Του Θάνου Τζήμερου
Ο Ιωάννης Μεταξάς ήταν έξυπνος άνθρωπος. Ήξερε ότι για να έχει στήριξη το καθεστώς της 4ης Αυγούστου έπρεπε να πάρει με το μέρος του τον Τύπο. Κάλεσε λοιπόν τους εκδότες και τη διοίκηση της ΕΣΗΕΑ και τους είπε τα ευχάριστα: «Θα σας φτιάξω ένα πάμπλουτο ταμείο χωρίς να βάλετε ούτε δεκάρα. Ούτε οι εργοδότες, ούτε οι εργαζόμενοι. Θα την κάνετε λαχείο, κυριολεκτικά!” Και τους έδωσε το δικαίωμα να εκδίδουν το Λαχείο Συντακτών. Ήταν 1936, η εποχή που ξεκινούσε το ΙΚΑ και η καθολική κοινωνική ασφάλιση. Μέχρι τότε, ασφάλιση είχαν μόνο οι δημόσιοι υπάλληλοι (από το 1861) και κάποιες συντεχνίες του ιδιωτικού τομέα (περίπου το 10% των εργαζομένων).
Ουσιαστικά δεν ήταν ιδέα του Μεταξά αυτή. Η ΕΣΗΕΑ μολονότι ιδρύθηκε το 1914, ουδέποτε έκανε αυτό που έκαναν άλλες συντεχνίες για τη συνταξιοδότηση των μελών τους: να πληρώνουν ένα ποσοστό από τα έσοδα ή τους μισθούς τους. Τα έσοδά της προέρχονταν, και πριν τον Μεταξά, από τα λαχεία του ετήσιου χορού της. Αυτή η μέθοδος προσπορισμού εσόδων ξεκίνησε το 1928, και έφτασε το 1932 (το έτος που συνέβη ακόμα μια ελληνική χρεοκοπία) να έχει έσοδα 2.500.000 δραχμές. Τεράστιο ποσό για την εποχή.
Μέχρι τότε δεν υπήρχαν οργανωμένα κρατικά λαχεία, παρά μόνο σποραδικές εκδόσεις, για να ενισχυθούν η αρχαιολογική έρευνα και ο πολεμικός στόλος. Μπορούσε να εκδώσει λαχείο όποιος ήθελε. Ο Μεταξάς για να συμμαζέψει το άναρχο αυτό καθεστώς δημιούργησε τη Διεύθυνση Κρατικών Λαχείων απαγορεύοντας κάθε άλλη έκδοση λαχείου. Μοναδική εξαίρεση: το Λαχείο της Ενώσεως Συντακτών.
«Μα δεν έχανε κανένας!” μπορεί να σχολιάσει κάποιος. «Οικειοθελώς αγοράζει κάποιος λαχεία.” Δεν είναι καθόλου έτσι. Το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών για… επένδυση στη θεά Τύχη δεν είναι απεριόριστο. Από το σύνολο των χρημάτων που ξόδευε ο Έλληνας για λαχεία, αυτά που πήγαιναν στο λαχείο της ΕΣΗΕΑ αφαιρούνταν από τα έσοδα των κρατικών λαχείων κι από τους σκοπούς τους. Ουσιαστικά το κράτος πριμοδοτούσε την ΕΣΗΕΑ, στερούμενο έσοδα. Αλλιώς γιατί να μην κάνουμε κι από ένα λαχείο για κάθε επαγγελματική ομάδα και να ξεμπλέξουμε με το ασφαλιστικό;
Το λαχείο της Ενώσεως Συντακτών καθώς μάλιστα οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι το διαφήμιζαν αφειδώς από τα δικά τους έντυπα, είχε μεγάλο σουξέ. Μετά τον πόλεμο, σε εποχή έντονης ανάγκης για στέγη, χάριζε σπίτια, αυτοκίνητα, μετρητά. Μέχρι και ολόκληρες πολυκατοικίες. Χάριζε στους δημοσιογράφους ηγεμονικά προνόμια ασφάλισης και στους ιδιοκτήτες των εντύπων απαλλαγή από ασφαλιστικές εισφορές. Ποιος πλήρωνε; Ο πολίτης. Κι επειδή όλες οι κυβερνήσεις ήθελαν να τα έχουν καλά με την τέταρτη εξουσία, αυτή η προκλητική προσοδοθηρία κατοχυρώθηκε και με μετέπειτα νομοθετικές πράξεις (Α.Ν. 1093/1938, Ν.Δ. 3616/1956).
