«Έφυγε» από τη ζωή η συγγραφέας Λούλα Αναγνωστάκη

0
624

Σήμερα το πρωί

Ήταν αδερφή του  Μανόλη Αναγνωστάκη, σύζυγος του  καθηγητή ψυχιατρικής Γιώργου Χειμωνά και μητέρα του συγγραφέα Θανάση Χειμωνά – Την Τρίτη η νεκρώσιμος ακολουθία στο πρώτο νεκροταφείο

«Έφυγε» σήμερα το πρωί από τη ζωή στον ύπνο της η συγγραφέας Λούλα Αναγνωστάκη.

H Λούλα Αναγνωστάκη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1934 και ήταν μικρότερη αδελφή του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη. Η Λούλα Αναγνωστάκη σπούδασε και πήρε πτυχίο από τη Νομική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Παντρεύτηκε τον συγγραφέα και καθηγητή ψυχιατρικής Γιώργο Χειμωνά και είναι η μητέρα του συγγραφέα Θανάση Χειμωνά.

Η νεκρώσιμος ακολουθία θα τελεστεί την Τρίτη 10/10 στο πρώτο νεκροταφείο Αθηνών στις τέσσερις το μεσημέρι.
Η Λούλα Αναγνωστάκη

Τα έργα της

Τα πρώτα τρία μονόπρακτα έργα της Αναγνωστάκη ανέβηκαν για πρώτη φορά στη σκηνή το 1965 και εκδόθηκαν σε βιβλίο το 1974: ήταν η Η διανυκτέρευση, Η πόλη και Η παρέλαση, τα οποία πρωτοπαρουσιάσθηκαν σε μία ενιαία παράσταση στο Θέατρο Τέχνης από τον Κάρολο Κουν. Ακολούθησε το τρίπρακτο έργο Η συναναστροφή, που παρουσιάσθηκε στο Εθνικό Θέατρο το 1967.Τα μεταγενέστερα έργα της έχουν ανεβεί στο Εθνικό Θέατρο, στο Θέατρο Τέχνης και σε άλλες χώρες, όπως η Κύπρος, η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιταλία και η Πολωνία. Αυτά είναι τα εξής:Αντόνιο ή το μήνυμα (1972)
Η νίκη (1978)
Η κασέτα (1982)
Ο ήχος του όπλου (1987)
Διαμάντια και μπλουζ (1990)
Το ταξίδι μακριά (1995)
Ο ουρανός κατακόκκινος (μονόπρακτο, 1998)
Σ’ εσάς που με ακούτε (2003)
Ο Γιώργος ως Άμλετ, Τα κείμενα των Φιλίππων 2009-2014 (2015) Κάπα Εκδοτική

Διαβάστε την συνέντευξη που είχε δώσει η Λούλα Αναγνωστάκη στο «Βήμα» το 2016

Ηταν η πρώτη φορά που είδα τη θεατρική συγγραφέα Λούλα Αναγνωστάκη χωρίς γυαλιά. Ισα που πρόλαβα, δηλαδή, αφού συγχρόνως με τον βεβιασμένο χαιρετισμό της, τα ζητούσε επίμονα από την κυρία που τη φροντίζει. Τα φόρεσε και η ευκαιρία για μια συνέντευξη χωρίς γυαλιά χάθηκε. Εστρωσε με τα λεπτά της δάχτυλα τα μαλλιά της και έκλεισε και την πορφυρόχρωμη βελουδένια ρόμπα της που λίγο είχε ανοίξει, καθώς ήταν καθισμένη στην πολυθρόνα της, απέναντι από την τηλεόραση.

Η Λούλα Αναγνωστάκη ίσως να μη χρειάζεται συστάσεις. Μοιάζει με θρύλο. Πενήντα χρόνια πέρασαν από τότε που πήγε στο Θέατρο Τέχνης – ή στο «υπόγειο», όπως συνηθίζαμε να το λέμε – και παρέδωσε δύο μονόπρακτά της στον Κάρολο Κουν. Εκείνος της είπε ότι ναι μεν του άρεσαν, αλλά έπρεπε να γράψει ένα επιπλέον για να συγκροτήσουν μια παράσταση. Γύρισε σπίτι και ξενύχτισε· και την επομένη το πρωί το είχε έτοιμο. Σε μια νύχτα, ένα ακόμη μονόπρακτο, «Η παρέλαση», εμπνευσμένο και από τη φυλάκιση του αδελφού της, του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη, στο Γεντί Κουλέ, ο οποίος καταδικάστηκε σε θάνατο και απελευθερώθηκε το 1951 με τη γενική αμνηστία. Αυτά δεν τα ξεχνάει, καθώς λάτρευε τον αδελφό της. Οπως δεν ξεχνά όμως – και το χαίρεται ακόμη, χαμογελώντας με μια χαριτωμένη πονηριά – και το γεγονός ότι τότε, πριν από 50 χρόνια, κατόρθωσε να γράψει ένα έργο μέσα σε μια νύχτα. Γιατί έτσι άρχισε η θριαμβευτική είσοδός της στα θεατρικά πράγματα της χώρας.

Η Λούλα Αναγνωστάκη με τον Κάρολο Κουν κατά τη διάρκεια πρόβας στο Θέατρο Τέχνης

Η Λούλα Αναγνωστάκη είναι η μόνη γυναίκα θεατρική συγγραφέας της μεταπολεμικής περιόδου που έγινε τόσο γνωστή. Οι θεατρόφιλοι δεν ήθελαν να χάσουν έργο της, γιατί συγκινούνταν από την αμεσότητα του λόγου της, την καθαρότητά του, τις αναφορές σε συλλογικές μνήμες, που δονούσαν κάποιο δικό τους κρυφό κομμάτι, και από την ψυχολογική προσέγγιση των ηρώων της. Τα κείμενά της ήταν εμμέσως πολιτικά και πολύ ανθρώπινα. Τα θέατρα γέμιζαν. Οι επιτυχίες διαδέχονταν η μία την άλλη. Εκείνη κρυβόταν πίσω από τα μαύρα γυαλιά της.

