Γράφει ο Γιάννης Σιατούφης
Ο στρατηγός Μακρυγιάννης (1797-1864) ήταν μια αγνή μορφή στην επανάσταση του 1821 και στα πρώτα χρόνια του νεοελληνικού κράτους. Ήταν ένας αγνός πατριώτης, γιατί δεν τον ενδιέφεραν οι θέσεις εξουσίας και τα χρήματα, αλλά από την πρώτη στιγμή έθεσε τον εαυτό του στον αγώνα για την απελευθέρωση της Ελλάδας και στο στήσιμο του ελληνικού κράτους. Όπως έλεγε ο ίδιος «η πατρίδα του κάθε ανθρώπου και η θρησκεία είναι το παν … και να ζει αυτός και οι συγγενείς του ως τίμιοι άνθρωποι εις την κοινωνία». Επίσης τόνιζε σε όλους του Έλληνες ότι πρέπει να αφήσουμε το «εγώ» και να λέμε «εμείς». Ο Σεφέρης σχολίασε ότι ο Μακρυγιάννης «πολέμησε, αγωνίστηκε, πίστεψε, σακατεύτηκε, αηδίασε, θύμωσε. Αλλά έμεινε πάντα ορθός ως το τέλος: άνθρωπος στο ύψος του ανθρώπου».
Δεν πάτησε ποτέ στο σχολείο, αλλά έμαθε τα γράμματα όταν έγινε πια άντρας. Κι αυτό το έκανε για να γράψει τα απομνημονεύματα από την πολυκύμαντη ζωή του. Όπως έγραψε «ένα πράγμα με παρακίνησε κι εμένα να γράψω, ότι τούτη την πατρίδα την έχουμε όλοι μαζί και σοφοί κι αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι. Όσοι αγωνιστήκαμε, ανάλογα ο καθένας, έχουμε να ζήσουμε εδώ …».
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες πληροφορίες αντλεί κανείς διαβάζοντας τα γραπτά του στρατηγού, αλλά θα εστιάσουμε σε όσα αναφέρει για τον Θ. Κολοκοτρώνη, που δεν τα συναντάς εύκολα σε βιβλία και πολύ περισσότερο στα σχολικά εγχειρίδια. Ο Μακρυγιάννης δεν αμφισβητεί τον Γέρο του Μοριά, τις ικανότητες του και την προσφορά του στον απελευθερωτικό αγώνα, αλλά είναι πολύ αυστηρός κριτής του για άλλες συμπεριφορές του. Συγκεκριμένα τονίζει τα κέρδη που αποκόμισε από την πατρίδα και την πλεονεξία του. Όπως χαρακτηριστικά γράφει «όταν ο Κολοκοτρώνης και οι σύντροφοί του ήρθαν από τη Ζάκυνθο δεν είχαν πιθαμή γης. Τώρα φαίνεται τι έχουν … και τι ζητούνε από το έθνος; Μιλιούνα ακόμα διά τις μεγάλες δούλεψες. Και σε αυτά ποτές δεν αναπεύονται».
Επιπλέον τον ενοχλούσε η συμμετοχή σε φατρίες, που το μόνο που προκαλούσε ήταν διχασμό στο ελληνικό έθνος: «όλο νόμους και φατρίες διά το καλό της πατρίδος, όλο αυτό πασκίζουν. Όσα έπαθε η πατρίς δια τους «νόμους» και το καλό αυτηνών και όσα παλληκάρια σκοτώθηκαν, δεν τάπαθε η πατρίς εις τον αγώνα των Τούρκων». Έντονη η αγανάκτηση του στρατηγού με την παραπάνω παρατήρηση. Δεν μπορεί να δεχτεί ότι με ενέργειες του Κολοκοτρώνη και άλλων Ελλήνων τα δεινά που γνώρισε ο τόπος δεν τα είχε γνωρίσει ούτε στον πόλεμο εναντίον των Τούρκων. Αλλά και στον απελευθερωτικό αγώνα δεν ήταν λίγες οι φορές που έγραφε περιστατικά του τι τραβούσαν οι Έλληνες σε κάποιες περιοχές που δεν τα είχαν τραβήξει ούτε από τους Οθωμανούς Τούρκους! Γι’ αυτό πολλές φορές δε διστάζει να αναφωνήσει «σιχάθηκα το Ρωμαίικον»!
