Τα παιδιά που γλίτωσαν από τις σφαγές των Οθωμανών και τα σκλαβοπάζαρα και μεγαλούργησαν στην Αμερική καθώς έγιναν καθηγητές Πανεπιστημίου, πολιτικοί και έμποροι
Η ελληνική Επανάσταση του 1821 αποτελεί αναμφίβολα κορυφαίο γεγονός όχι μόνο της ελληνικής αλλά και της παγκόσμιας ιστορίας. Οι μάχες που δόθηκαν στη διάρκειά της χαρακτηρίζονταν από την έλλειψη οποιουδήποτε νομικού πλαισίου για τη συμπεριφορά προς τους αντιπάλους, ενόπλους και αμάχους. Όπως γράφει ο πανεπιστημιακός Ιάκωβος Μιχαηλίδης στο βιβλίο του «ΤΑ ΟΡΦΑΝΑ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΑ ΤΟΥ 1821»: «Ο νικητής τα έπαιρνε όλα. Τη χαρά της νίκης αλλά κυρίως τα λάφυρα, υλικά και έμψυχα.
Ο ηττημένος πάλι, πολύ δύσκολα θα μπορούσε να ελπίζει σε κάποια ανθρώπινη μεταχείριση. Οι άντρες κατά κανόνα σφαγιάζονταν ενώ οι γυναίκες και τα μικρά παιδιά συνήθως πωλούνταν στα σκλαβοπάζαρα, όταν δεν κατέληγαν στα χαρέμια. Οι σωζόμενες αρχειακές πηγές για την εποχή ξεχειλίζουν από σκληρές και μακάβριες περιγραφές για τις εκατόμβες των θυμάτων που περνούσαν από λεπίδι και κατά κανόνα κείτονταν άταφοι, τροφή στα όρνεα και πρόσφορο έδαφος για την εξάπλωση της χολέρας.
Αυτή η άγρια και πρωτόγονη συμπεριφορά υπήρξε γενεσιουργό αίτιο οξύτατων κοινωνικών ζητημάτων, με βασικό εκείνο των δεκάδων χιλιάδων ορφανών παιδιών τα οποία κυκλοφορούσαν ρακένδυτα και πεινασμένα αλλά κυρίως χωρίς ελπίδα να συναντήσουν τους γονείς τους». Οι ιστορίες και οι εικόνες όλων των παιδιών δεν άφησαν ασυγκίνητους τους Αμερικανούς και Ευρωπαίους φιλέλληνες που συγκέντρωσαν αρκετά ελληνόπουλα, κυρίως τα ορφανά και από τους δύο γονείς, για να τα στείλουν στις χώρες τους προκειμένου να αποκτήσουν μόρφωση.
Τα παιδιά αυτά ήταν δεκάδες. Παρά το ότι έφυγαν από την Ελλάδα σε πολύ μικρή ηλικία προσαρμόστηκαν στις χώρες που πήγαν (ΗΠΑ και Ευρώπη) και απέκτησαν σημαντική μόρφωση. Κάποια από αυτά τα παιδιά παρέμειναν στις νέες τους πατρίδες και διέπρεψαν σε διάφορους τομείς. Άλλα, αφού απέκτησαν εξαιρετική μόρφωση επέστρεψαν στην Ελλάδα όπου πρόσφεραν ανεκτίμητες υπηρεσίες στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Ακόμα και ιστορικοί που έχουν ασχοληθεί εκτενώς με το θέμα δεν μπόρεσαν να βρουν στοιχεία για όλα τα παιδιά. Το παρήγορο είναι ότι η έρευνα συνεχίζεται φέρνοντας στο φως εντυπωσιακές και άγνωστες λεπτομέρειες. Με ορισμένα από τα ορφανά ελληνόπουλα του 1821, όπως τα χαρακτηρίζει ο καθηγητής Ιάκωβος Μιχαηλίδης στο βιβλίο του, θα ασχοληθούμε στο σημερινό μας άρθρο.
Ο Δημήτριος Μπότσαρης (1814- 1871) ήταν γιος του θρυλικού ήρωα του 1821 Μάρκου Μπότσαρη. Το 1824 βρισκόταν σε ελληνικό Σχολείο στην Αγκόνα της Ιταλίας μετά από ενέργειες του Ιγνάτιου Ουγγροβλαχίας. Το 1827 πήγε στο Μόναχο για σπουδές στην εκεί στρατιωτική σχολή. Ο νεαρός Δημήτριος φιλοξενούνταν μάλιστα στο σπίτι του καθηγητή της Ιατρικής Johann Nepomuk von Ringseis. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα κατατάχτηκε στον Ελληνικό Στρατό του και έφτασε μέχρι τον βαθμό του Συνταγματάρχη. Διετέλεσε δύο φορές Υπουργός Στρατιωτικών ( 1859 και 1866- 1867).Σε αυτόν οφείλεται η οργάνωση του Μετοχικού Ταμείου Στρατού που ιδρύθηκε το 1853 ως «Ταμείο χηρών και ορφανών της μάχιμης γραμμής», στο οποίο εντάχθηκε και η Ελληνική Χωροφυλακή, καθώς και του στρατιωτικού αρτοποιείου που αποτέλεσε την αρχή της δημιουργίας διοικητικής μέριμνας του Ελληνικού Στρατού.
