Θεοδόσης Ν.Διακογιάννης
Κως
Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΗΣ ΚΩ
Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη
περπατώντας η Δόξα μονάχη
μελετά τα λαμπρά παλικάρια
και στην κόμη στεφάνι φορεί
γεναμένο από λίγα χορτάρια
που είχαν μείνει στην έρημη γη.
Μ’ αυτούς τους στίχους ο εθνικός μας ποιητής έκλαψε για την καταστροφή των Ψαρών.
Η καταστροφή αυτή ήταν ίσως το πιο μεγάλο πλήγμα για τον ένοπλο αγώνα των Ελλήνων γιατί αποστέρησε από το μαχόμενο έθνος ένα οχυρό, που ήταν πολύ κοντά στις θέσεις του εχθρού και μια ναυτική δύναμη τόσο χρήσιμη, με τους γενναίους και δοκιμασμένους ναυτικούς. 22.000 ήταν ο τραγικός απολογισμός των σφαγμένων ή σκλαβωμένων κατοίκων του νησιού.
Τώρα στα σχέδια των Τούρκων, μετά την καταστροφή της Χίου, της Κάσου και των Ψαρών ήταν η καταστροφή της Σάμου. Ήταν λοιπόν επόμενο να κορυφωθεί η αγωνία για την τύχη του νησιού. Αμέσως άρχισαν οι προετοιμασίες για την άμυνα όχι μόνο στη Σάμο αλλά και στις Σπέτσες και την Ύδρα.
Στα τέλη Ιουλίου του 1824 ο Ελληνικός στόλος που είχε διαλυθεί προσωρινά, συγκεντρώθηκε στην Κάσο. Η δύναμη του ήταν 28 σπετσιώτικα με αρχηγό τον Γιώργη Κολανδρούτσο, 27 υδραίικα με αρχηγό τον Γιώργη Σαχτούρη και από τα διασωθέντα ψαριανά 1 μπρίκι και δυο πυρπολικά, του Νικόδημου και του Κανάρη. Αργότερα προστέθηκε και η δύναμη του Μιαούλη με 17 πλοία συν δύο πυρπολικά.
Στις 30 Ιουλίου συνάντησαν τον τουρκικό στόλο κοντά στη Σάμο. Η δύναμη του εχθρού αριθμούσε 40 πλοία από τα οποία τα 20 ήταν σακολέβες με 2.000 στρατιώτες
που προορίζονταν να αποβιβαστούν στο νησί.
Εκείνες τις μέρες ο αιγυπτιακός στόλος με 9 φρεγάτες, 14 κορβέτες και 40 μπρίκια βρισκόταν αγκυροβολημένος στη Ρόδο.
Τότε μια μικρή μοίρα από 3 υδραίικα και 2 σπετσιώτικα χτύπησε τις σακολέβες από τις οποίες βούλιαξε αρκετές και τα πληρώματα τους πνίγηκαν. Οι υπόλοιπες αναγκάστηκαν για να σωθούν, να καταφύγουν στις απέναντι μικρασιατικές ακτές.
Την επόμενη, ο ελληνικός στολίσκος έπλευσε στο στενό μεταξύ Σάμου και Μικρασίας και αγκυροβόλησε κοντά στη Μυκάλη. Στα γύρω υψώματα υπήρχαν μεγάλος αριθμός Τούρκων στρατιωτών που ήταν έτοιμοι να επιβιβαστούν στα αγκυροβολημένα τουρκικά πλοιάρια για να περάσουν απέναντι στη Σάμο. Μόλις αντιλήφθηκαν τα Ελληνικά πολεμικά, οι σακολέβες που είχαν διασωθεί, έκοψαν τις άγκυρες τους και έπλευσαν κοντά στον τούρκικο στόλο που ήταν αγκυροβολημένος πίσω από το ακρωτήρι της Αγίας Μαρίνας. Οι Τούρκοι τότε έστειλαν 18 πολεμικά τα οποία όμως οι Έλληνες τα αντιμετώπισαν με τα κανόνια τους και τα πυρπολικά τους.
όλα αυτά έγιναν την 1η Αυγούστου. Μετά τρεις μέρες, δηλαδή στις 4 Αυγούστου 22 τουρκικά επιτέθηκαν στα ελληνικά τα οποία με τα πυροβόλα τους αμύνθηκαν μέχρι που φάνηκε στο βόρειο μέρος του στενού ο Κανάρης με το πλοίο του και επιτέθηκε στους Τούρκους. όμως η νύχτα δεν επέτρεψε στον θρυλικό μπουρλοτιέρη να έχει ακόμα μια επιτυχία.
Την επόμενη, 5 Αυγούστου, ύστερα από μια νύχτα προετοιμασίας η ναυμαχία συνεχίστηκε με μεγαλύτερη ορμή. Έξι πυρπολικά από τα οποία 4 Υδραίικα ένα σπετσιώτικο και ένα ψαριανό, όρμισαν σε δύο εχθρικά πλοία μια κορβέτα και μια φρεγάτα. Τα υδραίικα του Τσάπελη δεν πέτυχαν στις επιθέσεις τους, όμως δύο ώρες
αργότερα επιτέθηκε ο Κανάρης που τίναξε στον αέρα μια φρεγάτα των 54 πυροβόλων. Από το πλήρωμα της που το αποτελούσαν 1.000 άνδρες, πολύ λίγοι γλίτωσαν. Η θάλασσα γέμισε συντρίμμια και πτώματα. Από την αποβατική δύναμη που περίμενε στην ακτή πολλοί άνδρες σκοτώθηκαν ή πληγώθηκαν από την έκρηξη και οι υπόλοιποι τράπηκαν σε φυγή.