Τον Οκτώβριο του 1823 ο Μακρυγιάννης φεύγει από τη Ρούμελη και τον Οδ. Ανδρούτσο και κατεβαίνει στην Πελοπόννησο και τέθηκε υπό τις διαταγές του Κολοκοτρώνη. Ο Γέρος του Μοριά τον στέλνει στον γιο του Γενναίο. Δύο πράγματα έκαναν εντύπωση στον στρατηγό. Από την μια πλευρά ο εθνικός διχασμός, αφού κατά τη διάρκεια του πολέμου με τους Τούρκους οι Έλληνες χωρίστηκαν σε δύο παρατάξεις, το Βουλευτικό και το Εκτελεστικό σώμα. Μάλιστα πρώτη φορά άκουσε τη λέξη φατρία και ρωτούσε να μάθει τι πράγμα είναι αυτή. Από την άλλη πλευρά εντύπωση του έκανε το πλιάτσικο που γινόταν σε όλες τις περιοχές ανεξάρτητα αν κατοικούνταν από Έλληνες ή Τούρκους. Χαρακτηριστικό περιστατικό ήταν όταν ο γιος του Κολοκοτρώνη του είπε να πάει με τους άντρες του να λεηλατήσουν τα Τρίκαλα της Κορίνθου, γιατί «στην Τροπολιτσά δεν πήρατε πλιάτσικα και να πάρεις αυτά να ευχαριστηθείς εσύ και οι άνθρωποί σου».
Όμως ο Μακρυγιάννης, επειδή σιχάθηκε αυτές τις πράξεις των Κολοκοτρωναίων, τους εγκατέλειψε και πήγε με την πλευρά του Βουλευτικού σώματος. Μάλιστα τον έστειλαν στην Τροπολιτσά να πολιορκήσουν τους Κολοκοτρωναίους, τους Μαυρομιχαλαίους και άλλους οπαδούς του Εκτελεστικού σώματος. Οι Κολοκοτρωναίοι τον φοβέριζαν ότι, αν τον πιάσουν, θα τον γδάρουν ζωντανό!
Πολύ του στοίχισαν του Μακρυγιάννη οι εμφύλιοι πόλεμοι του 1824 και του 1825. Σε κάποιο σημείο στο βιβλίο του συλλογίζεται πόσα δεινά είχε υποστεί η πατρίδα του, η Ρούμελη, και πόση περιουσία και ζωές θυσίασαν γνωστοί Ρουμελιώτες, ενώ ο Κολοκοτρώνης γυρεύει καθημερινά εμφύλιους και φατρίες: «(η Ρούμελη) κι αδικημένη είναι κι αφανισμένη. Νόμους γυρεύει και σύστημα να πάγη η πατρίς ομπρός. Ο Κολοκοτρώνης όμως και ο Μεταξάς και οι άλλοι οι τοιούτοι καθημερινούς εφύλιους πολέμους θέλουν και φατρίες». Τα παραπάνω κάνουν το στρατηγό να ανησυχεί για την έκβαση της επανάστασης, αφού ο στρατός του Ιμπραήμ είχε ήδη αποβιβαστεί στην Πελοπόννησο.
Ήταν τέτοιο το πάθος του Κολοκοτρώνη εναντίον του που ήθελε να τον πιάσει ζωντανό να τον γδάρει, όπως είπα και παραπάνω και γι’ αυτό ο Μακρυγιάννης σχολιάζει ότι ο Κολοκοτρώνης ήξερε από γδάρσιμο, γιατί «ήταν χασάπης εις την Ζάκυθο και γνώριζε την τέχνη αυτήνη· κι αφού ήρθε γυμνός εις την Ελλάδα και πλούτυναν κι έγιναν Κιαμιλμπέηδες αυτός και οι συντρόφοι του, καθημερινώς δουλεύουν την πατρίδα μ’ εφύλιους πολέμους και νέες φατρίες». Αναφέρει μάλιστα το θάνατο του γιου του Κολοκοτρώνη, Πάνου, σε μια μάχη του πρώτου εμφύλιου πολέμου και τονίζει ότι «αυτό είναι το αίμα οπού χύθηκε Κολοκοτρωναίικον διά την λευτεριά της Ελλάδας»!