Τα ελληνόπουλα της Αμερικής
Όταν έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη τα νέα για το κίνημα του Αλέξανδρου Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία, ο Σουλτάνος Μαχμούτ σκέφτηκε να εκδώσει διαταγή γενικής σφαγής των Ελλήνων, κάτι που απέτρεψε προσωρινά ο Σεϊχουλισλάμης. Σύντομα όμως άρχισαν οι διωγμοί των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, ιδιαίτερα των κληρικών, των εμπόρων και των Φαναριωτών. Ένας από αυτούς ήταν και ο Φαναριώτης έμπορος Νικόλαος Ζάχος που είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία.
Φυλακίστηκε με τη γυναίκα του και τα δύο μικρά παιδιά τους, τον Ιωάννη που είχε γεννηθεί το 1820 και την κόρη τους. Ο Ζάχος χρειάστηκε να δωροδοκήσει αρκετούς Τούρκους για να μπορέσει να διαφύγει με την οικογένειά του στην Ελλάδα, όπου διέθεσε την περιουσία του για τις ανάγκες του Αγώνα. Σκοτώθηκε όμως στα βουνά της Θεσσαλίας το 1824 ή το 1825. Στις 5 Φεβρουαρίου 1828 ο μικρός Ιωάννης, γιος του Νικολάου Ζάχου, ακολούθησε τον σπουδαίο Αμερικανό φιλέλληνα Βοστονέζο γιατρό Σάμιουελ Χάου. Αρχικά έφτασαν στη Νέα Υόρκη και μετά πήγαν στη Βοστόνη. Ο Ιωάννης Ζάχος φοίτησε για τρία χρόνια στο Mount Pleasant Classical Institute του Άμχερστ.
Το 1864 ο Ιωάννης Ζάχος παρουσίασε το Phonic Primer and Reading, μία πρωτοποριακή μέθοδο εκμάθησης της Αγγλικής γλώσσας η οποία στόχευε κυρίως στην εργατική τάξη που παρακολουθούσε νυχτερινό σχολείο και λάμβανε αυτοεκπαίδευση. Το 1875 ο Ζάχος εφεύρε μία μηχανή στενογραφίας που ονομάστηκε “Stenotype” και χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα στα δικαστήρια. Ο Ζάχος σπούδασε επίσης Θεολογία και έγινε πάστορας. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την εκπαίδευση των Αφροαμερικανών ενώ για 27 χρόνια δίδαξε Φιλολογία και Ανάλυση στο Cooper Union της Νέας Υόρκης. Έγραψε επίσης αρκετά βιβλία με επίκεντρο την ειδικότητά του στη φωνογραφία και την ευγλωττία. Παντρεύτηκε την Harriet Canfield Tompkins το 1849 και απέκτησαν έξι παιδιά. Ο πρωτοπόρος παιδαγωγός και εκπαιδευτικός μεταρρυθμιστής Ιωάννης Καλιβέργος Ζάχος (John Celivergos Zachos) ,όπως έγινε γνωστός, πέθανε το 1898.
Ο Ιωάννης Στεφανίνης γεννήθηκε στην Άρτα το 1803. Ήταν γιος του πλούσιου εμπόρου (επίσης) Ιωάννη Στεφανίνη και της Χρυσαυγής Θυμιανού. Κυνηγημένοι από τον Αλή Πασά η οικογένεια Στεφανίνη εγκαταστάθηκε στην Πάτρα και συνέχισε να ασχολείται με το εμπόριο ως και το ξέσπασμα της Επανάστασης. Στις αρχές Απριλίου 1822 πολυάριθμοι Οθωμανοί κατέπνιξαν την εξέγερση των Ελλήνων της Πάτρας. Κάποιοι από αυτούς μπήκαν στο σπίτι της οικογένειας Στεφανίνη και πυροβόλησαν τον μικρό Ιωάννη τραυματίζοντάς τον σοβαρά. Θέλοντας να πάρουν λύτρα οι Οθωμανοί περιποιήθηκαν το τραύμα του και ο Ιωάννης ανάρρωσε.
Οδηγήθηκε σε σκλαβοπάζαρο όπου τον αγόρασε ο Οθωμανός Μουσταφά Μπέης για 500 πιάστρες ( 78 δολάρια), ο οποίος τον κακομεταχειριζόταν. Επειδή ο Ιωάννης δεν αλλαξοπίστησε, ο Μουσταφά τον τιμώρησε βάζοντάς τον σε κλουβί με έξι σκύλους για 2,5 μήνες και δίνοντάς του ένα ξεροκόμματο και ένα ποτήρι νερό την ημέρα. Φοβούμενος ότι ο Ιωάννης θα πέθαινε, ο Οθωμανός τον έβγαλε από το κλουβί των σκύλων και τον μετακίνησε σε άλλο χώρο με καλύτερες συνθήκες. Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες του Μουσταφά ο Ιωάννης δεν αλλαξοπίστησε. Τα βάσανά του έλαβαν τέλος τον Ιανουάριο του 1825 όταν έφτασε στην Πάτρα ένα γενοβέζικο καράβι με επικεφαλής κάποιον έμπορο που λεγόταν Σπάλα. Αυτός μετέφερε κάποια προϊόντα που ο αφέντης του μικρού Ιωάννη ήθελε να αγοράσει.
