Βασίλης Σαλέας, ο άνθρωπος που έβαλε το ελληνικό κλαρίνο στα μεγαλύτερα σαλόνια της μουσικής. Αυτοδίδακτος, ενέπνευσε σπουδαίους συνθέτες κι έχει καταφέρει εδώ και πολλά χρόνια να «ντύνει» με το αγαπημένο του μουσικό όργανο και τις μελωδίες του όλα όσα αγαπά. Γεννήθηκε στο Μεσολόγγι το 1958. Έναν χρόνο αργότερα φεύγει, μαζί με την οικογένειά του, με προορισμό την Αθήνα και συγκεκριμένα την περιοχή της Πετρούπολης. Σκοπός της απομάκρυνσης από τα πάτρια εδάφη της Αιτωλοακαρνανίας ήταν η αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης. Μεγάλωσε σε ένα σπίτι μουσικών και, όπως ήταν φυσικό, δεν μπόρεσε να μην κληρονομήσει το γονίδιο του καλού οργανοπαίχτη. Ο θείος του Βασίλης Σαλέας, που κατά πολλούς θεωρείται κορυφαίος δεξιοτέχνης του κλαρίνου, καθώς και ο πατέρας του Νίκος σημάδεψαν από πολύ νωρίς την πορεία του.
Τον συνάντησα στην Άνω Γλυφάδα ένα ζεστό καλοκαιρινό απόγευμα, σε ένα μικρό διάλειμμα από τις συναυλίες που δίνει σε διάφορες χώρες του εξωτερικού. Προσηνής, φιλικός, ντροπαλός, με πρόσωπο χαμογελαστό και ζωντάνια μικρού παιδιού. Μπροστά μου βρίσκεται ο κορυφαίος Έλληνας σολίστας που κουβαλά συνεργασίες με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Σταμάτη Σπανουδάκη, την συνεργασία με τον μεγάλο μουσικό Μιμη Πλεσσα η οποία επισφραγίστηκε και με τον δίσκο Χρυσαλλίς στον οποίο ο Βασίλης ερμηνευεσαι τραγούδια του και τον Διονύση Σαββόπουλο κι έχει εμφανιστεί στα μεγαλύτερα φεστιβάλ του εξωτερικού στο Παρίσι, τη Φρανκφούρτη, το Σίδνεϊ, τη Νέα Υόρκη, το Τορόντο, το Ντουμπάι, το Μπαχρέιν και τις Κάννες. Στο Μεσολόγγι επιστρέφει σπάνια, μόνο με κάποιες σημαντικές αφορμές, όπως ο θάνατος του πατέρα του φίλου και συντοπίτη του Νίκου Αλιάγα πριν από λίγο καιρό, γι’ αυτό και οι αναμνήσεις του είναι ελάχιστες από τον τόπο καταγωγής του. Η περιοχή όπου μεγάλωσε είναι η Πετρούπολη. Εκεί βρίσκονται οι συγγενείς του, οι φίλοι του και τα στέκια του.
