Βίωσε την φρίκη του πολέμου σε Βαλκάνια και Μέση Ανατολή – Από τους λίγους Έλληνες στρατιωτικούς που βρέθηκε σε φλεγόμενα μέτωπα ανά τον κόσμο
Στην Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού ο υποστράτηγος ε.α. Αθανάσιος Μπάφας που πέθανε στα 72 του χρόνια, μετά από άνιση μάχη με τον καρκίνο, αναφέρεται ως ο πρώτος Έλληνας αξιωματικός που υπηρέτησε σε εμπόλεμη ζώνη μετά τον πόλεμο της Κορέας.
Κάτι που μπορεί να ηχεί υπερβολικό στις μέρες μας, στα χρόνια της θητείας του όμως ήταν από τους λίγους Έλληνες στρατιωτικούς που βρέθηκε σε φλεγόμενα μέτωπα του κόσμου και αντίκρισε εικόνες που δεν ξέχασε ποτέ.
Ο Αθανάσιος Μπάφας στα 52 του χρόνια είχε αποστρατευθεί με τον βαθμό του Υποστράτηγου, διατηρούσε μέχρι πρότινος ένα εντυπωσιακό παράστημα και μια βαθιά φωνή.
Όταν μιλήσαμε στις αρχές του 2005 για τα όσα είχε ζήσει θυμόταν απίθανες λεπτομέρειες με γεγονότα στον εμφύλιο της Γιουγκοσλαβίας το 1991. Τον είχε ζήσει στην πιο άγρια μορφή του,κάτι που αποδεικνύεται από τις αναμνήσεις του όταν μίλαγε για την δράση του.
«Είδα έναν άντρα. Τον είχαν γδάρει ολόκληρο. Εκτιμώ ότι το έκαναν ενώ ήταν ζωντανός. Εγώ τον είδα όταν πήγα στο στρατηγείο των Κροατών για κάποιες διαπραγματεύσεις. Ήταν χειμώνας και στην αυλή ήταν σκεπασμένα με αδιάβροχα τρία πτώματα. Σήκωσα το ένα και αντίκρισα ότι είχε απομείνει από αυτόν τον άνθρωπο. Οι Κροάτες μου είπαν ότι οι νεκροί ήταν δικοί τους, που τους είχαν σκοτώσει οι Σέρβοι, κάτι που κατέγραψα και στην έκθεση που συνέταξα. Λίγο καιρό μετά, όμως, οι εικόνες αυτές ‘έπαιξαν’ στην τηλεόραση, και ένας νεαρός Γιουγκοσλάβος αναγνώρισε στον γδαρμένο άντρα τον πατέρα του».
Από τα ΟΥΚ στη Γιουγκοσλαβία
Ο Μπάφας αποφοίτησε το 1974 ως ανθυπολοχαγός Πεζικού από την Ευελπίδων και μετά από εφτά μήνες επιλέγεται στους Καταδρομείς, ενώ σε ενάμιση χρόνο τελείωσε το σχολείο των Rangers, εκπαιδεύτηκε σαν αλεξιπτωτιστής, έκανε ελεύθερη πτώση και έβγαλε την σχολή βατραχανθρώπων (ΟΥΚ).
Έχοντας μεταξύ άλλων στο ενεργητικό του ελεύθερη πτώση από τα 11.000 μέτρα με φιάλη οξυγόνου ήταν ένας από τους καλύτερα εκπαιδευμένους νέους αξιωματικούς στην Ελλάδα εκείνη την εποχή.
Ακολούθως υπηρέτησε διοικητής μονάδας βατραχανθρώπων επί τέσσερα χρόνια στα Δωδεκάνησα, ενώ ακολούθως έφυγε τέσσερα χρόνια στην Γερμανία για μετεκπαίδευση.
Ήταν λοχαγός όταν ανέλαβε ρόλο εκπαιδευτή στο Σχολείο Περιπόλων Μακράς Ακτίνας Δράσεως, τους Long Range Patrols.
