Το «συνέπαρμα» στις καλύβες των λεσπέρηδων & η ζωή στους εύφορους κάμπους της Κω (φωτό)

8
4392
Ψαλίδι / Άγ. Γαβριήλ / Εξοχή, Κως

Το «συνέπαρμα» στις ψάθινες «καλαμωτές» καλύβες  των λεσπέρηδων της Κω (ιδίως σε Τιγκάκι-Λινοπότι-Μαρμάρι-Μαστιχάρι-Καρδάμαινα-Κέφαλο-Ψαλίδι)

Γράφει η Ξανθίππη Αγρέλλη

Μόλις που τελείωνε η Λαμπρή έκλειναν και τα Σχολεία οι λεσπέρηδες δηλ οι γεωργοί του νησιού μας ετοιμάζονταν να κατέβουν, να «συνεπάρουν» στους κάμπους. Οι περισσότεροι είχαν πια φυτέψει τα κηπευτικά και τις τομάτες και είχαν σπείρει τα στάρια και τα κριθάρια.

Από το ορεινό Ασφενδιού κατέβαιναν στους κάμπους στο Ζιπάρι, το Λινοπότη και στο παραλιακό Τιγκάκι. Από το Πυλί κατηφόριζαν ως το Μαρμάρι, ενώ από την Αντιμάχεια κατέβαιναν μέχρι το παραλιακό Μαστιχάρι.

Από τα υψώματα της Κεφάλου, κατέβαιναν ως τους κάμπους εκεί στο Καμάρι.

Η διαδικασία αυτή ήταν συνηθισμένη. Έφτιαχναν μια πρόχειρη καλύβα με καλάμια και για σκέπαστρο έβαζαν ψάθες, ενώ για πόρτα είχαν κρεμάσει μια βαριά, πυκνό υφασμένη και πολύχρωμη κουρελού. Όσο για τα στρωσίδια τα ίδια υφαντά, αρκούσαν με ένα δυο μαξιλάρια, για να φιλοξενήσουν στο πάτωμα τους άοκνους και σχεδόν άυπνους εργάτες της γης.

Η μάνα είχε την γενική φροντίδα της οικογένειας. Εκτός από την ασχολία της με το πότισμα ή την συγκομιδή των καρπών των χωραφιών και των κηπευτικών, έπρεπε να εξασφαλίσει το ψωμί και το καθημερινό φαγητό στα παιδιά της.

Μια πρόχειρη θράκα, με στοιβαγμένες πέτρες και μια τριγωνική σιδεριά, φιλοξενούσε κάθε μεσημέρι στο πήλινο τσουκάλι ό,τι έβγαζε η μάνα γη.

Μαζεύονταν όλη η οικογένεια γύρω από το χαμηλό τραπέζι, το σινί και βούταγαν το σπιτικό σταρένιο ψωμί, στην γεμάτη κούπα με ελαιόλαδο και ντοματοσαλάτα. Την νοστιμιά συμπλήρωναν τα γιαπράκια, ορφανά χωρίς κρέας. Τύλιγαν τα αμπελόφυλλα ή τους κολοκυνθό -ανθούς με λίγο ρύζι, μπόλικα μυρωδικά, όπως βασιλικό και δυόσμο, πολύ ελαιόλαδο και σε μισή ώρα είχαν ένα πεντανόστημο φαγητό. Άλλοτε πάλι ανακάτευαν όλα τα κηπευτικά, ξεκινώντας από τις τομάτες, τα κολοκυθάκια, τις μελιτζάνες, πιπεριές, πατάτες, μαζί με χοντροκομμένο κρεμμύδι για να φτιάξουν το λαδερό φαγητό. Βέβαια και τα λαδερά φασολάκια και οι μπάμιες γιαχνί, δεν έλλειπαν ποτέ από την υγιεινή Μεσογειακή κουζίνα.

