Οι Χριστουγεννιάτικες Γιορτές, μόλις πέρασαν. Τα τεχνητά δέντρα και τα διάφορα διακοσμητικά στολίδια, βρήκαν τη θέση τους στην μικρή αποθήκη ή στο πατάρι μέχρι την επόμενη χρόνια. Οι μεγάλες Μέρες, πέρασαν και προσπέρασαν, το παλιό εμπορικό μεγαλείο που κάποτε είχε η Κως. Υποτονική και εφέτος η Αγορά, λόγω των περιορισμών για την αντιμετώπιση της παγκόσμιας, φονικής πανδημίας. Αλλά και οι οικονομίες των κατοίκων αρκετά πενιχρές, αφού οι δουλειές παντού υπολειτουργούν.
Σε λίγες μέρες, θα αρχίσουν και οι εκπτώσεις. Παράλληλα οι καταναλωτές αναρωτιούνται, γιατί να ταλαιπωρούμαστε με μάσκες, εμβόλια, πιστοποιητικά, αναμονή στα καταστήματα; Έτσι διστάζουν, να βγουν στην Αγορά. Άλλος ένας λόγος είναι που θα φορέσουν, τα καινούργια ενδύματα και υποδήματα που αγόρασαν; αφού η έξοδος, είναι περιορισμένη.
Έτσι αντί τα αναμενόμενα κέρδη στις Γιορτές, η δύσκολη κατάσταση έφερε τεραστία ζημιά στα καφέ- ζαχαροπλαστεία, στα εστιατόρια, στις ταβέρνες και στα νυχτερινά κέντρα. Κάποτε όλα αυτά, ήταν ασφυκτικά γεμάτα και η εμπορική πόλη του νησιού έσφυζε από ζωή.
Περιδιαβαίνοντας τους εμπορικότερους δρόμους της Χώρας της Κω, αναπολώ την χρυσή εποχή, όταν δηλ η πόλη της Κω, είχε ξεχωριστή ζωντάνια και πολύ δυνατό εμπόριο.
Δεν ήταν μόνο οι μόνιμοι κάτοικοι της πόλεως, αυτοί που ζωντάνευαν τα κάθε είδους καταστήματα, αλλά και πάρα πολλοί κάτοικοι των χωριών, που ανεβοκατέβαιναν καθημερινά. Συνήθως, οι περισσότεροι, ήταν γεωργό-κτηνοτρόφοι και εργάτες, που έρχονταν για να προμηθευτούν τα απαραίτητα σε τρόφιμα, είδη πρώτης ανάγκης, ειδή ρουχισμού, ένδυσης και υπόδησης, καθώς και σε γεωργικά εργαλεία ή μηχανήματα. Καθημερινά, έπαιρναν τα λεωφορεία της γραμμής, από νωρίς το πρωί και επέστρεφαν αργά το απόγευμα, στο χωριό τους.
Όπως εκείνο το κόκκινο λεωφορείο, που αγκομαχούσε στον μεγάλο επαρχιακό χωματόδρομο, αυτόν που ενώνει την πόλη με τα χωριά και με δυσκολία κυλούσε πάνω στις μυτερές σκόρπιες πέτρες. Με οδηγό τον αξέχαστο Δημήτρη τον Χαματζόγλου, που κατάφερνε να το φθάνει νωρίς το πρωί, ως τη Χώρα, στο σταθμό των ΚΤΕΛ, μια και έκανε την καθημερινή διαδρομή πόλη- χωριά, μαζί με τα υπόλοιπα λεωφορεία.
Ο εισπράκτορας ο Σταμάτης Διακαναστάσης, ( ο Χατζηκατές), όπως τον εύρισκαν, αφού βεβαιώνονταν, πως βγήκε και ο τελευταίος επιβάτης, τους ενημέρωνε για την απογευματινή ώρα της επιστροφής τους. Ωστόσο παλιότερα, μερικοί ακόμη κατέβαιναν από τα χωριά και με τα υποζύγια τα οποία συνήθιζαν να τα δένουν στο Χάνι, το σημερινό, γνωστό Δημοτικό Πνευματικό Κέντρο και Λαογραφικό Μουσείο.
Όμως όλοι οι κάτοικοι των χωριών, συνήθως οι γεωργό-κτηνοτρόφοι, συγκεντρώνονταν για τις δουλειές τους, στην Πλατεία Ελευθερίας και στη Δημοτική Αγορά, που κυρίως είχε προϊόντα μαναβικής. Από εκεί ξεχύνονταν στα γύρω καταστήματα, για τα αναγκαία τους ψώνια.
Την μεταπολεμική περίοδο, το εμπόριο στην πόλη της Κω άνθησε πάρα πολύ. Σε αυτό βοήθησε το αδασμολόγητο Τελωνιακό καθεστώς, των αφορολόγητων ειδών για τα Δωδεκάνησα, για μερικά αγαθά, όπως για ποτά, ομπρέλες, γυαλικά, πορσελάνες, σερβίτσια και υφάσματα.
Η Ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων και το καλό κλίμα, συνδυασμένα με τα φτηνά αδασμολόγητα προϊόντα, είχαν προσελκύσει και πολλούς Αθηναίους περιηγητές. Αυτοί ήταν και οι πρώτοι τουρίστες, που στήριξαν και ενίσχυσαν την οικονομία του νησιού μας.
