Ιδού, ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός, και μακάριος ο δούλος,
ον ευρήσει γρηγορούντα. Ανάξιος δε πάλιν ον ευρήσει ραθυμούντα. Βλέπε
ουν ψυχή μου, μη τω ύπνω κατενεχθείς, ίνα μη τω θανάτω παραδοθείς και
της βασιλείας έξω κλεισθείς. Αλλά ανάνηψον κράζουσα: Αγιος, Άγιος,
Άγιος ει ο Θεός ημών, διά της Θεοτόκου, ελέησον ημάς. Δείτε, έρχεται ο
Γαμπρός καταμεσής της νύχτας και καλότυχος ο δούλος, που θα τον βρει
ξύπνιο, αλλά ανάξιος εκείνος που θα πιαστεί στον ύπνο. Πρόσεχε,
λοιπόν, ψυχή μου, μην αφεθείς στον ύπνο, για να μην παραδοθείς στον
θάνατο και κλειστείς έξω από τη βασιλεία. Αλλά σύνελθε και φώναξε:
Άγιος, Άγιος, Άγιος Θεέ μας μέσω της Θεοτόκου, ελέησέ μας’. Γνωστό
τροπάριο της Μεγάλης Εβδομάδας.
Διανύουμε ήδη και μάλιστα φτάνουμε στο τέλος της Βαγιοβδομάδας! Αύριο,
συν Θεώ, ξημερώνει το Σάββατο του Λαζάρου. Και μπαίνουμε από την
επόμενη κιόλας μέρα στην Κυριακή των Βαΐων, στη Μεγαλοβδομάδα! Δεν
ξεχνιέται το βίωμα της ημέρας: Του Λαζάρου πηγαίναμε το σχολείο στην
εκκλησία, προετοιμασμένοι να μεταλάβουμε. Γυρίζαμε στη συνέχεια στο
σχολειό, κάναμε τις τελευταίες πρόβες των Εγκωμίων της Μεγάλης
Παρασκευής, μας έλεγαν οι δάσκαλοι μας για το πώς να περάσουμε τις
διακοπές και βέβαια τι να μαζέψουμε από γιαγιάδες και γονείς σε ώρες
ανάπαυλας από τα λαογραφικά που θα ζήσουν στα σπίτια μας, όλες αυτές
τις μέρες!
Έτσι, για τα αυριανά λαογραφικά της μεγάλης γιορτής της Ανάστασης του
Λαζάρου, αναδημοσιεύουμε μόνο μιας και τα ’χουμε ξαναγράψει τα κάλαντα
του Λαζάρου μήπως και κάποια παιδιά τα ζητήσουν από τους γονείς των,
αναγνώστες μας, για την αυριανή μέρα. Ψάλλομε λοιπόν: “Σήμερον έρχετ’
ο Χριστός, ο επουράνιος Θεός, εν πόλει Βηθανία, με κλάδους, με βαΐα.
Εβγάτε, παρακαλούμεν, διά να σας διηγηθούμεν, διά να μάθετε τι γίνη
σήμερον εις την Παλαιστίνη. Εις την πόλη Βηθανία Μάρθα κλαίει και
Μαρία Λάζαρον τον αδελφό τους, τον γλυκύν και καρδιακόν τους, τον
μοιρολογούν και λέγουν, τον μοιρολογούν και κλαίγουν. Τρεις ημέρας τον
θρηνούσαν και τον εμοιρολογούσαν. Την ημέραν την τετάρτη, κίνησ’ ο
Χριστός για νάρθη, και εβγήκε και η Μαρία έξω από τη Βηθανία, και
εμπρός του γόνυ κλίνει και τους πόδας του φιλεί. Αν εδώ ήσουν Χριστέ
μου, δεν απέθνησκεν ο αδελφός μου μα και τώρα ’γω πιστεύω και καλώτατα
ηξεύρω ότι δύνασ’ αν θελήσεις και νεκρούς να αναστήσεις.
Λέγει Πίστευε Μαρία άγωμεν εις τα μνημεία Και πάραυτα ανήλθανε τον
τάφον του εδείξανε. Τότε ο Χριστός δακρύζει και τον Αδην φοβερίζει
Άδη, Τάρταρε και Χάρο Λάζαρον θε να σου πάρω Δεύρο έξω Λάζαρέ μου,
φίλε και αγαπητέ μου. Και παρευθύς από τον Άδη, ω εξαίσιον σημάδι!