Ο Ιωάννης που γνώριζε ιταλικά του εξιστόρησε τα δεινά του. Συγκλονισμένος ο Σπάλα αποφάσισε να τον βοηθήσει να δραπετεύσει οδηγώντας τον στο καράβι. Ο Ιωάννης κρύφτηκε στην αποθήκη για σκύλους και ο Σπάλα έδωσε ένα γερό μπαξίσι στους Οθωμανούς που καταδίωκαν τον μικρό. Το πλοίο τελικά έφτασε στη Γένοβα. Ο νεαρός Ιωάννης προσπαθούσε μάταια να βρει πληροφορίες για την οικογένειά του. ΄Εφτασε ως το Γιβραλτάρ χωρίς να μάθει κάτι. Έτσι αποφάσισε να μεταβεί στις ΗΠΑ. Με το μπρίκι “Abeonα” μετά από 44 ημέρες έφτασε στη Νέα Υόρκη όπου ήρθε σε επαφή με το φιλελληνικό κομιτάτο.
Όμως η αγωνία του για την οικογένειά του δεν καταλάγιαζε. Στις 13 Μαΐου 1827 επιβιβάστηκε στο πλοίο «Six Brothers» που ήταν έτοιμο να αποπλεύσει για το Ναύπλιο με ανθρωπιστική βοήθεια. Όταν έφτασε το καράβι στη Μάλτα, ο Στεφανίνης συνάντησε τον έμπορο Αναστάσιο Παγώνη. Αυτός του έδωσε μία επιστολή, απαντητική αυτής που είχε στείλει σε έναν φίλο του στην Πρέβεζα, στην οποία υπήρχαν φριχτά νέα. Ο πατέρας του Στεφανίνη σκοτώθηκε στην Έξοδο του Μεσολογγίου, η μητέρα του και τα δύο μικρότερα αδέρφια του αιχμαλωτίστηκαν από τους Τούρκους και πουλήθηκαν ως σκλάβοι.
Ο Σπύρος και η Μαρία τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια του χάθηκαν στη διάρκεια της Επανάστασης και κανείς δεν γνώριζε πού βρίσκονταν. Ο Ιωάννης κατέρρευσε. Τελικά πήγε στο Ναύπλιο με το «Six Brothers». Εκεί αντίκρισε εκατοντάδες ανθρώπους νηστικούς και αρρώστους να ζητούν βοήθεια. Η καρδιά του ράγισε. Στο Ναύπλιο γνώρισε τους σπουδαίους Αμερικανούς φιλέλληνες Χάου, Μίλερ και Τζάρβις, που τον συμβούλευσαν να επιστρέψει στις ΗΠΑ κάτι που ο Ιωάννης έκανε. Ο Ιωάννης Στεφανίνης ήταν πιθανότατα ο πιο άτυχος από όλα τα Ελληνόπουλα που βρέθηκαν στις Η.Π.Α. Μετά από τις περιπέτειες που πέρασε, έφτασε στη Βοστόνη όπου έγινε δεκτός με εγκαρδιότητα από το Φιλελληνικό Κομιτάτο της πόλης και την οικογένεια του Σάμιουελ Χάου με τον οποίο είχε γνωριστεί στον Μοριά.
Από τη Βοστόνη ο Στεφανίνης πήγε στη Νέα Υόρκη όπου εργάστηκε για έναν χρόνο σε φαρμακείο. Έπειτα πήγε στο Τσάρλεστον της Νέας Καρολίνας όπου τον υποδέχθηκαν με εγκαρδιότητα. Δυστυχώς, ο νεαρός Ιωάννης δεν μπορούσε να ξεπεράσει τις απώλειες των δικών του και όσα ακολούθησαν. Το μόνο που ήθελε ήταν να γράψει την προσωπική του ιστορία και το πέτυχε με τη βοήθεια των φιλάνθρωπων Αμερικανών. Το βιβλίο του με τίτλο «The Personal Narrative of the Sufferings of J. Stephanini (I. Stephaninis) a Native of Arta in Greece» («Η Προσωπική Αφήγηση των Δεινών του Ιωάννη Στεφανίνη με Καταγωγή από την Άρτα της Ελλάδας») εκδόθηκε στη Νέα Υόρκη το 1829. Έκτοτε τα ίχνη του χάνονται… Δυστυχώς το βιβλίο αυτό που κυκλοφορεί στα αγγλικά, δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά, την ίδια ώρα που βιβλία κάθε λογής από το εξωτερικό μεταφράζονται και προβάλλονται στη χώρα μας…