Το πήλινο λαγήνι βυθισμένο στο πηγάδι, φρόντιζε να ξεδιψάσουν οι εργάτες που ολημερίς δούλευαν κάτω από τον καυτό ήλιο. Πολλές φορές ένας σύντομος μεσημεριανός ύπνος κάτω από την φορτωμένη με μούρα, συκαμινιά ή την συκιά, συντροφιά με τα φλύαρα τζιτζίκια ξεκούραζε τους εργάτες της γης. Συνήθως υπήρχε και ένας μεγάλος αβράμιθας, όπου στα αειθαλή κλωνάρια του έδεναν αυτοσχέδιες σχοινένιες κούνιες. Εκεί διασκέδαζαν όλη μέρα τα μικρά παιδιά ή κοιμόταν κάτω από τον βαθύ ίσκιο του.

Αν τύχαινε να περάσει περαστικός ή ξένος, από το χωράφι ή το κτήμα των λεσπέρηδων, του έγνεφαν και του γέμιζαν τις χούφτες με ό,τι είχαν καθώς και την καρδιά του με πολλή αγάπη.

Φιλόξενοι οι απλοϊκοί κάτοικοι των χωριών, σηκώνονταν για να καθίσει ο ξένος ή κοιμόταν έξω από την καλύβα για να φιλοξενηθεί ο περαστικός. Προτιμούσαν να μείνουν νηστικοί, για να φάει πρώτα ο καλεσμένος τους.

Η χαρά των μικρών παιδιών ήταν αυτή η καλοκαιρινή περίοδος, αφού μαζεύονταν όλα από τις γειτονικές καλύβες για να παίξουν ή να κάνουν ολημερίς βουτιές στην καταγάλανη θάλασσα.

Τα μεγαλύτερα έπρεπε να φυλάγουν τα μποστάνια, να τα ποτίζουν και να προσέχουν τους ιπτάμενους εισβολείς, αφού τα σκιάχτρα δεν επαρκούσαν. Για τα σκιάχτρα κρέμαγαν σε ένα ψηλό διασταυρωμένο κοντάρι ένα παλιό πουκάμισο και ένα φθαρμένο παντελόνι, του φόραγαν και ένα ψάθινο καπέλο στην κορυφή και έτοιμος ο φύλακας του κήπου.

Το βράδυ με μόνιμο φωτισμό το ασημένιο φεγγάρι και τα αμέτρητα αστέρια, αποσπέριζαν πότε στην πόρτα της καλύβας του ενός και πότε του άλλου.

Έκοβαν δροσερό κατακόκκινο καρπούζι ή μελωμένο πεπόνι, έβγαζαν από το πήλινο κουζί και λίγο τυρί της τυριάς και ξεκουράζονταν όλη η παρέα. Τα βράδυ τα νυχτοπούλια αφουγκράζονταν τις συζητήσεις, που περιστρέφονταν γύρω από τους ξενιτεμένους τους.

Ενίοτε άνθιζαν και κάποιες ρομαντικές ερωτικές ιστορίες, που πολλές φορές κατέληγαν σε επίσημα αρραβωνιάσματα και σε γάμους.

Κατάκοποι οι εργάτες του μόχθου, έπεφταν στην στενάχωρη ψάθινη καλύβα που για πόρτα της είχε όχι μόνο τη μακριά κουρελού, αλλά την εμπιστοσύνη των περαστικών και των γειτόνων. Άγραφοι νόμοι, φύλαγαν τις ζωές αυτών των ανθρώπων. Ποτέ και κανένας δεν τόλμησε να παραμερίσει την κουρελού, που φύλαγε το φτωχικό βιός των αγροτών και να ενοχλήσει κακόβουλα την οικογένεια τους.

Υπήρχε τέτοια αρμονική συμβίωση και συνεργασία, ανάμεσα στους γείτονες που ο ένας φύλαγε ή πότιζε το μποστάνι του άλλου.

Ζήτημα ανθρωπιάς, ζήτημα αγνής ψυχής ή και τα δυο;

Όταν περνούσε ο Ιούνης και ακολουθούσε ο Ιούλης ο Αλωνάρης που έκαιγε τα σπαρτά, αυτά ήταν έτοιμα πια για τα αλώνια. Ύστερα ερχόταν ο Δεκαπενταύγουστος ημέρα μεγάλης γιορτής της Παναγίας. Όλα και όλοι σταματούσαν για να την τιμήσουν.

Ο Αύγουστος ο τρυγητής, έδινε τα καλλίτερα σταφύλια και τα πιο εύγευστα κρασιά.