Παρά τα πλήγματα που δέχτηκε ο καπουδάν πασάς Χερσέφ, συνέχισε με μεγαλύτερο πείσμα τη ναυμαχία. Κατά το μεσημέρι οι κανονιοβολισμοί μαίνονταν κι από τις δύο πλευρές, όμως το στενό, ευνοούσε τους Έλληνες με τα μικρά και ευκολοκυβέρνητα πλοία τους . Στη φάση αυτή ο Υδραίος Βατικιώτης προχώρησε και πυρπόλησε ένα τυνησιάνικο μπρίκι των 28 πυροβόλων, ενώ οι Ραφαλιάς και Λέκας Ματρόζος καταστρέψανε μιαν αφρικανική κορβέτα με 48 κανόνια. Μια άλλη φρεγάτα κινδύνεψε από το πυρπολικό του Ρομπέτση, αλλά σώθηκε χάρη στη ψυχραιμία του πληρώματος της.
Η καταστροφή των δύο εχθρικών πλοίων και η απώλεια 2.000 ψυχών έκαμε τους Τούρκους να χάσουν το ηθικό τους και να εγκαταλείψουν την ιδέα της απόβασης στη Σάμο. Μετά από αυτό ο Χορσέφ πήρε τα καράβια του και κατάφυγε αρχικά στην Κω και μετά στην Αλικαρνασσό.
Από τον Ιούλιο του 1824, είχε αναχωρήσει από το λιμάνι της Αλεξάνδρειας η πιο μεγάλη αρμάδα που βγήκε από το λιμάνι αυτό κατά τη διάρκεια του αγώνα των Ελλήνων για την ελευθερία τους. Την αποτελούσαν 1 πλοίο τη γραμμής, 18 φρεγάτες, 14 κορβέτες, 70 μπρίκια και γολέτες, 30 πλοιάρια και 151 μεταφορικά, από τα οποία τα 86 είχαν αυστριακή σημαία. Μετέφεραν 16.000 πεζούς, 2.000 ιππείς, 700 μηχανικούς και πυροβολητές, 150 πεδινά κανόνια και άφθονα πολεμοφόδια και τροφές. Οι τακτικοί στρατιώτες ήταν γέννημα θρέμμα της Αιγύπτου, ήταν μικρόσωμοι, οι πιο πολλοί υπόφεραν από οφθαλμία ( μια αρρώστια ενδημική της Αιγύπτου), όμως ήταν καρτερικοί, πειθαρχημένοι και ήταν καλά εκπαιδευμένοι στη χρήση των όπλων. Οι αξιωματικοί τους ήταν Τούρκοι όμως οι εκπαιδευτές και οι γιατροί τους ήταν όλοι ευρωπαίοι.
Ανώτατος αρχηγός της εκστρατευτικής αυτής δύναμης ήταν ο Ιμπραήμ, θετός γιος του Αιγύπτιου Μοχάμετ Άλη, με υπαρχηγό το ναύαρχο Ισμαήλ Γιβραλτάρ. Γάλλοι αξιωματικοί είχαν αναλάβει την οργάνωση και την εκπαίδευση του στρατεύματος με αρχαιότερο τον πλοίαρχο Λετελιέ και στο στρατό τον αρνησίθρησκο Γάλλο Seve ο οποίος υπήρξε υπασπιστής του στρατάρχη του Ναπολέωντα Ney, ο οποίος μαζί με την πίστη του άλλαξε και το όνομα του ονομαζόμενος τώρα Σουλεημάμπεης.
Τα Αυγουστιάτικα μελτέμια καθυστέρησαν την άφιξη της αρμάδας που έφτασε στην Κω στα μέσα Αυγούστου.
Στην Κω λοιπόν συναντήθηκαν οι δύο συμμαχικοί στόλοι οπότε συγκροτήθηκε μια δύναμη που την αποτελούσαν 200 μεταγωγικά, 1 πλοίο της γραμμής, 27 φρεγάτες, 28 κορβέτες, 110 μπρίκια και γολέτες και πάμπολλα πλοιάρια. Οι στρατιώτες και οι ναύτες μαζί έφταναν τις 80.000 και 2.500 ήταν τα κανόνια των πλοίων.
Η τεράστια αυτή δύναμη εντυπωσίασε τους Έλληνες που είχαν μόνο 80 πλοία (μικρά μεγάλα), 850 κανόνια και 5.000 ναύτες. Όμως αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν τους πολυάριθμους εχθρούς και το μόνο που τους προβλημάτιζε και τους απασχολούσε ήταν ποιος θα είναι ο τρόπος της αντιμετώπισης.
Οι Έλληνες έπλευσαν στα νερά μεταξύ Λέρου Λειψών και Πάτμου και ο ναύαρχος Μιαούλης είχε καταστρώσει το παρακάτω σχέδιο: Τα πυρπολικά θα συνοδεύονταν από τα απαραίτητα πολεμικά και θα χτυπούσαν τον εχθρό μέσα στο ορμητήριο του, δηλαδή το λιμάνι της Αλικαρνασσού, ενώ η κύρια δύναμη θα καραδοκούσε στη θέση μεταξύ Τσατάλια-Κω-Αλικαρνασσό. Την ώρα που τα εχθρικά πλοία θα σκορπιζόντουσαν με την επίθεση των πυρπολικών, τα Ελληνικά θα ορμούσαν.