Είναι στιγμές που όταν ανηφορίζω από την οδό Υψηλάντη ή κατηφορίζω την Ρήγα Φεραίου, θυμάμαι τους παλιούς εμπόρους της Χώρας του νησιού μας. Ξαναζωντανεύουν μέσα από το διάβα του ανελέητου χρόνου, εκείνα τα πλούσια καταστήματα της μεταπολεμικής Κω.
Η πόλη μας συγκέντρωνε όλο τον εν δυνάμει εμπορικό κόσμο, κατά την δεκαετία του 50 -60. Δεν υπήρχε περίπτωση οι λιγοστοί κάτοικοι των χωριών και οι επισκέπτες, αφού είχαν κάνει τη βόλτα τους από την κεντρική Δημοτική Αγορά, να μην σταματήσουν και στα ποικίλα καταστήματα που ήταν απλωμένα στο κέντρο της πόλης.
Η γλυκιά μυρωδιά από τα ψημένα σημητάκια του Μελασσιανού, που μόλις τα ξεφούρνιζε, σκορπίζονταν τριγύρω, από την Ρήγα Φεραίου μέχρι και το λιμάνι. Φούρνοι υπήρχαν και άλλοι διάσπαρτοι στην πόλη, όπως του Χατζηπέτρου, του Καννά, του Δρόσου, του Κανταρζή και του Πέτρου του Καλούδη, του Σκουλά και άλλοι.
Πιο κάτω δελεαστική και προκλητική ήταν η γεύση, από τα σουβλάκια των αξέχαστων Μαχαιρά και Μωρέ. Διέθεταν και τα δυο μαγαζιά, μεγάλα ‘Τζουκμπόξ’ φερμένα από την Αμερική. Τότε με μισή δραχμή, οι θαμώνες άκουγαν τον Μανόλη Χιώτη, να τους μαγεύει με το μπουζούκι του και την Μαίρη Λίντα, να τους κρατάει μελωδική συντροφιά.
Βέβαια ο Καζαντζίδης και η Μαρινέλλα, ήταν τότε στο απόγειο της μουσικής καριέρας τους. Πιο δίπλα βρισκόταν και η πολυτέλεια του χρυσοχοείου του Κάβουρα. Χρυσοχοεία υπήρχαν πολλά εκεί γύρω, όπως του Χατζηβελούδου, του Χουσείν του Μακρυχαλιλάκη, του Αντώνη του Κουτσουμπάρη, καθώς και το ωρολογοποιείο του Οθωμανού του Βολακά.
Απέναντι από τον φούρνο του Μελασσιανού, βρισκόταν ένα μαγαζί, γεμάτο με υφάσματα, κουρτίνες και είδη νοικοκυριού, αυτό του Καραντώνη. Αργότερα άνοιξε παρόμοιο κατάστημα υφασμάτων ο Τσιρπανλής και ο Άριστος ο Κουνούπης.
Συνεχίζοντας, στον ανηφορικό δρόμο, συναντούσαμε τα καταστήματα με τις πολύτιμες πορσελάνες και τα σερβίτσια του Κυριάκου Μπακάλογλου, του Κουτούζη, του Γερακιού και της Πόπης του Πουλιού. Δίπλα ήταν το μαγαζί με τα αφορολόγητα ποτά και ουίσκι, του Κουρούνη, καθώς και αυτό των αδελφών Χαρτοφίλη. Στον ίδιο δρόμο υπήρχε το κατάστημα, με τις μοναδικές σε ποικιλία ομπρέλες και τα υφάσματα του Αντώνη Κιοσόγλου.
Εκεί γύρω ήταν και το μαγαζάκι του Κατέ, δηλ της Τσολάκη Αικατερίνης.
Αυτό εφοδίαζε με εσώρουχα, κάλτσες, μαντήλια, τσεμπέρια, μέχρι και παιχνίδια τους τακτικούς πελάτες της. Πιο πέρα υπήρχε το καλτσάδικο και παράλληλα ομπρελάδικο του Καματερού.
Στην μέση ήταν η Εθνική Τράπεζα και απέναντι βρίσκονταν τα κρύσταλλα και τα γυαλικά, των Αθανασίου- Σοφού.
Φυσικά η μυρωδιά της γλυκιάς μπουγάτσας, ξεχείλιζε από το καφέ-ζαχαροπλαστείο του αξέχαστου Μιχάλη Τσιβρινή, με τα μοναδικά στρογγυλά μπακλαβαδάκια, με τον χάρτη σήμα κατατεθέν της Κω. Εκεί κοντά βρισκόταν και το γαλακτοπωλείο, το παραδοσιακό καφενείο, του Χιλμή Παπουτσαλάκη, με το ντόπιο, στραγγιστό γιαούρτι, στο πήλινο κεσεδάκι. Παραδοσιακά καφενεία και εστιατόρια, υπήρχαν διάσπαρτα παντού, από το λιμάνι ως το κέντρο της πόλης.
Επίσης στο λιμάνι ο μαέστρος της ζαχαροπλαστικής ο Ιμπραήμ Φαναρτζής, εκτός από τις ξεχωριστές πάστες Σεράνο με σοκολάτα, διέθετε και το πιο φημισμένο παγωτό καϊμάκι.
Χαρακτηριστική ήταν η ψαροταβέρνα του Τουρκομανώλη, απέναντι από τον Ορφέα, εκεί πουλούσαν και την πόσσα δηλ το κατακάθι του κρασιού το οποίο οι ντόπιοι το χρησιμοποιούσαν για το γνωστά μας κρασσο-τύρι ή κόκκινο-τυρί της τυριάς ή της πόσσας. Επίσης υπήρχε απέναντι, άλλη μια ψαροταβέρνα του αξέχαστου Κεφάλα με φρέσκα ψάρια και θαλασσινά.