Επέστρεψε ταγματάρχης και για πέντε χρόνια υπηρέτησε ως διοικητής στο Ειδικό Σώμα Αλεξιπτωτιστών στον Ασπρόπυργο, του οποίου θεωρείται ο δημιουργός.
«Ήταν η πρώτη μονάδα που οργανώθηκε για Μακρά Ακτίνα Δράσεως και πάνω σε αυτό το τμήμα βασίστηκε μετά από το 1996 και την κρίση των Ιμίων η δημιουργία της μονάδας Ζ-Μ.Α.Κ».
Τον Ιούλιο του 1991 ο Μπάφας είχε συγκεντρώσει διακρίσεις που άλλοι θα χρειάζονταν τρεις καριέρες για να μαζέψουν και υπηρετούσε στο Σουφλί, αγνοώντας ότι η υπογραφή της συνθήκης Brioni που αφορούσε την ανακωχή στα κρατίδια που αποτελούσαν την ενωμένη τότε Γιουγκοσλαβία, σύντομα θα τον έριχνε στις φλόγες ενός πολέμου.
Είχε ολοκληρώσει την Σχολή Πολέμου και ήταν πλέον αντισυνταγματάρχης όταν ένα βράδυ ειδοποιήθηκε να προσέλθει στο Γ.Ε.Σ., όπου του προτάθηκε να μεταβεί στην Γιουγκοσλαβία σαν monitor (σ.σ. παρατηρητής της Ευρωπαϊκής Κοινότητας).
Ο Μπάφας έφυγε λίγες μέρες αργότερα, μαζί με τον Φώτη Ξύδα από το Υπουργείο Εξωτερικών και τον συνταγματάρχη Καντερέ, χωρίς να γνωρίζει κανείς τους τι ακριβώς θα κάνουν εκεί.
Το αρχικό σχέδιο προέβλεπε ότι θα έμεναν για τρεις μήνες. «Εγώ έμεινα τελικά μισό χρόνο και σε αυτό το διάστημα δεν είδα καθόλου την οικογένειά μου», θυμόταν χρόνια μετά.
«Από τον Οκτώβριο και μετά που βομβαρδίσανε τους τηλεπικοινωνιακούς πύργους πάνω από το Ζάγκρεμπ, δεν είχα ούτε την δυνατότητα της τηλεφωνικής επικοινωνίας. Ήμουν ο μοναδικός monitor που δεν μπορούσε να μιλήσει με την οικογένειά του και ο μόνος που δεν πήρε ούτε μια μέρα άδεια».
Οι μάχες άρχισαν πολύ γρήγορα. Ξεφύτρωναν σαν τα μανιτάρια και με τρομαχτικό ρυθμό γιατί σε όλες τις μεγάλες πόλεις υπήρχε ο Γιουγκοσλαβικός Στρατός, οπότε οι Κροάτες ή οι Βόσνιοι περικύκλωναν τις πόλεις και άρχιζαν οι συρράξεις.
Στη θητεία του εκεί, ο τότε αντισυνταγματάρχης θα έκανε 73 αποστολές στο μέτωπο του πολέμου. Τα μάτια του είδαν πάρα πολλά και ήρθε αντιμέτωπος με τον θάνατο αρκετές φορές.
Μια από αυτές ήταν το βράδυ που επιτέθηκαν οι Κροάτες στην 5η Στρατιωτική Διοίκηση των Γιουγκοσλάβων που έδρευε στο Ζάγκρεμπ. Ήταν τέλη Οκτωβρίου, και το κρύο περόνιαζε τα κόκαλα.
Η φρίκη του πολέμου
«Επιτέθηκαν πολύ άγρια στο στρατηγείο και εγώ κλήθηκα να μεταβώ εκεί. Κάθισα δώδεκα ώρες μέσα σε ένα αλσύλλιο που υπήρχε ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά, προσπαθώντας να σταματήσω την επίθεση. Οι Κροάτες σφυροκοπούσαν το στρατηγείο, οι Γιουγκοσλάβοι ανταπέδιδαν και από πάνω πέταγαν Μινγκ που έριχναν flares. Φαντάσου έναν άνθρωπο να βρίσκεται στην μέση και οι σφαίρες να σφυρίζουν πάνω από το κεφάλι του στα εκατό μέτρα απόσταση και σε πλήρη συσκότιση».