«Όλα ξεκίνησαν όταν ήμουν 11 ετών. Ακόμα πήγαινα στο δημοτικό σχολείο, ήμουν πολύ αδύνατος και μου άρεσε να πηγαίνω τα βράδια στα πανηγύρια. Θυμάμαι, με έβλεπαν οι μεγαλύτεροι έτσι αδύνατο και μου έλεγαν «μα, τι κάνεις εσύ εδώ, γιατί δεν πας σπίτι σου να κοιμηθείς;». Όμως δεν μπορούσα, γιατί με γοήτευαν όλοι αυτοί οι ήχοι, ο κόσμος που διασκέδαζε και η ιεροτελεστία που κυριαρχούσε στις γιορτές του καλοκαιριού. Ο πατέρας μου, βέβαια, δεν με άφηνε, διότι φοβόταν τις φασαρίες που γινόντουσαν πολλές φορές στα πανηγύρια και δεν ήθελε με τίποτα να βρίσκομαι σε αυτά. Επίσης, δεν ήθελε καθόλου να μάθω κλαρίνο, εν αντιθέσει με τη μητέρα μου που με στήριζε» μου λέει. «Μόνο όταν έμαθα καλό κλαρίνο με εμπιστεύτηκε ο αείμνηστος πατέρας μου. Ρίζωσαν νωρίς μέσα μου οι μουσικές του κλαρίνου. Απ’ όταν βρισκόμουν στην κοιλιά της μάνας μου άκουγα τους ήχους του. Με τον θείο μου, τον μεγάλο Βασίλη Σαλέα, τον πατέρα μου, τον Νίκο, και τη μητέρα μου την Νεφέλη, πώς ήταν δυνατόν να ξεφύγω από τα μονοπάτια της μουσικής;» αναρωτιέται. Από τη μητέρα μου, η οποία έφυγε πρόσφατα, δεν ξεχνώ πόσο με βοήθησε να μάθω να παίζω καλό κλαρίνο. Κάθε μάνα αγαπά το παιδί της ξεχωριστά, γι’ αυτό και μου λείπει πάρα πολύ. Υπάρχουν νύχτες που όταν τη σκέφτομαι με πιάνουν τα κλάματα. Μεγάλη απώλεια η μάνα Για τον Βασίλη Σαλέα το κλαρίνο είναι τρόπος ζωής και έκφρασης και όπως λέει χαρακτηριστικά: «Είναι ο μεγαλύτερος έρωτας της ζωής μου. Δεν μπορώ να σκεφτώ μια μέρα της ζωής μου χωρίς αυτό. Μια μεγάλη και ανιδιοτελής αγάπη. Κι αν με ρωτήσεις αν το έχω πάνω από την οικογένειά μου, θα σου απαντήσω «ναι». Ξέρεις, γιατί; Μεγάλωσα με το κλαρίνο. Είναι αυτό που μου έδωσε τα κατάλληλα υλικά προκειμένου να δημιουργήσω τη ζωή μου. Μέσα από αυτό εξωτερικεύω την ψυχή μου. Φυσικά, αποτελεί και μια δουλειά που φέρνει χρήματα, αλλά πιστεύω ότι αν κάτι δεν το αγαπάς, δεν μπορείς να το κάνεις για πολύ, ό,τι και αν είναι αυτό. Μόνο η αγάπη τα φέρνει όλα στη ζωή».
Παίζει και διακρίνεται σε ένα από τα πιο δύσκολα μουσικά όργανα. «Πώς μαθαίνει κάποιος καλό κλαρίνο;» σπεύδω να τον ρωτήσω. «Μιλάμε πράγματι για ένα δύσκολο μουσικό όργανο. Από μικρός αναζητούσα εναλλακτικές διαδρομές. Ψαχνόμουν και εξακολουθώ να ψάχνομαι. Δεν ήθελα να μένω στάσιμος. Άκουγα και συνεχίζει να μου αρέσει η τζαζ η και κλασική μουσική. Έμαθα βλέποντας τον πατέρα μου, αλλά ταυτόχρονα ήθελα να φτιάξω μια δική μου ταυτότητα. Και για να το πετύχεις χρειάζεται κόπος, προσπάθεια, επιμονή και αγάπη. Εκεί επίσης φαίνεται αν κάποιος αξίζει ή όχι. Πολλοί άνθρωποι έχουν ένα χάρισμα, κατ’ εμένα προερχόμενο από τον Θεό. Αλλά μόνο του δεν αρκεί. Θέλει δουλειά, υπομονή και προπάντων να σου αρέσει αυτό που κάνεις. Μόλις σε ηλικία εννέα χρονών έπαιζα κλαρίνο και στα έντεκα εμφανίστηκα για πρώτη φορά σε χώρο διασκέδασης. Ξέρεις, το πρώτο μου δισκογραφικό εγχείρημα ήταν ένα 45άρι δισκάκι που έκανα στα 14. Επίσης, άκουγα τζαζ, δοκίμαζα συνεχώς νέες τεχνικές και κατάφερα να γίνω σκηνοθέτης του εαυτού μου. Πίστευα ότι αν κάτι άρεσε σ’ εμένα, θα άρεσε και στον κόσμο. Έτσι, εγκατέλειψα το σχολείο και επέλεξα το μεγάλο πανεπιστήμιο των πανηγυριών» συμπληρώνει. Τι άλλαξε στη διάρκεια των χρόνων στον τρόπο διασκέδασης; «Άλλαξαν οι εποχές. Παλιότερα, σου δίνανε παραγγελιές τις οποίες ήσουν υποχρεωμένος