Εκτός από νόστιμους μεζέδες, σερβίρονταν και το καλλίτερο ντόπιο κρασί. Υπήρχε και η ταβέρνα του Γρηγοριάδη, που σέρβιρε τον καλλίτερο πατσά.
Στην κατηφόρα επί της Πλατείας Καζούλη, οι θεριακλήδες καπνιστές, μαζί με κάθε είδους προϊόντα καπνού που αγόραζαν, μπορούσαν να δοκιμάσουν και την τύχη τους στα λαχεία, μέσα στο καπνοπωλείο του Ιωαννίδη. Από εκεί εφοδιάζονταν τα λαχεία και οι πλανόδιοι λαχειοπώλες.
Δίπλα σε αυτό το κατάστημα που λειτουργεί μέχρι και σήμερα, βρίσκονταν το πρακτορείο Τύπου, του Πάτμιου, με κάθε λογής εφημερίδες και περιοδικά. Αυτό προμήθευε και τα περίπτερα, που ήδη ανέφερα σε προηγούμενο άρθρο. Πριν φθάσουμε στο παλιό Ταχυδρομείο, που παλιά βρισκόταν κάτω από το Δημαρχείο, υπήρχαν τα πρώτα Ναυτιλιακά Πρακτορεία του Ανδριωτάκη, του Βουκουβαλίδη, του Σταματιάδη και αργότερα στην απέναντι πλευρά, του Τυρινόπουλου.
Αυτοί ήταν οι στυλοβάτες του τουρισμού της Κω.
Τα πρακτορεία αυτά, μαζί με του Χατζαντώνη και του Μουζουράκη, έκοβαν ακτοπλοϊκά εισιτήρια, όπως για τα πλοία Μιαούλης, Καραϊσκάκης και αργότερα για τα Μιμίκα και Ρενέτα. Φυσικά έκοβαν και Αεροπορικά εισιτήρια, μαζί με το γνωστό και επίσημο γραφείο της Ολυμπιακής Αεροπορίας, επί της οδού Βασιλέως Παύλου, που τώρα πια δεν υπάρχει.
Περνώντας την πέτρινη αψιδωτή πύλη, απομεινάρι του Κάστρου, την οποία πλήγωσε ο μεγάλος σεισμός του 2017, που την ονομάζουν Καμάρα και την στόλιζαν οι μαβί μπουκαμβυύλιες, βρίσκεται μέχρι σήμερα το θρυλικό εστιατόριο Δροσιά. Στην απέναντι γωνιά ήταν ο Αβνής ή ο γνωστός Μακρυχαληλάκης. Δραστήριος Οθωμανός έμπορος, που διέθετε από λεπτεπίλεπτα ποτήρια, πορσελάνες και μπιμπελό, εκλεκτά μαχαιροπήρουνα μέχρι είδη φωτογραφίας, φιλμ και φωτογραφικές μηχανές.
Παρά πέρα, υπήρχε το ίδιο περίπου μαγαζί, του Μουζουράκη. Και δίπλα άνοιξαν αργότερα κάπου εκεί οι Νεωτερισμοί του Μπακίρη, με τα πρώτα έτοιμα ενδύματα, κυρίως γυναικεία.
Θα πρέπει με σεβασμό να αναφερθούμε και στους βιοπαλαιστές, αυτούς με τα καροτσάκια και τους λιγοστούς πλανόδιους πωλητές όπως τον Κωστάκη, με τους ξηρούς καρπούς στο καλαθάκι του.
Αυτοί κυριολεκτικά ζωντάνευαν την νησιώτικη πόλη.
-Τσίκλες, φιστίκια, πασατέμπο, αιγηνίτικοοοοοο…. φώναζε στους γύρω δρόμους, αλλά και μέσα στα πέντε Σινεμά που άνθιζαν τότε.
Το Άστρο απέναντι από το λιμάνι και σημερινό Ξενοδοχείο της οικογένειας Αδαμαντίδη, ήταν θερινός και χειμερινός κινηματογράφος.
Το REX το σημερινό Χ -CLUB, δίπλα στο 3ο Δημοτικό Σχολείο το Αζίλο, το οποίο ήταν χειμερινό και καλοκαιρινό σινεμά.
Το Σπλέντιτ, πίσω από τον παλιό ανθόκηπο και το Κεντρικό, πίσω από το Ξενοδοχείο Μαριτίνα, ήταν άλλα δυο θερινά σινεμά.
Φυσικά λειτουργούσε και λειτουργεί, τον Χειμώνα και το υπέροχο Ιταλικό κτίσμα, το Δημοτικό κινηματοθέατρο Ορφέας. Το καλοκαίρι πάλι απολαμβάνεις ταινίες κάτω από την Πανσέληνο στον θερινό Ορφέα, δίπλα στο παλιό γήπεδο του Ανταγόρα.
Φυσικά όλοι θυμόμαστε τον Αντωνάκη τον Σαλαχώρη, που ολημερίς κάτω από τον καυτό καλοκαιριάτικο ήλιο, μοίραζε δροσιά με το παγωτό καϊμάκι. -Παγωτάααα….Ιμπρήηηημ….
