Ο γιατρός καταδικάστηκε σε μόλις 30 μηνών φυλάκιση για ανθρωποκτονία εξ αμελείας – Είχε διαγνώσει λοίμωξη αντί για μηνιγγιτιδοκοκκική σηψαιμία
Μαθητής, μόλις 14 ετών, έχασε τη ζωή του σε λιγότερο από ένα 24ώρο από μηνιγγιτιδοκοκκική σηψαιμία, καθώς ο εφημερεύων γιατρός νοσοκομειακού της Ηπείρου από παραλείψεις του και λανθασμένη μη έγκυρη διάγνωση αποφάνθηκε ότι ο άτυχος ανήλικος είχε ιογενή λοίμωξη και τον έστειλε σπίτι του.
Ο γιατρός καταδικάστηκε σε μόλις 30 μηνών φυλάκιση για ανθρωποκτονία εξ αμελείας, ενώ το Δημόσιο υποχρεώθηκε να καταβάλει αποζημίωση στους συγγενείς του.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας επικύρωσε εφετειακή απόφαση η οποία είχε επιδικάσει στους γονείς και συγγενείς του άτυχου 14χρόνου το ποσό των 260.000 ευρώ για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν από τον εντελώς πρόωρο και άδικο θάνατο του γιού, αδελφού και εγγονού, ενώ η Ένορκη Διοικητική Εξέταση που διενεργήθηκε από το νοσοκομείο δεν αναγνώρισε ευθύνες σε κανέναν από τους γιατρούς του.
Το μεσημέρι της Κυριακής στις 22 Φεβρουαρίου του 1998 ο 14χρόνος μεταφέρθηκε από την μητέρα του στα εξωτερικά ιατρεία νοσοκομείου με υψηλό πυρετό (40ο C), πονοκέφαλο, βήχα, ναυτία, ζάλη και τάση προς έμετο. Εκεί τον εξέτασε ο εφημερεύων ειδικευόμενος γιατρός (στοματοφάρυγγας, καρδιακός τόνος, ακρόαση πνευμόνων, ψηλάφηση κοιλίας, έλεγχο για αυχενική δυσκαμψία, εξέταση δέρματος κ.λπ.) και παρήγγειλε νέα θερμομέτρηση, όπως και την διενέργεια ακτινογραφίας προσώπου, αιματολογικών και βιοχημικών εξετάσεων και του τοποθέτησε ορό.
Στον ανήλικο έγινε ενδομυϊκή ένεση και του χορηγήθηκε αντιπυρετικό φάρμακο, με αποτέλεσμα, μετά την πάροδο μισής ώρας, ο πυρετός να υποχωρήσει στους 38,5ο C και αργότερα στους 37,5ο C. Όμως, οι ζαλάδες συνεχιζόντουσαν και ο 14χρόνος με φορείο οδηγήθηκε στο ακτινολογικό εργαστήριο, προκειμένου να υποβληθή σε ακτινογραφία.
Μετά τις εξετάσεις ο γιατρός, απέκλεισε την περίπτωση μηνιγγίτιδας και διέγνωσε ιογενή λοίμωξη με πιθανότητα επιπλοκής από τα ιγμόρια.
Έτσι, έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαία η εισαγωγή του στο νοσοκομείο και συνταγογράφησε φαρμακευτική αγωγή (αντιβιοτικό και αντιπυρετικό φάρμακο).
Μάλιστα έδωσε οδηγίες στην μητέρα του, σε περίπτωση που συνεχιζόταν ο πονοκεφάλυς και ο πυρετός ή εμφανιζόταν σύγχυση ή διαταραχή σε επίπεδο συνειδήσεως ή είχε νέες ναυτίες ή εμετούς ή οποιοδήποτε εξάνθημα στο δέρμα, να τον πάει αμέσως και πάλι στο νοσοκομείο. Κατόπιν αυτών αποχώρησε από το νοσοκομείο.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας επί 4 ώρες που παρέμεινε στο νοσοκομείο ο άτυχος ανήλικος δεν εξετάσθηκε από ειδικευμένο ιατρό, γιατί, ο ειδικευμένος ιατρός (παθολόγος, επιμελητής Β΄), φέρεται να ήταν συνεχώς απασχολημένος στο Παθολογικό Τμήμα, με την αντιμετώπιση δυο βαρέων περιστατικών.