Λάζαρος απελυτρώθη, ανεστήθη και εσηκώθη ζωντανός, σαβανωμένος και με
το κερί ζωσμένος, Τότ’ η Μάρθα κι η Μαρία, τότε όλ’ η Βηθανία, Μαθηταί
και Αποστόλοι, τότε ευρέθηκαν όλοι. Δόξα τω Θεώ φωνάζουν, και τον
Λάζαρον ξετάζουν. Πες μας Λάζαρε τι είδες εις τον ΄Αδην που επήγες;
Είδα τρόμους, είδα φόβους, είδα βάσανα και πόνους. Δώστε μου νερό
λιγάκι να ξεπλύνω το φαρμάκι της καρδιάς των χειλέων και μη μ’ ερωτάτε
πλέον. Του χρόνου πάλι νάλθωμεν μ’ υγείαν να σας βρούμεν, ’ς τους
οίκους σας χαρούμενοι κι όλοι να τραγουδούμεν” Και εις έτη πολλά! Ας
θυμηθούμε όμως επίκαιρα, μια διδακτική παρένθεση -μέρες που περνούμε-
από τη δεύτερη ζωή του Λαζάρου: “Η κλοπή του σταμνιού: Λέγεται ότι ο
Λάζαρος βγήκε βόλτα με τις αδελφές του στο παζάρι της Βηθανίας κάποιο
Σαββατιάτικο πρωινό. Οπότε παρατηρεί κάποιον γεροντάκο με παλτό, να
κλέβει ένα σταμνάκι από τον πάγκο ανυποψίαστου μικροπωλητή και να το
κρύβει προσεκτικά μέσα στο παλτό του… Κι ο Λάζαρος προβληματισμένος
απ’ ό,τι είδαν τα μάτια του, λέει στις αδελφές του: “Δέστε κατάντημα:
– Το ένα χώμα κλέβει τ’ άλλο χώμα!” – Κι έκτοτε, λένε, δεν ξαναγέλασε,
πικραμένος από τις μικρότητες της πρόσκαιρης, εδώ ζωής μας. Ας
αλλάξουμε όμως θέμα.
“Ουαί δυνάσται τύραννοι Ελλάδος νηστικής…” «…ουαί υμίν, καθάρματα
Τραπεζιτών αδίκων, οπού τους φόρους θέλετε των διαφόρων σύκων…» Σουρής
κατά των Ευρωπαίων δανειστών της χώρας το 1893
Ο δανεισμός και τα εθνικά χρέη προς τους «διεθνείς προστάτες» δεν
είναι φυσικά κάτι καινούργιο στον ελληνικό βίο. Πριν καν συγκροτηθεί,
το σύγχρονο ελληνικό κράτος ήταν καταχρεωμένο. Από το 1824 – 1825,
όταν οι αγωνιστές πήραν τα πρώτα δάνεια για να αντεπεξέλθουν στις
ανάγκες και το κόστος του αγώνα, η μικρή ακόμη Ελλάδα ήταν περίπου
θήραμα στα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα της εποχής και δέσμια έναντι
των ξένων κυβερνήσεων. Στην ουσία, και πρέπει να είναι ξεκάθαρο αυτό,
ουδέποτε υπήρξε περίοδος που η χώρα να μην ήταν καταχρεωμένη. Έτσι, η
δύσκολη περίοδος την οποία βιώνουμε τον τελευταίο 1,5 χρόνο, δεν είναι
πρωτόγνωρη, καθώς πάντα ήμασταν αυτό που θα λέγαμε «μόνιμοι οφειλέτες»
των ξένων οικονομικών δυνάμεων. Χαρακτηριστικό είναι ότι δύο μεγάλοι
Έλληνες πολιτικοί, ο Χαρίλαος Τρικούπης, το 1893, και ο Ελευθέριος
Βενιζέλος, το 1932, χρεώθηκαν και χρέωσαν στη χώρα από μια χρεοκοπία.
Καλή Μεγαλοβδομάδα.