να γνωρίζεις. Αν σου ζητούσαν κάποιο τραγούδι και δεν το ήξερες, έπρεπε την επόμενη μέρα να το έχεις μάθεις. Το ρεπερτόριο ήταν πολύ μεγάλο εκείνη την εποχή, όχι σαν σήμερα που έχουν απλοποιηθεί όλα. Επίσης, ο κόσμος ξόδευε πολλά χρήματα ή «χαρτούρα», όπως λεγόταν. Νομίζω ότι έχουν μετατραπεί σε μπουζουξίδικα τα πανηγύρια. Ακολουθούν τον τρόπο των σκυλάδικων. Τα αγαπώ τα πανηγύρια, σε αυτά μεγάλωσα, αλλά τα τελευταία χρόνια τα έχω σχεδόν εγκαταλείψει και προτιμώ τις συναυλίες. Και να σου πω κάτι, οι συναυλίες είναι πιο ωραίες, γιατί μπορείς να παίζεις τα τραγούδια που θες. Έχεις περισσότερες επιλογές και μπορείς να παίξεις διαφορετικά μουσικά είδη, πέρα από τα αυστηρώς δημοτικά».
Η πρώτη μετάβαση από τον χώρο της δημοτικής παράδοσης στη λαϊκή διασκέδαση πραγματοποιήθηκε με την Ελένη Βιτάλη στο νυχτερινό κέντρο «Ντέφι» στο Γαλάτσι. Μέσα από αυτήν τη συνεργασία, που κράτησε επτά χρόνια, προέκυψε η μεγάλη επιτυχία «Βάρα μου το ντέφι». Αργότερα συνεργάζεται με τον Διονύση Σαββόπουλο στα «Τραπεζάκια Έξω» και με τον Νίκο Παπάζογλου. Με τα χρόνια ο Βασίλης Σαλέας πρωταγωνιστεί όλο και περισσότερο στον χώρο της μουσικής και πραγματοποιεί τεράστιες συνεργασίες που δεν περίμενε ποτέ ότι θα συμβούν. Του εξηγώ ότι κάθε φορά που ακούω τα «Πέτρινα Χρόνια» ανατριχιάζω, είναι σαν η μουσική τους να έρχεται από τα βάθη της γης. «Ήμουν πολύ τυχερός στη ζωή μου κι ευτύχησα να συνεργαστώ με ογκόλιθους της μουσικής. Πρώτ’ από όλα, με τον Σταμάτη Σπανουδάκη, με τον οποίο είμαστε κουμπάροι ‒ έχει βαφτίσει τον γιο μου, του έχει δώσει το όνομά του. Με τον Σταμάτη γνωριστήκαμε μια φορά που ήμουν σε ένα κλαμπ στο Σοφικό Κορινθίας. Ήμασταν μαζί με την Ελένη Βιτάλη και τότε της είχα πει ότι θα ήθελα να κάνω ένα ορχηστρικό. Μου πρότεινε να με γνωρίσει στον Σπανουδάκη. Του έπαιξα τον «Ήλιο», ένα δημοτικό τραγούδι, αλλά σε μια δική μου διασκευή. Ο Σταμάτης τρελάθηκε. Δώσαμε ραντεβού κι έτσι ακολούθησαν επιτυχίες όπως ο «Αλέξανδρος», το «Εδώ κάτι συμβαίνει» και φυσικά τα «Πέτρινα Χρόνια». Ύστερα ήρθε η συνεργασία με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου. Αν έχεις τύχη, διάβαινε, που λένε. Κάπως έτσι έγινε και μ’ εμένα. Ήδη συζητούσαν ο Σταμάτης Κραουνάκης με τον Νίκο Σκούρτη να προτείνουν στον Βαγγέλη Παπαθανασίου να μου δώσει ένα κομμάτι του. Τελικά, πώς τα φέρνει η ζωή! Μια βραδιά που έπαιζα σε μια συναυλία στο Ηρώδειο έρχεται στο καμαρίνι μου ο Βαγγέλης Παπαθανασίου για να μου δώσει συγχαρητήρια. Λίγο πριν φύγει, ζήτησε το τηλέφωνό μου και του απάντησα πως θα ήταν μεγάλη μου τιμή να του το δώσω. Αναμφίβολα, ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία μου, με την έννοια ότι ακολούθησα διεθνή καριέρα. Και, φυσικά, από τότε όλες οι πόρτες άνοιγαν συνεχώς και παντού. Αργότερα, είχα την τιμή να συνεργαστώ με τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Μίκη των Ελλήνων. Ο Μίκης είναι ένας απίστευτος άνθρωπος. Όταν μου έδωσε τραγούδια του, το έκανε με την ψυχή του. Είναι πολύ δοτικός χαρακτήρας. Δεν θα ξεχάσω όταν μια φορά, την ημέρα των γενεθλίων του, μου ζήτησε η κόρη του, η Μαργαρίτα, να πάω σπίτι να τον συναντήσω και να του κάνω έκπληξη. Με το που μπήκα, σηκώθηκε και ήρθε στην πόρτα να με προϋπαντήσει. «Βασίλη μου, ήρθες για μένα» μου είπε και συγκινήθηκε όταν μίλησα γι’ αυτόν.
