Η Ζακλίν ντε Ρομιγί, που πέθανε το 2010, η σπουδαία ελληνίστρια και φιλόσοφος, η φωνή της οποίας τόσο λείπει από έναν σύγχρονο κόσμο «που μέσα στην κρίση παρασύρεται στις δίνες του ανορθολογισμού, του εθνικισμού και της βίας», διάβασε στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία και στον ομηρικό κόσμο τον αγώνα να ξεπεραστεί το υπερφυσικό και να γεννηθεί μέσα από τον (κριτικό) ορθολογισμό ο Πολίτης. Για τη Ρομιγί η «ανθρωπιά» υπερασπίζεται, ως καίρια συνθήκη της ανθρώπινης ύπαρξης, τη συνύπαρξη με το «άλλο», όπως φαίνεται στην τελευταία σκηνή της «Ιλιάδας», όταν για πρώτη καταγεγραμμένη φορά στην ιστορία των πολέμων, ο Αχιλλέας παραδίδει το κορμί του Εκτορα στον Πρίαμο. «Είμαι εδώ, στο μεγάλο σιωπηλό μου καθιστικό. Αυτή η ευγένεια ευφραίνει την καρδιά μου σαν μια μεγάλη ανάσα οξυγόνου».
Γεννημένη το 1913 από εβραϊκή οικογένεια, ορφανή από ενός έτους καθώς ο πατέρας της χάθηκε «στον μεγάλο πόλεμο», μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον γεμάτο βιβλία που ξεκλείδωναν έναν επίκτητα ξεχασμένο κόσμο. «Ο διάλογος με τα ελληνικά κείμενα, με την απόσταση των είκοσι πέντε αιώνων που μας χωρίζουν, συνεπαγόταν μια επιστροφή στο ουσιώδες… οι έννοιες “μαθαίνω” και “κατανοώ” σηματοδοτούνταν από την ίδια λέξη, το ίδιο και έννοιες της “κατανόησης” και της “συγχώρεσης”. Στα ελληνικά, στη χώρα που ξέρει να μας υπενθυμίζει να “κοιτάμε το φως”, να “κοιτάς το φως” σήμαινε επίσης να “βλέπεις καθαρά”».
Υπήρξε σύμβολο της γυναικείας απελευθέρωσης ως κομμάτι της πανανθρώπινης (κι από εκεί, εκκινώντας από τα «ανθρωπόμορφα άλογα» του Ομήρου, της απελευθέρωσης κάθε μορφής ζωής), αφού σάρωσε ό,τι υπήρχε στον ακαδημαϊκό κόσμο. Υπήρξε η πρώτη γυναίκα που έγινε δεκτή στην Ecole Normale, η πρώτη γυναίκα καθηγήτρια στο College de France, η πρώτη γυναίκα στην Ακαδημία «Αρχαίων Γραμμάτων» και η δεύτερη γυναίκα στη Γαλλική Ακαδημία μετά τη Μαργκερίτ Γιουρσενάρ. Υπερασπίστηκε σθεναρά την Ελλάδα στο ζήτημα της ελληνικότητας της αρχαίας Μακεδονίας, αλλά αρνήθηκε κάθε μορφή εθνικισμού μα και κακώς νοούμενου ανθρωποκεντρισμού, προβάλλοντας την «πολιτική ελευθερία του υπεύθυνου πολίτη» έναντι του άβουλου υπηκόου.
Προειδοποιούσε, τυφλή μα με βαθιά «όραση» στο τέλος, για την «ανησυχητική και γεμάτη κινδύνους» εποχή που ξημέρωνε. Πολιτογραφημένη Ελληνίδα και πρέσβειρα του Ελληνισμού, η Ρομιγί μάς προτρέπει να επιστρέψουμε στη «διαύγεια των απαρχών», όπως τα αποκαλούσε, για να αντλήσουμε μεθοδολογικά εργαλεία και δύναμη προκειμένου να νικήσουμε τα σύγχρονα σκοτάδια. «Εν δε φάει και όλεσσον. Να πεθάνω, αλλά να πεθάνω για κάτι που να αξίζει, ως συμβολή στους μελλούμενους. Να πεθάνω υπερασπίζοντας, κοιτώντας, το Φως».