Συνέτρεξαν και άλλα, εκτός της γραφής, για να γίνει θρύλος. Λεπτή, κομψή και αέρινη, κυκλοφορούσε στους δρόμους της Αθήνας, και κυρίως του Κολωνακίου, χωρίς κανείς να βλέπει τα μάτια της. Ωστόσο, πίσω από τα γυαλιά της ήταν πάντα χαμογελαστή, πρόθυμη για συζήτηση, διακριτική, ευγενική, και αν όλα αυτά τα στοιχεία μοιάζουν κοινότοπα, εκείνη έμοιαζε να τα φέρνει από έναν άλλον κόσμο.

Ισως να ήταν ο κόσμος της με τον Γιώργο Χειμωνά, έρωτας κεραυνοβόλος, ένα coup de foudre όπως της αρέσει να λέει, στα τέλη της δεκαετίας του ’60, ενόσω ήταν παντρεμένη με τον κριτικό θεάτρου και ηθοποιό Μηνά Χρηστίδη. Γάμος δεύτερος, λοιπόν, με τον Χειμωνά, ψυχίατρο και πεζογράφο, ιδιαίτερα γοητευτικό διανοούμενο, προσωπικότητα ισχυρή, με βαθιά γνώση όχι μόνο της ψυχής, αλλά και της ελληνικής γλώσσας, άξιο μεταφραστή αρχαίων κειμένων. Μαζί έφτιαχναν ένα εκκεντρικό ζευγάρι μέσα σε μια πολυτάραχη και πολυσυζητημένη ζωή, που συχνά έμοιαζε με εναλλασσόμενο θεατρικό ρεπερτόριο. Μαζί έκαναν κι ένα αγόρι, τον Θανάση, που πλέον είναι συγγραφέας και ασχολείται και με την πολιτική.

Με την καλή της φίλη Ρένη Πιττακή και τον ποιητή και πεζογράφο Τίτο Πατρίκιο

Μετά τον πρόωρο θάνατο του Χειμωνά, που συνέβη ξαφνικά, το 2000, στο Παρίσι, η Λούλα Αναγνωστάκη άρχισε να κλείνει, όπως κλείνουν ένα ένα τα ανθοπέταλα μέσα στο σούρουπο. Ζει μόνη της, στο διαμέρισμα όπου έστησε το αφήγημά της· μόνη, αφού πλέον μέσα από τις σελίδες του ξεπετάχτηκε ο κακός λύκος. Για καλή της τύχη, όμως, ο γιος της την έχει από κοντά.

Η Λούλα Αναγνωστάκη έγραψε 12 έργα που σκηνοθετήθηκαν και ερμηνεύτηκαν από εξαιρετικούς καλλιτέχνες. Πιττακή, Ζαβιτσιάνου, Κονιόρδου, Λαζαρίδου, Αρμένης, Τζώρτζογλου είναι μερικά από τα ονόματα που έδωσαν πνοή σε ρόλους της, και Κουν, Βογιατζής, Τριβιζάς, Παπαβασιλείου, Κουγιουμτζής, Αρδίττης, κάποιοι από τους σκηνοθέτες τους. Τα έργα της ανέβηκαν και σε πολλές ευρωπαϊκές σκηνές, και στο Παρίσι, σκηνοθέτης ήταν ο Αντουάν Βιτέζ. Εγραψε και κείμενα για το θέατρο και τη ζωή της, τα οποία συμπεριλαμβάνονται στο βιβλίο «Ο ήχος της ζωής» (εκδ. Καστανιώτη).

Τον περασμένο Δεκέμβριο ο ηθοποιός Μάνος Καρατζογιάννης οργάνωσε ένα μεγάλο αφιέρωμα στο Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης για τα 50 χρόνια της θεατρικής πορείας της. Περιελάμβανε ημερίδες, προβολές παραστάσεων σε σκηνοθεσία του Κουν, ζωντανή μουσική από τα έργα της. Ο Καρατζογιάννης, ο οποίος σκηνοθέτησε στο πλαίσιο του αφιερώματος και το έργο της «Σ’ εσάς που με ακούτε», ετοιμάζει τη διατριβή του στο Πανεπιστήμιο του Γουίντσεστερ επάνω στη δραματουργία της θαυμάσιας συγγραφέως.

Η Λούλα Αναγνωστάκη με δέχτηκε στο σπίτι της. Στην πλατεία Κολωνακίου. Η πρώτη σεκάνς, όπως ήδη σας το ανέφερα, ήταν προτού προλάβει να φορέσει τα γυαλιά. Στη δεύτερη σεκάνς, με τα γυαλιά πλέον, ζήτησε συγγνώμη που δεν σηκώθηκε να με υποδεχτεί και ξεκίνησε η συζήτησή μας.

Με τον σκηνογράφο Διονύση Φωτόπουλο

Είστε πάντα μια γοητευτική γυναίκα, κυρία Αναγνωστάκη. «Οχι, είμαι μια ηλικιωμένη γυναίκα. Τι μου λέτε τώρα; Τα χρόνια περνάνε. Μας αλλάζουν. Ηταν και αυτή η αρρώστια μου… Ξέρετε, θα σας βασανίσω με τη συνέντευξη. Μιλάω αργά».