Ο Μπάφας προσπάθησε να βρει τον επικεφαλής των Κροατών και παράλληλα να επικοινωνήσει με τον στρατηγό Ρασέτα σε μια από τις πιο άγριες νύχτες της ζωής του.
Θα ακολουθούσαν και άλλες, σε πόλεις σαν το Βούκοβαρ και το Όσιγιεκ, το οποίο την δεύτερη φορά που επισκέφθηκε δεν το αναγνώρισε αρχικά, καθώς είχε βομβαρδιστεί αλύπητα από τους Σέρβους.
Το πρώτο βράδυ που έμεινε στο Όσιγιεκ ως αρχηγός της αποστολής, εξέφρασε αντιρρήσεις για την επιλογή του ξενοδοχείου γιατί ήταν επισημασμένος στόχος από το Σερβικό πυροβολικό.
Λίγες ώρες μετά ένα βλήμα όλμου που ήρθε από την πίσω αυλή έσκασε στο διπλανό δωμάτιο από το δικό του και σκότωσε ένα κοριτσάκι 12 ετών που κοιμόταν.
Ο Μπάφας δεν το ξέχασε ποτέ όπως δεν ξέχασε αυτά που έζησε σε μια Γιουγκοσλαβία που σπαρασσόταν από τον εμφύλιο. Θυμόταν πάντα το Κάρλοβατς, μια πόλη σαράντα χιλιόμετρα νότια του Ζάγκρεμπ, που χτυπήθηκε ανελέητα από τους Σέρβους.
«Μέσα σε τρεις εβδομάδες πρέπει να έριξαν πάνω από 120.000 βλήματα. Το νότιο και το ανατολικό μέρος της πόλης ισοπεδώθηκε. Είδα οικογένειες να ξεκληρίζονται και υπήρχαν μέρες που δεν σταματάγαμε να μετράμε νεκρούς από το πρωί μέχρι το βράδυ».
Στην περιοχή της Ζουπάνια υπήρχαν εφτά μικρές κοινότητες των Σέρβων, 150 με 200 άτομα η καθεμία, απομονωμένες μέσα στη σημερινή Κροατία, τα οποία οι Κροάτες ετοιμάζονταν να εξοντώσουν.
Ο Μπάφας πήρε εντολή από το αρχηγείο του Ζάγκρεμπ να πάει εκεί προκειμένου να αποτραπεί η σφαγή και ευτυχώς η ομάδα του τα κατάφερε απλά με το να είναι εκεί με τους άντρες του καθώς οι Κροάτες δεν τόλμησαν να κάνουν κάτι.
Αυτό όμως που δεν έσβησε από το μυαλό του ήταν το τρομοκρατημένο βλέμμα αυτών των ανθρώπων και το κλάμα των γυναικών που ξέρανε ότι θα ήταν τελειωμένοι αν δεν ήταν εκεί ο Έλληνας αντισυνταγματάρχης με τους άνδρες του, οι οποίοι έμειναν τρία μερόνυχτα μαζί τους.
Οι Έλληνες οδηγοί και οι φοιτητές
Η παραμονή του Έλληνα αξιωματικού στην περιοχή αποδείχτηκε καταλυτική και για την μοίρα εφτά Ελλήνων οδηγών, οι οποίοι είχαν απαχθεί από Κροάτες. Τους είχαν κλέψει τα φορτηγά και τους κράταγαν κάπου, δεμένους χειροπόδαρα.
«Εγώ άρχισα τις έρευνες αλλά δεν μπορούσα να βρω που τους έχουν. Είχα γνωρίσει όμως έναν Αμερικανοκροάτη δημοσιογράφο, τον οποίο κάθε φορά που έβλεπα καταλάβαινα ότι τις επόμενες ώρες κάτι θα συμβεί».
Εκείνη την δεδομένη στιγμή, ο συγκεκριμένος δημοσιογράφος αποδείχτηκε ο κατάλληλος άνθρωπος.