Ο Μίκης είναι ένας και είναι ο αγαπημένος μας. Ξέρεις, τόσα χρόνια έχω καταλάβει ότι οι μεγάλοι, οι καταξιωμένοι καλλιτέχνες φτάσανε ψηλά γιατί δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν και δεν είναι ανταγωνιστικοί. Στον χώρος μας, δυστυχώς, επιβιώνουν και τα παράσιτα που φέρονται με μικρότητα και μας στενοχωρούν, γιατί είμαστε ευαίσθητοι. Απλώς, το μόνο που χρειάζεται είναι να τους αγνοείς» υποστηρίζει. Η φαντασία αποτελεί για τον Βασίλη κινητήριο δύναμη. Κάθε φορά που παίζει κλαρίνο, μεταμορφώνεται. Αλλάζει η όψη του τελείως. «Κάποτε, αποφάσισα να πάω στο Ωδείο, αλλά τελικά το παράτησα λόγω του φυσήματος. Τι εννοώ; Είχα μάθει με διαφορετικό φύσημα και αυτοί με κατηύθυναν αλλού. Άλλο ένιωθα μέσα μου, άλλο μου έλεγαν να κάνω κι έτσι το εγκατέλειψα» προσθέτει.
Δεν έχει περάσει πολύς καιρός που η μητέρα του έφυγε από τη ζωή. Ανάβοντας το ένα τσιγάρο μετά το άλλο θυμάται, δακρύζει και αφηγείται: «Οι γονείς μου ήταν σπουδαίοι άνθρωποι. Εξακολουθώ να κουβαλάω μέσα μου πολλά χαρακτηριστικά τους που μου μετέδωσαν. Από τον πατέρα μου κρατώ το τρομερό παίξιμο του κλαρίνου. Αξέχαστο, επιβλητικό και συνάμα συγκινητικό. Από τη μητέρα μου, η οποία έφυγε πρόσφατα, δεν ξεχνώ πόσο με βοήθησε να μάθω να παίζω καλό κλαρίνο. Κάθε μάνα αγαπά το παιδί της ξεχωριστά, γι’ αυτό και μου λείπει πάρα πολύ. Υπάρχουν νύχτες που όταν τη σκέφτομαι με πιάνουν τα κλάματα. Μεγάλη απώλεια η μάνα». O Πετρολούκας Χαλκιάς κάποτε είδε άλογο να σηκώνεται όρθιο, ακούγοντας το κλαρίνο του 8.3.2017 O Πετρολούκας Χαλκιάς κάποτε είδε άλογο να σηκώνεται όρθιο, ακούγοντας το κλαρίνο του Τι θα κρατούσε από τα πανηγύρια; «Δεν ξεχνώ τα ωραία γλέντια. Ειδικά τις πρωινές ώρες, εκείνος ο χαρακτηριστικός αντίλαλος που ακουγόταν μας γλύκαινε τα αυτιά. Υπήρχαν στιγμές που έπεφταν οι άγγελοι από τον ουρανό στη γη, γιατί παίζαμε θεϊκά. Τις μικρές ώρες, όταν ξημέρωνε, νομίζω ότι καταγράφονταν οι πιο ωραίες μας στιγμές. Θυμάμαι, κάποτε, σε ένα πανηγύρι στην Άρτα, χόρευε τόσο καλά μια παρέα, που δεν τους άφηνα με τίποτα