Δεν πειράζει που μιλάτε αργά. Ομορφος είναι ο χώρος σας… «Είναι και πολλές φωτογραφίες… Κι εδώ. Κι εκεί, απέναντι… Ο Γιώργος… Ο Θανάσης… Ο Μανόλης… Εδώ είμαι εγώ. Αυτή απέναντι είναι η αφίσα. Την έφτιαξε ο Κραουνάκης και μου την έφερε. Εκαναν κάτι για μένα· ένα αφιέρωμα. Η φωτογραφία μου είναι από τα παλιά… Αλήθεια λέτε ότι σας αρέσει ο χώρος;».

Ναι. Και επειδή έτσι ήρθαν τα πράγματα και σας βρήκα χωρίς γυαλιά, θα τολμήσω να σας ρωτήσω, γιατί τα φοράτε πάντα; Θέλετε να είστε ινκόγκνιτο; «Ινκόγκνιτο, ναι, αλλά όχι από ιδιοτροπία. Ετσι το έκανα κάποιες φορές και μετά έμεινε».

Ησασταν πάντα κομψή. «Δεν ξέρω αν ήμουν κομψή, αλλά μ’ ενδιέφερε πάρα πολύ η εμφάνισή μου. Τώρα δεν μ’ ενδιαφέρει. Τώρα προτιμώ να μη με βλέπουν».

Διαλέγατε πολύ ωραία ρούχα. «Είχα πάντα ένα ή δύο πολύ ωραία, που τα πρόσεχα πάρα πολύ. Αυτά ήταν εξαιρετικά. Τα υπόλοιπα ήταν πρόχειρα. Αλλά όλα ήταν απλά».

Τα χρώματά τους; «Μπλε ρουά, μπλε σκούρα. Μαύρα. Γκρίζα».

Φορούσατε και καπέλα; «Ναι, στο ίδιο χρώμα».

Ποια υφάσματα σας αρέσουν; «Τα βελούδα και τα καλά μεταξωτά· τα σουά σοβάζ, τα βελούρ σιφόν… Ολο τέτοια ήταν τα φορέματά μου».

Εχετε κρατήσει αυτά που αγαπούσατε; «Ναι».

Η εμφάνισή σας είχε μια θεατρικότητα. «Η ζωή μου είχε μια θεατρικότητα· αλλά δεν τη σκηνοθετούσα. Ετσι ήταν».

Ανήκετε στην αστική τάξη της Αθήνας που φέρει τα στοιχεία μιας παλιάς αριστοκρατικότητας. «Δεν ξέρω πώς το εννοείτε αυτό».

Οτι έχετε μια φινέτσα, ευγένεια, καλούς τρόπους… «Αυτό είναι δικό σας. Να το γράψετε αυτό, παρακαλώ. Οτι είναι δικό σας».

Εχετε αντίρρηση; Ετσι δεν είστε; «Φυσικά. Προσπαθώ να είμαι έτσι πάντα. Καλύτερα να πούμε άλλα… Είδατε τι ωραία που είναι έξω; Η πλατεία… Βγείτε στο μπαλκόνι να δείτε. Το καφενείο απέναντι, εκεί που καθίσαμε, παλιά. Τι λέγαμε τότε;».

Μου είχατε πει να μην κουβεντιάζω με τον αγαπημένο μου δύσκολα θέματα ψυχής. Μόνο τα ανάλαφρα να του λέω… «Εγώ σας τα είπα αυτά; Εντύπωση μου κάνει· δεν τα θυμάμαι… Σας αρέσουν τα τριαντάφυλλά μου;».

Ναι. Η ζωή σας σε ένα σπίτι με πολλά λουλούδια. «Ναι, τότε πάντα με λουλούδια. Τριαντάφυλλα».

Τότε; Ο Χειμωνάς σάς τα πρόσφερε; «Ναι, τριαντάφυλλα κόκκινα».

Γι’ αυτό τα αγαπάτε; «Μάλλον μου τα πρόσφερε επειδή τα αγαπούσα εγώ. Μου αρέσει το κόκκινο, αλλά να είναι φιλοσοφημένο. Να είναι βαθύ, να λέει πράγματα. Οχι το οποιοδήποτε κόκκινο».

Τώρα τα αγοράζετε εσείς; «Τώρα μου τα φέρνουν, μου τα στέλνουν, δεν παίρνω τίποτα πια, δεν βγαίνω από το σπίτι, δεν θέλω καθόλου».

Γιατί δεν βγαίνετε από το σπίτι; «Δεν θέλω. Καμιά βόλτα μόνο με αυτοκίνητο. Αλλοτε έβγαινα πολύ. Κάθε μέρα. Δεν έχω όρεξη για τίποτα».

Σκέπτομαι, όμως, ότι θα πρέπει να νιώθετε μεγάλη ικανοποίηση για όσα έχετε ζήσει. «Μπα, δεν βαριέσαι, όχι».

Γιατί; Είναι μια ζωή γεμάτη αγάπη, έρωτα… «Καθημερινότης».

Ο έρωτας είναι καθημερινότητα; «Οταν δεν έχει ένταση…».

Και στην αρχή; «Αυτό είναι άλλο».

Καθημερινότητα δύσκολη, φαντάζομαι, με τον Χειμωνά. «Αυτό είναι τρομερά δύσκολο».

Αλλά και πολύ γοητευτικό; «Πολύ».

Εχετε ζήσει πράγματα που άλλοι ούτε τα έχουν σκεφτεί. «Ναι, αυτό είναι αλήθεια».

Δυνατές στιγμές και έντονες καταστάσεις; «Ναι, αλλά δεν θέλω να μιλήσω. Αρκούσε και μόνο να ζει κανείς με τον Χειμωνά. Αυτό τα λέει όλα. Ο Γιώργος είχε πάντα μεγάλη ένταση».