Ο Μπάφας του υποσχέθηκε μια πληροφορία για το που θα γίνει μια ανταλλαγή αιχμαλώτων και αυτός κατάφερε να μάθει από πηγές του, την τοποθεσία των Ελλήνων οδηγών.
Οι Κροάτες τους κρατούσαν σε μια παλιά αγροικία μέσα στο δάσος και όταν έφτασε εκεί με ένα mini bus για να τους παραλάβει ήταν τόσο τρομαγμένοι που δεν έβγαιναν έξω. Χρειάστηκε να τους αγκαλιάσει έναν-έναν για να ηρεμήσουν.
Αγκαλιές δέχτηκε και από τους Έλληνες φοιτητές, που σπούδαζαν τότε στο Ζάγκρεμπ, τους οποίους κατάφερε να φυγαδεύσει από την πόλη, πληρώνοντας μαζί με τον κ. Ξύδα γύρω στα 3.000 Ευρώ, για να νοικιάσουν πούλμαν.
Ποτέ δεν πήραν πίσω όλο το ποσό.
Λίγο καιρό αργότερα η κατάσταση στη Γιουγκοσλαβία άρχισε να ομαλοποιείται, η διεθνής κοινότητα είχε πια στο επίκεντρο της προσοχής της την περιοχή, και έτσι η δουλειά του Έλληνα Αντισυνταγματάρχη είχε ουσιαστικά τελειώσει. Τελευταία του αποστολή πριν επιστρέψει ήταν η συνοδεία του ειδικού διαπραγματευτή του ΟΗΕ Σάιρους Βανς, που πραγματοποιούσε την πρώτη του πραγματογνωμοσύνη.
Επόμενη στάση: Ιράκ
Ο Μπάφας επέστρεψε στην ελληνική πραγματικότητα και στην μονάδα που υπηρετούσε στο Σουφλί, αλλά δεν έμελλε να μείνει για πολύ. Ήταν πλέον ο πιο έμπειρος Έλληνας αξιωματικός σε συνθήκες αληθινού πολέμου, και οι ικανότητές του δεν έμελλαν να μείνουν ανεκμετάλλευτες.
Λίγο καιρό μετά τον πόλεμο του Κόλπου, το Ιράκ είχε χωριστεί σε τρεις ζώνες. Υψηλόβαθμοι αξιωματικοί από όλο τον κόσμο έφταναν στη χώρα υπό τη σκέπη του ΟΗΕ για να βοηθήσουν στη σταθεροποίηση της κατάστασης και να επιβλέψουν την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας.
Η Ελλάδα έστειλε τον Θανάση Μπάφα που αποχαιρέτησε άλλη μια φορά τη γυναίκα και το γιο του και έφυγε τον Οκτώβριο του 1992, με ένα Τουπόλεφ, για το Βόρειο Ιράκ.
Του ανατέθηκε ο έλεγχος μιας ζώνης 450 χιλιομέτρων –θα έμενε εκεί και θα την χτένιζε για επτά μήνες.
«Συνάντησα μια χαοτική κατάσταση», θυμόταν χρόνια μετά. «Υπήρχαν συνέχεια συσκοτίσεις, δεν υπήρχε ρεύμα, δεν υπήρχε νερό, δεν υπήρχαν τρόφιμα. Σποραδικά γίνονταν μάχες και, όπως δυστυχώς συμβαίνει σε κάθε πόλεμο, οι αγριότητες ήταν σύνηθες φαινόμενο».
Μια μέρα βρέθηκε στην περιοχή του αεροδρομίου του Ερμπίλ, μαζί με Κούρδους, για να πραγματοποιήσει μια αναγνώριση. Κάποιοι περίεργοι μικροί λόφοι, του κίνησαν το ενδιαφέρον.