να κατέβουν από την πίστα. Παίζει πολύ μεγάλο ρόλο η διάθεση του κόσμου. Μερακλίδικες και όμορφες εικόνες». Και ποια ήταν η πιο δύσκολη στιγμή; «Όταν μου έκλεψαν το κλαρίνο, το οποίο ανήκε στον θείο μου Βασίλη Σαλέα. Ήταν κειμήλιο. Όταν συνέβη αυτό, κάθε μέρα είχαμε κηδεία στο σπίτι μας. Πήγαινε ο πατέρας μου καθημερινά στο Μοναστηράκι, μήπως και το βρει, για να το αγοράσει πάλι. Δεν μπορούσαμε να το ξεπεράσουμε με τίποτα. Το είχα βάλει κάτω από το κάθισμα του αυτοκινήτου κι έμαθα εκ των υστέρων, στην Αυστραλία όπου βρισκόμουν, ποιος μου το είχε κλέψει. Απ’ ό,τι μου είπαν, αυτοί που μου το πήραν, το έκαναν γιατί πίστευαν ότι κάτι είχε μέσα. Δεν μπορούσαν να εξηγήσουν ότι εγώ έπαιζα το κλαρίνο. Σκέψου ότι και το δεύτερο κλαρίνο που μου έκλεψαν, γι’ αυτόν το λόγο το έκαναν. Νόμιζαν πως αν μου έπαιρναν το κλαρίνο θα σταματούσα να παίζω με τον δικό μου τρόπο. Ορίστε, αγόρασα καινούργια κλαρίνα. Και τι άλλαξε; Παίζω διαφορετικά; Μόνο σε σενάρια επιστημονικής φαντασίας μπορώ να βρω τέτοιες ιδέες. Ακόμη και ένας δημοσιογράφος στην ΕΡΤ3 είχε πει κάτι αντίστοιχο, ότι δήθεν έχω μέσα στο κλαρίνο ένα άλλο καλάμι. Γελάω. Πραγματικά, δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο. Μα, είναι δυνατόν να λέγονται τέτοια πράγματα; Το μόνο που καταφέρνεις είναι να γίνεσαι ρεζίλι, αναπαράγοντας τέτοιες αστειότητες» αναφέρει. «Η μουσική δίνει το συναίσθημα ή το αντίστροφο;» αναρωτιέμαι. «Το συναίσθημα κάνει τη μουσική. Οι νότες μόνες τους δεν μπορούν να σου καρφώσουν την ψυχή» λέει και στην ερώτηση τι συναισθήματα συνοδεύουν τις δικές του μουσικές, απαντά: «Αυτά είναι μυστικά, δεν λέγονται δημόσια (γέλια). Συνήθως, μια αγάπη σου παλιά. Στενοχώριες ή χαρές. Κάποτε ο μεγάλος Γιάννης Πάριος είχε πει για μένα ότι δεν παίζω κλαρίνο αλλά ότι τραγουδώ κανονικά».
Το ένα κλαρίνο είναι δώρο από μια συναυλία στην Κωνσταντινούπολη και είναι φτιαγμένο από ελεφαντόδοντο. Όπως λέει χαρακτηριστικά: «Και σε μια άλλη ζωή, αν τελικά υπάρχει, πάλι κλαρίνο θα έπαιζα. Ο άνθρωπος γεννιέται, δεν γίνεται».