Όμως το λαχείο, δεν ήταν το μόνο δώρο που έκανε το πολιτικό σύστημα στηδημοσιογραφική συντεχνία. Το 1941 πολλές εφημερίδες έκλεισαν και δημοσιογράφοι απολύθηκαν καθώς η ελληνική οικονομία βούλιαζε στη δίνη της Κατοχής. Φυσικά αυτό δεν συνέβη μόνο με τους δημοσιογράφους. Όμως ενώ οι άλλοι επαγγελματίες αφέθηκαν στην τύχη τους, η ΕΣΗΕΑ ήταν παιδί ενός ανώτερου θεού. Μολονότι το Λαχείο της εξακολουθούσε να εκδίδεται, ζήτησε από τον δοτό πρωθυπουργό της κατοχής, τον Τσολάκογλου, να βρει επιπλέον λεφτά – πάντα από τσέπες άλλων – για να ενισχύσει τους άνεργους δημοσιογράφους. Κι εκείνος δεν τους χάλασε χατίρι: καθιέρωσε το αγγελιόσημο (Ν.Δ. 465/1941 & 1151/1942) βάζοντας φόρο 5% στις διαφημίσεις όσων επιχειρήσεων κουτσά στραβά λειτουργούσαν, κάνοντας ακόμα δυσκολότερη την επιβίωσή τους. Ο φόρος έμπαινε μέχρι και στις μικρές αγγελίες! (Εξ ου και το όνομά του: αγγελιόσημο.)
Το αγγελιόσημο είναι στη σύλληψή του απολύτως παράλογο: φορολογεί το έξοδο! Η διαφήμιση για μια επιχείρηση είναι έξοδο 100%! Και μάλιστα χωρίς να είναι σίγουρο ότι θα αποφέρει πάντα αύξηση πωλήσεων, άρα και έσοδα. Εδώ συχνά γίνεται μια μάλλον ηθελημένη παρανόηση: «το έξοδο για τον διαφημιζόμενο δεν είναι έσοδο για τα ΜΜΕ;” έχω δει να ρωτούν κάποιοι. Προφανώς είναι. Κάθε έξοδο για κάποιον είναι έσοδο για κάποιον άλλον. Όμως κανένα φορολογικό σύστημα δεν φορολογεί τη στιγμή της συναλλαγής, με άμεσο φόρο. Σου λέει: έχε τα έξοδα και τα έσοδα σου, και στο τέλος θα σου φορολογήσω το κέρδος αν προκύψει. (Θεωρητικά αυτό, διότι στην Ελλάδα φορολογείσαι και μόνο που υπάρχεις.) Το αγγελιόσημο επιβάλλεται λοιπόν επί του κόστους των διαφημίσεων, το πληρώνει ο διαφημιζόμενος (ο ίδιος ή μέσω της διαφημιστικής του εταιρείας) και πηγαίνει κατ’ ευθείαν στα ταμεία της ΕΣΗΕΑ. Και καθώς οι επιχειρήσεις συνυπολογίζουν στην τιμή των προϊόντων τους και το κόστος της διαφήμισης, το αγγελιόσημο μετακυλίεται στον τελικό καταναλωτή. Για να το πούμε απλά: ο φτωχός και ο άνεργος που αγοράζει γάλα για το παιδί του πληρώνει τη σύνταξη του Αυτιά, του Ρομπέν των φτωχών.
Η Ελλάδα απελευθερώθηκε το 1945 αλλά οι επιχειρήσεις δεν απελευθερώθηκαν από αυτό το χαράτσι. Όταν ξανάνοιξαν οι εφημερίδες, προέκυψε καινούργια ανάγκη: εκτός από τους δημοσιογράφους, στις εφημερίδες εργάζεται και διοικητικό προσωπικό. Γι’ αυτούς ποιος θα πλήρωνε ασφαλιστικές εισφορές; Η αυτονόητη απάντηση «οι εργοδότες τους” θα μπορούσε να ισχύει οπουδήποτε αλλού εκτός από την ελληνική παρασιτοκρατία. Μαθημένοι οι εκδότες να μην πληρώνουν ποτέ, ζήτησαν και – τι έκπληξη! – κατάφεραν το αγγελιόσημο να αυξηθεί στο 15% και να πηγαίνει στο Ταμείο Ασφάλισης του Διοικητικού Προσωπικού των Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών. Οι μετακατοχικές κυβερνήσεις ενίσχυσαν ακόμα περισσότερο την παντοκρατορία (με τα λεφτά των άλλων) της συντεχνίας καθώς διατήρησαν και το αγγελιόσημο και το «κατ’ εξαίρεσιν» (από το… Σύνταγμα) λαχείο υπέρ του Ταμείου τους.