Με το τέλος του δεύτερου εμφύλιου ο Κολοκοτρώνης συλλαμβάνεται και φυλακίζεται, αλλά το νέο Εκτελεστικό σώμα τον απελευθερώνει και τον διορίζει αρχιστράτηγο, γιατί, με τους εμφύλιους από τη μια μεριά και την αποβίβαση του πανίσχυρου αιγυπτιακού στρατού του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο από την άλλη μεριά, η ελληνική επανάσταση κινδύνευε να τελειώσει άδοξα. Ο Μακρυγιάννης σε αυτό το σημείο τον κρίνει ακόμη πιο αυστηρά αφού λέει ότι δεν έβαλε μυαλό και επιδιώκει νέους διχασμούς κι όχι να αντιμετωπίσει τους Τούρκους: «εφύλιους πολέμους και φατρίες ‘πιτηδεύεται ο Αρχηγός να κάνη, Τούρκους δεν έχει κώλο να πλησιάζει κοντά τους»!
Συνεχίζει με την περίοδο διακυβέρνησης του Καποδίστρια (1828-1831). Ο Κολοκοτρώνης, σύμφωνα με τον Μακρυγιάννη, προσεγγίστηκε από τον Κυβερνήτη, με μεσολαβητή τον Μεταξά, και μαζί με τους Σουλιώτες άρχισαν να κατατρέχουν τους Ρουμελιώτες και να κάνουν αξιωματικούς όποιους ανθρώπους ήθελαν αυτοί και χωρίς προσόντα. Μάλιστα καταγράφει έναν διάλογο που είχε με τον Κολοκοτρώνη, στον οποίο του κάνει παράπονα, γιατί ενώ οι Ρουμελιώτες βοήθησαν στην απελευθέρωση της πατρίδας, τώρα αυτός και οι φίλοι του θέλουν να τους μετατρέψουν σε είλωτες. Ο Κολοκοτρώνης και οι φίλοι του έγιναν με αξιώματα και πλούσιοι αγοράζοντας με ένα γρόσι το στρέμμα, ενώ τους Ρουμελιώτες τους δίνουν μόνο 25 γρόσια μισθό, τα οποία και τα αφήνουν στον τόπο του και θέλουν από πάνω να τους παλουκώσουν: «Οι Έλληνες ραγιάδες αυτεινών κι αυτεινοί αφεντάδες. Δι’ αυτούς κάψαμε τα σπίτια μας, δι’ αυτούς χάσαμε τους ανθρώπους μας, δι’ αυτούς σκοτωθήκαμεν.» Εννοεί ειρωνικά τον Καποδίστρια, τα αδέρφια του, τον Κολοκοτρώνη και τους φίλους του.
Αυτήν την περίοδο είχαν αρχίσει να επισκέπτονται το νέο ελληνικό κράτος πολλοί περιηγητές να δουν πού ζούσαν οι αρχαίοι Έλληνες και που έγιναν οι μάχες του απελευθερωτικού αγώνα. Ο Καποδίστριας δίνει εντολή στον Κολοκοτρώνη να βγάλει ληστές παντού και, όπου βρίσκουν περιηγητή, να του επιτίθενται. Σκληρός πάντα στην κριτική του ο Μακρυγιάννης αναφέρει ότι «ο Κολοκοτρώνης και οι συντρόφοι του οδηγημένοι από τον Κυβερνήτη διά να μείνουν τα σύνορα περιορισμένα, ήθελαν να συκοφαντούνε παντού τους Έλληνες ότ’ είναι θερία κι ανάξιοι της λευτεριάς τους». Έτσι τονίζει ότι τα λάθη του Κυβερνήτη Καποδίστρια και τον ίδιο τον οδήγησαν στη δολοφονία του και την πατρίδα αφάνισαν, γιατί την έριξαν στη «δικαιοσύνη» του Κολοκοτρώνη, του Κωλέττη, του Μεταξά και του Μαυροκορδάτου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica
Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη, Εκδόσεις Μέρμηγκα, Αθήνα.
Douglas Dakin «Η ενοποίηση της Ελλάδας (1770-1923)», εκδόσεις Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 1982.