Ο γάϊδαρος είναι ζώο πειθαρχικό και ακατάδεχτο, που μαζί με το σκύλο, τη γάτα, την κατσίκα, το πρόβατο, το βόδι, το άλογο, το μουλάρι και τα πουλερικά, αποτελεί την κοινωνία των ζώων του χωριού.
Τρώει μόνο χορταρικά, χωρίς να ενδιαφέρεται αν είναι ξερά ή χλωρά, με κανένα όμως τρόπο δεν τα θέλει βρασμένα. Στους ξηρούς καρπούς έχει κι αυτός τις προτιμήσεις του. Εκείνο που είναι χαρακτηριστικό, είναι ο τρόπος που δουλεύει το επάνω του αχείλι, όταν περιμαζεύει το χόρτο, για να το φέρει στις δοντάρες του, χερόβολο – χερόβολο, ενώ την ίδια στιγμή τα μεγάλα του ρουθούνια, είτε από ερεθισμό, είτε από σκοπιμότητα, φυσάνε μ’ ένα ηχηρό ρουθούνισμα.
Το φαΐ του το κερδίζει με τον ιδρώτα του και ύστερα από πολλή δουλειά. Μεροφάι μεροδούλι. Δουλεύει αγόγγυστα και σκληρά, και από περιποίηση απλός και λιτός. Κι ό,τι στολίδι φορεί, σαμάρι, καπίστρι, πιστιά, είναι για λόγους πειθαρχίας και φορτώματος, γι’ αυτό όταν απαλλαγεί από αυτά, κυλιέται στο χώμα ευτυχισμένος.
Ο άνθρωπος, που τον εκμεταλλεύεται σκληρά, τον είπε πεισματάρη, ενώ σύγχρονα τον χαρακτηρίζει σαν ζώο με την πιο μεγάλη υπομονή, την γαϊδουρινή. Αλλοπρόσαλλα πράγματα…
Κι’ όμως ο γάϊδαρος έχει πολύπλευρο χαρακτήρα. Είναι αγαθός, είναι και πεισματάρης, πάντα όμως καρτερικός και δουλευτής. Δουλευτής μεγάλης αντοχής και αφάνταστης ανοχής. Δυο κοφίνια σταφύλια, 70 κιλά, στα πλαυρά, η Δεσποινιώ στο σαμάρι και το Γιαννάκι πίσω στα καπούλια και χμ! Ανεβαίνει τον ανήφορο χωρίς φωνή απ’ το στόμα. Έχει τον δικό του ηχηρό τρόπο να εκδηλώνει τα σημάδια του παραφορτώματός του…
Έχει όμως και τα εκτακτά του αυτό το ανέβασμα προς το χωριό. Του δημιουργούν ερωτήματα, η σκιά εκεί στο βράχο, το σανίδι εκείνο στο γεφύρι. Τεντώνει προς τα εμπρός τα αυτιά του και συλλογιέται: Από δω ξαναπέρασα; Εκείνο που σαλεύει από που ήρθε; Τι ζητά από μένα; Εκείνος ο κόρακας στο κούτσουρο επάνω; Αλλά προ παντός σκέφεται ότι η καβαλλάρισσά του είναι ένα κοριτσάκι αδέξιο και χαζό. Μπορεί να επαναστατήσει πια. Δες ο σκύλος, πως τρέχει ελεύθερος χωρίς να προσφέρει τίποτε; Το βάρος όμως του σταφυλιού τον κρατάει πειθαρχικό. Δοκιμάζει τότε, σαν τελευταία ενέργεια, να γυρίσει το λαιμό του, να κλέψει ένα βοτρύδι σταφύλι απ’ το δεξιο κοφίνι. Η Δεσποινιώ όμως ξελαρυγγίζεται αμέσως <<χμ! Χμ! Μπρέ>>. Σταφύλια μου θέλεις κιόλας. Παραδούλεψες. Αυτός ύστερα από δύο βεργιές που έφαγε, γυρνάει με μια παράξενη ηρεμία, θαρρείς και λέει: <<Τι αφελές παιδί που είσαι Δεσποινούλα μου! Νομίζεις ότι υπακούω, γιατί σε φοβάμαι… >> Αλλά τη στιγμή εκείνη νικάει η φιλοσοφική του διάθεση. Θέλει να ρεμβάσει. Αφήνει τους αναβάτες του να ξελαρυγγίζονται, σταματάει στον τόπο και κοιτάει τον ήλιο που δύει. Έτσι ιδρωμένος, κουρασμένος, καρτερικός, αγνάντια στον ήλιο με τα μεγάλα του μάτια, θαρρείς έχει θυμηθεί την προϊστορική του ελευθερία. Ποιοι ήταν οι πρόγονοί του; Πώς ζούσαν πριν χιλιάδες χρόνια; Κι’ αυτό το δίποδο, ο άνθρωπος που τη βρήκε αυτή τη δύναμη πάνω στους όμοιούς του; Από που ο σκύλος απόκτησε τόσα δικαιώματα; Κι αυτός ο κόρακας πώς τα καταφέρνει και πετά;
Οι μικροί επάνω του βράχνιασαν να φωνάζουν, κι αυτός αισθάνεται να κυνηγά κάποια ανεξήγητη ερμηνεία της ύπαρξης του, με το να στέκεται στο ίδιο σημείο του τόπου και του χρόνου, γιατί η κάθε κίνηση γι’ αυτόν δεν έχει μπρος ή πίσω, και να αναρωτιέται γιατί δέχεται να ζει. Έφτασε όμως ο κυρ Σταμάτης, κι’ ακούεται η αγριάδα του να λυσσά κιόλας στα πισινά του, κι’ ο φιλόσοφός μας κινείται αργά, κουνώντας σοβαρά το μεγάλο κεφάλι του, σαν να λέει : <<καλά κυρ Σταμάτη, καλά… >>, κι’ ανεβαίνει τον ανήφορο, την ώρα που ο ήλιος βυθίζεται στο βουνό.