Η επιχείρηση άρχισε το πρωί της 24ης Αυγούστου 1824 με δυνατό κυματισμό της θάλασσας που προκαλούσε το μελτέμι. Λίγο πριν το μεσημέρι, Ελληνική μοίρα από 24 πολεμικά και 6 πυρπολικά με διοικητή τον ναύαρχο Γ. Σαχτούρη επιτέθηκε σε μια φρεγάτα μπροστά στο λιμάνι της Αλικαρνασσού και την ανάγκασε να τραπεί σε φυγή. Ανοίχτηκαν τότε οι δύο εχθρικοί στόλοι εναντίον του Ελληνικού και η ναυμαχία γενικεύτηκε στο στενό μεταξύ Κω-Αλικαρνασσού. Ο στενός χώρος δυσκόλεψε πολύ τους μουσουλμάνους να χρησιμοποιήσουν όλες τους τις δυνάμεις και η φουρτούνα από το μελτέμι τους ανάγκαζε να παλεύουν για να αποφεύγουν τις συγκρούσεις μεταξύ τους. Φάνηκε η ανικανότητα των Τούρκων των οποίων η ναυαρχίδα έπαθε μεγάλες ζημιές από την απειρία του πληρώματος της και αναγκάστηκε να αποχωρήσει. Κανένα τουρκικό πλοίο δεν πολέμησε με ζήλο και το ηθικό τους ήταν πολύ πεσμένο, εκτός από μια φρεγάτα που έδειξε προθυμία για μάχη της οποίας όμως ο πλοίαρχος και πολλοί ναύτες της σκοτώθηκαν από τους Έλληνες. Αντίθετα ο αιγυπτιακός στόλος διακρίθηκε για την τόλμη του και την επιτηδειότητα των ναυτικών του. Δύο φορές ο Γιβραλτάρ διαπέρασε με τη φρεγάτα του τη γραμμή των ελληνικών πλοίων κανονιοβολώντας και κανονιοβολούμενος τον ανάγκασε όμως να αποσυρθεί το πυρπολικό του Πιπίνου. Και αυτός ο ίδιος ο Ιμπραήμ εκτέθηκε στον κίνδυνο της μάχης χωρίς να φοβηθεί.
Τόση ήταν η σύγχυση της μάχης που ένα πλοίο υδραίικο την ώρα που άλλαζε πορεία έπεσε πάνω σε ένα ψαριανό πυρπολικό, έσπασε το κατάρτι του και ο πλοίαρχος αναγκάστηκε να το κάψει για να μη πέσει στα χέρια του εχθρού.
Άρχιζε πια να νυχτώνει και οι στόλοι διαχωρίζονταν, όταν από το κάστρο της Κω μια κανονιά έσπασε το κατάρτι ενός πυρπολικού. Οι ναύτες του που δεν μπορούσαν πια να το κυβερνήσουν του έβαλαν φωτιά και έφυγαν. Το φυτίλι όμως έσβησε και έτσι οι εχθροί το συνέλαβαν άκαυτο.
Ο Ελληνικός στόλος μετά τη μάχη ξημερώθηκε στα Τσατάλια ενώ ο Τουρκοαιγυπτιακός αποσύρθηκε μέσα στον κόλπο της Αλικαρνασσού.
Το αποτέλεσμα από τη σύγκρουση αυτή ήταν ασήμαντο. Κανένας δεν βγήκε νικητής και οι απώλειες ήταν μικρές. 20 νεκροί και από τις δύο παρατάξεις.
Έτσι τελείωσε η ναυμαχία της Κω. Σε λίγες μέρες όμως μετά θα γίνει η δεύτερη μεγάλη ναυμαχία, η ναυμαχία του Γέροντα.
H NAYMAXIA TOY ΓΕΡΟΝΤΑ
Ο Κόλπος του Γέροντα βρίσκεται αριστερά από το θαλάσσιο δρόμο που ξεκινά από τη Σάμο προς την Κω, σχεδόν στο τρίτο τέταρτο αυτής της διαδρομής.
Κάπου εκεί κατά τον τελευταίο πόλεμο, το θρυλικό καταδρομικό μας «Αδρίας», μετά την πρόσκρουση του σε νάρκη στο στενό Κω-Ψερήμου, τότε που το μισό σχεδόν πλοίο και ολόκληρη η πλώρη του βούλιαξε, το υπόλοιπο κομμάτι που επέπλεε, προσάραξε στον κόλπο του Γέροντα και αφού τσιμεντώθηκε πρόχειρα συνέχισε το θρυλικό του ταξίδι προς το λιμάνι της Αλεξάνδριας όπου το υποδέχτηκαν με αλαλαγμούς ενθουσιασμού τα πληρώματα των ελληνικών και συμμαχικών πλοίων που ήταν ελλιμενισμένα εκεί.
Όμως εμείς θα μεταφερθούμε εκατόν είκοσι χρόνια πριν το γεγονός αυτό, στο τρίτο έτος από την έναρξη της ελληνικής επανάστασης, στα 1824 και πιο συγκεκριμένα στα τέλη του Αυγούστου, όπου μετά την ναυμαχία της Κω που έγινε στις 24 του μήνα οι ενωμένοι στόλοι Τουρκίας και Αιγύπτου αποσύρθηκαν μέσα στον κόλπο της Αλικαρνασσού για να αποφύγουν τις επιθέσεις των ελληνικών πυρπολικών που πέρασαν ολόκληρη την νύχτα κοντά στα Τσατάλια μεταξύ Καλύμνου Ψερήμου και Μικρασιατικής ακτής.
Στις 26 Αυγούστου οι Έλληνες αγκυροβόλησαν στον κόλπο του Γέροντα για να φυλάγουν το δρόμο που οδηγούσε προς την απειλούμενη Σάμο. Στις 28 Αυγούστου τις πρωινές ώρες, φάνηκαν μπροστά στον κόλπο 7 αιγυπτιακά πολεμικά τα οποία καταδίωξαν οι Έλληνες μέχρι το στενό της Κω. Όμως λόγω της θαλασσοταραχής που προξενούσαν τα μελτέμια τις μέρες εκείνες, μόνο 17 ελληνικά πλοία και 5 πυρπολικά ξαναγύρισαν στον κόλπο, μεταξύ των οποίων ήταν και τα πλοία του Μιαούλη, του Σπετσιώτη Κολανδρούτσου, του Ιωάννη Κυριακού, του Αντώνη Κριεζή, του Εμμανουήλ Τομπάζη, του Αναστάσιου Τσαμαδού και του Ανάργυρου Λεμπέση, δηλαδή όλων σχεδόν των επίλεκτων αρχηγών του ναυτικού αγώνα των Ελλήνων. Τα υπόλοιπα έμειναν να κινούνται την νύχτα της 28ης προς την 29η Αυγούστου ανάμεσα στους Λειψούς και τη Φαρμακούσα.