Το δροσερό παγωτό το έπαιρνε από τον μαέστρο της ζαχαροπλαστικής, τον αξέχαστο Ιμπραήμ Φαναρτζή, που είχε το εργαστήριο του δίπλα στην ξακουστή, ιδιωτική Κλινική, του μοναδικού και φημισμένου πολύ-ιατρού του αείμνηστου Θεόφιλου Πέρου.
Στην ηλιόλουστη και φιλόξενη πόλη της Κω, με τα λίγα αυτοκίνητα και τα πολλά ποδήλατα, υπήρχε και το ποδηλατάδικο των αδελφών Χατζηπαναγιώτη, κάτω από το Οθωμανικό Τζαμί. Αυτό ήταν ένα από τα πολλά ποδηλατάδικα, εκείνης της αξέχαστης εποχής.
Το πρώτο κατάστημα ηλεκτρικών που άνοιξε, ήταν του Σταμάτη του Σταμόγλου, με τα πρώτα ηλεκτρικά ψυγεία, που αντικατέστησαν τα ξύλινα του πάγου. Αλλά και τα πρώτα ηλεκτρικά σίδερα για τα ρούχα, που αντικατέστησαν τον καρβουνιάρη, δηλ το σίδερο σιδερώματος, με ψιλά αναμμένα κάρβουνα. Αργότερα ηλεκτρικά είδη, άνοιξε και ο Τάσος ο Σμαραγδάκης, καθώς και πολλοί άλλοι.
Μπακάλικα και γενικά χονδρεμπόρια είχαν, ο Χριστόδουλος Σταματάκης, ο Παρβέρης, ο Βασιλειαδης, ο Σήκαλης, ο Πραξιτέλης ο Μουζάκης, ο Αλέξης ο Θυμανάκης και ο Ευθύμιος Μαχαιράς.
Παπούτσια έβρισκες στον Καρπαθάκη, πίσω από την Δημοτική Αγορά και στον Τυρά, κάτω από το Τζαμί. Επίσης υπήρχε και το κατάστημα υποδημάτων του Γιαλούση, απέναντι από την Αγορά και του Οθωμανού του Αχμέτ ή Όμερ, με τα χειροποίητα σανδάλια, καθώς και του αείμνηστου Ευθύμιου Τρακόσσα στην Χαντάκα, δηλ στην σημερινή οδό Ιπποκράτους.
Ταξιτζήδες που είχαν την πιάτσα των ταξί στην γνωστή Πλατεία του λιμανιού και κοντά στον αιωνόβιο πλάτανο του Ιπποκράτη ήταν, στην αρχή, ο Νικολής Σταμόγλου ή Γιαβρούδης, ο Καματερός, ο Λευτεράκης ο Χατζηνικολάου, ο Αντώνης ο Κουφός, ο Χατζηδημήτρης και ο Παπαγγελής, που είχε και τα πρώτα φορτηγά, μαζί με τον Μήτσο τον Κρασά και τον Βασίλη τον Τσουκαλά. Στους πρώτους ταξιτζήδες, στους παλιούς και νέους, έχω πρόσφατα αναφερθεί αναλυτικά σε ειδικό αφιέρωμα.
Θα ήταν σημαντική παράληψη, να μην αναφερθώ στα πρώτα βιβλιοπωλεία. Πρωτοπόρος ο Δημήτρης ο Γαληνός. Ο παράδεισος του παιδιού ήταν εκείνο το βιβλιοπωλείο. Από εκεί παίρναμε τα Σχολικά βιβλία από τις εκδόσεις Ιωάννη Καμπανά και τα παραμύθια από τις εκδόσεις Αστέρος Παπαδημητρίου. Επίσης εκεί βρίσκαμε τα αξέχαστα κλασσικά εικονογραφημένα και τα μικρά περιοδικά του Ντίσνεϊ, τα Μίκη-Μάους.
Παράλληλα αγοράζαμε και κάθε είδους παιχνίδια και εποχιακά είδη.
Μετά από λίγα χρόνια, τα μαθητικά βιβλία, τα έδινε δωρεάν ο Σχολικός Οργανισμός. Πλούσιο βιβλιοπωλείο, διατηρούσε και ο αξέχαστος Θαλασσινός, το οποίο και συνεχίζουν επάξια οι γιοι του μέχρι και σήμερα.
Επίσης ο συνταξιούχος αστυνομικός Κώστας Μεγρέμης, άνοιξε άλλο ένα χαρτοπωλείο- βιβλιοπωλείο, στην οδό Ιπποκράτους.
Το πρώτα τυπογραφείο της Κω, που λειτουργεί μέχρι και σήμερα το άνοιξε ο πρωτοπόρος στο είδος, ο Βησσαρίων Σουρασής. Αργότερα είχε ανοίξει τυπογραφείο και ο αξέχαστος Μιχάλης Πασανικολάκης.
Στην Ιπποκράτους στην Χαντάκα, υπήρχε και το μοναδικό δισκάδικο του Μπάμπη και της δημοτικής μας αοιδού, Άννας Σαρρή- Καραμπεσίνη, δίπλα στα ψιλικά και στα εργόχειρα του Ρείση.