Ακούγατε μαζί μουσική; «Ναι, ροκ».

Ποια συγκροτήματα; «Beatles… Pink Floyd…».
Χορεύατε; «Σαν τρελοί. Αλλά οι δυο μας. Στο σπίτι. Πολύ ωραία ήταν».

Εσείς με το μεταξωτό σας φόρεμα κι εκείνος ντυμένος στα μαύρα; «Και στα άσπρα. Και είχε τρομερό ρυθμό».

Σε πάρτι φίλων πηγαίνατε; «Βέβαια! Και εκεί χορεύαμε».

Εχετε κάποιο παράπονο από τη ζωή σας; «Πολλά, πάρα πολλά, αν τα αρχίσουμε δεν τελειώνουμε, είναι άλλη συνέντευξη».

Τι είδους παράπονα; «Τα παράπονα είναι από τον Χειμωνά και είναι και προς τον Χειμωνά».

Για ποιο πράγμα; «Για τη σχέση μας».

Είναι και που εκείνος έφυγε από τη ζωή; «Οχι, αυτό είναι κοινό».

Ο Χειμωνάς είχε παράπονα από εσάς; «Ηταν τόσο ψεύτης που δεν ξέρω».

Εχουν μια γοητεία οι άνδρες που λένε ψέματα; «Οχι. Οταν λένε ψέματα, τους καταλαβαίνεις. Ο Γιώργος δεν ήταν έτσι. Δεν έλεγε ψέματα. Είναι άλλο να λες ψέματα και άλλο να είσαι ψεύτης. Ο Γιώργος ήταν ψεύτης. Ηταν έτσι φτιαγμένος. Αυτό έχει μια γοητεία».

Νομίζω ότι σας αγαπούσε υπερβολικά. «Δεν ξέρω. Υπερβολικά ή καθόλου».

Σας απήγγελλε και ποιήματα; «Ναι, πολύ ωραία ποιήματα. Δεν μπορείτε να φανταστείτε και πόσο ωραία τα διάβαζε. Καταπληκτικά!».

Η εικόνα που έχω είναι ενός ερμητικά κλειστού ανθρώπου, που ήταν συγχρόνως ανεμοστρόβιλος. Και σας είχε πάρει μέσα. Σωστή είναι; «Ναι, ναι. Σωστή. Ηταν ανεμοστρόβιλος».

Αυτό λίγο τυφλώνει; «Ναι, αλλά όταν είναι πολλά χρόνια… Κάποια στιγμή, ανοίγεις τα μάτια και βλέπεις».

Εχετε ενοχές για κάτι; «Οχι, δεν έχω ενοχές. Είχα πριν από χρόνια πολλές, μετά το σκέφτηκα καλά, και δεν έχω».

Ησασταν όλοι όμορφοι στην οικογένεια. «Ναι. Αλλά πιο όμορφη οικογένεια ήταν αυτή του Χειμωνά. Και η αδελφή του… Πιο μεγάλη από όλους μας».
Από τη Θεσσαλονίκη φύγατε πολύ νέα; «Οριστικά, στα 38 μου».

Ποια πόλη αγαπήσατε πιο πολύ; «Την Αθήνα. Τη Θεσσαλονίκη καθόλου. Εχω να πάω χρόνια. Για καμιά δουλειά μόνο… Τι ερωτική πόλη λένε ότι είναι, αυτά είναι σαχλαμάρες».

Εκεί όμως μεγαλώσατε. «Εκεί μεγάλωσα, εκεί πήγα σχολείο και πανεπιστήμιο. Και η Μαρία, η αδελφή μου, εκεί. Πέθανε, όμως. Εχω μεγάλα ανίψια από τη Μαρία».

Και ο αδελφός σας, ο Μανόλης; «Εκεί. Σπούδασε γιατρός. Οπως και η Μαρία».

Γιατί ήρθατε στην Αθήνα; «Γιατί πάντα τους άνδρες ακολουθούσα. Τότε ακολούθησα τον προηγούμενο άνδρα μου. Θα ερχόμουν οπωσδήποτε πάντως».

Εσείς ήρθατε με τον έρωτα. Ο αδελφός σας; Η αδελφή σας; «Ολοι με τον έρωτα ήρθαμε».

Σημαίνει ότι ακολουθήσατε την καρδιά σας. «Βέβαια. Το συναίσθημα έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο στη ζωή μου».
Και τι σας όρισε; Η παρόρμηση; «Μάλλον».

Ωραίο είναι να αψηφά κανείς τη λογική; «Ωραίο είναι. Η πραγματικότητα δεν έλεγε τίποτα για μένα, ποτέ. Αν δεν υπάρχει ένταση ερωτική…».

Μια ζωή μέσα στον έρωτα. Με τον Χειμωνά, πιο πολύ; «Με τον Χειμωνά, πάρα πολύ».

Σας έχει λείψει τελικά ο έρωτάς του; «Βέβαια. Πώς να μη μου έχει λείψει; Το θέμα, όμως, είναι πως εκείνος έχασε τη ζωή του».

Του γιου σας του άρεσε αυτό το σκηνικό; «Δεν είχε καμία σχέση. Ολα κλειστά. Ο Θανάσης ήταν κλειστός. Ποτέ δεν μιλούσαμε για αυτό. Ο Θανάσης δεν μιλάει».

Η δική σας σχέση με τον Θανάση, πώς είναι; «Πολύ καλή. Παιχνιδιάρικη».

Είναι δικαίωση; «Ναι».

Είναι ευχαριστημένος με όσα κάνει; «Ναι, αλλά είναι δύσκολοι καιροί».