Ώσπου ήρθε η χούντα του Παπαδόπουλου. Για να ελέγξει τα ΜΜΕ, όπως κάθε εξουσία, εφάρμοσε το σύστημα «μαστίγιο και καρότο». Οι δημοσιογράφοι ήταν αντίπαλοί της, στην αρχή τουλάχιστον. Έπρεπε να αντιληφθούν ποιος ήταν τώρα το αφεντικό. Και μόλις τρεις μήνες μετά την επιβολή τής «εθνοσωτηρίου», οι συνταγματάρχες καταργούν το Λαχείο των Συντακτών! Αυτό ήταν το μαστίγιο, με θεωρητικό άλλοθι πως «τα πάσης φύσεως αδικαιολόγητα προνόμια πρέπει να καταργηθούν» για «λόγους κοινωνικής ισότητος και κοινωνικής πολιτικής», καθώς, όπως υποστήριζαν, οι παροχές στους δημοσιογράφους συνιστούσαν «μονομερήν και διακριτικήν μεταχείρισιν». Στη θέση του Λαχείου Συντακτών εξέδωσαν το Πρωτοχρονιάτικο Λαχείο (Ειδικόν Κρατικόν Λαχείον Κοινωνικής Αντιλήψεως) του οποίου τα έσοδα πήγαιναν στον προϋπολογισμό. Όμως γρήγορα κι αυτοί διαπίστωσαν ότι σε καμμία κυβέρνηση, ακόμα και δικτατορική, δεν συμφέρει να τα «χαλάσει» με τους δημοσιογράφους. Και ήρθε το καρότο. Πλειοδοτώντας σε «μονομερήν και διακριτικήν μεταχείρισιν», ανέβασαν το αγγελιόσημο από το 15% στο 20% και επεξέτειναν την εφαρμογή του στις μη ημερήσιες εφημερίδες Αθήνας και Θεσσαλονίκης και στο ραδιόφωνο των ενόπλων δυνάμεων (άρθρο 11 Α.Ν.248/1967) προικίζοντας με τα έσοδά του τον νεοσυσταθέντα Ενιαίο Δημοσιογραφικό Οργανισμό Επικουρικής Ασφαλίσεως και Περιθάλψεως (ΕΔΟΕΑΠ). Μάλιστα, το 1973 το αγγελιόσημο επεκτάθηκε στις διαφημίσεις σε περιοδικά και στα κρατικά κανάλια. Αλλά το πλήρωναν μόνον οι ιδιωτικές εταιρείες! Από την καταβολή του εξαιρέθηκαν οι εταιρείες του ευρύτερου Δημοσίου (Ν.Δ.1344/1973), δημιουργώντας ακόμα μία στρέβλωση στην αγορά. Ακόμα και 50% + μία μετοχή να είχε το Δημόσιο σε μία επιχείρηση δεν πλήρωνε αγγελιόσημο, ανταγωνιζόμενο αθέμιτα τον ιδιώτη που πλήρωνε.
Κι ύστερα ήρθε η μεταπολίτευση. Η εποχή της διαπλοκής, της διαφθοράς, των ευνοημένων συντεχνιών και της εξαγοράς ψήφων μέσω προνομίων. Οπότε το αγγελιόσημο «ξεσάλωσε”! Το 1989 επεκτάθηκε και στα ιδιωτικά ραδιόφωνα και κανάλια (Ν.1866/1989), για να έρθει ο Βενιζέλος και να φτιάξει τον νόμο – έκτρωμα για τις διαφημίσεις (Ν.2328/95) που μοίραζε αβέρτα τα δικά σου λεφτά σε όλες τις συντεχνίες που ασχολούνται με τα ΜΜΕ, δημοσιογράφους και τεχνικούς.