Υπάρχει κάτι για το οποίο μετάνιωσε; «Που δεν κατάφερα, όταν μου δόθηκε η ευκαιρία, να συνεργαστώ με τον Μάνο Χατζιδάκι. Ένα βράδυ που έπαιζα στο Zoom στην Πλάκα τα «Πέτρινα Χρόνια» σε ένα τραπέζι καθόταν ο Χατζιδάκις και είχε βάλει τα κλάματα. Μόλις τελείωσα, μου έκανε μια πρόταση να μετατρέψω δικά του τραγούδια σε instrumental. Ντράπηκα πολύ, γιατί εκείνη την περίοδο είχα τη συνεργασία μου με τον Σταμάτη Σπανουδάκη και δεν ήθελα να τον προδώσω. Έτσι, αναγκαστικά είπα «όχι» σε αυτή την τεράστια συνεργασία. Και παρόλο που του είχα δώσει αρνητική απάντηση, εξακολουθούσε για πολλά χρόνια να στέλνει κάρτες με ευχές. Αλλά επειδή στη ζωή τίποτα δεν είναι απίθανο, ελπίζω να μου δώσει την άδεια ο γιος του, ο Γιώργος, ώστε έστω και τώρα να μπορέσω να παίξω τραγούδια του». Ο Βασίλης Σαλέας έμαθε από το μηδέν. Και εξακολουθεί να μαθαίνει έως σήμερα. Κανείς δεν είναι τέλειος, λέει στη συζήτησή μας αρκετά συχνά. «Όταν μένω μόνος μου στο σπίτι, πολλές φορές ακούω δικά μου κομμάτια και ψάχνω τα λάθη μου, τι θα μπορούσα να έχω διορθώσει και τι θα γινόταν καλύτερο. Το παίξιμο του κλαρίνου είναι ένα ενιαίο σύνολο όπου συνυπάρχουν το φύσημα, τα δάχτυλα και η γλώσσα, ώστε να μεταφερθεί στα αυτιά και στις ψυχές των ανθρώπων» διαπιστώνει. Η οικογένεια γι’ αυτόν είναι ιερό πράγμα. «Έχω μια σπουδαία οικογένεια, άρρηκτα συνδεδεμένη με τη μουσική. Έχω τέσσερα υπέροχα παιδιά, εκ των οποίων ο γιος μου ο Νίκος παίζει κλαρίνο και ο άλλος μου γιος ο Σταμάτης παίζει εξαιρετικό βιολί αλλά υπάρχει φυσικά και ο αδερφός μου ο Σαράντης, κορυφαίος τραγουδιστής. Ακριβώς όπως ο θείος του, ο Βασίλης Σαλέας ήταν κορυφαίος στο κλαρίνο. Φυσικά, έχω και μια υπέροχη σύζυγο, με την οποία είμαστε μαζί 35 χρόνια.Αγάπη και υπομονή είναι ο μοναδικός συνδυασμός ενός επιτυχημένου γάμου που κρατά πολλά χρόνια» λέει. «Γενικά, ντρέπομαι πάρα πολύ και είμαι χαμηλών τόνων. Αλλά είναι όμορφο συναίσθημα όταν συνειδητοποιείς ότι κι άλλοι άνθρωποι ταυτίζονται με δικές σου μουσικές». Είναι περίεργο που το υπουργείο Πολιτισμού δεν μου έχει δώσει ποτέ το Ηρώδειο για μια συναυλία. Έχω παίξει κατά καιρούς μαζί με άλλους καλλιτέχνες, αλλά δεν μου το έχουν δώσει ποτέ για μια δική μου συναυλία. Νομίζω ότι με τις μουσικές μου προωθώ την Ελλάδα σε όλο τον κόσμο. Γιατί δεν αξίζουμε κι εμείς να μας παραχωρηθεί για μια μέρα το Ηρώδειο; Ένα και μοναδικό παράπονο που έχει ο Βασίλης Σαλέας το εκφράζει και ως μια ανεκπλήρωτη επιθυμία: «Με τον χώρο της πολιτικής δεν τα πηγαίνω πολύ καλά, αν και έχω πολλούς φίλους πολιτικούς και κάποτε μου είχαν ζητήσει να θέσω υποψηφιότητα. Αλλά είναι περίεργο που το υπουργείο Πολιτισμού δεν μου έχει δώσει ποτέ το Ηρώδειο για μια συναυλία. Έχω παίξει κατά καιρούς μαζί με άλλους καλλιτέχνες, αλλά δεν μου το