Γιατί, κυρία Αναγνωστάκη, μερικές φορές, πολύ σοβαρά θέματα της ζωής μας μοιάζει να μη θέλουμε να τα αναγνωρίσουμε; «Αναπτύσσουμε άμυνες. Εγώ έλεγα τα πάντα· δεν έκρυβα. Ολα τα έβγαζα από μέσα μου. Τα πέπλα, όμως… Εμείς είχαμε πολλά πέπλα ανάμεσά μας…».

Τι εννοείτε; Ποια πέπλα; «Με τον Χειμωνά λέω. Τώρα προχώρησα περισσότερο την κουβέντα, δεν πρέπει, και δεν θέλω οι άλλοι να σκέπτονται αυτό που σκέπτομαι εγώ. Δεν θέλω να καταλαβαίνουν. Την κρύβω τη σκέψη μου».

Συμφωνώ, γιατί πρόκειται για συνέντευξη. Αλλά δεν θέλετε με μια καλή σας φίλη να μοιραστείτε πράγματα; «Απαπα! Είναι καλές φίλες, αλλά μακριά».

Αρα έχετε έναν κόσμο μυστικό. «Ναι, τελείως δικό μου, όχι ότι είναι τίποτα σπουδαίος, αλλά δεν αφήνω κανέναν να μπει. Να το γράψετε κι αυτό, παρακαλώ· ότι δεν είναι σπουδαίος κόσμος…».

Αλληλογραφούσατε με φίλους σας, όπως τώρα στέλνουμε ο ένας στον άλλον μηνύματα; Εχετε κρατήσει επιστολές; «Δεν έγραφα ούτε παλιά ούτε τώρα. Τώρα γράφω μόνο από ανάγκη, αν θέλω κάτι να πω. Κι έχω κρατήσει ορισμένα γράμματα μόνο. Κάποια».

Ερωτικές επιστολές στον Χειμωνά γράφατε; «Ναι, αλλά αυτό είναι άλλο. Και όταν θύμωνα, τις έγραφα και μετά τις έσκιζα και του τις άφηνα σκισμένες. Τις έσκιζα με οργή. Αυτό μοιάζει να είναι αστείο, αλλά είναι αλήθεια».

Μου αρέσει που είμαστε μαζί. «Κι εμένα μου αρέσει».

Και είναι και τιμή μου. «Δεν είναι τιμή. Σας δέχτηκα επειδή πάντα σας εκτιμούσα. Πάρτε ένα σοκολατάκι! Τα σοκολατάκια είναι τα αγαπημένα μου, γιατί είναι μικρά. Μπορώ να τα φάω όλα αυτά έως το βράδυ».

Ευχαριστώ. Παλιά δεν θέλατε να δώσετε συνεντεύξεις. «Δεν έδινα, γιατί ρωτούσαν πολλά, έπρεπε να πω πολλά, να απαντήσω σε ορισμένα πράγματα που δεν ήθελα. Ενώ τώρα, όταν δεν θέλω να πω κάτι, το ρίχνω αλλού, απαντάω άλλα σε αυτά που με ρωτάνε και είμαι εντάξει. Βρίσκω δικαιολογίες».

Από το θέατρο τι σας συγκινούσε; «Από αυτά που έχω ζήσει εγώ; Υπήρξαν τέτοιες στιγμές, αλλά τελείωσαν. Δεν θυμάμαι».

Αποκλείεται να μη θυμάστε κάτι… «Θα σας πω. Οσες φορές τραγουδούσα τον «Ουρανό κατακόκκινο» (σ.σ.: Την Τρίτη Διεθνή, με την οποία έκλεινε το έργο). Με συγκινούσε πάρα πολύ αυτό το τραγούδι, και το τραγουδούσα σπίτι. Μόνη μου, σαν να ήμουν μπροστά σε κόσμο· και μετά συγκινιόμουν. Δεν τολμούσα, όμως, να το τραγουδήσω στο θέατρο. Μου έλεγαν να το πω, αλλά ντρεπόμουν. Εχω ζήσει ωραίες στιγμές με το θέατρο, αλλά όχι μέσα στο υπόγειο του Κουν. Τις έζησα έξω, με ηθοποιούς που έκανα παρέα και καταλάβαιναν πολύ αυτό το τραγούδι που σας λέω. Ο Κουν έλεγε «Τι τα βάζεις τώρα τα τραγούδια;» – δεν τα ήθελε καθόλου, κυρίως τα επαναστατικά. Μετά, σιγά σιγά, δέχτηκε να τα βάζω. Τον έπεισα».

Είχατε μπλέξει με δύσκολους· Χειμωνά, Κουν… «Πολύ. Δεν θέλεις τίποτ’ άλλο».

Παρακολουθούσατε τις πρόβες; «Στον Κουν πάντα. Και πολλές φορές όλη τη διαδικασία παραγωγής, από την αρχή έως το τέλος. Ηταν μεγάλο το ενδιαφέρον. Αν κάτι έβλεπα που ήθελα να το πω, το έλεγα στον Κουν, χωρίς να είναι μπροστά οι ηθοποιοί. Τους σκεπτόμουν πολύ έτσι όπως πάλευαν. Και ο Κουν φώναζε».

Κάνατε ωραίες φιλίες μέσα από το θέατρο λοιπόν. «Ναι, και έρχονται ακόμη και με βλέπουν πολύ συχνά».
Ποιες ήταν οι αγαπημένες σας φιλενάδες; «Η Μαρίκα Τζιραλίδου, η Βέρα Ζαβιτσιάνου, η Ρένη Πιττακή. Και άλλες, όμως, με τις οποίες μετά χαθήκαμε».