Με τα πρώτα χαμόγελα του Σεπτέμβρη, άνοιγαν τα Σχολεία και έφταναν και τα πουζουνίκια

Οι γεωργοί μάζευαν τα τελευταία απομεινάρια από τα κηπευτικά και άλλα προϊόντα της γης και επέστρεφαν στο χαμηλό -κτιστό και καλό -ασπρισμένο σπιτικό τους.

Οι ψάθινες καλύβες άδειαζαν και άλλες τις χαλούσαν οι γεωργοί ενώ άλλες τις χάλαγε ο δύστροπος χειμωνιάτικος καιρός. Μάζευαν τις κουρελούδες και τα υφαντά τους και οι νοικοκυρές έτρεχαν στο πιο κοντινό ποτάμι για ατελείωτο πλύσιμο και άπλωμα στους γύρω ανθεκτικούς θάμνους.

Έτσι στις 15 του Σεπτέμβρη, μια μέρα μετά του Σταυρού του Αϊ Νικήτα, επέστρεφαν όλοι στα ορεινά κυρίως χωριά τους.

Για να επαληθευτεί και η παροιμία των παλιών, τα Αϊ Νικήτα κοίτα και τα Αι Γιωργιού ξεκοίτα. Δηλ τα Αι Νικήτα μαζέψου να κουρνιάσεις και τα Αϊ Γιωργιού απλώνεσαι ξανά. Φυσικά ακολουθούσε το μάζεμα τις ελιάς, από τους απέραντους ασημόχρωμους ελαιώνες του νησιού, καθώς και το έθιμο των χοιροσφαγείων, το οποίο συνεχίζεται σε μερικά χωριά μέχρι και σήμερα.

Όλη αυτή η διαδικασία προσωρινής διαμονής στις ψάθινες καλύβες, αποτελούσε επιτακτική ανάγκη για τους γεωργούς. Αλλιώς θα ανεβοκατέβαιναν καθημερινά από τα χωριά τους, ως τα πεδινά χωράφια, ξεκινώντας από το πρωί με το αγιάζι, μέχρι το γέρμα του ήλιου, φορτωμένοι με τα καλάθια ή τα κοφίνια πότε πεζοί και πότε με τα υποζύγια.

Η εξέλιξη και ο σύγχρονος τρόπος ζωής, έφεραν την γρηγοράδα και την αμεσότητα των αυτοκινήτων και φυσικά μείωσαν την ανάγκη ύπαρξης της ψάθινης καλύβας του κάμπου.

Σήμερα ίσως δούμε σκόρπιες ακόμη μερικές ψάθινες καλύβες, των ακούραστων λεσπέρηδων της εύφορης Κω ή θα τις συναντήσουμε στα λαογραφικά άλμπουμ, σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες.

Καλό Καλοκαίρι

Ξανθίππη Αγρέλλη

  • Φωτογραφικό υλικό χρησιμοποιήθηκε μεταξύ άλλων από το βιβλίο του κ. Θανάση Γιωργαλλή «Κωακές καταγραφές από το χθες» και από το διαδίκτυο www.dikaiosnet.gr

*αμπαράκες=παράγκες, τσαρδάκια

  • Για τα δαγκώματα από σκορπιούς, φίδια, σαρανταποδαρούσες κλπ υπήρχαν διάφορα γητέματα και ξόρκια

 

(ο αείμνηστος Γιάννης Παλαπάνης με το γάιδαρο του στο Ασφενδιού-Ευαγγελίστρια)

8 ΣΧΟΛΙΑ

  1. ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΤΟΝ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟ ΓΙΑΝΝΗ ΚΙΑΡΗ ΚΑΙ ΤΗΝ AEGEANEWS ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΘΩΡΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΑ ΔΙΑΦΟΡΑ ΓΗΤΕΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΧΕΝΤΡΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΚΟΡΠΙΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΥΡΙΩΣ ΤΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΠΟΥ ΕΜΕΝΑΝ ΣΤΙΣ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΕΣ ΚΑΛΥΒΕΣ.