Από εκεί προμηθεύονταν η ταλαντούχα και πρώτη μοδίστρα της Κω η Κοκόνα του Πάχου, όλα τα υλικά της ραπτικής της. Παράλληλα γυναικεία ρούχα έραβαν και η Μαρία του Μαστρογιώργη, μαζί με την Ντομνίτσα και πολλές άλλες αξέχαστες μοδίστρες, όπως και η Μαρία Ορφανουδάκη. (Έχω αναφερθεί σε ειδικό αφιέρωμα στις μοδίστρες της Κω)
Τα αδέλφια Πέτρος και Μαρίτσα Πουλιού, άνοιξαν στην Ιπποκράτους, το πρωτοπόρο κατάστημα αρωμάτων και καλλυντικών. Πολύ αργότερα ο Παρθενιάδης άνοιξε παρόμοιο, κατάστημα στην υπηρεσία της γυναικείας ομορφιάς, στην Πλατεία Καζούλη.
Τα πρώτα και μοναδικά Φαρμακεία της Κω ήταν αρχικά του Νίκου Πετρά, επί της 25 ης Μαρτίου και του ζεύγους Θάλειας Νικολή -Ολυμπίτου, επί της Ιπποκράτους.
Στον ίδιο δρόμο συναντούσαμε επίσης τα πρώτα καταστήματα ετοίμων ενδυμάτων, όπως του Συρεγγέλα και του Διακαναστάση.
Επί της 25ης Μαρτίου, κατάστημα ενδυμάτων είχαν και οι αδελφοί Σούλη. Θα ήταν παράληψη να μην αναφέρουμε και τον πρώτο γυρολόγο του νησιού. Τον Στάθη τον Παπαμανώλη, που έβγαινε και βγαίνει μέχρι και σήμερα στα χωριά, για να προμηθεύει τις νοικοκυρές με του κόσμου τα καλά. Βέβαια γυρολόγοι περιστασιακοί με διάφορα αγαθά, υπήρχαν και πολλοί άλλοι, στους οποίους και αναφέρθηκα με πρόσφατο ειδικό αφιέρωμα.
Αυτά ήταν περίπου τα πρώτα καταστήματα και οι πρώτοι δραστήριοι επαγγελματίες, της μεταπολεμικής Κω. Μιας πόλης, που όλες τις εποχές, ήταν ένας καταπράσινος, υπαίθριος ολάνθιστος κήπος.
Με τα πέντε περίπτερά της, με τα καταπράσινα πάρκα και του κατακόκκινους ιβίσκους της. Με τους πανύψηλους φοίνικες, στην ομώνυμη λεωφόρο φοινίκων και με το ιστορικό Βενετσιάνικο Κάστρο, δίπλα στο πέτρινο, φυσικό λιμανάκι της.
Σήμερα μια απειλητική ερημιά για την οικονομία του νησιού και της χώρας, απλώνεται παντού, παρέα με την ανατριχιαστική σιωπή, των άλλοτε πολυσύχναστων εμπορικών δρόμων.
Ευχή όλων, η φονική καταιγίδα της παγκόσμιας πανδημίας, σύντομα να περάσει και να έχουμε μια Καλή Χρονιά γεμάτη υγεία και ελευθερία.
Υ.Γ. Για να μην θεωρηθεί γκρίζα διαφήμιση, παρέλειψα πολλά σύγχρονα καταστήματα και πολλούς επαγγελματίες, που ίσως ακόμη να βρίσκονται στη ζωή. Αν ακούσια λησμόνησα κάποιους παλαιότερους, ζητώ συγνώμη από τους αναγνώστες μου και παρακαλώ να μου τους υπενθυμίσουν.
Ξανθίππη Αγρέλλη
Η ΑΓΟΡΑ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΟΠΩΣ ΗΤΑΝ ΠΡΙΝ Κ ΟΧΙ ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ. ΝΤΡΟΠΗ
Θα τρελαθούμε στο τέλος.Πλούσια αγορά η μεταπολεμική στη Κω;Τότε που έτρεχε ο καθένας να φύγει Αυστραλίας,Γερμανίας ,Αμερικής;Μόνο οι τοκογλυφοι ευημερούσαν τότε.Πλούτος τότε φτωχια τώρα που ερχοντε από παντού στο νησί για καλύτερη ζωή.Κάποιοι η βρισκοντε στο κόσμο τους η πράγματι περνούσαν Καλα τότε.
Μην τρελαίνεσαι και μας πάθεις τίποτα αγαπητέ μου. Όντως, τότε»πέντε»φαμίλιες διαφεντευαν και όντως οι περιουσίες τους δεν αποκτήθηκαν με τον δικό τους μόχθο. Αυτοί έτσι κι αλλιώς, ούτε τότε ούτε τώρα δίνουν του αγγέλου τους νερό,οι βιοπαλεστες όμως την κινούσαν την αγορά. Όλη η Ελλάδα μεταναστευε τότε αλλά στα νησιά μας οι άνθρωποι είχαν καλύτερη μοίρα από τους Έλληνες της Ηπειρωτικής Ελλάδας για πολλούς λόγους. Φύγε για λίγο και συ από την δική σου»κοσμαρα»και μάθε να εκτιμας μνήμες, έστω και αν δεν είναι δικές σου. Ειδικά αν δεν είναι δικές σου.
Κανείς λάθος.Έχουν χάσει πολλά αυτές οι οικογένειες.Απλά σκέψου πόσες πλούσιες οι άνετες οικογένειες είχαμε τότε και πόσες σήμερα.