Ποιο ήταν το καλύτερο παιδί του Θεάτρου Τέχνης;
«Για μένα, ο Μίμης Κουγιουμτζής, επειδή ήταν φίλος μου. Από εκεί και πέρα, για τους άλλους δεν ξέρω τι ήταν ο Μίμης. Μπορεί να διαφωνούν».

Το τελευταίο έργο σας ήταν για τον Γιώργο Χειμωνά και είχε τίτλο «Ο Γιώργος ως Αμλετ». Το ανέβασε ο Θοδωρής Γκόνης. Η Ρένη Πιττακή έκανε τον δικό σας ρόλο. Ηταν σαν να του μιλούσατε. «Τι έγραψα; Δεν το θυμάμαι. Οχι ότι δεν έγινε, αφού το λέτε θα έγινε, αλλά δεν θυμάμαι. Είμαστε πολύ φίλες με τη Ρένη. Την αγαπώ πάρα πολύ».

Ησασταν πολύ δεμένοι με τον αδελφό σας, τον Μανόλη; «Πάρα πολύ, πάρα πολύ. Μου στοίχισε πολύ αυτός ο χωρισμός. Κοιτάξτε εδώ. Δεν μοιάζουμε σε αυτή τη φωτογραφία; Πολύ, έτσι δεν είναι; Ο Μανόλης έκανε κι ένα παιδί, τον Ανέστη. Γράφει κι αυτός».

Κάνατε παρέα με τον Χειμωνά και τον αδελφό σας μαζί; «Πώς, κάναμε. Είχαν κοινά ενδιαφέροντα ο Μανόλης με τον Γιώργο. Ηταν καλά μαζί. Υπήρχε εκτίμηση».

Ταξιδεύατε συχνά; «Προτού παντρευτώ, πολύ συχνά. Μετά πιο αραιά, αλλά πάντα με αεροπλάνο, γιατί πάνε γρήγορα, από τη μια στιγμή στην άλλη βρίσκεσαι σε άλλη χώρα. Πηγαίναμε σε πολλά ταξίδια επαγγελματικά. Παρίσι, Ρώμη, Λονδίνο… Μια φορά, για λίγο, και στην Αμερική. Δεν θυμάμαι όμως πού».

Ποια πόλη σάς άρεσε περισσότερο; «Δεν θυμάμαι».

Γιατί κάθεστε απέναντι από την τηλεόραση; Τι παρακολουθείτε; «Ειδήσεις. Πολύ. Συνέχεια. Ολα τα παρακολουθώ. Θέλω να είμαι εντός των πυλών».

Είστε λίγο ανήσυχη με όσα συμβαίνουν; «Ας γίνει ό,τι γίνει. Ετσι ή αλλιώς θα πεθάνουμε…».

Να σας αφήσω τώρα για να ξεκουραστείτε; «Οπως θέλετε. Και όποτε θέλετε να ξανάρθετε».

Σας ευχαριστώ πολύ για τη φιλοξενία και για όσα μου είπατε. «Κι εγώ σας ευχαριστώ!».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 10 Απριλίου 2016

Η Λούλα Αναγνωστάκη και ο σύζυγός της Γιώργος Χειμωνάς

Συλλυπητήρια του Προέδρου της Βουλής για το θάνατο της Λούλας Αναγνωστάκη

Τα θερμά συλλυπητήριά του για το θάνατο της γνωστής θεατρικής συγγραφέα Λούλας Αναγνωστάκη, εκφράζει ο Πρόεδρος της Βουλής κ. Νικόλαος Βούτσης, με την ακόλουθη δήλωση:

«Μία σπουδαία θεατρική συγγραφέας, μία σπουδαία γυναίκα, η Λούλα Αναγνωστάκη έφυγε σήμερα από τη ζωή, προκαλώντας θλίψη στον κόσμο της τέχνης και καθιστώντας φτωχότερα τα ελληνικά γράμματα.

Η Λούλα Αναγνωστάκη υπήρξε από τις κορυφαίες γυναικείες μορφές της τέχνης. Η διαπραγμάτευση ψυχολογικών θεμάτων, όπως η μοναξιά και η ενοχή ενταγμένα στο κοινωνικό και ιστορικό γίγνεσθαι άγγιξαν τις ψυχές και το νου θεατών και αναγνωστών. Τα θεατρικά της, που αναδείχθηκαν κυρίως από το Θέατρο Τέχνης και το Εθνικό Θέατρο, σφράγισαν το σύγχρονο ελληνικό θέατρο και βρήκαν απήχηση και στο εκτός συνόρων θεατρόφιλο κοινό.
Τα θερμά συλλυπητήριά μου στον γιο της, γνωστό συγγραφέα Θανάση Χειμωνά, τους οικείους της και τον χώρο του Θεάτρου».

Ο ΣΥΡΙΖΑ για το θάνατο της Λούλας Αναγνωστάκη

Η Λούλα Αναγνωστάκη έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών το πρωί της Κυριακής 8 Οκτωβρίου, λίγο πριν τα ενενήντα της χρόνια. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε νομικά, μα ποτέ δεν ασχολήθηκε μ’ αυτά. Πλάι στις ισχυρότατες λογοτεχνικές παρουσίες του αδελφού της Μανόλη Αναγνωστάκη και του συζύγου της, συγγραφέα και ψυχίατρου Γιώργου Χειμωνά, η Αναγνωστάκη πέτυχε να διατηρήσει την αυθεντικότητα της δικής της φωνής, την ξεχωριστή ματιά της στον κόσμο, τον ιδιαίτερο τρόπο της να προσεγγίζει τα πρόσωπα των έργων της.