  2. ΤΑ ΠΟΥΖΟΥΝΙΚΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΑΡΧΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ-ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ) . ΟΙ ΓΕΩΡΓΟΙ ΜΑΖΕΥΑΝ ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΕΠΟΝΙΑ ΚΑΡΠΟΥΖΙΑ ΚΑΙ ΟΛΑ ΤΑ ΚΗΠΕΥΤΙΚΑ . ΟΣΑ ΗΤΑΝ ΧΡΗΣΙΜΑ ΤΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΝΑΝ. ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ ΤΑ ΕΡΙΧΝΑΝ ΣΤΟΝ ΧΟΙΡΟ ΠΟΥ ΕΤΟΙΜΑΖΑΝ ΓΙΑ ΤΑ ΧΟΙΡΟΣΦΑΓΙΑ.

  3. Καταπληκτικο αφειερωμα Ξανθιππη μου για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουμε εμείς οι νεοτεροι.Μας έχουν διηγηθει αμετρητες ιστορίες οι γονείς και οι παππουδες μας για το συνεπαρμα στους καμπους,τις καλύβες και την επιστροφή στο χωριό στην αρχή του Φθινοπωρου.Εμάς φευγανε απ’ το Λαγουδι ο παππούς και η γιαγιά και όλη η οικογένεια και συνεπερνανε στον κάμπο στο Τιγκακι στην καλύβα κάθε καλοκαίρι.Αξεχαστα και πολύ ανθρώπινα χρόνια Ξανθιππη μου.Καλό καλοκαιρι!!!!!!!!

  4. Για ακόμα μια φορά μας έδωσες ένα υπέροχο κείμενο, αυτά που μένουν παρακαταθήκη στους νεώτερους, συγχαρητήρια Ξανθίππη μας.

  5. Παιδιά πάνω απο πέντε χρονών ήταν αναγκασμένα να ξυπνούν 5 η ώρα το πρωί πεινασμένα και ξυπόλυτα να πάνε στα χωράφια για να μαζεύουν ντομάτες η να κιρδίζουν καπνό και να επιστρέφουν για το μπελόνιασμα μια βαρετή διαδικασία που δεν είχε τέλος.Κάθε παιδί ήταν αναγκασμένο να δουλεύει ασταμάτητα,ξύλα για τη φωτιά,κλαδιά για τον φούρνο,νερό από τις εκατοντάδες πηγές,φύλαξη μποστανιού,πότισμα ζώων,μετάδεση ζώων,φαγητό για τα ζώα[κεχριές,συκόφυλλα κ.λ.π].Το συνέπαρμα δεν ήταν κατασκήνωση ,ήταν ανάγκη επιβίωσης με αναγκαστικό καταμερισμό εργασιών και μάλιστα με αμφίβολο αποτέλεσμα[ποιότητα και τιμή καπνού,τιμή ντομάτας ]. ΚΑΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΣΕ ΟΛΟΥΣ

  6. ΓΝΩΡΙΖΩ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΤΗΣ ΔΙΑΜΟΝΗΣ ΣΤΙΣ ΚΑΛΥΒΕΣ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΕΠΑΡΜΑ. ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΟΥ ΜΑΣ ΤΙΣ ΥΠΕΝΘΥΜΗΣΑΤΕ. ΕΓΩ ΤΟ 1978 ΠΡΟΛΑΒΑ ΤΗΝ ΚΑΛΥΒΑ ΤΟΥ ΠΕΘΕΡΟΥ ΜΟΥ Γ. ΑΓΡΕΛΛΗ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΒΕΝΖΙΝΑΔΙΚΟ ΤΟΥ Κ ΜΑΥΡΟΥ ΣΤΟ ΜΑΣΤΙΧΑΡΙ. ΚΡΙΜΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΧΑ ΤΟΤΕ ΚΑΜΕΡΑ ΝΑ ΤΗΝ ΒΓΑΛΩ ΦΩΤΟ. ΠΑΝΤΑ ΟΙ ΓΕΩΡΓΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΟΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΑΝ ΜΕΓΑΛΕΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ ΑΥΤΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΩΣ.

Γράψτε απάντηση στο Ανώνυμος Ακύρωση απάντησης