Μάλλον δεν έδωσες ότι είχες σε κανένα γιατρό τότε η έμπορα να ζήσεις τα παιδιά σου.Ίσως ακόμα να Ήσουνα φιλοιταλος σαν αυτούς που πήραν κτήματα από Ιταλούς όταν έφυγαν.Σεν έχει ανάγκη κανένας να του πω για την μνήμη οποιοδήποτε.Είναι μικρός ο τόπος μας και τα σημερινά παιδιά έξυπνα να καταλάβουν πως μετά από σκλαβιά αιώνων βρέθηκαν κάποιοι τόσο πλούσιοι και έχοντας όλη τη γη δικιά τους.
Τώρα άμα σε πει κανείς Αχλάδα θα φταίει?Έζησες ρε κομπλεξαρα εσύ την Κω με 5 εργοστάσια παραγωγής και εξαγωγής τοματοπολτου? όταν οι κάμποι της έθρεφαν τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου? Όταν οι κτηνοτρόφοι της τάιζαν όλο το νησί χωρίς εισαγωγές κρέατος? Όταν είχαμε γαλακτοκομικες μονάδες και οινοποιείο?Ναι, χάθηκαν όλα αυτά, ένας νόμος του ΠΑΣΟΚ έκανε τον κάθε αγρότη και κτηνοτροφο ξενοδόχο γιατί δεν υπήρχε έλεγχος, γιατί το χωράφι και τα ζώα ήταν σκληρή δουλειά και όλοι κυνήγησαν το εύκολο κέρδος έχοντες πλήρη άγνοια, και γιατί κάτι»ξύπνιοι»τους εκμεταλλεύτηκαν. Φταίμε,δεν λέω, όταν ήρθαν οι»άλλοι έξυπνοι»όπως τους αποκαλείς και αφού ξεπούλησαν ότι είχαν στον τόπο τους,αν είχαν,»έμαθαν»στην τοπική αγορά τον όρο»αέρας»και δυστυχώς..κακοξυπνησαμε όλοι. Βρήκαν έδαφος και καλλιέργησαν ανάλογα. Αυτοί δεν ήρθαν για το χρήμα? Επιβίωσαν εδώ διότι τους στήριξαν οι Κωες, όχι οι συμπατριώτες τους. Μπράβο σε όλους όσους το σεβάστηκαν γι αυτό και είναι ακόμα εδώ. Όχι απλώς κομπλεξικος λοιπον, πρέπει να είσαι μεγάλο καθίκι και από τους βλάκες και επικίνδυνους ημιμαθείς.
Είμαι υπερήφανος που είχα έναν πατέρα που κυνηγούσε τη νύχτα στα βουνά με θηλιές για να θρέψει εφτά στόματα δικά μας και την μισή γειτονιά στον πόλεμο. Είμαι υπερήφανος που ενώ βασανίστηκε εξαιτίας δοσίλογου γείτονα για την κρυμμένη ελληνική σημαία στο σπίτι μας δεν λύγισε ποτέ. Είμαι υπερήφανος που έτρωγα καθημερινά ξύλο από Έλληνα «δάσκαλο» στο Ιταλικό σχολείο επειδή μιλούσα ελληνικά στην τάξη. Που δεν του έδειξα ποτέ την πείνα μου όταν έκλεβε το συσσίτιο που μας έδιναν οι Ιταλίδες καλόγριες. Είσαι τουλάχιστον αναιδης να χαρακτηρίζεις κάποιον φιλοιταλο και άρπαγα όταν δεν τον γνωρίζεις. Είσαι ένα βλακωδες δυστύχημα των καιρών.
Έτσι για την ιστορία, μάθε ότι οι κακοί Ιταλοί ήταν απείρως καλύτεροι από τους,λίγους ευτυχώς, κακούς Έλληνες. Οι πρώτοι είχαν την»δικαιολογία»του κατακτητή. Οι δεύτεροι ποια δικαιολογία είχαν? Έλληνες άρπαζαν από Έλληνες, ένα κτήμα για ένα δόντι, δύο πύργους στα Τσαιρια για μία εγχείρηση, εφτά μέρες δουλειάς για τρία μεροκάματα. Τους κακούς Έλληνες Δημόσιους υπαλλήλους όπως δασκάλους που βασάνιζαν τα Ελληνόπουλα,οι Ιταλοί τους εξοριζαν ή τους καθαιρουσαν. Εμείς κάποιους που τότε την «γλύτωσαν»και μετά είχαν τα»μεγάλα μέσα» στο κόμμα τους βραβευσαμε και ως αντιστασιακούς. Παντού τα πάντα και σε ένα πόλεμο τα χειρότερα.
Ανώνυμε καλοπροαίρετε…..σχολιαστή. κρυμμένος πίσω από την ανωνυμία επιτίθεσαι σε κάθε κείμενο . Βγες επώνυμα και πες το πρόβλημα σου. Ναι υπήρχαν πλούσια μαγαζιά και μεγάλη αγορά στο εμπόριο στην παλιά Κω που όλοι τα θυμούνται.Σημερα όλα σχεδόν είναι κλειστά η ενοικιάζονται Ναι υπήρχαν και πλούσιοι και φτωχοί όπως και σήμερα. Τι να κάνουμε αυτή είναι η ζωή και τρέχει ανάλογα τους ανθρώπους και τις συνθήκες. Το χρήμα και το εμπόριο άλλοτε έχουν άνοδο άλλοτε κάθοδο όπως και η οικονομική μετανάστευση.