Πρωτοεμφανίστηκε με τρία μονόπρακτα (Διανυκτέρευση, Η πόλη, Η παρέλαση) το 1965 στο υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης και το 1967 συνεργάστηκε για πρώτη φορά με το Εθνικό Θέατρο (Η συναναστροφή). Η συνεργασία της με τον Κάρολο Κουν συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια και μέχρι το θάνατο του Κουν (ο Ήχος του όπλου ήταν το τελευταίο έργο που σκηνοθέτησε).

Τα έργα της Αναγνωστάκη, από τη δεκαετία του ’60 μέχρι πριν λίγα χρόνια οπότε σταμάτησε να γράφει, σφράγισαν την ελληνική δραματουργία και συνέβαλαν στον συγχρονισμό της με τα διεθνή θεατρικά ρεύματα της εποχής της. Ανεβάστηκαν από σπουδαίους Έλληνες σκηνοθέτες και ερμηνεύτηκαν από λαμπρούς ηθοποιούς, μεταφράστηκαν και διάβηκαν τα σύνορα, αγαπήθηκαν πολύ και εξακολουθούν να συγκινούν βαθιά τη νέα γενιά των θεατρικών δημιουργών.

Με τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο, η Αναγνωστάκη κατάφερε να αναδείξει τις θεματικές που κυριαρχούσαν, στο χώρο της Αριστεράς κυρίως αλλά και στην ελληνική κοινωνία ευρύτερα, στις πρώτες δεκαετίες της δημιουργικής της πορείας, την ήττα, το τραύμα, την ενοχή, την απομόνωση· μετά τη μεταπολίτευση στο έργο της κυριάρχησαν θεματικές που αφορούσαν τα αδιέξοδα της σύγχρονης εποχής, τον εγκλωβισμό των ανθρώπων στις μεγάλες πόλεις, τη νοσταλγία, τη ματαίωση, τη μοναξιά, την έλλειψη επικοινωνίας.

Διέθετε μια σπάνια ευαισθησία που της επέτρεπε να περνά από το καθημερινό και το ιδιωτικό, από τις μικρές ιστορίες των ανθρώπων, στα δημόσια της ζωής μας, στην κοινωνία και την πολιτική· χωρίς ίχνος ψυχολογισμού, με μια γραφή σπάνιας μουσικότητας, αφαιρετική και ποιητική, πάντα όμως συνδεδεμένη με το ρεαλιστικό υπόβαθρό του, το έργο της Αναγνωστάκη ανατέμνει την ψυχολογία των προσώπων της αλλά και την ψυχή της εποχής της, την ελληνική και την παγκόσμια.

Η απώλεια της Λούλας Αναγνωστάκη αφήνει ένα δυσαναπλήρωτο κενό στο ελληνικό θέατρο, το έργο της ωστόσο, αγέραστο και πάντα μοντέρνο, θα είναι πάντα εδώ, θα ζει για πάντα στο σανίδι της σκηνής.

Το τμήμα Πολιτισμού και ο ΣΥΡΙΖΑ εκφράζουν τη βαθιά τους θλίψη για το θάνατο της Λούλας Αναγνωστάκη και απευθύνουν τα ειλικρινή τους συλλυπητήρια στον γιο της, τον συγγραφέα Θανάση Χειμωνά, και σε όλους τους οικείους της.

Νέα Δημοκρατία για το θάνατο της Λούλας Αναγνωστάκη 

«Μια σπουδαία προσωπικότητα των ελληνικών γραμμάτων και τεχνών έφυγε σήμερα από τη ζωή. Η Λούλα Αναγνωστάκη αποτύπωσε στα έργα της με τον πιο διεισδυτικό τρόπο μια ολόκληρη περίοδο της μεταπολεμικής Ελλάδας. Θερμά συλλυπητήρια στους οικείους της», αναφέρει σε δήλωσή της για την απώλεια της Λούλας Αναγνωστάκη η τομεάρχης Πολιτισμού και Αθλητισμού της Νέας Δημοκρατίας, Όλγα Κεφαλογιάννη.


Συλλυπητήριο μήνυμα της Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού, Λυδίας Κονιόρδου για τον  θάνατο της Λούλας Αναγνωστάκη

«Η Λούλα Αναγνωστάκη υπήρξε αναμφισβήτητα μια από τους σημαντικότερους συγγραφείς στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου.

Ήδη από την πρώτη της εμφάνιση με την τριλογία της «Πόλης» (τα μονόπρακτα «Η διανυκτέρευση», «Η Πόλη», «Η Παρέλαση»), το 1965, στην ιστορική παράσταση του Καρόλου Κουν, θα παρουσιάσει τα χαρακτηριστικά εκείνα του θεατρικού της τοπίου, τα οποία θα την τοποθετήσουν στην ιστορία του δραματικού λόγου ως μια από τις πιο σημαντικές, ιδιαίτερες και επιδραστικές φυσιογνωμίες στο νεοελληνικό θέατρο. Η Λούλα Αναγνωστάκη μπήκε στο θεατρικό στίβο ώριμη, ήδη, από το πρώτο της κείμενο. Με μια όμως ωριμότητα που δεν θα την εμποδίσει να αλλάζει από έργο σε έργο, -«Η Νίκη», «Η Κασέτα», «Ο Ήχος του Όπλου», «Διαμάντια και μπλουζ», «Το ταξίδι μακριά», «Ο Ουρανός Κατακόκκινος», «Σ΄εσάς που με ακούτε»- εξερευνώντας τη φόρμα και τους δεσμούς ανάμεσα στα πρόσωπα, συντηρώντας την πρωτοτυπία και τη διάθεση για το μονίμως και διαρκώς νέο. Μαζί με τους υπόλοιπους θεατρικούς συγγραφείς της γενιάς της κατάφεραν να ευθυγραμμίσουν το ελληνικό θέατρο με τις σύγχρονες θεατρικές εξελίξεις και να δημιουργήσουν ένα συλλογικό λογοτεχνικό αποτέλεσμα.