έχουν δώσει ποτέ για μια δική μου συναυλία. Νομίζω ότι με τις μουσικές μου προωθώ την Ελλάδα σε όλο τον κόσμο. Γιατί δεν αξίζουμε κι εμείς να μας παραχωρηθεί για μια μέρα το Ηρώδειο; Πενήντα χρόνια παίζουν στο Ηρώδειο οι ίδιοι και οι ίδιοι. Για εκείνο το μικρό λιθαράκι που έχω βάλει κι εγώ στον ελληνικό πολιτισμό, νομίζω ότι αξίζει έστω και για μια μέρα να μου το δώσουν». Λίγο πριν τον αποχαιρετήσω, τον ρωτώ ως τι θα ήθελε να τον θυμούνται; «Αυτό που με ενδιαφέρει είναι απλώς να με θυμούνται. Αυτό θα ήθελα και τίποτε άλλο. Η ζωή είναι γλυκιά και αυτό που αξίζει είναι να έχεις ανθρώπους που σε αγαπούν και τους αγαπάς. Και, πάνω από όλα, να κάνεις στη ζωή σου αυτό που λατρεύεις» λέει και τον ρωτάω αν υπήρξαν στιγμές απόρριψης στην καριέρα του. «Φυσικά, αλλά δεν πρέπει να το βάζεις κάτω. Άνθρωποι είμαστε και λάθη κάνουμε. Όμως πρέπει να μαθαίνεις από αυτά. Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου να κάνει κάτι άλλο. Γεννήθηκα και θα πεθαίνω παίζοντας κλαρίνο. Στο σπίτι μου ένα καρφί τοποθετώ και βάζουν τα γέλια, φωνάζοντάς με «Κατακουζηνό»». Μαζί του για τη φωτογράφιση έχει φέρει τρία κλαρίνα. Παρατηρώ για πολλή ώρα με πόση τρυφερότητα τα ανοίγει, τα αγγίζει και τα συναρμολογεί. Το ένα από αυτά είναι δώρο από μια συναυλία στην Κωνσταντινούπολη και είναι φτιαγμένο από ελεφαντόδοντο. Όπως λέει χαρακτηριστικά: «Και σε μια άλλη ζωή, αν τελικά υπάρχει, πάλι κλαρίνο θα έπαιζα. Ο άνθρωπος γεννιέται, δεν γίνεται». Τι κρατά από τη ζωή του; «Έζησα 25 χρόνια σε ένα σπίτι μαζί με τη γιαγιά μου. Σηκωνόμουν κάθε πρωί, χαράματα, και της έλεγα τα όνειρά μου. Ειλικρινά, όλα αυτά τα όνειρα πραγματοποιήθηκαν. Ό,τι έλεγα στη γιαγιά μου πιτσιρίκος κι εκείνη γελούσε, έγινε, σαν θαύμα. Τίποτα, λοιπόν, πιο σημαντικό από αυτό. Είναι συγκινητικό και μόνο που τα ξαναφέρνω στο μυαλό μου. Σημασία στη ζωή δεν έχει τίποτε άλλο παρά να είσαι αληθινός και ειλικρινής. Δυσκολεύουμε την καθημερινότητά μας χωρίς λόγο. Τα μικρά και τα απλά είναι εκείνα που αξίζουν» καταλήγει. «Αυτό που με ενδιαφέρει είναι απλώς να με θυμούνται. Αυτό θα ήθελα και τίποτε άλλο. Η ζωή είναι γλυκιά και αυτό που αξίζει είναι να έχεις ανθρώπους που σε αγαπούν και τους αγαπάς. Και, πάνω από όλα, να κάνεις στη ζωή σου αυτό που λατρεύεις». Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO «Αυτό που με ενδιαφέρει είναι απλώς να με θυμούνται. Αυτό θα ήθελα και τίποτε άλλο. Η ζωή είναι γλυκιά και αυτό που αξίζει είναι να έχεις ανθρώπους που σε αγαπούν και τους αγαπάς. Και, πάνω από όλα, να κάνεις στη ζωή σου αυτό που λατρεύεις». Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO Σ΄ένα μοντέρνο πανηγύρι με τον Μάκη Χριστοδουλόπουλο 20.8.2016 Σ΄ένα μοντέρνο πανηγύρι με τον Μάκη Χριστοδουλόπουλο
Πηγή: www.lifo.gr