Πόσο δίκιο έχετε κα.Αγρελλη και ιδιαίτερα ευγενική. Ο»καλοπροαίρετος»σχολιαστής προφανώς μόνο καλοπροαίρετος δεν είναι. Στην μεταπολεμική Κω ακριβώς εξαιτίας των αφορολογητων ειδών το εμπόριο είχε άνθιση. Στην Κω έβρισκες είδη που ούτε στην Αθήνα δεν υπήρχαν. Κατάστημα αείμνηστου Βασιλείου Θεοδώρου στην Βενιζέλου έβρισκες σε αποκλειστικότητα το ουίσκι Balladines και το White Horse, ποτά που»κυκλοφορούσαν»μόνο σε σπίτια εφοπλιστών και γιατρών στην Αθήνα. Στους τελευταίους, ήταν το καλύτερο δώρο μαζί με ομπρέλες που τους πήγαιναν δώρο οι Δωδεκανήσιοι. Εμείς εδώ τρώγαμε την σοκολάτα Cadbury από το ίδιο μαγαζί όταν στην Αθήνα αυτή ήταν είδος πολυτελείας αν την έβρισκες.
Η Κως είχε τουρισμό εύπορους ετεροδημοτες οι οποίοι κυνηγούσαν στην Κω όταν το κυνήγι έβριθε, μαζί με τις οικογένειές τους. Η μισή»προίκα»τους είναι αγορασμενη από την Κω και την Ρόδο. Απ’τα σπίτια που τους παρείχαν κατάλυμα έπαιρναν όλη την»κουμπανια»τους σε γλυκά του κουταλιού. Δύο δραχμές το κιλό η ζάχαρη στην Αθήνα, είκοσι δεκάρες στην Κω. Στην Ιπποκράτους στην γωνία πριν μπεις στην πλατεία Κονίτσης είχε βιβλιοπωλείο και ο κος Τσαλικας.Ήταν όμορφη η Κως. Οι άνθρωποι, καλοί ή κακοί, και τότε και τώρα.
Συγχαρητήρια κα. Αγρελλη για όλες τις αναδρομές σας. Σε κάποιους χαρίζετε ένα υπέροχο ταξίδι στα ανεκτίμητα χρόνια της αθωότητας.
Πέμπτη, ώρα 19:00,κάνω βόλτα στην πόλη. Δεν κυκλοφορεί τίποτα. Μόνο γονείς που πηγαινοφερνουν παιδιά στα φροντιστήρια. Το ίδιο σκηνικό από την Δευτέρα. Απορώ αν κάποιοι κάνουν σεφτέ. Οι τιμές παρόλα αυτά υψηλές. Ποικιλία μηδέν. Επικαλούνται το ενοίκιο. Έχουν κάποιο δίκιο, αλλά και ο καταναλωτής; Με λίγα λόγια η Κως είναι ένα καθαρά τουριστικό νησί. Χρόνο με το χρόνο, η κατάσταση χειροτερεύει. Δεν προσφέρει τίποτα τον χειμώνα ούτε στους μόνιμους κατοίκους. Και αν τους πεις για αλλά μέρη της Ελλάδας, νευριαζουν. Κρίμα. Μόνο καφέ ~ντελιβερι, το χειμώνα και σπίτι. Ξυπνήστε πριν να είναι αργά. Το είδαμε με το μεταναστευτικο και με το κόρονοιο. Έπεφτε πολύ κλάμα από την αγορά. Άξιοι της μοίρας σας, κ. κ. έμποροι…..
«Γιοκ παρά,γιοκ χαρά»! Με ποια λεφτά να κινηθεί η αγορά? Ο προϋπολογισμός για το κάθε σπιτικό ειδικά την περίοδο των γιορτών, μόνο για το τραπέζι και τα δώρα είναι τσιμα τσιμα. Οι περισσότεροι εποχικοί υπάλληλοι μετά τις πρώτες μέρες του Φλεβάρη ξαναβλεπουν μισθό αρχές Ιουλίου. Πρώτο μέλημα τα παιδιά και οι ανάγκες τους και αυτές με μέτρο. Είναι και αυτός ο βρωμοκορωνοιος που έχει καταρρακώσει τον κόσμο. Παρόλα αυτά, επειδή ουδέν κακόν αμιγές καλού, ομορφιές έχει ακόμα και μια λιτή καθημερινότητα. Αρκεί η ψυχή μας να είναι γεμάτη αγάπη και καλοσύνη. Υπομονή. Μακάρι να κρατηθούν οι επιχειρήσεις και να σταθούν οι έμποροι πάλι στα πόδια τους.
Παλιές όμορφες εποχές γεμάτα υγιεινά προϊόντα … τώρα ;;; Τώρα στο βωμό του χρήματος μας πουλάνε φύκια για μεταξωτές κορδέλες … φρούτα και λαχανικά τίγκα στα φυτοφάρμακα για να μας στείλουν πιο γρήγορα … κάντε μία δοκιμή … αγοράστε φρούτα και λαχανικά ντόπια και στείλτε τα για έλεγχο αφού η πολιτεία αδιαφορεί και δεν κάνει ελεγχους… θα εκπλαγείτε πολύ δυσάρεστα
Μάλλον κάποιοι γιατροί,έμποροι,φιλοιταλοι και παπάδες πέρναγαν Καλα τότε.Τώρα που απλά πρέπει να φτιάξουν μόνοι τους ζορίζονται.
