Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΚΩ
Μέρος Β΄
Η ζηλευτή ευνομία της Κω, η οποία οφειλόταν στην εφαρμογή της νομοθεσίας του Χαρώνδα, που διαβάσαμε στο πρώτο δημοσίευμά μας, θα οδηγήσει τον Αντίγονο τον Α΄ στην ανάγκη να χρησιμοποιήσει τους Κωακούς Νόμους, «εσφραγισμένους τη Κώων σφραγίδι», όταν αυτός στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του αποφάσισε τη «συνοίκηση», δηλ. τη συγκατοίκηση των πληθυσμών της Λυδικής πόλης Λεβέδου με την παράκτια πόλη Τέω (306 – 302 π. Χ.), που εκείνος τότε εξουσίαζε, έχοντας μάλιστα και τη συγκατάθεση των κατοίκων των δυο αυτών πόλεων.
Ωστόσο δεν χρησιμοποιούνταν μόνο οι νόμοι της Κω, αλλά και οι φημισμένοι δικαστές της, που καλούνταν συχνά να γνωματεύσουν και να κρίνουν υποθέσεις άλλων πόλεων. Έτσι σε επιγραφές με τιμητικά ψηφίσματα αρκετών πόλεων, που υποδεικνύουν μάλιστα και την ανάρτηση «εν τω επιφανεστάτω τόπω προ του δικαστηρίου», διαβάζουμε τις ευχαριστίες των πόλεων εκείνων για την αποστολή δικαστών από την Κω μαζί με την παράκληση να διατηρηθεί η εύνοια των Κώων απέναντί τους. Μερικές φορές ακόμα και οι ίδιοι οι Κώοι καλούσαν δικαστές από άλλες πόλεις για να απονείμουν δικαιοσύνη με τον πιο αδιάβλητο τρόπο σε περίπλοκες και λεπτές υποθέσεις. Άλλωστε στα πλαίσια της πόλης-κράτους εκείνων των εποχών, ή απονομή της δικαιοσύνης από ξένους δικαστές συνιστούσε όχι μόνο νομικό αλλά και πολιτικό φαινόμενο σημαντικό για την επιβίωση της δημοκρατίας.
Τους ξένους δικαστές που έφθαναν στην Κω τους υποδέχονταν αρμόδια όργανα οι «δικασταγωγοί», όπως μαρτυρούν τρεις επιγραφές του νησιού. Οι δικασταγωγοί ασκούσαν τή «δικαστοφυλακία», συνόδευαν δηλαδή τους επιλεγμένους από την πόλη τους ξένους δικαστές στην πόλη της Κω, όπου επρόκειτο να δικάσουν και μεριμνούσαν γι’ αυτούς καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής τους στο νησί. Διαφύλαγαν ακόμη και τα «δημόσια και ιδιωτικά συμβόλαια», όπως μας λέγουν οι επιγραφές.
Οι Κώοι κατέφευγαν επίσης και στη διαιτησία ξένης προς τους αντιδίκους πόλης, όπως μαρτυρεί μια πολύ ενδιαφέρουσα Καλυμνιακή επιγραφή, που χρονολογείται στις αρχές του 3ου π. Χ. αιώνα και αναφέρεται στην κρίση ενός δικαστηρίου στην Κνίδο της Μικρασίας, για μια διαφορά δανείου μεταξύ της Καλύμνου και των κληρονόμων ενός Κώου χρηματιστή. Κάποτε, δηλαδή, ο Δήμος Καλυμνίων συνήψε ένα δάνειο από δυο Κώους συνεργάτες χρηματιστές, τον Παυσίμαχο και τον Ιπποκράτη [το όνομα του μέγιστου Κώου γιατρού φαίνεται να το τιμούσαν και να το έδιναν στους γιους τους οι μεταγενέστεροι συντοπίτες του]. Το δάνειο ξοφλούσαν οι Καλύμνιοι τμηματικά. Ύστερα όμως από μερικά χρόνια πέθαναν οι δυο αρχικοί δανειστές και οι Καλύμνιοι εξακολουθούσαν να πληρώνουν στους κληρονόμους τους. Οι κληρονόμοι του Ιπποκράτη ισχυρίστηκαν ότι όσα εισέπραξαν από το Δήμο Καλυμνίων ήταν το δικό τους μερίδιο μονάχα, όχι όμως και το μερίδιο των κληρονόμων του Παυσιμάχου. Και αυτοί ενάγουν το Δήμο Καλυμνίων και απαιτούν να τους καταβληθούν τριάντα τάλαντα, το υπόλοιπο, δηλαδή, του χρέους των Καλυμνίων σ’ αυτούς.
Η επιγραφή ήταν γραμμένη σε δυο όψεις. Στην πρόσθια όψη αναγράφονται τα κύρια πρόσωπα της δίκης, οι στρατηγοί των Κνιδίων, που επόπτευαν τη δίκη, και οι συνήγοροι των Κώων και των Καλυμνίων. Συνήγορος των Κώων ήταν ο Φιλίνος, ο γιος του Διοκλή από την Κω, των δε Καλυμνίων ο Εκατώνυμος, ο γιος του Πρυτάνεως από τη Μίλητο, με συνεργάτες του τους νομομαθείς Καλυμνίους Εξάκεστο, το γιο του Αλκίνου και Αριστόφαντο, το γιο του Αριστόλα. Η επιγραφή αναφέρεται επίσης στη διαδικασία που έπρεπε να ακολουθεί και στα στοιχεία που έπρεπε να καταθέσουν τόσο οι κατήγοροι, οι «διώκοντες», όσο και οι κατηγορούμενοι, οι «φεύγοντες».
Στο τρίτο μέρος του άρθρου μας, που θα δημοσιευθεί προσεχώς, θα αναφερθούμε στον όρκο τον οποίον έπρεπε να δώσουν οι δικαστές, στον τρόπο της συγκέντρωσης των μαρτυρικών καταθέσεων, στον τρόπο της διεξαγωγής της δίκης και τελικά πια ήταν, σύμφωνα πάντα με την επιγραφή, η απόφαση του δικαστηρίου.
ΒΑΣΙΛΗΣ Σ. ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