Όμως προνομιούχοι δεν ήταν όλοι οι δημοσιογράφοι. Από το αγγελιόσημο ωφελούνταν μόνο τα ΜΜΕ της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, δημοσιογράφοι και προσωπικό. (Στον ΕΔΟΕΑΠ συμμετέχουν μόνο οι Ενώσεις ΕΣΗΕΑ, ΕΣΗΕΜΘ, ΕΠΗΕΑ, ΕΠΗΕΜΘ.) Αυτοί επηρεάζουν μαζικά το κοινό, αυτούς φροντίζουμε, έτσι δεν είναι Βαγγέλη; Η «πλέμπα” της επαρχίας (περιοδικά, ραδιόφωνα, τηλεοπτικοί σταθμοί) έμεινε εκτός. Αυτός άλλωστε ήταν και ο λόγος που η ΕΣΗΕΑ άφηνε στην απ’ έξω δεκάδες δημοσιογράφους με πολύχρονη θητεία στα ΜΜΕ και έκανε τάχα μου δύσκολες εξετάσεις για να γίνει κάποιος μέλος της. Κορόιδα ήταν τα μέλη της να μοιράσουν την πίτα σε περισσότερα κομμάτια; Τις καλές εποχές, τα έσοδα του ΕΔΟΕΑΠ από το αγγελιόσημο ήταν γύρω στα 60 εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο. Το αγγελιόσημο λειτουργούσε ως το ρουσφέτι του ρουσφετιού: ρουσφέτι του πολιτικού συστήματος προς τους δημοσιογράφους και ξανά ρουσφέτι της διοίκησης της ΕΣΗΕΑ στους «ημέτερους». Λειτουργούσε όμως και ως μπαμπούλας για όσους δεν «συνεμορφώθησαν προς τα υποδείξεις»: διαγραφή από την ΕΣΗΕΑ σήμαινε για έναν δημοσιογράφο στέρηση της ασφαλιστικής του κάλυψης. Κι έτσι η αριστεροκρατούμενη διοίκηση της ΕΣΗΕΑ μεταλλάχτηκε σε χούντα που καταδίωκε όποιον δεν συμφωνούσε πολιτικά μαζί της, ενώ την ίδια στιγμή έκανε τα στραβά μάτια σε καραμπινάτα παραπτώματα, όπως η συμμετοχή μελών της σε διαφημίσεις και προωθήσεις προϊόντων, κάτι που απαγορεύεται ρητά από τον κώδικα δεοντολογίας της.
Ο νόμος Βενιζέλου, ένα από τα χειρότερα νομοθετήματα στη νομική μας ιστορία ισχύει, με αρκετές τροποποιήσεις (άρθρο 33 του Ν.2429/96, άρθρο 5 του Ν.4277/2014, άρθρο 83 του Ν.4307/2014), μέχρι σήμερα. Δείτε τι προέβλεπε:
– 20,0% για διαφημίσεις σε έντυπα μέσα (εφημερίδες, περιοδικά) Αθήνας και Θεσσαλονίκης
– 16,0% για διαφημίσεις στις ημερήσιες εφημερίδες της Θεσσαλονίκης
– 21,5% για διαφημίσεις σε ραδιοτηλεοπτικά μέσα
Θα εξακολουθούσαμε να τα πληρώναμε όλα αυτά, αν οι περήφανοι διαπραγματευτάδες του ΣΥΡΙΖΑ στήλωναν τα πόδια, όπως τα στήλωσαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις για να προστατέψουν τα προνόμια των συνεταίρων τους στην εξαπάτηση του κοινού. Ευτυχώς οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ αποδείχθηκαν τα πιο υπάκουα γατάκια της τρόικας. Και έτσι το αγγελιόσημο μετά από ζωή 75 ετών καταργήθηκε οριστικά τον Σεπτέμβριο του 2016. Κάτι είπε ο Κατρούγκαλος ότι δήθεν μελετάει την αντικατάστασή του με άλλους πόρους, όλοι γελάσαμε, και το θέμα έμεινε εκεί. Είναι η περίπτωση που ο λάθος άνθρωπος για λάθος λόγους παίρνει τη σωστή απόφαση.