Περίεργο τόσο χρήμα στο νησί και το 90% αυτών που έχουν ξενοδοχεία η ενοικιαζόμενα η περνούν άνετα,Έχουν πάει Αυστραλία,Αμερική,Καναδά,Γερμανία.Τυχαίο;Δεν έμειναν εδώ στον πλούσιο τόπο τους.Γιατί ;
Η Κως έγινε πλούσιο νησί όταν ήρθαν εδώ άνθρωποι έξυπνοι και προκομμένοι.Έκαναν δουλειές και έφεραν χρήμα.Οι ντόπιοι όσοι πλούτισαν είναι πουλώντας γη και ακίνητα.Εξαλου απλά δέστε γύρω σας ποιοι έχουν τις καλύτερες επιχειρήσεις;Το 90% είναι από άλλου.Αυτή είναι η πραγματικότητα.;
Στους έξυπνους και προκομμένους συμπεριλαμβάνεσαι και εσύ ρε καραβανά; Μας λες ότι το 90% που έχουν τις καλύτερες επιχειρήσεις είναι από αλλού; Ααα μάλιστα, αυτοί λοιπόν (που είναι από αλλού) δεν έκλεβαν το κράτος; …δεν είναι φοροφυγάδες; … πώς έκαναν (το 90% των ανθρώπων που είναι από άλλα μέρη της Ελλάδος) τόσα πολλά λεφτά; Σου κάνω αυτές τις ερωτήσεις, γιατί εσύ κατά καιρούς κατηγορείς μόνο τους ντόπιους ότι έχουν κάνει λεφτά είτε φοροδιαφεύγοντας, είτε με άλλους πλάγιους τρόπους, όπως κλέβοντας τους τουρίστες κ.τ.λ. Επίσης κατά καιρούς έχεις γράψει ότι εδώ στο νησί οι Κώοι σκέφτονται μόνο τα λεφτά και πώς να τα οικονομήσουν και τίποτα παραπάνω, δηλαδή αυτό το 90% που λες (που είναι από άλλα μέρη), δεν σκέφτονται μόνο τα λεφτά και την οικονόμα; Βγάζεις πολύ κόμπλεξ με τους ντόπιους τελικά!!!
Άλλο επιχείρηση και άλλο κλέφτης.Τα μπέρδεψες.Οι
Κωοι βγάζουν λεφτά κλέβοντας όχι επιχειρώντας .Άλλο επιτυχημένη επιχείρηση και άλλο βγάζει λεφτά κάποιος.Αν κατάλαβες κατάλαβες.
Και εσένα οι συμπατριώτες σου από το κατσικοχώρι σου, που είναι εδώ και έχουν κάνει επιχειρήσεις, κλέβοντας τα έκαναν ρε καραβανά!! Άιντε μωρέ που θα βγάλεις όλους τους ντόπιους κλέφτες! Όπως σου το είπα, είσαι εμπαθής τελικά!! Αλλά τι να περιμένει κανείς από ένα καραβανά σαν εσένα μωρε;!! Μετάθεση λέμε και γρήγορα…κατά Έβρο μεριά!!!
Από Αχλάδας πήρες προαγωγή σε Αγκλουπας! Αν κατάλαβες κατάλαβες.
Αγαπητοί αναγνώστες ευχαριστώ για τα σχόλια .αλλά το θέμα είναι η κίνηση και ο κόσμος κυρίως ντόπιοι που γέμιζαν τα μαγαζιά της πόλης μας. Σε ένα πόλεμο γίνονται πολλά όπως περιουσίες που άλλαξαν χέρια από Ιταλούς σε Έλληνες η από Εβραίους που οι άτυχοι ξεγελάστηκαν και κατέληξαν στα Γερμανικά κρεματόρια και δεν επέστρεψαν ποτέ. Σε μια κοινωνία ίσως οι πονηροί πλουτίζουν και οι φτωχοί παραμένουν τίμιοι αλλά φτωχοί. Δεν μπορούμε όμως να βρίζουμε πεθαμένους και οικογένειες για τις πράξεις τους πριν μισό αιώνα. Η ζωή είναι ένας διαρκής αγώνας φτάνει να έχουμε το ευ αγωνίζεσθαι. Όσο για τα μαγαζιά αν διαβάσετε παλιούς καταλόγους του εμπορικού συλλόγου και του εμπορικού επιμελητηρίου θα διαπιστώσετε πόσα πολλά και ποικίλα υπήρχαν τότε.
Πέρνουν παράδειγμα από τον πρώην έξω από το νοσοκομείο….. που τα έχει βάλει με πεθαμενο
Την Αγορά…τη δημοτική αγορά…κάποιοι την εκμεταλεύονται διαχρονικά ….τα εμπορεύματα δε ολα …κινέζικα. Τραγικό….πότε λήγει το μίσθωμα άραγε; Θα έχει τα κότσια η δημοτική αγορά να ταράξει τα νερά ή θα μείνουν ως έχει; Ιδού το ερώτημα ….
Δεν είναι όλοι το ίδιο.Ναι περασμένα ξεχασμένα όχι όμως.Εδώ κάνα δυο ένιωσαν την ανάγκη να υπερασπιστούν τους προγόνους τους έτσι;Κάποιοι το προχώρησαν και τους έλειψαν οι Ιταλοί έτσι;Όλοι καταλαβαίνουμε με ποια μεριά ήταν.Τέλος αν ενδιαφέρεται κάποιος απλά πάει στο Κτηματολόγιο και βλέπει πως κάποιοι πήραν από Ιταλούς χιλιάδες στρέμματα.Αλήθεια και πολλοί αναπολούν τη Χούντα επειδή πέρναγαν καλά έτσι δεν είναι;