Το πρωί της 29ης Αυγούστου άλλαξε ο καιρός και μια νηνεμία επικρατούσε στην περιοχή που δεν κουνιόταν φύλλο. Τα πλοία των αρχηγών με επικεφαλής το πλοίο του Μιαούλη παρέμεναν ακινητοποιημένα μέσα στον κόλπο του Γέροντα. Με άλλα λόγια ενώ ο στόλος των τουρκοαιγυπτίων είχε ευνοϊκό τον άνεμο και ήταν ενωμένος ο δικός μας όχι μόνο ήταν ακινητοποιημένος από τη νηνεμία, ήταν επιπλέον και χωρισμένος σε δύο μικρούς σχηματισμούς.
Ο Ιμπραήμ, πανέξυπνος, κατάλαβε την πλεονεκτική του θέση και θέλοντας να επωφεληθεί από τις συγκυρίες διέταξε το δεξιό τμήμα της αρμάδας να επιτεθεί. Τα πλοία του εχθρού εκμεταλλευόμενα το ελαφρό αεράκι που φυσούσε στα ανοιχτά, ταξιδεύοντας αργά, πλησίαζαν τα ελληνικά πλοία με σκοπό να τα κατασυντρίψουν. Το αριστερό τμήμα της αρμάδας πάλι, που το διοικούσε ο Τούρκος ναύαρχος Χοσρέφ πασάς κατευθυνόταν προς τα Ελληνικά πλοία που έρχονταν από την πλευρά της Φαρμακούσας με σκοπό να τα αποτρέψει να συνενωθούν με τη μικρή μοίρα που είχε μείνει ακινητοποιημένη μέσα στον κόλπο.
Η κατάσταση ήταν δραματική και πολύ επικίνδυνη. Όμως εκείνη τη στιγμή το δαιμόνιο των Ελλήνων έσωσε την κατάσταση. Κινητοποιήθηκαν τα πυρπολικά που κωπηλατώντας μέσα σε πυκνούς κανονιοβολισμούς επιχείρησαν μια ηρωική προσπά-θεια να αναχαιτίσουν την εχθρική επίθεση.
Πρώτος ο Παπανικολής γύρισε το πυρπολικό του εναντίον μιας φρεγάτας και αμέσως μετά εναντίον μιας άλλης και της έβαλε φωτιά. Ενώ οι φλώγες έζωναν το εχθρικό πλοίο αυτός και το πλήρωμα του μόλις κατάφεραν να γλιτώσουν.
Ο Ματρόζος πάλι, πέτυχε να κολλήσει το πυρπολικό του σε ένα μεγάλο πλοίο του εχθρού αλλά το πλήρωμα του κατάφερε να το αποκολλήσει και στη συνέχεια να απομακρυνθεί. Σ’ αυτή τη συμπλοκή ο Ματρόζος πληγώθηκε βαριά και οι ναύτες του αναγκάστηκαν να κάψουν οι ίδιοι το πυρπολικό για να μην πέσει στα χέρια του εχθρού.
Ο Πιπίνος με το πυρπολικό του καθώς και άλλο ένα προσπάθησαν να κολλήσουν σε εχθρικά πλοία αλλά απέτυχαν.
Αυτές οι αποτυχίες των πυρπολικών έγιναν αιτία να πάρουν θάρρος οι Τουρκοαιγύπτιοι οι οποίοι τώρα πλησίαζαν τους Έλληνες με μεγαλύτερη ορμή προσπαθώντας να αποτρέψουν την συνένωση των δύο ελληνικών σχηματισμών. Τα Ελληνικά καράβια του κόλπου υπέφεραν και πιο πολύ το πλοίο του Σαχτούρη που βρισκόταν στην εμπροσθοφυλακή. Εν το μεταξύ ο κόσμος χαλούσε από τους κανονιοβολισμούς των πλοίων των δύο αντιπάλων.
Τότε μπροστά στον επερχόμενο κίνδυνο να αποκλειστούν στον κόλπο τα Ελληνικά πλοία , ο Μιαούλης διατάζει να ρυμουλκήσουν προς τα δυτικά το ταχύτερο δυνατό τα πλοία του κόλπου, ενώ άρχισαν να κινούνται και τα πλοία που ήταν έξω από τον κόλπο με σκοπό να ενωθούν και να ενισχύσουν τις θέσεις του αρχηγού τους εκμεταλλευόμενα το ελαφρό αεράκι που άρχισε να φυσά και που σιγά-σιγά δυνάμωνε. Σε λίγο έπλεαν με τον άνεμο στο ισχύον, ενώ οι Αιγύπτιοι με τον άνεμο στη μάσκα.
Η ναυμαχία στο σημείο αυτό εντάθηκε και τα φονικά πυρά αλληλοεκτοξεύονταν ακατάπαυστα. Στη δύσκολη αυτή στιγμή τα πυρπολικά έσωσαν πάλι τους Έλληνες. Τα κουμάνταραν χέρια ναυμάχων από τα τρία δοξασμένα νησιά Ύδρα Σπέτσες, Ψαρά. Αγνοώντας το πυκνότατο πυρ του εχθρού και περιφρονώντας το θάνατο όρμισαν στη μάχη. Ο Ματρόζος με ανοιχτές τις πληγές του πλησίασε με το πυρπολικό του ένα εχθρικό μπρίκι της δύναμης των 20 πυροβόλων. Το πλοίο αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πορεία του, να στρίψει για να φέρει υπήνεμα το πυρπολικό και έτσι να γλιτώσει από την φωτιά που το απειλούσε. Το ίδιο πλοίο κατεδίωξε ο Πιπίνος με το δικό του πυρπολικό, έβαλε όμως πρόωρα φωτιά και το πυρπολικό κάηκε άσκοπα ενώ το πλήρωμα του μόλις κατάφερε να σωθεί ανεβαίνοντας στο πλοίο του Κριεζή. Και ενώ ο Πιπίνος αποσυρόταν τραυματισμένος βαριά, το πυρπολικό του Μουσού κολλά σαν στρείδι πάνω στο μπρίκι και το τινάζει στον αέρα με τους 300 ναύτες του νεκρούς.