Στα θεατρικά της έργα η Αναγνωστάκη συνδύασε αρμονικά τα επιτεύγματα του μοντερνιστικού θεατρικού λόγου, του θεάτρου του Παραλόγου, του υπαρξιακού θεάτρου, ακόμα και του θεάτρου-ντοκουμέντο με μια προβληματική για τις σύγχρονες κοινωνίες και τις σχέσεις που αναπτύσσονται μέσα σε αυτές. Κατάφερε να μιλήσει για την περιρρέουσα ελληνική ατμόσφαιρα και ταυτόχρονα για την κάθε δυτική κοινωνία. Ελληνικοί και συνάμα παγκόσμιοι, οι ήρωες που δημιούργησε υπάρχουν ως αυτοτελείς χαρακτήρες αλλά και ως ενσαρκώσεις της εποχής και του περιβάλλοντός τους, ως φορείς συλλογικών υπαρξιακών προβλημάτων και αδιεξόδων.

Το τραύμα, η μοναξιά, η ήττα είναι ορατά τόσο ως στιγμές της βιογραφίας των ηρώων όσο και ως αποτελέσματα της επίδρασης της ίδιας της Ιστορίας, πάνω τους και πάνω μας. Μέσα από τον έναν θεατρικό λόγο με ιδιαίτερο βάρος στην μουσικότητα, αφαιρετικό αλλά ποτέ αφηρημένο, με ρεαλιστικό περίγραμμα αλλά ποιητικό βάθος, η Αναγνωστάκη θα μας εξιστορήσει την μεταπολεμική περίοδο, την μεταπολίτευση, τον καιρό της κατανάλωσης και των κοινωνικών αδιεξόδων. Έργο μιας εποχής, το θέατρο της Λούλας Αναγνωστάκη παρουσιασμένο σε εμβληματικές παραστάσεις , πολυμεταφρασμένο και παιγμένο εκτός συνόρων, θα αφήσει για πάντα ανεξίτηλο το ίχνος του στην εξελιξη της θεατρικής γραφής κι έκφρασης.

Θα ήθελα να εκφράσω τα πιο βαθιά μου συλλυπητήρια στην οικογένεια και τους οικείους της».
Η κηδεία της Λούλας Αναγνωστάκη θα γίνει δημοσία δαπάνη.

Δημοκρατική Συμπαράταξη για το θάνατο της Λούλας Αναγνωστάκη 

Οι Τομείς Πολιτισμού της Δημοκρατικής Συμπαράταξης με βαθιά θλίψη αποχαιρετούν τη σπουδαία θεατρική συγγραφέα μας, Λούλα Αναγνωστάκη , που έφυγε σήμερα από κοντά μας. Αδερφή του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη, σύζυγος του συγγραφέα και ψυχιάτρου Γιώργου Χειμωνά και μητέρα του συγγραφέα Θανάση Χειμωνά, συναντήθηκε με τον Κάρολο Κουν στο Θέατρο Τέχνης το 1965 όπου πρωτοπαρουσιάστηκαν τα πρώτα της μονόπρακτα, η τριλογία της Πόλης(Διανυκτέρευση, Πόλη, Παρέλαση) και έπειτα στο Εθνικό Θέατρο το 1967, το τρίπρακτο έργο της, η Συναναστροφή. Μεταγενέστερα έργα της παρουσιάστηκαν στο Εθνικό Θέατρο, το Θέατρο Τέχνης, στο ελεύθερο Θέατρο, σε Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα και θιάσους του εξωτερικού.

Το έργο της μεταφράστηκε και παίχτηκε στη Γαλλία, την Ιταλία, την Αγγλία, την Πολωνία και αλλού. Ο λόγος της ζωντανός, άμεσος, ρεαλιστικός που τον διαπερνά μια ανεπαίσθητη ποιητική αύρα και τα πρόσωπα της ομιχλώδη, εγκλωβισμένα, μοναχικά με έναν ιδιαίτερο ψυχισμό. Πραγματεύτηκε τα σημαντικότερα θέματα της μεταπολεμικής Ελλάδας χρησιμοποιώντας μικρές στιγμές από την καθημερινή ζωή, κατάφερε να συνθέσει τη σύγχρονη ιστορία του τόπου μας. Από σήμερα το ελληνικό θέατρο γίνεται φτωχότερο. Στέλνουμε τα θερμά μας συλλυπητήρια και την αγάπη μας στο γιο της Θανάση.

Το Ποτάμι για τη Λούλα Αναγνωστάκη

Στη Λούλα Αναγνωστάκη, που έφυγε σήμερα, δεν θα άρεσαν ούτε οι αποχαιρετισμοί, ούτε οι αποτιμήσεις. Αντί για αντίο, δυο λέξεις που έγραψε ο Νίκος Μπακόλας στο αφιέρωμα της «Λέξης» τον Ιούνιο του 1987, στη μέση περίπου του δημιουργικού της κύκλου:

«Μέσα από τα δράματά της η Αναγνωστάκη πετυχαίνει να είναι ένας από τους πιο καίριους και έντιμους εκφραστές της ελληνικής περιπέτειας ή της περιπέτειας των Ελλήνων μεταπολεμικά».

Για όλα τα άλλα, όπως και για τον Γιώργο, τον Μανόλη, τη Νόρα, τους ανθρώπους της που έφυγαν νωρίτερα, είχε μιλήσει η ίδια. Τα θερμά μας συλλυπητήρια στον Θανάση Χειμωνά.

ΠΗΓΗprotothema.gr
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