Ωστόσο, κι εδώ, οι λαμογιές συνεχίστηκαν: ενώ όλοι οι εργοδότες της χώρας με το έκτρωμα Κατρούγκαλου υποχρεώνονται να πληρώνουν 13,33% των καθαρών αποδοχών κάθε εργαζόμενου σε ασφαλιστικές εισφορές, για τους μηντιάρχες ο νόμος προβλέπει να πληρώνουν μόνο το 7,5%, το οποίο λέει ότι θα αναπροσαρμόζεται κάθε χρόνο για να γίνει 13,33% το 2020! Ποιος πληρώνει, εν τω μεταξύ, τη διαφορά; Κανένας! Μειώνεται λόγω αυτού του γεγονότος η σύνταξη του δημοσιογράφου; Όχι! Άρα, όπως κατάλαβες αναγνώστη, εσύ με τους φόρους σου θα πληρώσεις τον μποναμά του Κατρούγκαλου στον Ιβάν Σαββίδη. Μη μου πεις ότι δεν νιώθεις περήφανος;
Όμως με μειωμένες εισφορές και υψηλοσυνταξιούχους, πώς θα βρει λεφτά ο ΕΔΟΕΑΠ να καλύψει τις παροχές του; Οι συριζαίοι βρήκαν τη λύση: θα του δανείσει ο ΕΦΚΑ 10 εκατομμύρια ευρώ! Και το πέρασαν κι από τη Βουλή οι αχρείοι, με μια άσχετη τροπολογία σε νόμο για το Εθνικό Σύστημα Διαπίστευσης, στις 24 Απριλίου του 2017. Ο κύριος ασφαλιστικός φορέας του κράτους, στον οποίον καταλήγουν οι ασφαλιστικές εισφορές όλων, θα δανείσει, και μάλιστα άτοκα, ένα τεράστιο ποσό σε ένα ΝΠΙΔ καθαρά συντεχνιακού χαρακτήρα, το οποίο δεν έχει καθόλου έσοδα ώστε να είναι σε θέση να αποπληρώσει το δάνειο! Άρα πώς θα το αποπληρώσει; Με νέο δάνειο μετακυλίοντας την εξόφληση στις επόμενες γενιές! Η πατέντα που εφάρμοζε το κράτος δανειζόμενο για να δημιουργεί στρατιές συνταξιούχων – ψηφοφόρων εφαρμόζεται πια στους κόλπους του: το «μεγάλο» θεωρητικά ταμείο, που δεν έχει χρήματα ούτε για τις δικές του παροχές, δανείζει το μικρό, που όμως σιτίζει μια χρήσιμη για το καθεστώς συντεχνία. Όταν αυτή είναι η μόνη τεχνογνωσία που έχει το σύστημα, αυτήν εφαρμόζει.
Τι συμβαίνει σήμερα στη δημοσιογραφική πιάτσα; Σχεδόν όλοι δουλεύουν με μπλοκάκι. Άρα οι εργοδότες δεν πληρώνουν δεκάρα τσακιστή σε εισφορές. Κι ενώ, αν συνέβαινε αυτό σε οποιονδήποτε άλλο κλάδο, οι δημοσιογράφοι θα σήκωναν τον κόσμο στο πόδι, για τον χώρο τους δεν βγάζουν άχνα. Με τέτοια ανεργία που επικρατεί, ακόμα και «με το κομμάτι» αν δουλεύεις, πρέπει να λες κι ευχαριστώ. Άλλωστε αν «τρουπώσεις» στον χώρο όλο και θα βρίσκεις «τυχερά» πουσάροντας πολιτικούς. Όμως, πού και πού, για να κάνουν την επαναστατική τους γυμναστική ρίχνουν και καμμιά απεργία ζητώντας από τον φορολογούμενο να ενισχύσει το ταμείο τους με τα 60 εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο που είχαν συνηθίσει να τσεπώνουν από το αγγελιόσημο. Λόγω κρίσης φέτος τα κατέβασαν στα 55! Κατά σύμπτωση, οι απεργίες κηρύσσονται μέρες που το καθεστώς περνάει δύσκολα και κανονικά θα έτρωγε πολύ στρίμωγμα στα πάνελς. Οι στυλοβάτες του ξέρουν πως ό,τι και να συμβεί, η εξουσία τούς έχει ανάγκη – και θα τους πληρώνει.
Από τον Μεταξά και τον Τσολάκογλου μέχρι τον Τσίπρα, ένα μονόστηλο δρόμος.