Μεσημέριασε για τα καλά και κατά τις δύο ο αέρας φυσούσε δυνατά. Οι δύο ελληνικοί σχηματισμοί τα κατάφεραν να ενωθούν και τα εχθρικά πλοία που είχαν κάπως απομακρυνθεί για να αποφύγουν τις επιθέσεις των πυρπολικών ξαναπλησιάζουν και η μάχη τώρα κορυφώνεται στο κέντρο της ελληνικής γραμμής.
Τα πυροβόλα του εχθρού πολυάριθμα χαλούν τον κόσμο με τις εκπυρσοκροτήσεις. Ο ουρανός σκεπάζεται από τους καπνούς και τα πλοία αρχίζουν πια τώρα να ναυμαχούν μεμονωμένα το ένα εναντίον του άλλου. Η αρχηγίδα του Σαχτούρη βαριά χτυπημένη με ξεσχισμένα τα πανιά και σπασμένο το κατάρτι αποσύρεται εγκαταλείποντας τον αγώνα αναγκαστικά. Τα περισσότερα Ελληνικά πλοία υποφέρουν από το ανώτερο πυροβολικό του εχθρού.
Και σ’ αυτή πάλι τη φάση η σωτηρία έρχεται από τα πυρπολικά. Πρώτο του Γ. Ππαντωνίου ρίχνεται σε μια φρεγάτα των 44 πυροβόλων με πλήρωμα 650 άνδρες και με 400 στρατιώτες του πεζικού. Παλεύουν οι άνδρες της εχθρικής φρεγάτας να απομακρίνουν το πυρπολικό και να σβήσουν τη φωτιά, αλλά φτάνει ο Βατικιώτης και με το δικό του πυρπολικό συμπληρώνει την καταστροφή. Οι 650 άνδρες του πληρώματος και οι τετρακόσιοι στρατιώτες που μετέφερε τινάζονται στον αέρα.
Ένα άλλο Ψαριανό πυρπολικό, κατάστρεψε και βύθισε μια τουρκική κορβέτα, γεγονός που μαζί με το προηγούμενο της Τυνησιακής φρεγάτας, φέρνει αταξία στο εχθρικό στρατόπεδο και σπέρνει τον πανικό.
Είχε πια βραδιάσει και οι Τουρκοαιγύπτιοι αναγκάζονται να αποχωρήσουν. Φεύγουν από το νότιο άκρο του πορθμού Μικρασίας Ψερίμου από το οποίο είχαν έλθει το πρωί εκείνης της μέρας.
Οι Έλληνες τους καταδίωξαν για λίγο και μετά σταμάτησαν τους πυροβολισμούς. Οι εχθροί ξαναγύρισαν στα αγκυροβόλια τους στην Αλικαρνασσό και στην Κω, ενώ οι Έλληνες όταν αραίωσε ο καπνός της μάχης άρχισαν να αναζητά ο ένας τον άλλο και να μετρούν τις απώλειες τους. Τα πανιά ήταν τρυπημένα από τις οβίδες και τα ξάρτια κρέμονταν και κυμάτιζαν στον αέρα. Τα κατάρτια σπασμένα, όμως στο γενικό κάλεσμα οι πολλοί ήσαν παρόντες και κανένα καράβι δεν απουσίαζε. Μόνο τα πυρπολικά χάθηκαν αφού είχαν καεί προξενώντας όμως στον εχθρό τόση καταστροφή με τόσες ψυχές που κατάπιε ο βυθός της αχόρταγης θάλασσας.
Οι Έλληνες νηστικοί όλη την ημέρα, μαύροι σαν την πίσσα, μπαρουτοκαπνισμένοι και ταλαιπωρημένοι,από τη σφοδρή ναυμαχία, μοίρασαν μεταξύ τους λίγο ψωμί και λίγες ελιές, με τα πρόσωπα όμως να αστράφτουν από χαρά, ευτυχισμένοι και χαρούμενοι για τη μεγάλη τους νίκη.
Η ναυμαχία του Γέροντα ήταν η μεγαλύτερη εκ παρατάξεως ναυτική σύγκρουση του αγώνα για την ανεξαρτησία των Ελλήνων. Επρόκειτο για λαμπρή νίκη.
Η περήφανη και πολυφημισμένη αρμάδα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας που την αποτελούσαν καράβια αξιόλογα, σύγχρονα, δυνατά, με πολλούς ευρωπαίους εκπαιδευτές και αξιωματικούς μισθοφόρους στα πληρώματα τους, από την Αίγυπτο την Τυνησία και Τουρκία, με ενοικιασμένα Ισπανικά και Αυστριακά πλοία που συμπλήρωναν όλα μαζί τον αριθμό 200, δεν κατάφεραν να συντρίψουν μερικές δεκάδες μικρά, κακοοπλισμένα πλοία των Ελλήνων που πολεμούσαν όμως με θάρρος και παρρησία αψηφώντας τον θάνατο.
Μετά τη ναυμαχία οι στόλοι της οθωμανικής αυτοκρατορίας επανήλθαν στο αγκυροβόλιο τους στην Κω οι δε Έλληνες διανυκτέρευσαν στον τόπο της ναυμαχίας.
