήσει τα έργα και τις ημέρες του Γιαννόπουλου στην Τουρκία θα δυσκολευτεί. Πάρα πολλά απ’ όσα έκανε θα μείνουν για πάντα άγνωστα και καταχωνιασμένα στα αρχεία της σημερινής ΕΥΠ. Η φράση του «είχαμε προχωρήσει βαθιά σε θέματα κατασκοπείας. Τους είχαμε πάρει τη σκέψη και αναφέρομαι στις τουρκικές Ενοπλες Δυνάμεις, που αποτελούν έναν πολύ σκληρό μηχανισμό» τα λέει όλα.
Με την οριστική επιστροφή του στην Ελλάδα φόρεσε ξανά μετά από πέντε χρόνια τη στολή του και επανήλθε σε μια καθημερινότητα που είχε ξεχάσει. Παρέμεινε για τρία ακόμη χρόνια στην ΚΥΠ ως διευθυντής Ανάλυσης και Εκτίμησης Στρατιωτικών Πληροφοριών, προτού μετατεθεί ως διοικητής Μηχανικού στην ΑΣΔΕΝ (Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση Εσωτερικού και Νήσων).
Η τεράστια εμπειρία του, αφού θεωρείται αυθεντία και για πολλούς ο Νο 1 στα Ελληνοτουρκικά, χρησιμοποιήθηκε κατάλληλα από το ΓΕΕΘΑ, που τον επέλεξε για διοικητή στη Διεύθυνση Πληροφοριών όταν ο Γιαννόπουλος έγινε ταξίαρχος.
Η ζωή μετά
Επί των ημερών του δημιουργήθηκε η Στρατιωτική Υπηρεσία Πληροφοριών, για την οποία δούλεψε πολύ, ενώ ο τελευταίος του σταθμός ήταν η ανάθεση της ασφάλειας των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, όταν πλέον είχε γίνει αντιστράτηγος.
Συνεργάστηκε με την κυρία Γιάννα Αγγελοπούλου και εξέχουσες ξένες προσωπικότητες για τρία χρόνια προτού αποστρατευτεί, ενώ διοικούσε 40.000 στρατιώτες που είχαν επιστρατευτεί για τους Ολυμπιακούς της Αθήνας.
Οι πληροφορίες λένε ότι είχε την κύρια ευθύνη της συνδιαλλαγής με τα επίλεκτα κλιμάκια της CIA, της Μοσάντ, της MI6 και της ρωσικής FSB, που είχαν κατακλύσει την Αθήνα εν όψει των Αγώνων.
Η αποστράτευσή του το 2007 μπορεί να τον στεναχώρησε, σίγουρα όμως δεν τον άφησε στον κύκλο των συνταξιούχων στρατιωτικών που συναντιούνται και θυμούνται τα παλιά. Ο ίδιος άλλωστε δεν μπορούσε να εκφράσει δημόσια τα όσα έκανε στην Τουρκία για πέντε χρόνια, αφού τα κράτησε μόνο για τον εαυτό του και μια συνέντευξη, παρόλο που, αν ήθελε, θα μπορούσε να γράψει το πιο συναρπαστικό κατασκοπευτικό βιβλίο.
Το σίγουρο είναι ότι ο στρατηγός δεν θα ξεχάσει ποτέ τις κρύες νύχτες που πάτησε το πόδι του στην Αμάσεια, στο Ντενιζλί, στο Μπολού και στα περίχωρα της Σμύρνης «χορεύοντας» τους «γείτονες» για τα καλά στον δικό του «χορό των κατασκόπων».
Οπως μου είχε πει φεύγοντας με αχνό χαμόγελο: «Εάν καταλάβαιναν οι Τούρκοι τι τους έκανα, το πιθανότερο σήμερα θα ήταν να ήμουν πλατεία στο χωριό μου»!