«Μου προκάλεσε μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι κάποιοι είχαν σπείρει πάνω από αυτούς τους μικρούς λόφους σιτάρι. Ήταν παράλογο, και έμοιαζε ψεύτικο. Πράγματι, σκάψαμε και ανακαλύψαμε έναν ομαδικό τάφο Κούρδων, τους οποίους είχαν θάψει οι ιρακινοί μαζί με τις στολές τους. Υπολόγισα πρόχειρα ότι η ομαδική δολοφονία είχε γίνει πριν από περίπου μισό χρόνο. Το θέαμα ήταν αποτρόπαιο. Οι Ιρακινοί είχαν σπείρει το σιτάρι για να φυτρώσει το μέρος και να μην αποκαλυφθεί αυτή η αγριότητα».
Με την παρουσία του και το επικοινωνιακό του χάρισμα κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη όχι μόνο των Κούρδων αλλά και των Ιρακινών. Έγινε ο μοναδικός sector commander που μπορούσε να κυκλοφορεί νύχτα και να περνάει ελεύθερα από όλα τα σημεία ελέγχου.
Έτσι κατόρθωσε να σώσει έναν Τούρκο οδηγό, που εγκλωβίστηκε στο Ασκί Γκαλάκ, οποίος έμεινε με το φορτηγό του στη μέση του πουθενά, μεταφέροντας ανθρωπιστική βοήθεια κάτι που είχε εξοργίσει τους Ιρακινούς.
Πώς το έκανε; Πήγε μόνος του με ένα Land Rover και τον πήρε, μετά από διαπραγματεύσεις με έναν Ιρακινό συνταγματάρχη.
Η επιστολή των Κούρδων
Σε μια επιδρομή των Ιρακινών κατά των Κούρδων σε ένα χωριό, τριάντα γυναικόπαιδα δολοφονήθηκαν. Οι Κούρδοι ειδοποίησαν τον Μπάφα, και του ζήτησαν να κάνει μια πραγματογνωμοσύνη.
Οι εικόνες της σφαγής που αντίκρισε στο νεκροτομείο τον συγκλόνισαν, όμως τα γεγονότα έτρεχαν και ο Μπάφας έπρεπε να επιστρέψει στην Ελλάδα κρυφά, προκειμένου να μεταφέρει μια επιστολή των Κούρδων στον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.
«Σε τρεις μέρες διένυσα τεσσεράμισι χιλιάδες χιλιόμετρα, πέρασα δύο φορές το μέτωπο οδηγώντας μόνος μου το αυτοκίνητο και άλλαξα τρία αεροπλάνα μέσα στην Τουρκία μέχρι να φτάσω στην Αθήνα».
Πήγε στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας, άφησε την επιστολή και αναχώρησε αμέσως. Πέρασε μόνο έξω από το σπίτι του, όπου και κατέβηκε για ένα λεπτό από το ταξί, για να δει από τον δρόμο τη γυναίκα του και τον γιο του.
Αν και είδε και έζησε πολλά, η ζωή του βρέθηκε σε άμεσο κίνδυνο μία φορά, στη Σουλεϊμανίγια, μια πόλη στον ανατολικό τομέα με πολύ μεγάλη εγκληματικότητα, όπου είχε μεταβεί για αναγνώριση.
«Δεν μπορούσαμε να πάμε μέσω Κιρκούκ, που ήταν ο κανονικός δρόμος», θυμόταν «και έτσι πήγαμε από τις Κουρδικές Άλπεις, ένα ταξίδι 250 χιλιομέτρων σε κάκιστους δρόμους, που κράτησε εννιά ώρες. Όταν φτάσαμε κοντά σε μια λίμνη, πέσαμε σε ενέδρα των Ιρακινών, που μας χτύπησαν με αντιαρματικό βλήμα RPG, το οποίο έσκασε πέντε μέτρα μακριά μας».
Οι οπλισμένοι με Καλάσνικοφ Ιρακινοί, είδαν τον Έλληνα αξιωματικό να κατεβαίνει από το τζιπ και να τους πλησιάζει. Δεν άνοιξαν πυρ και η συζήτηση κράτησε λίγα λεπτά. Στο τέλος, ο Μπάφας επέστρεψε στο αυτοκίνητο και το ταξίδι συνεχίστηκε κανονικά. Τους είχε πείσει να τον αφήσουν.