Η ναυμαχία του Γέροντα ήταν μια νίκη περιφανής. Μετά τη ναυμαχία οι Μουσουλμάνοι εγκατέλειψαν κάθε ιδέα για κατάληψη και καταστροφή της Σάμου. Ο Ιμπραήμ κατάλαβε ότι οι επιχειρήσεις στο Μωρία δεν μπορούσαν να προχωρήσουν χωρίς την συντριβή του Ελληνικού στόλου. Ο στόλος αποτελούσε το θώρακα της Ελληνικής Επανάστασης.
ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΚΑΚΑ
Τα μεγάλα κακά. Με αυτές τις δύο λέξεις οι Κώοι σηματοδότησαν τις φρικτές μέρες που πέρασαν αμέσως μετά την ναυμαχία του Γέροντα.
Μετά την ήττα των Τούρκων ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος βρήκε αγκυροβόλιο στο λιμάνι της Κω. Τα αφηνιασμένα πλήθη των ηττημένων με μίσος και μανία άρχισαν τη σφαγή του άμαχου ελληνικού πληθυσμού.
Στιχοπλακιές που διασώθηκαν από τον Ιάκωβο Ζαρράφτη περιγράφουν την καταστροφή του νησιού και τις σφαγές των Ελλήνων.
Ακούσατ’ ίντα γένηκε στης Νερατζιάς τα μέρη
Δευτέρας το ξημέρωμα,κοντά το μεσημέρι.
Οι Τούρκοι πέσαν άξαφνα βαριά αρματωμένοι,
να κατασφάξουν τορ ραγιάν, κανένας να μη μένη.
……………………
Τες πόρτες σπάζουν καθενός τα έχει μας μας παίρνουν,
τες εκκλησιές μας γδύνουσι, και τους παπάδες γδέρνουν
κοιλιές μανάδων σχίζουσι και τα μωρά σκοτώνουν
τους γέρους καίουν ζωντανούς και τους τρυποσουβλώνουν.
Τα παλληκάρια ξέγκωνα, εκεί που θα ταυρούνε
εις τα παλούκια ζωντανά απάνω τα περνούνε.
Τες ώμορφες τες ακριβές , που δεν τις είδε μμάτι
πο τα μαλλιά τες σέρνουνε για ένα μας γινάτι.
…………………….
οι Τούρκοι οι Αγαρινοί οι δόλιοι κακούργοι,
οι σκύλλοι οι Σαρακινοί τα άπιστα τζεπέκια,
παξάφνου ηπατήσανε τα δόλια σπιτικά μας.
Σαν τα θεριά τ’ ανήμερα τ’ αγριολυσσιασμένα,
με άρματ’ άγρια φονικά κατααρματωμένοι,
σκοτώσαν μάνες νιούς και νιές , παιδιά μωρά και γέρους.
Τες μάνες σκίζαν ζωντανές και τα νινιά ποβγάλλαν,
και κουλλαμενες τες γρηγιές ηβάλλαν τες κοντά τος.
Μωρά παιδιά αρπούσαν τα και τα ξεμυαλουχίζαν
τους νιούς επνίγαν κρεμμαστούς και τους επαλουκώναν
αυτιά και μύτες κόβγαν τος και παίρναν τος το βιόν τος.
Τους δυστυχείς παπάδες μας ωσάν τ’ αρνία τους σύρναν
και ζωντανούς ηκαίαν τους σε σωριασμένα ξύλα.
Τες νεκκλησιές ρημάσσανε κι αχόρταγα αρπάζαν
ασημικά, μαλάματα, μπακιρικά και μπρούζους
Αχού και τες παράμορφες , τες κακομοιριασμένες
διαλέαν τες και πέρναν τες για νύφες των μειάλων.
Μανάδων χέρια κόβγκανε, αγκαλιασμένα κόρες
γονέων χεροπόδαρα ησπούσαν με μπαλτάδες.
Οι αρμαστοί τος ννίουνταν σε πόλεμο μειάλον
ώσπου ματοκυλίουνταν μπροστά στες αρμαστές τος.
………………………
Χωριά και Χώρα πλεύγανε σε γαίματα αχνισμένα
και πνίγουνταμ μες τους καπνούς και τες σωματοκνίσσες.
Επί τρείς μέρες έσφαζαν και λεηλατούσαν. Λένε ότι το αίμα έτρεχε στους δρόμους και από τα Χαλουβαζιά έφτανε στο λιμάνι.
Να πως περιγράφει ο Ζαρράφτης στα Κώια του, στο Β΄ μέρος Ιστορία της Κω. Σελ.109.
……………
«Κατά τας ημέρας όμως εκείνας της ναυμαχίας, οι Κώοι υπέστησαν τα πάνδεινα, ά έκτοτε λέγονται διακριτικώς «Κακά» από τα οποία και παρέμηνε χρονολόγημα «από τα Κακά κι εδώ ή εκεί», άτινα ήσαν ανεκδιήγητα, δι α αι λεγόμεναι στοχοπλακιαί πολλά τα φρικτά επάδουσιν. ών δύο έχω αντιγεγραμμένας και κατακεχωρημένας εν τω οικείω τόπω αυτών, εις ας διαλαμβάνεται ότι εκ των πολλών δεινών τότε ο άγιος Κώου Γεράσιμος κρυβείς εις τινα κουφάλαν δένδρου μεγάλου, όταν είδεν, ότι ηγέρθεη ο πασάς, εξήλθε της κουφάλας, ούσης έναντι του κονακίου, κ’ επιφυλακτικώς και ταχέως προσέτρεξεν εις την αυλήν του πασά καθ’ ην ώραν ήθελε πλυθή. Τότε ο δεσπότης σπεύδει με το λιγενάμπρικον εις το χέρι του προ του πασά μετα μαγάλης ταπεινότητος, δια να του χύση νερόν, να πλυθή. Ο πασάς όστις λέγουσιν ότι ήτο εκ των εξομωτών χριστιανών, ίστατ’ έκθαμβος, και του λέγει. «Συ ο δεσπότης να μου γείρης να πλυθώ; _ Εγώ ταπεινώτατος σήμερον ενώπιον σου, πασά μου, αρμόζει, και γονυπετής ικέτις να σας εκλιπαρήσω, δια να μ’ ελεήσητε και μου σώσητε το κατασφαζόμενον άδικα ποίμνιον μου». Καμφθείς ο πασάς, ήγειρε τον δεσπότην με υποσχέσεις του. Και αμέσως διέταξε, και έπαυσεν η σφαγή και παν κακόν των χριστιανών.