Στις 3 μετά τα μεσάνυκτα ο 14χρόνος μεταφέρθηκε σε κατάσταση σοκ από τους γονείς του και πάλι εσπευσμένα, στο νοσοκομείο.
Όταν έφτασε για δεύτερη φορά μέσα σε λίγες ώρες στο νοσοκομείο παρουσίαζε «γενικευμένο πορφυρικό εξάνθημα, είχε μεν δική του αναπνοή, αλλά ευρίσκετο σε κατάσταση σοκ». Παρά τις, επί δίωρο περίπου, «προσπάθειες του ιατρικού προσωπικού για καρδιοαναπνευστική ανάνηψη, ο μαθητής απεβίωσε περί ώρα 5:45΄».
Η ιατροδικαστική έκθεση ως αιτία θανάτου ανέγραφε: «Αμφοτερόπλευρος αιμορραγία των επινεφριδίων, οφειλομένη σε προσβολή του οργανισμού από τοξικό μικρόβιο, ως επί μηνιγγιτιδοκοκκικής λοιμώξεως, άνευ συμμετοχής των μηνίγγων». Στην ίδια έκθεση αναφέρεται ως συμπέρασμα, ότι «ο θάνατος οφειλόταν σε παθολογικά αίτια και επήλθε συνεπεία αμφοτερόπλευρης αιμορραγίας των επινεφριδίων, λοιμώδους αιτιολογίας (σύνδρομο Waterhouse-Friderichsen)».
Με βούλευμα του συμβουλίου Πλημμελειοδικών παραπέμφθηκαν σε δίκη οι υπεύθυνοι γιατροί του νοσοκομείου που εφημέρευαν την επίμαχη ημέρα (εκ των οποίων η μια έκανε το αγροτικός της) και ο πρόεδρος του νοσοκομείου. Τελικά μόνο ο εφημερεύων ειδικευόμενος γιατρός κρίθηκε ένοχος για ανθρωποκτονία από αμέλεια και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 30 μηνών.
Κρίθηκε ένοχος, γιατί «δεν εκτίμησε ορθά τα κλινικά συμπτώματα και διέγνωσε εσφαλμένα ότι επρόκειτο περί ιογενούς λοίμωξη, ενώ με βάση τα κλινικά συμπτώματα όφειλε να εισαγάγει αμέσως τον ασθενή στην παθολογική κλινική χορηγώντας ισχυρή αντιβίωση τελών άμα εν αναμονή της καλλιέργειας του εγκεφαλονωτιαίου υγρού, ως μόνης ασφαλούς εξέτασης για την διάγνωση της μηνιγγιτιδοκοκκικής νόσου που ήταν ραγδαία», με συνέπεια «να επιδεινωθεί η κατάσταση του ανηλίκου», ο οποίος «τελικά απεβίωσε από μηνιγγιτιδοκοκκική σηψαιμία».
Από τον πρόεδρο του νοσοκομείου διατάχθηκε Ένορκη Διοικητική Εξέταση, η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «δεν προέκυψαν ευθύνες και παράλειψη ιατρικών πράξεων από το προσωπικό του νοσοκομείου και έθεσε την υπόθεση στο αρχείο».
Οι δύο γονείς του άτυχου ανήλικου, η αδελφή του, ο παππούς του και οι δύο γιαγιάδες ζήτησαν από το Δημόσιο συνολική αποζημίωση ύψους 607.123 ευρώ για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν από το θάνατο του 14χρόνου και 160.000 ευρώ για την στέρηση των μελλοντικών υπηρεσιών του (συνολικά 767.123 ευρώ).
Τελικά, το ΣτΕ επικύρωσε την Εφετειακή απόφαση που επιδικάσε σε όλους τους συγγενείς το ποσό των 260.000 ευρώ.