Κάμνει όλες τις δουλειές του σπιτιού. Κουβαλάει ξύλα, νερό, κοπριά, αλεύρι, άχυρο. Και πολλές φορές στολισμένος πανηγυρικά πάει τη φαμίλια ολόκληρη στο πανηγύρι. Εκεί, πίσω απ’ το χοροστάσι δεμένος, πάνω στο κέφι των χορευτών και στο ανηφόρισμα του κλαρίνου, παίρνει κι αυτός έναν αμανέ δικής του έμπνευσης, τόσο ξεχωριστό και δυνατό, που επιβάλλεται σ’ όλη την περιοχή!
Λένε πως τα ζα του χωριού ήθελαν να τον διαλέξουν δήμαρχο, αλλά δεν το δέχτηκε. Δεν είναι ματαιόδοξος, σαν τον εξάδερφό του, το άλογο, ούτε σαν τον άλλο, τον νόθο συγγενή του, το μουλάρι, που νομίζει πως μπορεί να γίνη το πρώτο μες τα ζώα. Του τά’πε κάποτε ο γάϊδαρος ταπεινά: <<Γάϊδαρος είσαι καϋμένε και συ και φαίνεσαι>>. Αυτός στέκεται στο ύψος της γενιάς του. Γάϊδαρος ήταν, Γάϊδαρος μένει.
Λένε ακόμα πως κάποτε άκουσε το δάσκαλο που φώναζε έναν μαθητή του <<γάϊδαρο>> κι’ είπε κρυφά – κρυφά μοναχός του: <<Άνθρωποι δα, τι περιμένεις από ένα δίποδο…>>.
Είναι απλός πέρα ως πέρα, κι όμως ό,τι όνομα επίσημο του πάει. Πες τον, Ναβουχοδονόσορα, Ταμερλάνο, του ταιριάζει. Στη χώρα κατεβαίνει με το ίδιο ύφος, σοβαρότατος. Για τον πολιτισμό ενδιαφέρεται σαν αρχαιολόγος ή τουρίστας. Επισημαίνει τα χαλάσματα με αρχαιολογική αξία κι’ εκεί διανυκτερεύει. Αν τραβήξει για την πλατεία και πετύχει εκεί κάποιο ρήτορα, στέκεται απέναντι και τον ακούει, ώσπου να ενθουσιασθή, οπότε αρχίζει τον αμανέ του, όχι από αντίπραξη, αλλά θαρρείς, από έξαρση.
Είναι παληκάρι. Βοήθησε αποτελεσματικά την πατρίδα του αφεντικού του στους εθνικούς αγώνες της, ιδίως στην Πίνδο, όπου μπήκε στην πρώτη γραμμή. Κι’ όταν τα στρατεύματά μας πέρασαν νικηφόρα, γύρεψε για ανταμοιβή του μονάχα ένα λάφυρο, μια σημαία κουρελιασμένη του εχθρού και τη μάσησε.
Η γάτα των σαλονιών, μπαίνοντας μια μέρα στο σταύλο του, τον είπε ακάθαρτο, χωριάτη. Δεν έδωκε καμμιά σημασία κι’ εξακολούθησε να στέκει κοιτώντας μπροστά του. Όταν όμως εξέφρασε την απορία της, <<πως τον καβαλλικεύουν οι καθώς πρέπει άνθρωποι>>, γύρισε το κεφάλι του ήρεμα και της είπε με την πιο μεγάλη ταπεινότητα. << Ο πρόγονός μου πήρε κάποτε το Χριστό στα Ιεροσόλυμα,>> κι’ ύστερα στάθηκε πολλή ώρα συλλογισμένος… “Ναι” μουρμούρησε σε λίγο. “Είμαι το μόνο ζώο που ένας πρόγονός του σήκωσε τον Θεό στην πλάτη του.”
Ν.Ι.