Ο ίδιος (ο Ζαρράφτης) μας διέσωσε ακόμα μια στιχοπλακιά με τίτλο τα Μεγάλα Κακά.
Η θάλασσα η ταπεινή φαινώταν αγριεμένη
με του Καπτάν Τοπάλ Πασά τες φοβερές φεργάδες
κι ένα καράβι σαν λωλλόν εδιάβαιν’ αφρισμένον
και πάνω στην κουβέρτα του στεκώταν παλληκάρι.
Ο Καπετάν Τοπάλ Πασάς πο την κουβέρταν είπεν
«Αυτό το λωλλοκάραβον μην είναι του Μιαούλη»;
Και μια βολιά τον απαντά κι εφτάξερον τον ‘φίνει.
Ετράνταξε και στους καπνούς σηίσθη η φεργάδα.
Ποια άγρια, φρικτά κακά και πάλιν μας ευρήκαν.
Εις του πασά τον σκοτωμόν πόσοι δεν σκοτωθήκαν.
Ποιος δεν κλαίει, ποιος δεν θρηνεί, δεν δέρνεται, δεν σκύζει,
δεν νεστενάζει, δεν βογκά, δεν ξενεπνά στους πόνους.
Η μαύρη νύχτα πλάκωσε κι η μαύρη αυγή γυρίζει
κι ο γέροντας που κρύβγετο σε μ ιάς συκιάς κουφάλα
και άγρυπνος παράβλεπε ωσπ’ ο Πασάς σηκώθη
και το αμπρίκι άρπαξε μαζί με το λεγένι,
για να του γύρη να νυφτή με την ταπεινοσύνη
_»Ιντα ‘ν αυτό»; λέ’ ο Πασάς «Πως ετσαδά μπροστά μου»;
_»Τα’ αρνιά μου χάνονται, κι εγώ, και είρτα να μας σώσεις».
Βρύσες πο δάκρυς τρέχουνε και των δυονών τα μμάτια
κι εμένασι βουβοί κι οι δυό σαν να προσευχοντανε.
Κι αμέσως στέλλει τιμωρεί κακά τους πρωταιτίους
και παύσαν τα φριχτά κακά εκείνα τα μεγάλα.
Εμείς όμως θα παρακολουθήσουμε τα γεγονότα που συνέβησαν μετά τη ναυμαχία του Γέροντα.
Οι τουρκοαιγύπτιοι απασχολημένοι στην Κω με τις σφαγές και τις λεηλασίες έμειναν αδρανείς μέχρι τις 6 Σεπτεμβρίου οπότε ο στόλος τους φεύγοντας από την Κω πέρασε τα νησάκια Τσατάλια και κατευθύνθηκε προς τη Σάμο. Τα ελληνικά πλοία που παρακολουθούσαν τις κινήσεις τους πρόλαβαν τους εχθρούς και παρατάχθηκαν μπροστά από το νησί, από τον Μαραθόκαμπο ως το ακρωτήρι της Αγίας Μαρίνας. έτοιμα για μάχη. Πλησίασαν και οι Τούρκοι αλλά επειδή σκοτείνιαζε απομακρύνθηκαν προς τους Αρκιούς. Κατά τις 2 τη νύχτα ακουστήκαν κανονιές σ’ εκείνο το μέρος και σε λίγο φανάρια κρεμάστηκαν στα κατάρτια των εχθρικών πλοίων. Τα ελληνικά αγκυροβόλησαν στο ακρωτήριο της Σάμου και περίμεναν. Εν τω μεταξύ στο νησί υπήρξε γενική κινητοποίηση για να αντιμετωπιστεί τυχούσα εχθρική επίθεση. Μόλις όμως άρχισε να χαράζει άρχισε μια δυνατή βροχή και ένας σφοδρός ανατολικός άνεμος. Οι εχθρικοί στόλοι παρέμειναν ως τις 9 στους Αρκιούς και αμέσως μετά έπλευσαν προς την Ικαρία. Εκεί τους παρακολούθησε ο Μιαούλης με μικρή Ελληνική μοίρα. Πέντε πλοία και η ναυαρχίδα προπορευόντουσαν. Εναντίον του όρμισαν πάμπολλα εχθρικά που τον χτυπούσαν επί δύο ώρες χωρίς όμως να τον πετύχουν. Αμέσως πλησίασαν τα πέντε και τα υπόλοιπα ελληνικά πλοία και οι εχθροί που όρμισαν σαν λιοντάρια στα 5 ελληνικά τώρα το έβαλαν στα πόδια σαν λαγοί.
Τις επόμενες μέρες δεν είχαμε άλλες ενέργειες του στόλου μετά τα γεγονότα αυτά εκτός του ότι μια κορβέτα των 26 πολυβόλων εξόκειλε στη στεριά και βούλιαξε μεταξύ Χίου και Τσεσμέ, και ότι στη Νάξο 150 στρατιώτες του εχθρού που αποβιβαστήκαν στο νησί με σκοπό να το λεηλατήσουν χάθηκαν όλοι από τους ντόπιους.
Μετά ο Καπετάν Πασάς αφού άφησε 14 φρεγάτες υπό τας διαταγάς του Ιμπραήμ, έπλευσε βόρια με σκοπό να περάσει τα στενά και να κατευθυνθεί στην Κωνσταντινούπολη. Ενώ ο Ιμπραήμ για να αποφύγει τις φωτιές των ελληνικών πυρπολικών κατευθύνθηκε προς την Κρήτη.
Ο ελληνικός στόλος αναζήτησε τον τουρκικό που έφευγε προς τα στενά τον οποίο πλησίασε κοντά στη Μυτιλήνη προς τον Καραμπουρνά. Εκεί δύο πυρπολικά του Θεοφάνη και του Καλογιάννη έβαλαν στη μέση ένα δικάταρτο του εχθρού με αποτέλεσμα να το τινάξουν στον αέρα. αφού η φωτιά των πυρπολικών έφτασε μέχρι την μπαρουταποθήκη του. Την ίδια νύχτα ο πυρπολητής Νικόδημος επιτέθηκε σε μια κορβέτα την οποία με επιτυχία περιέζωσε με φλόγες και την κατάκαψε. Πολλοί από τους στρατιώτες που μετέφερε και από τους ναύτες του εχθρού που έπλεαν στη θάλασσα συνελήφθησαν και αιχμαλωτίστηκαν. Το δικάταρτο που κάηκε είχε 12 κανόνια η δε κορβέτα 20. Ένας από τους αιχμαλώτους ήταν κάποιος Κίρτσαλης άνθρωπος δυνατός και ατρόμητος γεμάτος με ουλές και δύο πρόσφατες πληγές που αιμορραγούσαν. Αν και αιχμάλωτος ούτε φοβήθηκε ούτε παρακάλεσε. Οι Έλληνες θαύμασαν την γενναιότητα του και την τόλμη του αλλά η υπεροψία του και η κομπορρημοσύνη του έγιναν αφορμή να τον κρεμάσουν την άλλη μέρα.
Μετά τα συμβάντα αυτά ο τουρκικός στόλος έμεινε για λίγες μέρες στη Μυτιλήνη και μετά κατέβηκε στην Κω και την Αλικαρνασσό για να παραλάβει τους στρατιώτες που είχαν αφήσει εκεί. Εν τω μεταξύ συνενώθηκαν και τα ελληνικά πλοία και υπό την αρχηγία του Μιαούλη κατευθύνθηκαν προς τη Λέρο και τους Λειψούς.
Τις ημέρες που ακολούθησαν τα ελληνικά πλοία έκαναν διάφορε περιπολίες παρακολουθώντας πάντοτε τις κινήσεις του εχθρού. Σε μια από τις περιπολίες αυτές το πρωί της 22ας Οκτωβρίου τα ελληνικά πλοία είδαν να έρχεται από το πέλαγος προς το μέρος τους μια βάρκα με 12 κουπιά από την οποία οι ναύτες της κουνούσαν χαρούμενοι τα χέρια και έβγαζαν χαρούμενες κραυγές. Όταν πλησίασε διαπίστωσαν ότι η βάρκα ήταν η δωδεκάκοπη της ναυαρχίδας του Ιμπραήμ και ότι ερχόταν από την Κω αυτομολώντας προς τους Έλληνες. Το πλήρωμα της το αποτελούσαν Έλληνες από την Κάσο που είχαν στρατολογηθεί βίαια από τον Χουσείν τον περασμένο Μάιο τότε που οι Τούρκοι έκαψαν και κατέστρεψαν το νησί τους καθώς και ένας τουρκοκρητικός που ήθελε να λιποταχτήσει από το τουρκικό στρατόπεδο. Πως όμως βρέθηκε η βάρκα στα χέρια των Κασιωτών; Διατάχτηκαν να μεταφέρουν έναν στην Κω, άρπαξαν την ευκαιρία που τους παρουσιάστηκε και κωπηλατώντας με όλες τους τις δυνάμεις έτρεξαν και ενώθηκαν με τα ελληνικά πλοία που περιπολούσαν.
Σε λίγες μέρες όλος ο στόλος του εχθρού πολεμικά και φορτηγά πλοία αναχώρησαν από την Αλικαρνασσό και την Κω και πήραν το δρόμο για την μακρινή Κρήτη σε σχηματισμό, έχοντας δεξιά και αριστερά τα πολεμικά πλοία ενώ στη μέση έπλεαν τα φορτηγά. Στα ανοιχτά όμως μεταξύ Κεφάλου και Αστυπάλαιας οι Έλληνες κατέλαβαν ένα φορτηγό με ισπανική σημαία που μετέφερε τρόφιμα, 38 στρατιώτες και 24 άλογα και το μετέφεραν κι αυτό στην Κάσο όπου ενώθηκαν όλα τα Ελληνικά πλοία που αριθμούσαν δέκα επτά, με την ναυαρχίδα του Μιαούλη.
Στην Κρήτη, ο Ιμπραήμ οργισμένος για την ήττα, καθαίρεσε 11 πλοιάρχους και απαγχόνισε έναν άλλο γιατί εγκατέλειψε το πλοίο του την ώρα που καιγόταν από τη δράση κάποιου δικού μας πυρπολικού. Ακόμα μαστίγωσε, μέχρις αίματος, έναν πλοίαρχο στην κουβέρτα του πλοίου του. Από τη Σούδα, ακολουθώντας τις συμβουλές του Γάλλου πλοιάρχου Ντρουό, εκμεταλλεύτηκε τις κακοκαιρίες του χειμώνα και στις 12 Φεβρουαρίου του επόμενου χρόνου αποβίβασε στη Μεθώνη 4.000 στρατιώτες και 60 ιππείς.
Ο Ελληνικός στόλος με τη συμμετοχή του σε όλες αυτές τις ναυμαχίες αποτέλεσε το θώρακα της Επανάστασης και πρόσφερε τα μέγιστα για τη δημιουργία της σύγχρονης Ελλάδας, η οποία οφείλει κατά μεγάλο μέρος την ύπαρξη της στα θαλασσοδαρμένα παλικάρια των Σπετσών, της Ύδρας, της Κάσου και των Ψαρών και στους πυρπολητές του Αιγαίου.